ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 204/2015)
15 Νοεμβρίου 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΙΤΑ,
Εφεσίβλητου.
_____________________
Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Ερωτοκρίτου (κα) για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
___________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με τρείς λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία αποδόθηκε στον ίδιο η πλήρης ευθύνη για το επίδικο τροχαίο ατύχημα και απορρίφθηκε η αγωγή του για αποζημιώσεις. Με ένα τέταρτο λόγο, προσβάλλει ως ανεπαρκείς τις γενικές αποζημιώσεις που, επικουρικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε για τις σωματικές βλάβες που είχε υποστεί.
Ο Εφεσείων, που οδηγούσε μοτοσικλέτα και ο Εφεσίβλητος που οδηγούσε αυτοκίνητο κινούνταν στον ίδιο δρόμο με αντίθετες κατευθύνσεις και προσέγγιζαν ο ένας τον άλλο. Ήταν νωρίς το απόγευμα. Ο δρόμος στον οποίο οδηγούσαν είχε αριστερόστροφη, σύμφωνα με την πορεία της μοτοσικλέτας, καμπή και, στα αριστερά πάλι, υπήρχε περιτοίχισμα αυλής που περιόριζε την ορατότητα των οδηγών στο δρόμο. Η σύγκρουση της μοτοσικλέτας στο δεξί μπροστινό φτερό του αυτοκινήτου έγινε στην πλευρά του δρόμου που χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο, στο ύψος του ανοίγματος παρόδου στα αριστερά σύμφωνα με την πορεία του αυτοκινήτου, στην οποία επρόκειτο να στρίψει το αυτοκίνητο.
Για τις συνθήκες του ατυχήματος, πέραν του αστυνομικού εξεταστή, μαρτυρία έδωσαν μόνο οι εμπλεκόμενοι οδηγοί, υποστηρίζοντας αντικρουόμενες εκδοχές ως προς το τι είχε προηγηθεί. Ο Εφεσείων υποστήριξε ότι, όταν πρωτοείδε το αυτοκίνητο, αυτό κινείτο στην δική του (της μοτοσικλέτας) πορεία. Αποδίδει στον Εφεσίβλητο ότι για να στρίψει αριστερά σύμφωνα με την πορεία του στην πάροδο «έπιασε ανοικτά» και εισήλθε στη δική του πορεία. Ο ίδιος εφάρμοσε τα φρένα της μοτοσικλέτας του και έστριψε αριστερά για να αποφύγει το αυτοκίνητο με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο και η μοτοσικλέτα να συρθεί στο έδαφος και να κτυπήσει στο δεξιό μπροστινό φτερό του αυτοκινήτου.
Ο Εφεσίβλητος υποστήριξε ότι κινείτο με πολύ χαμηλή ταχύτητα στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας με πρόθεση να στρίψει αριστερά και κανένα λόγο δεν είχε να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα. Όταν πρωτοείδε τη μοτοσικλέτα, αυτή κινείτο προς το μέρος του με μεγάλη ταχύτητα, οπόταν ελάττωσε ακόμα περισσότερο και σταμάτησε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Εφεσίβλητο αξιόπιστο και αποδέχτηκε τη δική του εκδοχή. Απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία του ασαφή και ότι εστερείτο πειστικότητας.
Με το λόγο έφεσης 1, προσβάλλονται ως αυθαίρετες και εσφαλμένες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες και την αιτία του δυστυχήματος. Του καταλογίζεται ότι άντλησε εσφαλμένη καθοδήγηση από τη νομολογία και ότι η κατάληξη του, ότι γενεσιουργός αιτία της σύγκρουσης ήταν η οδική συμπεριφορά του Εφεσείοντα ο οποίος έχασε τον έλεγχο της μοτοσικλέτας του, ήταν επίσης αυθαίρετη και εσφαλμένη.
Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν αξιολόγησε ορθά τα πραγματικά ευρήματα της σκηνής όπως είχαν αποτυπωθεί στο σχέδιο της σκηνής του ατυχήματος. Υποδεικνύει ο Εφεσείων ότι τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσικλέτας του αρχίζουν από τη δική του λωρίδα κυκλοφορίας, που σημαίνει ότι όταν αντιλήφθηκε κίνδυνο βρισκόταν στη δική του λωρίδα.
Αυτό είναι ορθό, ωστόσο αναδεικνύεται επίσης ότι η μοτοσυκλέτα κινείτο με φορά που δείχνει ότι επρόκειτο να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, όπου και εισήλθε παρά την εφαρμογή των φρένων της. Γιατί η μοτοσικλέτα είχε την πορεία που προδίδουν τα ίχνη τροχοπέδησης που άφησε στην άσφαλτο, δεν θα μπορούσε να συναχθεί από το σχέδιο της σκηνής, αλλά μόνο μέσα από τη μαρτυρία για τις συνθήκες του ατυχήματος, όπως θα γινόταν αποδεχτή από το Δικαστήριο. Τα ίχνη τροχοπέδησης συνηγορούν στο ότι ο οδηγός αντιλήφθηκε κάποιο κίνδυνο δεν διαφωτίζουν όμως ποιο. Θα μπορούσε να ήταν κάποιο εμπόδιο στη λωρίδα κυκλοφορίας της μοτοσικλέτας, όπως και ότι η μοτοσικλέτα ξέφυγε της πορείας της και κατευθυνόταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας όπου κινείτο το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου. Εκεί που θέλουμε να καταλήξουμε είναι ότι τα επιτόπου ευρήματα, όπως μεταφέρθηκαν στο σχέδιο της σκηνής του ατυχήματος δεν εξηγούν την αιτία του ατυχήματος, παρά μόνο τη φορά της μοτοσυκλέτας αμέσως πριν τη σύγκρουση της στο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου. Όσον αφορά την τελική θέση του αυτοκινήτου, την οποία επίσης επικαλέστηκε ο Εφεσείων, δεν βρίσκουμε ότι αυτή καταδεικνύει ότι προηγουμένως το αυτοκίνητο βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Θα μπορούσε να ήταν λοξά στο δρόμο ακριβώς γιατί κινήθηκε αριστερά σύμφωνα με την πορεία του στην πάροδο. Δεν αποδεικνύεται ότι κινείτο ευθεία ώστε η προέκταση του προς τα πίσω να καταδεικνύει το πού βρισκόταν προηγουμένως.
Με την αιτιολογία του λόγου έφεσης 1, εισάγεται και ζήτημα όσον αφορά στην κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα. Προβάλλεται πως η διαπίστωση ότι η μαρτυρία του ήταν ασαφής και εστερείτο πειστικότητας ήταν εσφαλμένη. Η επιχειρηματολογία περιορίζεται στις παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την παραπομπή του Εφεσείοντα σε νευρολόγο και ότι εσφαλμένα εκλήφθηκε ότι ο Εφεσείοντας είχε αναφέρει ότι είχε εξεταστεί από νευρολόγο.
Ο Εφεσείων είχε απαντήσει σε ερώτηση κατά πόσο είχε παραπεμφθεί σε νευρολόγο απαντώντας «Πήγα αλλά δεν θυμούμαι». Ορθά λοιπόν εκλήφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η θέση του ήταν ότι είχε επισκεφθεί νευρολόγο . Σε κάθε όμως περίπτωση, η κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα βασίστηκε, κατά κύριο λόγο στη μαρτυρία του που αφορούσε στις περιστάσεις του ατυχήματος. Η βασική του θέση ότι αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο από το επερχόμενο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου, έστριψε αριστερά και εφάρμοσε τα φρένα της μοτοσικλέτας του δεν συμβάδιζε με τα ίχνη τροχοπέδησης που άφησε στην άσφαλτο, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ιδίως αν οδηγούσε 1,50μ. από το περιτοίχισμα της παρακείμενης κατοικίας, όπως ο ίδιος είχε αναφέρει.
Το σημείο ήταν ουσιώδες και δικαιολογημένα κρίθηκε ως βαρύνουσας σημασίας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα. Στην Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1364, 1371, αναφέρεται ότι: «Η κοινή λογική αποτελεί αναντικατάστατο οδηγό στην εξαγωγή συμπερασμάτων από γεγονότα και το συσχετισμό τους. Τα συμπεράσματα, που μπορεί να εξαχθούν από την πραγματική μαρτυρία, αποτελούν συνάρτηση της κοινής λογικής, όπως και η εξήγηση γεγονότων που ανάγονται σε στοιχειώδεις κανόνες της φυσικής - (Σαββίδης ν. White (1996) 1 Α.Α.Δ. 567)». Δεν υπάρχει περιθώριο για παρέμβαση του Εφετείου στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση και απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.
Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Περαιτέρω, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι απέτυχε να προσδιορίσει το καθήκον του Εφεσίβλητου, να εξεύρει ότι αυτός επέδειξε έλλειψη της δέουσας προσοχής και επιμέλειας και να του αποδώσει ποσοστό ευθύνης
Δεν είναι ορθό να εμπλέκονται διακριτά ζητήματα στον ίδιο λόγο έφεσης. Σε κάθε όμως περίπτωση, αυτό που ισχύει εν προκειμένω είναι ότι στην περίπτωση που ορθά ο Εφεσίβλητος είχε κριθεί ως αξιόπιστος και επομένως η δική του εκδοχή ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, δεν υφίστατο περιθώριο για να του αποδοθεί η όποια ευθύνη.
Υποστήριξε ο Εφεσείων ότι ο Εφεσίβλητος είχε κατά τη μαρτυρία του υποπέσει σε αντιφάσεις και υπέδειξε συγκεκριμένα ζητήματα. Όπως εξηγείται στην Αθανάση ν. Δημοκρατίας (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 867, 881-2, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου οι αντιφάσεις είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν εκείνες οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, 101).
Τα όσα αναφέρονται στην αιτιολογία του λόγου και αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα, δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντιφάσεις, πόσο μάλλον της πιο πάνω μορφής και δεν παρέχουν κανένα έρεισμα για την αμφισβήτηση της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία του Εφεσίβλητου.
Η είσοδος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ενώ άλλο όχημα χρησιμοποιεί αυτό κανονικά, συνιστά αμελή οδήγηση, εφόσον δεν παρέχεται προς τούτο δικαιολογία που να γίνεται αποδεκτή από το δικαστήριο. Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα, το γεγονός ότι είχε εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούστηκε με το εκεί βρισκόμενο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου, τεκμηρίωνε την αμέλεια του και η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η γενεσιουργός αιτία της σύγκρουσης ήταν η οδική συμπεριφορά του Εφεσείοντα ο οποίος έχασε τον έλεγχο της μοτοσικλέτας του και εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα, ήταν ουσιαστικά ορθή. Το ατύχημα δεν θα συνέβαινε αν η μοτοσικλέτα δεν περνούσε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και η απώλεια του ελέγχου ήταν εκ του αποτελέσματος αυταπόδεικτη, αφού ο Εφεσείων προσπάθησε να την ελέγξει εφαρμόζοντας τα φρένα της αλλά απέτυχε.
Με το λόγο έφεσης 2 υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα σε σχέση με το βάρος απόδειξης και το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Του καταλογίζεται ότι «δεν εξέτασε κατά πόσο είναι πιο πιθανή και φυσική η εκδοχή που πρόβαλε ο [Εφεσείων]» και ότι «λανθασμένα δεν εξέτασε εάν η μαρτυρία που παρουσίασε ο [Εφεσείων] έχει μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα από εκείνη του [Εφεσίβλητου]».
Στην Αθανασίου κ.ά. ν. Κουκούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, 640-2, γίνεται η διάκριση μεταξύ αξιοπιστίας και βάρους απόδειξης. Η απόσειση του βάρους απόδειξης, προϋποθέτει τη διαπίστωση ευρημάτων γεγονότων, τα οποία, κατά κανόνα είναι απότοκο της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Με το λόγο έφεσης, ο Εφεσείων συμπλέκει τα δύο. Δεν εξετάζεται κατά πόσο μια εκδοχή είναι πιο πιθανή ή φυσική, αλλά κατά πόσο ο μάρτυρας που υποστηρίζει την εκδοχή είναι αξιόπιστος. Στην Αθανασίου (σελ.640) αναφέρεται ότι: «Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά, με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του. Aπίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος· και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος». Και με κανένα τρόπο δεν υπονοούμε ότι η εκδοχή του Εφεσίβλητου ήταν απίθανη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας κρίνει τον Εφεσίβλητο ως αξιόπιστο μάρτυρα και τον Εφεσείοντα ως αναξιόπιστο μάρτυρα προέβηκε σε ευρήματα γεγονότων, στη βάση βέβαια της μαρτυρίας που αποδέχτηκε. Είναι τα γεγονότα αυτά που απεδείκνυαν ότι ο Εφεσίβλητος δεν υπήρξε αμελής και επομένως ο Εφεσείων είχε αποτύχει να αποσείσει το βάρος που είχε να αποδείξει αμέλεια εκ μέρους του Εφεσίβλητου. Αποτέλεσμα ήταν η απόρριψη της απαίτησης του. Τα ίδια γεγονότα απεδείκνυαν ότι ο Εφεσείων υπήρξε αμελής και επομένως ο Εφεσίβλητος είχε αποσείσει το βάρος που αυτός είχε να αποδείξει αμέλεια εκ μέρους του Εφεσείοντα, με αποτέλεσμα την επιτυχία της ανταπαίτησης του.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 απορρίπτονται. Είναι συνεπώς αχρείαστη η ενασχόληση μας με το λόγο έφεσης 4, ο οποίος καθίσταται αλυσιτελής και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
€3.000, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.