ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 139/2015)
12 Δεκεμβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΩΣΑΙΚΩΝ ΜΑ.ΜΙ.ΠΑ. ΛΤΔ,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα,
ν.
ALLAN VELIGALOUSKAYA,
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.
Ως ετροποποιήθη δυνάμει διατάγματος Ε.Δ. Λεμεσού ημερομηνίας 13/2/2009
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΩΣΑΙΚΩΝ ΜΑ.ΜΙ.ΠΑ. ΛΤΔ,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα,
ν.
ALLAN VELIGALOUSKAYA ή άλλως
ALLA VELIKOLOUJSKAIA,
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.
Ε. Μιχαηλίδου (κα) για PHC TSANGARIDES LLC, για την Εφεσείουσα.
Π. Κτίστη (κα) για Αντρέας Γιωρκάτζης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
__________________________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου
___________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Μεταξύ της Εφεσείουσας Εταιρείας, η οποία ασχολείτο, μεταξύ άλλων, με την πώληση μαρμάρων, γρανιτών και υλικών οικοδομής, και της Εφεσίβλητης, υπήρξαν κατά τα έτη 2005-2007 συναλλαγές στο πλαίσιο των οποίων η Εφεσείουσα πώλησε στην Εφεσίβλητη και τοποθέτησε στην οικία της οικοδομικά υλικά. Μεταξύ τους προέκυψε η διαφορά η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της Αγωγής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η Εφεσείουσα υποστήριξε και με την Αγωγή της αξίωσε ότι παρέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο ύψους €28.616,56 (Λ.Κ. 16.745,60 σ.). Η Εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι εξόφλησε πλήρως την Εφεσείουσα, καθώς και ότι υπήρχε υπερχρέωση και παράδοση μικρότερης ποσότητας οικοδομικών υλικών από εκείνη που η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι της παρέδωσε. Ισχυρίστηκε επίσης και καταβολή ποσού για το οποίο δεν έλαβε από την Εφεσείουσα απόδειξη.
Προς υποστήριξη της απαίτησης προσήχθη μαρτυρία από μέρους της Εφεσείουσας και συγκεκριμένα μαρτυρία ενός εκ των Διευθυντών της (Μ.Ε.1) και μίας υπαλλήλου που εργαζόταν στο λογιστήριο της Εταιρείας (Μ.Ε.2), ενώ από πλευράς της Εφεσίβλητης (Μ.Υ.1) κατέθεσε η ίδια, καλώντας επίσης ένα μάρτυρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αγωγή λόγω της αποτυχίας της Εφεσείουσας να αποδείξει την υπόθεσή της. Συγκεκριμένα, πέραν του γεγονότος ότι έκρινε αμφότερους τους μάρτυρες της Εφεσείουσας αναξιόπιστους, κατέληξε ότι αυτοί δεν ήσαν γνώστες σημαντικών γεγονότων και στοιχείων που περιέχονταν σε Καταστάσεις Λογαριασμού που είχαν κατατεθεί στο Δικαστήριο για σκοπούς θεμελίωσης της αξίωσής τους. Όπως συγκεκριμένα τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι μάρτυρες της Εφεσείουσας «απότυχαν να τεκμηριώσουν με θετικό τρόπο την ορθότητα, αλήθεια και ακρίβεια, με αποτέλεσμα, το ποσό που εμφαίνεται ως οφειλόμενο από την εναγόμενη, να μην μπορεί να θεωρηθεί άνευ άλλου ως ορθό και πραγματικά οφειλόμενο από αυτή. Και οι δύο καταστάσεις λογαριασμού ετοιμάστηκαν μονομερώς από τους ενάγοντες και δεν έχει αποδειχθεί ότι η εναγόμενη αποδέχθηκε το αναφερόμενο είτε στη μια είτε στην άλλη κατ' ισχυρισμό τους οφειλόμενο υπόλοιπο». Παράλληλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε ούτε τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης.
Συνοψίζοντας στην αρχή της Απόφασης του την κατάληξη του επί της αξιοπιστίας τόσο των μαρτύρων από πλευράς Εφεσείουσας όσο και της Εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Ομολογώ ότι η εντύπωσή μου για την ποιότητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία και των δύο μαρτύρων που κατάθεσαν για την υπόθεση των εναγόντων καθώς και της εναγόμενης είναι αρνητική. Και οι τρεις υπέπεσαν σε σοβαρές αντιφάσεις, κάθε άλλο παρά σταθεροί και θετικοί ήσαν στις θέσεις τους αναφορικά με καίριας σημασίας θέματα που περιβάλλουν την υπόθεση, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, από τις απαντήσεις τους σε διάφορες ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν, ήταν τελείως ξεκάθαρο, ότι, τα όσα ανάφεραν υπό μορφή απάντησης αποτελούσαν προϊόν υποθέσεων που έκαναν απλώς για να δώσουν κάποια απάντηση στην ερώτηση, παρά της γνώσης τους, έστω και εξ ακοής, αναφορικά με το γεγονός ή γεγονότα που κατά περίπτωση αφορούσε η ερώτηση. Απ' εκεί και πέρα είναι και το γεγονός, ότι προέβαλαν διάφορους ισχυρισμούς που παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, είτε ακόμη που δεν υποβλήθηκαν στην άλλη πλευρά, για να της δοθεί η ευκαιρία, αν μη τι άλλο, να σχολιάσει. Τέλος, για να επαναλάβω, αρκετοί από τους ισχυρισμούς και θέσεις που προέβαλαν, ιδιαίτερα ο διευθυντής των εναγόντων καθώς και η εναγόμενη δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα, είτε ακόμη συγκρούονται με αυτά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα από τη μαρτυρία και των τριών, τα οποία αιτιολογούν επαρκώς, πιστεύω, όλες τις παραπάνω διαπιστώσεις μου».
Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη στη βάση τριών Λόγων Έφεσης.
Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αγωγή της Εφεσείουσας χωρίς να λάβει υπόψη το μέρος της απαίτησης της το οποίο, στη βάση δικών του ευρημάτων, η Εφεσείουσα απέδειξε και/ή χωρίς να εξετάσει τη μαρτυρία στο σύνολο της ή να δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο μέρος της απαίτησης που δεν αμφισβητήθηκε και στις παραδοχές της ίδιας της Εφεσίβλητης. Με το 2ο Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αυθαίρετα ευρήματα στην απουσία οποιουδήποτε δικογραφημένου ισχυρισμού από μέρους της Εφεσίβλητης ή οποιουδήποτε ισχυρισμού κατά το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης. Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 ως αυθαίρετα λόγω παρερμηνείας ή σύγχυσης της ενώπιον του μαρτυρίας και τεκμηρίων.
Αρχίζοντας από το ζήτημα της αξιοπιστίας παραπέμπουμε στην πάγια αρχή ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενόσω καταθέτουν ενώπιον του.
Όπως ελέχθη στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:
«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312 και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244). Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη».
Στο πλαίσιο προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης η πλευρά της Εφεσείουσας υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμηνεύοντας τις νομολογιακές αρχές, κατέληξε ότι απέτυχε να αποδείξει «πλείστα όσα γεγονότα» καταγράφονταν στον επίδικο λογαριασμό, χωρίς το Δικαστήριο να εξετάσει τη μαρτυρία στο σύνολο της και χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στο μέρος της απαίτησης που δεν είχε αμφισβητηθεί και τις παραδοχές της ίδιας της Εφεσίβλητης. Συναφής με τον 1ο Λόγο Έφεσης είναι και ο 3ος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου προβάλλεται ότι λανθασμένα και εντελώς αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, χωρίς να αντιληφθεί την ουσία της μαρτυρίας και εξάγοντας συμπεράσματα μέσω αποσπασματικής αξιολόγησής της, αλλά και παραλείποντας να αξιολογήσει τη μαρτυρία στο σύνολό της.
Εν πρώτοις, και προτού γίνει αναφορά στο έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην προκείμενη περίπτωση, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η υπό κρίση περίπτωση αφορούσε σε απαίτηση για υπόλοιπο λογαριασμού. Δεν ήταν περίπτωση απαίτησης επί τη βάσει εκκαθαρισμένου λογαριασμού (account stated). Η ύπαρξη του χρέους ήταν εκείνο που η Εφεσείουσα βαρύνετο να αποδείξει παρουσιάζοντας μαρτυρία αναφορικά με τις καταγραφές στις Καταστάσεις Λογαριασμού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά την εν λόγω διάκριση επισημαίνοντας τη διαφορά που υπάρχει στη στοιχειοθέτηση απαίτησης βασισμένης σε εκκαθαρισμένο λογαριασμό και τα κριτήρια για την απόδειξη της από εκείνη η οποία είναι βασισμένη σε υπόλοιπο λογαριασμού.
Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Κυριάκου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 1628:
«Μια κατάσταση λογαριασμού δεν αποτελεί αφ' εαυτής απόδειξη των όσων καταγράφονται, (βλ. D and G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 263 και Παναγιώτης Μαστρης Λτδ v. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ 728). Τα γεγονότα που φέρεται να αναπαραγάγει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, καθίστανται επίδικα και θα πρέπει απαρέγκλιτα να αποδειχθούν (βλ. A.I. Mantovani & Sons Ltd v. Christie Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156, Marketrends Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 734) και Marketrends Finance Ltd v. Ξενοφώντος (2009) 1 Α.Α.Δ.1418). Με άλλα λόγια οι εκάστοτε καταχωρήσεις σε ένα λογαριασμό, είτε πρόκειται για χρεώσεις είτε για πιστώσεις (με εξαίρεση αποδεδειγμένο λογαριασμό-account stated), θα πρέπει να αποδειχθούν μία προς μία, ούτως ώστε να επαληθευτεί στο τέλος πως η εικόνα που εκπέμπει η κατάσταση λογαριασμού είναι αυθεντική και ακριβής».
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156:
«Οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν αφεαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν. Τα γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν. ...................................Στην απουσία παραδεκτής μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί γεγονότα που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν ως αποδεικτικά της υπόθεσης, δεν εγείρεται ζήτημα βάρους απόδειξης. Τέτοιο θέμα μπορεί να εγερθεί μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα που τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επιμελώς την προσαχθείσα μαρτυρία και για καλούς και πειστικούς λόγους, που σε έκταση καταγράφει στην Απόφαση του, δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά της Εφεσείουσας.
Εν πρώτοις, σημαντική ήταν η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία προέκυψε από την προσαχθείσα μαρτυρία την οποία έχουμε διεξέλθει στο σύνολο της, ότι ο Μ.Ε.1 και η Μ.Ε.2 ουδεμία προσωπική ανάμειξη, εμπλοκή ή γνώση είχαν είτε κατά την ετοιμασία των δύο Καταστάσεων Λογαριασμού που είχαν κατατεθεί για σκοπούς θεμελίωσης της αξίωσης της Εφεσείουσας (Τεκμήρια 4 και 77), είτε για οποιοδήποτε στοιχείο ήταν καταχωρημένο σε αυτές. Επιπλέον, σημαντικό ήτο και το γεγονός, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει, ότι παρά το ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε σε κανένα στάδιο αναγνωρίσει ότι οφείλει το αξιούμενο ποσό, ούτε ο Μ.Ε.1 ούτε η Μ.Ε.2 είχαν επιχειρήσει σε οποιοδήποτε στάδιο κατά την κατάθεση τους ενώπιον του Δικαστηρίου να αναλύσουν και να επεξηγήσουν το περιεχόμενο των εν λόγω Καταστάσεων Λογαριασμού.
Ιδιαίτερα σημαντικό στο πλαίσιο της αξιολόγησης που διενεργήθη ήτο, επίσης, και το γεγονός της πληρωμής από την Εφεσίβλητη ποσού Λ.Κ. 2000 το οποίο αποδεδειγμένα δεν είχε καταχωρηθεί στον επίδικο λογαριασμό που η Εφεσείουσα τηρούσε για τις δοσοληψίες της με την Εφεσίβλητη, αλλά ούτε και στις πιο πάνω αναφερόμενες Καταστάσεις Λογαριασμού. Όπως ο Μ.Ε.1 είχε ισχυριστεί, το ποσό των Λ.Κ. 2000 που η Εφεσίβλητη είχε καταβάλει μέσω δύο επιταγών (Τεκμήρια 78 και 79) έναντι του επίδικου λογαριασμού της, αν και κατατέθηκε στον προσωπικό λογαριασμό του Μ.Ε.1, εντούτοις λογίστηκε έναντι του χρέους της και πιστώθηκε στο λογαριασμό της και ότι εκ λάθους καταχωρήθηκε στο λογαριασμό της ως επιστροφή εμπορευμάτων (credit return) για την οποία υπήρχε σχετική καταχώριση στην Κατάσταση Λογαριασμού, Τεκμήριο 4, ημερ. 22/3/2005 για ποσό Λ.Κ. 2300. Δηλαδή, η εκδοχή που ο Μ.Ε.1 προώθησε ήταν ότι αντί η Εφεσείουσα να εκδώσει απόδειξη πληρωμής έναντι λογαριασμού, εξέδωσε πιστωτική σημείωση (credit note). Το παράδοξο, ωστόσο, της όλης εκδοχής που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει και ορθώς το ανέδειξε ως ουσιαστικό σημείο που έπληττε την αξιοπιστία του Μ.Ε.1, είναι ότι όταν υπεδείχθη στο Μ.Ε.1, κατά την αντεξέταση του, το Τεκμήριο 39 το οποίο αφορούσε σε CREDIT RETURN, ημερ. 22/3/2005 και από το οποίο προέκυπτε ότι πράγματι εκείνη την ημερομηνία υπήρχε επιστροφή συγκεκριμένων εμπορευμάτων που περιγράφονταν, για ποσό Λ.Κ. 2300, η θέση του ήταν ότι και αυτό, δηλ. το Τεκμήριο 39, είχε από λάθος του λογιστηρίου γραφτεί, χωρίς βεβαίως να μπορέσει, στο τέλος, να εξηγήσει τι πληροφόρηση είχε το λογιστήριο και κατέγραψε, στο εν λόγω έγγραφο, συγκεκριμένα εμπορεύματα. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, ούτε ο Μ.Ε.1 αλλά ούτε και η Μ.Ε.2 ήταν, τελικώς, σε θέση να εξηγήσουν γιατί στην πιστωτική σημείωση επιστροφής εμπορευμάτων (Τεκμήριο 39) αναγράφονταν συγκεκριμένα προϊόντα που είχαν - υποτίθεται - επιστραφεί, αφού η σχετική καταχώριση στις Καταστάσεις Λογαριασμού ως επιστροφή εμπορευμάτων, με βάση την εκδοχή τους, έγινε κατόπιν λάθους και υποτίθεται πως κάτι τέτοιο, δηλ. επιστροφή εμπορευμάτων, δεν είχε γίνει.
Παραπονείται η Εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, αφού θεώρησε ότι θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι όλα τα τιμολόγια ήταν υπογεγραμμένα και σε ποιον είχαν παραδοθεί τα εμπορεύματα ενώ με βάση τη νομολογία, όπως υποστηρίχθηκε, δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση. Όπως γίνεται αντιληπτό, έρεισμα για την πιο πάνω θέση αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη Απόφαση:
«Καθώς ήδη έχει αναφερθεί οι ενάγοντες που βασίζουν την αξίωσή τους εναντίον της εναγόμενης στον επίδικο λογαριασμό επί πιστώσει που τηρούσαν για τις συναλλαγές τους που είχαν μαζί της, απέτυχαν να αποδείξουν πλείστα όσα γεγονότα καταγράφονται σ' αυτό. Και αυτό, όχι μόνο επειδή και οι δύο μάρτυρές τους κρίθηκαν αναξιόπιστοι, αλλά και για τον επιπλέον λόγο ότι προέκυψε από τη μαρτυρία τους πως δεν ήταν γνώστες σημαντικών γεγονότων και στοιχείων που περιέχονται στις δύο καταστάσεις λογαριασμού που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, για σκοπούς θεμελίωσης της αξίωσης των εναγόντων. Στις εν λόγω καταστάσεις (τεκμήρια 4 και 77) περιέχονται στοιχεία θεμελιακά της επίδικης αξίωσης των εναγόντων, τα οποία και οι δύο μάρτυρές τους δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσουν είτε από προσωπική γνώση που είχαν γι' αυτά, είτε ακόμη, έστω με εξ ακοής μαρτυρία. Για παράδειγμα υπάρχουν χρεώσεις δυνάμει τιμολογίων τα οποία, είτε είναι ανυπόγραφα από τον παραλήπτη των εμπορευμάτων είτε ακόμη κι αν είναι υπογραμμένα δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι υπογραμμένα είτε από την εναγόμενη είτε από κάποιο άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο και το ίδιο συμβαίνει και με αρκετά δελτία αποστολής εμπορευμάτων, χωρίς να μου διαφεύγει ότι αριθμός τιμολογίων δεν συνοδεύονται από δελτίο αποστολής. Ακόμη, τόσο ο διευθυντής των εναγόντων όσο και η εκ των υπευθύνων στο λογιστήριό τους δεν ήταν σε θέση να δηλώσουν με θετικό τρόπο ότι τα εμπορεύματα που αναφέρονται στα επίδικα τιμολόγια καθώς και στα σχετικά δελτία αποστολής - όπου υπάρχουν - παραδόθηκαν στην εναγόμενη ή παραλήφθηκαν από αυτή και σε τέτοια περίπτωση, εάν τοποθετήθηκαν στην επίδικη κατοικία της».
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω αξιολόγηση. Η υπόθεση Demil Imports Exports Ltd v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 462, την οποία επικαλέστηκε η πλευρά του Εφεσείοντα, διαφοροποιείται επί των γεγονότων της. Στην υπόθεση εκείνη, η οποία αφορούσε αγωγή για υπόλοιπο λογαριασμού για πώληση και παράδοση εμπορευμάτων δυνάμει τιμολογίων και/ή στη βάση παραδεδεγμένου ή εκκαθαρισμένου λογαριασμού, υπήρχε μαρτυρία εκ μέρους των Εναγόντων/Εφεσιβλήτων ότι είχαν παραδώσει τα εμπορεύματα που αναφέρονταν στα τιμολόγια και δελτία μεταφοράς, η οποία μαρτυρία κρίθηκε αξιόπιστη. Είναι στο πλαίσιο αυτό που είχε λεχθεί από το Δικαστήριο στην υπόθεση Demil Imports Exports Ltd (ανωτέρω) ότι «Εφόσον η μαρτυρία για τους εφεσίβλητους ήταν ότι παρέδωσαν τα εν λόγω εμπορεύματα, δεν ήταν αναγκαία η περαιτέρω απόδειξη της παράδοσης των εμπορευμάτων. Το γεγονός ότι τα αμφισβητούμενα δελτία μεταφοράς και τιμολόγια δεν φέρουν την υπογραφή των εφεσειόντων δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης, εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων. (Χριστοδουλίδου v. Μocassino Shoes Ltd (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 294).»
Ούτε μπορεί να γίνεται λόγος για «παραδοχές» της Εφεσίβλητης με δεδομένη την απόρριψη της μαρτυρίας της ως αναξιόπιστης. Όπως ορθώς επισημαίνεται από πλευράς Εφεσίβλητης, αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό, ούτε αποδεικνύει οτιδήποτε. Από τη στιγμή δε που η ίδια η μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 που προσκόμισε η Εφεσείουσα, η οποία έφερε και το βάρος απόδειξης της υπόθεσης της, απερρίφθη ως αναξιόπιστη, τα όσα είχε αναφέρει η Εφεσίβλητη στο πλαίσιο της δικής της μαρτυρίας δεν θα μπορούσαν να περισώσουν την υπόθεση για την Εφεσείουσα. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Thesis Trading Co. Ltd v. Δήμος Λάρνακας, Πολιτική Έφεση Αρ. 388/2010, ημερ. 23/6/2016: «Η μαρτυρία του ΜΕ1 απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη. Τούτων δοθέντων η υπόθεση δεν περισώζεται ούτε με τις εν μέρει, όπως θεωρεί ο συνήγορος των εφεσειόντων, «παραδοχές» των ΜΥ2 και ΜΥ3. Ο ενάγων έχει το βάρος να θεμελιώσει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, αμέλεια του αντιδίκου και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και των ζημιών που έχει υποστεί συνεπεία αυτής».
Η πλευρά της Εφεσείουσας διατείνεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στις δύο καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 4 και 77, σχολιάζει ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά οφειλόμενα υπόλοιπα, ήτοι ποσό Λ.Κ. 19.747,10 σε σχέση με το Τεκμήριο 4, ενώ σε σχέση με το Τεκμήριο 77 οφειλόμενο υπόλοιπο για ποσό Λ.Κ. 16.745,60, παραλείποντας να σημειώσει ή να αντιληφθεί ότι πρόκειται για τις ίδιες, κατ' ουσίαν, Καταστάσεις και με μόνη διαφορά το γεγονός ότι η 2η Κατάσταση αναφέρεται σε μεταγενέστερη περίοδο μέχρι τις 10/8/2007 (όπου υπήρχε μεταγενέστερα μία πίστωση ύψους €3.001,50), ενώ η 1η Κατάσταση είναι μέχρι τις 13/9/2005.
Η πιο πάνω θέση είναι άνευ ερείσματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε και στις δύο Καταστάσεις, σημείωσε το οφειλόμενο υπόλοιπο που καταγράφεται σε κάθε μια από αυτές. Δεν παρέλειψε, ωστόσο, σε σχέση με τη δεύτερη Κατάσταση, Τεκμήριο 77, να επισημάνει ότι φαίνονται οι ίδιες εγγραφές όπως εκείνες της πρώτης Κατάστασης, Τεκμήριο 4, σημειώνοντας, περαιτέρω, ότι στη δεύτερη Κατάσταση υπάρχει μία επιπλέον πίστωση που αφορά σημείωμα για επιστραφέντα εμπορεύματα, ημερ. 10/8/2007, αξίας Λ.Κ. 3.001,50, η οποία πίστωση είχε ως αποτέλεσμα να διαμορφωθεί το ύψος του οφειλόμενου υπολοίπου στο ποσό των Λ.Κ. 16.745,60. Κατά συνέπεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αντιληφθεί πλήρως ότι, ενώ υπήρχαν στη δεύτερη Κατάσταση λογαριασμού οι ίδιες εγγραφές, υπήρχε επιπροσθέτως μια πίστωση σε ημερομηνία μεταγενέστερη από την πρώτη Κατάσταση, Τεκμήριο 4, ήτοι στις 10/8/2007, η οποία οδήγησε στη μείωση - και, συνεπώς, στη διαφοροποίηση - του οφειλόμενου υπόλοιπου.
Παραπονείται η πλευρά της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεαζόμενο από την «πεπλανημένη αντίληψη» που είχε ήδη διαμορφώσει για το Μ.Ε.1, κατέληξε ότι αυτός υπέπεσε σε αντιφάσεις, χωρίς να έχει εξετάσει επαρκώς το περιεχόμενο της μαρτυρίας και «βασιζόμενο σε αποσπάσματα της μαρτυρίας».
Δεν συμφωνούμε με την ως άνω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε, ανέλυσε και αντίκρισε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 με πολλή λεπτομέρεια, δίδοντας ικανούς λόγους για τη μη αποδοχή της.
Και κάτι τελευταίο αναφορικά με τον 3ο Λόγο Έφεσης. Στο πλαίσιο του εν λόγω Λόγου Έφεσης γίνεται αναφορά σε νομολογία που επισημαίνει την ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας στο Δικαστήριο, χωρίς, ωστόσο, να προβάλλεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός που να έχει σχέση με την πιο πάνω νομολογιακή προσέγγιση. Εν πάση περιπτώσει, στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχουμε διαπιστώσει η αξιολόγηση να έγινε στη βάση των εντυπώσεων που ο Μ.Ε.1 άφησε στο εδώλιο του μάρτυρα και να μην έχει τεθεί στη βάσανο της αξιολόγησης το περιεχόμενο της μαρτυρίας του.
Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απουσία οποιουδήποτε δικογραφημένου ισχυρισμού, κατέληξε σε δύο εντελώς αυθαίρετα ευρήματα επί των οποίων βασίστηκε, όπως υποστηρίχθηκε, κατά μεγάλο βαθμό, η Απόφαση. Το πρώτο αφορά την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ενδεχομένως να έγιναν και άλλες πληρωμές από την Εφεσίβλητη, οι οποίες να μην πιστώθηκαν στο λογαριασμό της και τούτο παρά το γεγονός ότι τέτοιος ισχυρισμός ούτε προβλήθηκε από την Εφεσίβλητη, ούτε δικογραφήθηκε.
Εν πρώτοις και σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξε η πλευρά της Εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε αποφάσισε, ούτε διατύπωσε εύρημα ότι έγιναν και άλλες πληρωμές από την Εφεσίβλητη έναντι του οφειλόμενου χρέους. Η σχετική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε στο πλαίσιο εξέτασης της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 και των αντιφάσεων στις οποίες αυτός υπέπεσε, όπου το Δικαστήριο ανέφερε τα πιο κάτω: «Πέραν από την προφανή αντίφαση ανακύπτει και το εξής, καίριας σημασίας ερώτημα: δεδομένης της έμμεσης ομολογίας του διευθυντή των εναγόντων ότι μπορεί να υπήρξαν και άλλες φορές που η εναγόμενη εξέδωσε επιταγή στο όνομά του έναντι των οφειλών της προς τους ενάγοντες σε συνδυασμό και με το γεγονός, ότι, αυτή, ουδέποτε αποδέχθηκε το κατ' ισχυρισμό των εναγόντων χρεωστικό υπόλοιπο που δεικνύει η κατάσταση λογαριασμού που οι ενάγοντες τηρούσαν για τις μεταξύ τους επίδικες συναλλαγές και δοσοληψίες (ούτε με τα δικόγραφά τους ισχυρίζονται κάτι τέτοιο) διερωτώμαι ειλικρινά, πώς μπορώ να θεωρήσω ως ορθό, αληθινό και πραγματικά οφειλόμενο το ποσό που δεικνύει η επίδικη κατάσταση λογαριασμού, την οποία ετοίμασαν μονομερώς οι ενάγοντες, τη στιγμή που δεν αποκλείεται η εναγόμενη να προέβη και σε διάφορες άλλες πληρωμές σ' αυτούς με επιταγή ή επιταγές, οι οποίες, ωστόσο, επειδή έτσι ήθελε ο διευθυντής τους, εκδόθηκαν και πάλιν στο όνομά του και κατατέθηκαν σε προσωπικό του λογαριασμό, αντί να εκδοθούν και κυρίως να κατατεθούν στον επίδικο λογαριασμό της εναγόμενης και να λογιστούν έναντι του χρέους της προς τους ενάγοντες;»
Το δεύτερο αυθαίρετο, κατά την Εφεσείουσα, εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ότι δεν αποδείχτηκε ότι τα υπογραμμένα τιμολόγια και/ή δελτία αποστολής είχαν υπογραφεί από εξουσιοδοτημένο από την Εφεσίβλητη πρόσωπο, ενώ η ίδια η Εφεσίβλητη είχε αναγνωρίσει την υπογραφή του νόμιμου αντιπρόσωπου της επί τουλάχιστον επτά δελτίων αποστολής.
Και αυτό το ζήτημα ορθώς εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων της Εφεσείουσας. Συγκεκριμένα, αυτό που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ήταν ότι, παρά τη θέση της Εφεσείουσας ότι τα υλικά παραδίδονταν στην οικοδομή της Εφεσίβλητης με σχετικό δελτίο αποστολής και αφού αυτά παραλαμβάνονταν η Εφεσείουσα εξέδιδε σχετικό τιμολόγιο, εντούτοις, σε απάντηση στην υποβολή ότι τα δελτία αποστολής με εξαίρεση λίγα, ουδέποτε υπογράφηκαν από την Εφεσίβλητη ή από το νόμιμο εκπρόσωπό της, ο Μ.Ε.1 είχε αναφέρει «ό,τι έχω παραδώσει έχουν βγει δελτία αποστολής». Υπό αυτά τα δεδομένα, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει τη θέση του Μ.Ε.1 ως μία ακόμα αντίφαση, ήταν εύλογα επιτρεπτό, αφού αριθμός τιμολογίων που είχαν κατατεθεί δεν συνοδεύονταν από σχετικό δελτίο αποστολής, καθώς και το ότι τα τιμολόγια και δελτία αποστολής δεν ήταν υπογεγραμμένα από τον παραλήπτη.
Έχουμε εξετάσει τα σημεία στα οποία η συνήγορος της Εφεσείουσας μας παρέπεμψε και έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στο σύνολό της. Δε διαπιστώνουμε λόγο, που να δικαιολογεί επέμβασή μας για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα όσα η συνήγορος επικαλέστηκε δεν αποτελούν παρά αποσπασματικές αναφορές οι οποίες, όμως, δεν αξιολογούνται κατ' απομόνωση αλλά στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας.
Υπό το φως των πιο πάνω αρχών ενδιατρίψαμε στα όσα περιβάλλουν την υπό κρίση Έφεση. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα, ικανό να ενεργοποιήσει την εξουσία μας προς παρέμβαση στον τρόπο αξιολόγησης και στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η μαρτυρία που πρόσφερε η πλευρά της Εφεσείουσας μέσω των δύο της μαρτύρων, Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, κρίθηκε αναξιόπιστη για βάσιμους λόγους. Το γεγονός αυτό αναπόδραστα οδήγησε και στην απόρριψη της απαίτησης της Εφεσείουσας, η οποία έφερε και το βάρος απόδειξης, αφού δεν θεμελιώθηκε με ικανή μαρτυρία η δικογραφημένη αξίωση περί ύπαρξης οφειλόμενου ποσού (βλ. Popovic Slopodan Miorage v. Dubranvka Radivojenik (1998) 1 Α.Α.Δ. 1162).
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος.
Ως εκ τούτου η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3000 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.