ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E194/2017)
7 Νοεμβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη,
ν.
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητων/Εναγόντων.
________________________________________________________________
Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ,
για την Εφεσείουσα.
Γ. Χατζηγιώργης με Μ. Παπαευσταθίου (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
______________________________________________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
______________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Μετά από δια κλήσεως Αίτηση των Εφεσίβλητων, ημερ. 27/7/2016, για συνοπτική απόφαση κατά της Εφεσείουσας στην Αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αριθμό 2170/2015, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») εξέδωσε στις 16/10/2017 συνοπτική Απόφαση ως η Αγωγή («η πρωτόδικη Απόφαση»).
Αντικείμενο της Αγωγής ήταν απαίτηση των Εφεσιβλήτων κατά της Εφεσείουσας για την καταβολή από τους τελευταίους οφειλόμενων επιβαρύνσεων και/ή ετήσιων εισφορών και/ή τελών και/ή προστίμων και/ή οφειλής δυνάμει εκδοθέντων τιμολογίων και/ή δυνάμει υπηρεσιών που προσφέρθηκαν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η Εφεσείουσα είχε αποτύχει να καταδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να δείξει τέτοιους λόγους που να της έδιναν το δικαίωμα να υπερασπιστεί στην Αγωγή, κατέληξε ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν ικανοποιήσει ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις προς έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Εν προκειμένω, η Αγωγή αφορούσε στην επιβολή από τους Εφεσίβλητους στην Εφεσείουσα, η οποία είναι δημόσια εταιρεία με μετοχές και αποτελούσε εισηγμένο εκδότη στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (εφεξής ΧΑΚ), τελών και χρεώσεων σε σχέση με την ετήσια εισφορά εκδοτών εισηγμένων μετοχών και χρεογράφων/αξιογράφων και χρέωση για την τήρηση μητρώου εκδότη μετοχών και χρεογράφων/αξιογράφων. Τα εν λόγω τέλη επιβλήθηκαν από τους Εφεσίβλητους με βάση τη Χρηματιστηριακή Νομοθεσία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις σχετικές πρόνοιες της Χρηματιστηριακής Νομοθεσίας, έκρινε ότι η πράξη επιβολής των τελών και χρεώσεων σχετίζετο «με την προώθηση και εκπλήρωση των δημόσιων σκοπών που έχουν εναποτεθεί στο ΧΑΚ». Κατέληξε δε, επισημαίνοντας, ότι επιβάλλοντας το ΧΑΚ τα εν λόγω τέλη και χρεώσεις «δεν έχει ως σκοπό τη ρύθμιση των ιδιωτικών δικαιωμάτων των εκδοτών, αλλά ασκεί ..., δημόσια εξουσία, μονομερώς, παράγουσα έννομα αποτελέσματα έναντι των εισηγμένων εκδοτών», με αποτέλεσμα οι αποφάσεις επιβολής των επίδικων τελών και χρεώσεων να συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Δεδομένης, δε, της πιο πάνω διαπίστωσης και λαμβάνοντας υπόψη τη μη αμφισβήτηση τους μέσω προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τα τέλη είχαν καταστεί απαιτητά με αγωγή στο πλαίσιο της οποίας η νομιμότητα της απόφασης για την επιβολή τους δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.
Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται με τέσσερις Λόγους Έφεσης.
Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η επιβολή των επίδικων τελών μέσω των εν λόγω τιμολογίων, αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει για ζητήματα που σχετίζονταν με αυτά, χωρίς να εξετάσει ενδελεχώς και ή με οποιοδήποτε τρόπο τη φύση της επίδικης πράξης και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, των επίδικων τελών. Συναφής είναι και ο 2ος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι τα επίδικα τέλη, που είχαν προκύψει από τα αναφερόμενα στην Απόφαση τιμολόγια, αποτελούσαν εκτελεστή διοικητική πράξη σε σχέση με την οποία δεν είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δια του 3ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε συνοπτική Απόφαση υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας, χωρίς να εξετάσει κατά πόσο η τελευταία μπορούσε να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη καλής και/ή ουσιαστικής και/ή συζητήσιμης υπεράσπισης επί της ουσίας της Αγωγής. Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιβολή τελών στην υπό εξέταση περίπτωση θα μπορούσε να αμφισβητηθεί μόνο με την καταχώριση διοικητικής προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Στο πλαίσιο των Λόγων Έφεσης 1 και 2, οι οποίοι, όπως σωστά επισημαίνεται από πλευράς Εφεσιβλήτων είναι επάλληλοι και σχετικοί, υποστηρίχθηκε από πλευράς Εφεσείουσας ότι η πιο πάνω αντίκριση, από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου, της φύσης των επίδικων τελών ήτο λανθασμένη. Η θέση της Εφεσείουσας - και σε αντίθεση με όσα προέταξαν οι Εφεσίβλητοι υποστηρίζοντας το σύνολο της πρωτόδικης Απόφασης - είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το ορθό κριτήριο για την ταξινόμηση των επίδικων πράξεων στο ιδιωτικό ή στο δημόσιο δίκαιο και ότι, στην προκείμενη περίπτωση, το επίδικο τέλος συνιστούσε πράξη που ανάγετο στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αφού οι Εφεσίβλητοι επέβαλλαν τέλη στην Εφεσείουσα στο πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσης, ενώ καμία σημασία ή ενδιαφέρον αυτό είχε για το ευρύ κοινό. Υποστηρίχθηκε, ακόμη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη μεταξύ των μερών σχέση, η οποία ρυθμίζετο, εν προκειμένω, από το ιδιωτικό δίκαιο και ότι η διαπίστωση του ότι όλες οι αποφάσεις του Συμβουλίου των Εφεσιβλήτων ήταν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, δεν μπορούσε παρά να θεωρηθεί ως γενική και αυθαίρετη. Αποτέλεσε θέση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε επαρκώς και/ή καθόλου στην ανάλυση κατά πόσο η επίδικη πράξη επιβολής των εν λόγω τελών ενέπιπτε εντός της σφαίρας του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου και ότι, απλώς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίδικα τέλη συνιστούσαν εκτελεστή διοικητική πράξη βασίζοντας την απόφαση του στη φύση των εργασιών και τη λειτουργία των Εφεσιβλήτων γενικά και, ειδικότερα, τη ζωτική σημασία που έχει το Χρηματιστήριο για την οικονομία και δημόσια πράγματα του τόπου, καθώς και στη σχετική νομοθεσία και κανονισμούς.
Η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις αρχές της νομολογίας που αφορούν στα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση του κατά πόσο μία πράξη εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου ή σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου, ήτο απολύτως ορθή. Με παραπομπή, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Shoham (Cyprus) Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 404 και Niazi v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 218, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η φύση, ο χαρακτήρας της πράξης και ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει να εξυπηρετήσει η συγκεκριμένη πράξη, καθώς και το ενδιαφέρον που επιδεικνύει το κοινό στην άσκηση της συγκεκριμένης λειτουργίας από το όργανο που εξέδωσε την πράξη, αποτελούν κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενεργεί είτε εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου, είτε εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου.
Σχετική επί του προκειμένου είναι και η απόφαση στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882 (απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε) όπου λέχθηκαν, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«... ... Εμπειρική υπήρξε η προσέγγιση στην ταξινόμηση των διοικητικών πράξεων ως προς το πεδίο δικαίου, δημόσιο ή ιδιωτικό, στο οποίο επενεργούν. Η ουσία και όχι ο τύπος ή η μορφή την οποία λαμβάνει η πράξη, συνιστά το κριτήριο για την κατάταξή τους σε πράξεις εξουσίας ή πράξεις διαχείρισης. Η διάκριση των δυο τομέων δικαίου και τα κριτήρια για το διαχωρισμό τους, απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο ειδικά στην Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623, και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342. Ο σκοπός για τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση, ή γίνεται πράξη σε συνάρτηση με τις εξουσίες δημόσιας αρχής, αποτελεί το γνώμονα για την ταξινόμησή τους στο ένα ή στο άλλο πεδίο του δικαίου. Εφόσον η πράξη ανάγεται ή σχετίζεται με την επίτευξη των σκοπών δημόσιας αρχής ή οργάνου, αυτή επενεργεί στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Δημόσιος σκοπός είναι εκείνος για τον οποίο εξ αντικειμένου το κοινό ή τμήμα του έχουν εκ της φύσεως των πραγμάτων συμφέρον στην ευόδωσή του.»
Ως προς τη γενικότερη θεώρηση της διάκρισης μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου δικαίου, σε πιο πρόσφατη νομολογία και συγκεκριμένα στην υπόθεση Παγκύπριος Οργανισμός Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια Λτδ v. Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών (ΚΟΑΠ) κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερ. 3/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:C40, λέχθηκαν από την Ολομέλεια και τα εξής:
«Ως απόσταγμα της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, μπορεί να καταγραφεί ότι η κατάταξη νομικής σχέσης κάτω από το πρίσμα του ιδιωτικού ή του δημόσιου δικαίου είναι έργο δύσκολο, το οποίο κινείται σε πολύ λεπτές γραμμές. «. το πεδίο του Δημοσίου Δικαίου διακρίνεται από το Ιδιωτικό Δίκαιο ανάλογα με τον σκοπό τον οποίο η νομοθεσία αποβλέπει να προάξει και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία και αποφάσεις.» (Tamasos Tobaco Supplies v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 407, 413). «Το κύριο κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ πράξεων δημοσίου δικαίου και πράξεων ιδιωτικού δικαίου, είναι η φύση της ίδιας της πράξης και ο επιδιωκόμενος με την πράξη αυτή σκοπός.».»
Έχοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγηθεί από τη σχετική νομολογία, προχώρησε, εν συνεχεία, στην εξέταση των περιστατικών της υπόθεσης. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του τις διατάξεις του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, Ν. 14(Ι)/1993, σύμφωνα με τις οποίες το ΧΑΚ αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου στο οποίο καταρτίζονται κατ' αποκλειστικότητα οι χρηματιστηριακές συναλλαγές επί κινητών αξιών στη Δημοκρατία[1], καθώς και στους πρωταρχικούς σκοπούς και αρμοδιότητες του ΧΑΚ. Όπως συναφώς επισημάνθηκε, αυτές περιλαμβάνουν τη λήψη των απαραίτητων και των, κατά περίπτωση, ενδεδειγμένων μέτρων για την ανάπτυξη της αγοράς αξιών καθώς, επίσης, τον έλεγχο και τη ρύθμιση των συναλλαγών για κινητές αξίες, την προώθηση της χρηματιστηριακής δραστηριότητας, την ενθάρρυνση της ανάπτυξης ομαλής και μεθοδικής αγοράς αξιών, την καταστολή των δόλιων και ανάρμοστων μεθόδων χρηματιστηριακής συναλλαγής και την παροχή δέουσας προστασίας σε επενδυτές και γενικά στο κοινό[2]. Έλαβε, επίσης, υπόψη και την εξουσία του Συμβουλίου ΧΑΚ να ορίζει δικαιώματα επί συναλλαγών που καταρτίζονται στο ΧΑΚ ή ανακοινώνονται σε αυτό, καθώς και άλλα δικαιώματα, τέλη και συνδρομές, επισημαίνοντας, συγχρόνως, ότι τα εισπραττόμενα ποσά αποτελούν έσοδα του ΧΑΚ[3]. Υπογράμμισε, ακόμη, την αρμοδιότητα του ΧΑΚ προς σύσταση, διοίκηση και διαχείριση Κεντρικού Αποθετηρίου και Κεντρικού Μητρώου Αξιών[4] επισημαίνοντας, παράλληλα, ως προς το πρώτο, ότι ο σκοπός της σύστασης του είναι, μεταξύ άλλων, η παροχή των αναγκαίων υπηρεσιών και η διασφάλιση σύγχρονων τεχνικών μέσων και η καθίδρυση ενός κεντρικού συστήματος εκκαθάρισης χρηματιστηριακών συναλλαγών, διενέργεια πληρωμών και είσπραξη χρημάτων συναφώς προς την εκκαθάριση χρηματιστηριακών συναλλαγών[5]. Αφού, δε σημείωσε, ότι για την καταχώριση κινητών αξιών στο Κεντρικό Αποθετήριο καταβάλλονται από τους εκδότες δικαιώματα και συνδρομή, υπογράμμισε την ύπαρξη, εκ του Νόμου, αρμοδιότητας από μέρους του ΧΑΚ να επιβάλλει και να απαιτεί από τους εκδότες διάφορα τέλη, όπως την ετήσια εισφορά εκδότη, την ετήσια χρέωση εκδοτών, τέλος για την τήρηση μητρώου, ετήσιο τέλος ηλεκτρονικής σύνδεσης εκδότη και τέλη συναλλαγών εκδότη.
Εν πρώτοις, είναι φανερόν ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ουδόλως ελήφθησαν χωρίς αιτιολόγηση ή ανάλυση και χωρίς αξιολόγηση της φύσης και του χαρακτήρα της επίδικης πράξης, όπως ήταν η εισήγηση της Εφεσείουσας. Έπειτα η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στη φύση των εργασιών και της λειτουργίας του Συμβουλίου των Εφεσιβλήτων γενικά και ειδικότερα στη ζωτική σημασία που έχει το ΧΑΚ για την οικονομία του τόπου, δεν είναι, με κάθε σεβασμό, ορθή. Όπως προκύπτει από τα όσα πιο πάνω έχουν εκτεθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε εμπεριστατωμένα και δεόντως το ζήτημα χωρίς περιοριστικές προσεγγίσεις, όπως αφέθηκε να νοηθεί από τη σχετική επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας, εξετάζοντας, όπως η σχετική νομολογία προκρίνει, την ουσία της επίδικης πράξης.
Όπως πολύ ορθά υποστηρίχθηκε από τους Εφεσίβλητους, αδιαμφισβήτητα οι σκοποί ίδρυσης και λειτουργίας του ΧΑΚ που είναι η κατ' αποκλειστικότητα διεξαγωγή των χρηματιστηριακών συναλλαγών επί κινητών αξιών στη Δημοκρατία υπό την εποπτεία του Κράτους και η εν γένει ανάπτυξη της αγοράς αξιών, έλεγχος και ρύθμιση των συναλλαγών επί κινητών αξιών, συνιστούν δημόσιους σκοπούς για τους οποίους το κοινό έχει συμφέρον στην ευόδωση τους. Η πράξη επιβολής των τελών και χρεώσεων κατά την ενάσκηση των εκ του Νόμου εξουσιών του ΧΑΚ σε σχέση με χρηματιστηριακές υπηρεσίες και διευκολύνσεις που το ΧΑΚ παρείχε στην Εφεσείουσα, σχετίζετο και/ή συναρτάτο άμεσα με την προώθηση και εκπλήρωση των δημοσίων σκοπών τους οποίους το ΧΑΚ, δια της ιδρύσεως και λειτουργίας του, εξυπηρετεί.
Στο πλαίσιο της προώθησης των θέσεων της Εφεσείουσας έγινε επίκληση και στην υπόθεση Γεωργίου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 3 A.A.Δ. 424. Σε εκείνη την υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού υπογράμμισε τον εμπορικό χαρακτήρα της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, κατέληξε ότι η διακοπή, από μέρους της Αρχής, του ηλεκτρικού ρεύματος στα υποστατικά της Εφεσείουσας μετά από άρνηση της τελευταίας να εξοφλήσει την οφειλή της, συνιστούσε άσκηση εξουσίας που της παρείχετο και πήγαζε από τη σύμβαση που είχε υπογράψει με το συγκεκριμένο καταναλωτή. Κρίθηκε δε ότι η εν λόγω πράξη δεν απέβλεπε στην πραγμάτωση των σκοπών της Αρχής που τέθηκαν από το νόμο που την καθίδρυσε, αλλά στη διαχείριση της περιουσίας της και στη διαφύλαξη των συμβατικών της δικαιωμάτων έναντι του πελάτη-καταναλωτή της ο οποίος είχε παραβεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Είναι προφανές ότι τα δεδομένα της υπόθεσης Γεωργίου (ανωτέρω) διαφέρουν ουσιωδώς από τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης. Η θέση που προωθήθηκε από μέρους της Εφεσείουσας ότι η επιβολή των τελών, ως αυτά προκύπτουν από τα επίδικα τιμολόγια, βασίζονται σε συμφωνίες μεταξύ των μερών που συνδέονται με την επιβολή εισφορών και τελών ως αποτέλεσμα της παροχής υπηρεσιών από τους Εφεσίβλητους, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε η πλευρά των Εφεσίβλητων, εντασσόμενη μια εταιρεία στο ΧΑΚ, που είναι, όπως ήδη έχει πιο πάνω αναδειχθεί, ο οργανισμός που, εκ του νόμου, εποπτεύει και ρυθμίζει τη χρηματιστηριακή αγορά αξιών και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, αυτή υπόκειται στην εξουσία του ΧΑΚ να καθορίζει, επιβάλλει τροποποιεί, μονομερώς και αυτεξούσια, τέλη και δικαιώματα σε σχέση με τη συμμετοχή της στο Χρηματιστήριο και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές που διενεργούνται. Η δε δυνατότητα του ΧΑΚ «να ορίζει δικαιώματα επί συναλλαγών που καταρτίζονται στο Χρηματιστήριο ή ανακοινώνονται εις αυτό,.... όπως επίσης και άλλα δικαιώματα, τέλη και συνδρομές...» πηγάζει από την ίδια τη νομοθεσία και συγκεκριμένα το Άρθρο 10(2)(ε) του Ν. 14(Ι)/1993, καθώς και το Άρθρο 88 της ΚΔΠ 214/1995 το οποίο περιλαμβάνει συγκεκριμένο Παράρτημα με τα δυνάμενα να επιβληθούν δικαιώματα και χρεώσεις για τις διάφορες κατηγορίες χρηματιστηριακών συναλλαγών και υπηρεσιών και στο οποίο ρητά προνοείται στο εδάφιο (2) ότι αυτά θα ισχύουν μέχρις ότου εκδοθεί και δημοσιευθεί απόφαση του Συμβουλίου του ΧΑΚ που να ορίζει ή να τροποποιεί τα τέλη και τα δικαιώματα. Το ΧΑΚ, κατά την ενάσκηση των εξουσιών του απέναντι στους εισηγμένους εκδότες και κατά τον καθορισμό και την επιβολή των χρεώσεων, ενεργεί, επομένως, ως φορέας δημόσιας εξουσίας (imperium) προς πραγμάτωση των δημόσιων σκοπών για τους οποίους έχει ιδρυθεί και όχι ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης μαζί τους αναγόμενο στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (fiscus) (βλ. Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 442 και Κωνσταντινίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Άμυνας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 6/2013, ημερ. 10/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:C300).
Ως εκ των ανωτέρω και σε πλήρη ταύτιση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι ορθά κρίθηκε ότι οι πράξεις αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας αποτελούσαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις στο πεδίο του δημόσιου δικαίου και, συνεπακόλουθα, ότι η δικαιοδοσία για την αναθεώρηση τους ανήκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Συνεπώς οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Η πιο πάνω κατάληξη μας καλύπτει και τα όσα εγείρονται μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης. Δεδομένης της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιβολή των επίδικων τελών συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, ορθά απεφάνθη στη συνέχεια ότι η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει συζητήσιμη υπεράσπιση. Και τούτο στη βάση του ότι, όπως ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, τα όσα αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση του ομνύοντα εκ μέρους της Εφεσείουσας άπτονταν της νομιμότητας των πράξεων επιβολής των επίδικων τελών και χρεώσεων και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να τύχουν εξέτασης στο πλαίσιο της Αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.
Όλα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω καθορίζουν και την έκβαση του 4ου Λόγου Έφεσης. Η θέση της Εφεσείουσας ότι οι Εφεσίβλητοι δεν εξέδωσαν και/ή επέδωσαν σε αυτή οποιαδήποτε απόφαση του Συμβουλίου των Εφεσιβλήτων σε σχέση με την επιβολή των εν λόγω τελών δυνάμει των επίδικων τιμολογίων για να δύναται η Εφεσείουσα να την αμφισβητήσει με προσφυγή, δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Η Εφεσείουσα, κατά την ακρόαση της επίδικης Αίτησης, δια σχετικής δηλώσεως της δικηγόρου που την εκπροσωπούσε, δεν αμφισβήτησε στην πρωτόδικη διαδικασία το γεγονός της λήψης των επίδικων τιμολογίων.
Ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα της Έφεσης υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας ύψους €3.000 (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει).
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
[1] Δέστε το Άρθρο 3 του Ν. 14(Ι)/1993.
[2] Δέστε το Άρθρο 5(1) του Ν. 14(Ι)/1993.
[3] Δέστε το Άρθρο 48 του Ν. 14(Ι)/1993.