ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 136/2015)

 

 

 29 Νοεμβρίου 2023

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΛΕΩΝΙΔΑ ΠΑΠΑΣΕΡΓΙΟΥ,

 

Εφεσείοντα/Ενάγοντα,

 

ν.

 

ΜΑΡΙΟΥ ΤΡΙΚΚΗ,

 

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

 

_____________________

 

 

Στ. Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Α. Γλυκής για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 ____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με τέσσερις λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή του, εναντίον του Εφεσίβλητου, για γενικές, ειδικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις για επίθεση.

 

Ο Εφεσείων ισχυρίστηκε στη δικογραφία του ότι ο Εφεσίβλητος του έριξε ένα κρυστάλλινο δοχείο που τον τραυμάτισε στο αριστερό βλέφαρο και στη συνέχεια τον γρονθοκόπησε στην πλάτη.  Κατά την αξίωση, «Λεπτομέρειες Σωματικών Βλαβών», ο Εφεσείων είχε υποστεί ελαφρύ οίδημα κάτω βλεφάρου αριστερού οφθαλμού και αριστερού ζυγωματικού και εκδορά πτερυγίου αριστερού ωτός.  Ο Εφεσείων διατείνετο ακόμα ότι συνεπεία της επιθέσεως που δέχτηκε και της εξύβρισης του από τον Εφεσίβλητο, που έγινε στην παρουσία τρίτων προσώπων, μειώθηκε η προσωπικότητα, η υπόληψη και η αξιοπρέπεια του.

 

Ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ήταν ο Εφεσείων που εξύβρισε τον ίδιο και του επιτέθηκε, ενώ αυτός προσπάθησε να αμυνθεί, και  ανταπαίτησε αποζημιώσεις.

 

Για το περιστατικό, που εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια οικογενειακού Χριστουγεννιάτικου  τραπεζιού, έδωσαν μαρτυρία ο Εφεσείων και ο Εφεσίβλητος, που είναι σύγαμπροι, και η οικοδέσποινα πεθερά τους.  Η τελευταία με τη μαρτυρία της υποστήριξε την εκδοχή του Εφεσίβλητου και οι μαρτυρίες αμφοτέρων έγιναν αποδεκτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με κάποιες επιφυλάξεις η μαρτυρία του Εφεσίβλητου, ενώ η μαρτυρία του Εφεσείοντα απορρίφθηκε.  Τα κύρια ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι οι διάδικοι είχαν λογομαχήσει και ότι ο Εφεσίβλητος έριξε ένα κρυστάλλινο δοχείο (κύπελλο) στον Εφεσείοντα, χωρίς όμως να τον κτυπήσει.  Τότε και οι δύο σηκώθηκαν και άρχισαν να αλληλοκτυπιούνται μέχρι που οι παρευρισκόμενοι συγγενείς τους χώρισαν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι «οι διάδικοι αλληλεπιτέθηκαν ο ένας στον άλλο ταυτόχρονα» και δεν αποδέχθηκε τη θέση του Εφεσίβλητου ότι απλά αμύνθηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε (σελ.20) ότι «δικογραφημένη θέση του [Εφεσείοντα] ήταν ότι κτυπήθηκε από κρυστάλλινο κύπελλο που πέταξε σε αυτόν ο εναγόμενος κατά συνέπεια παρά το εύρημα μου το οποίο να οδηγούσε σε επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον του Εναγομένου εφόσον τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αξίωση του Ενάγοντα εναντίον του Εναγομένου [ήταν] διαφορετικά, η κατάληξη δεν μπορεί να είναι άλλη από την απόρριψη της αγωγής του».

 

Ο Εφεσίβλητος είχε παραδεχθεί ενοχή στην ποινική υπόθεση που είχε καταχωριστεί εναντίον του για επίθεση εναντίον του Εφεσείοντα αναφορικά με το επίδικο περιστατικό, και με το λόγο έφεσης 1 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα δεν αξιολόγησε ή δεν αντιλήφθηκε το περιεχόμενο της παραδοχής του αυτής, ώστε να της αποδώσει την απαραίτητη βαρύτητα.

 

Ο λόγος δεν είναι βάσιμος.  Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δοθεί μαρτυρία ως προς «οποιαδήποτε στοιχεία σχετικά με τα γεγονότα στην ποινική διαδικασία που τέθηκαν αλλά και αυτήν καθ' αυτήν την κατηγορία».  Ούτε το κατηγορητήριο παρουσιάστηκε.  Παρέπεμψε σχετικά στην Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713, 719-20 και στην Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256, 262.

 

Στην Πουρίκκος εξηγήθηκε ότι η παραδοχή σε ποινική κατηγορία συνιστά παραδοχή του κατηγορούμενου ως προς τη δική του ενοχή στο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται.  Η αποδεικτική σημασία της παραδοχής ενοχής στην ποινική υπόθεση στην αστική δίκη αποτιμάται σε συνάρτηση προς τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοιχειοθετούν το αδίκημα.  Στη Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1, 10, εξηγήθηκε ότι η παραδοχή σε ποινική κατηγορία έχει την έννοια της παραδοχής των γεγονότων που την στοιχειοθετούν.  Το πρακτικό της ποινικής δίκης είναι η πιο ακριβής μαρτυρία ως προς τα γεγονότα που θεμελίωσαν την κατηγορία και τα οποία ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι αποδέχθηκε ως τα πραγματικά.

 

Το αδίκημα για το οποίο ήταν παραδεκτό από τη δικογραφία και δόθηκε μαρτυρία ότι είχε παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος ήταν αυτό της επίθεσης.  Ο Εφεσίβλητος είχε δικογραφήσει ότι η παραδοχή στην οποία είχε προβεί: «αφορούσε αποκλειστικά μόνο την επέλευση του συμβάντος» και κατά τη μαρτυρία του ανέφερε ότι: «Παραδέχθηκα ενοχή για το συμβάν».  Δεν αναφέρθηκε κατά πόσο επρόκειτο για κοινή επίθεση (άρθρο 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154)  ή επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη (άρθρο 243 του Κεφ.154) ή του είδους που περιγράφονται στο άρθρο 244 του Κεφ.154.  Αυτό της κοινής επίθεσης, που συνήθως αυτό εννοείται όταν δεν αναφέρεται κάτι επιπλέον, μπορεί να διαπραχθεί ποικιλοτρόπως.    Ακόμα και το ρίξιμο του κρυστάλλινου κυπέλλου προς τον Εφεσείοντα, χωρίς να τον έχει κτυπήσει, θα μπορούσε να συνιστούσε την παραδοχή του Εφεσίβλητου στην κατηγορία της κοινής επίθεσης, στην απουσία μαρτυρίας ότι τα γεγονότα που αναφέρθηκαν αφορούσαν άλλες ή και άλλες επιθετικές ενέργειες του Εφεσίβλητου εναντίον του Εφεσείοντα.  Η παραδοχή τεκμηρίωνε χωρίς άλλο ότι ο Εφεσίβλητος επιτέθηκε στον Εφεσείοντα.  Τίποτε περισσότερο.  Ό,τι ο Εφεσίβλητος επιτέθηκε στον Εφεσείοντα ήταν και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που διαπίστωσε ότι ο Εφεσίβλητος και ο Εφεσείων «αλληλεπιτέθηκαν ο ένας στον άλλο», και επομένως, η απογυμνωμένη από τα γεγονότα που την στοιχειοθετούσαν παραδοχή του Εφεσίβλητου δεν είχε κάτι άλλο να προσθέσει.

 

Στην περίπτωση που θα είχε αποδειχθεί ότι ο Εφεσίβλητος είχε παραδεχθεί κατηγορία ότι επιτέθηκε και προκάλεσε συγκεκριμένη πραγματική σωματική βλάβη στον Εφεσείοντα, όπως περιγράφεται  στην αξίωση, αυτό θα ήταν αρκετό για να επιτύχει η αγωγή.  Ωστόσο δεν προκύπτει ότι κάτι τέτοιο συνέβη.  Δεν έχει διαλάθει της προσοχής μας, παρά το ότι δεν μας έγινε σχετική εισήγηση, ότι κατά την αντεξέταση του Εφεσίβλητου του υποβλήθηκε ότι: «Ε. Σας υποβάλλω ότι παραδεχθήκατε ενοχή στην ποινική υπόθεση υπό αριθμό 114/07, διότι πραγματικά επιτεθήκατε και προκαλέσατε σωματική βλάβη στον Ενάγοντα».  Ο Εφεσίβλητος απάντησε: «Α. Οι καταθέσεις και οι μαρτυρίες άλλα λένε».  Δεν του ζητήθηκε να αναφέρει ποια ήταν η κατηγορία και η απάντηση που έδωσε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, σε συνδυασμό με την υποβολή που του τέθηκε, τεκμηρίωνε πως η κατηγορία που είχε παραδεχθεί ήταν για επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 2 αναφέρεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η επίθεση του Εφεσίβλητου εναντίον του Εφεσείοντα και ότι η κατάληξη πως αυτοί αλληλοκτυπήθηκαν μέχρι που οι παρευρισκόμενοι συγγενείς τους χώρισαν, ήταν «νομικά εσφαλμένη», επειδή παρέλειψε να υπαγάγει τις δικογραφημένες θέσεις του Εφεσείοντα στα γεγονότα της υπόθεσης και τη δοθείσα μαρτυρία.  Στην αιτιολογία του λόγου επαναφέρεται το ζήτημα της παραδοχής του Εφεσίβλητου στην ποινική υπόθεση και γίνεται αναφορά στην ιατρική μαρτυρία που πρόσφερε ο Εφεσείων για τις βλάβες που είχε υποστεί στο κεφάλι.  Η ιατρική μαρτυρία είχε κριθεί αξιόπιστη, και αυτό που εισηγείται ο Εφεσείων είναι ότι θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο «να οδηγηθεί αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσίβλητος επιτέθηκε και τραυμάτισε τον Εφεσείοντα», δηλαδή να αποδεχθεί την εκδοχή του Εφεσείοντα ότι κτυπήθηκε από το κρυστάλλινο κύπελλο.  Εμμέσως, πλην σαφώς, όπως επιβεβαιώνεται και από το περίγραμμα που καταχώρισε, προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των αυτοπτών μαρτύρων, δηλαδή του Εφεσείοντα, του Εφεσίβλητου και της πεθεράς τους. 

 

Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο άξονα.  Με το λόγο έφεσης 3 προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει ορθά την ενώπιον του μαρτυρία και την παραδοχή του Εφεσίβλητου, ενώ με το λόγο έφεσης 4 ότι δεν έλαβε υπόψη του ουσιαστική μαρτυρία και ότι τα ευρήματα του δεν επιβεβαιώνονταν από την προσαχθείσα μαρτυρία, συγκρούονταν με τη λογική και οδηγούσαν σε παράλογα συμπεράσματα.  Ακόμα ότι δεν είχε κατανοήσει την Έκθεση Απαίτησης του Εφεσείοντα, με αναφορά στο απόσπασμα της σελ.20 της πρωτόδικης απόφασης που έχουμε καταγράψει πιο πάνω.

 

Πράγματι, ο Εφεσείων δεν είχε δικογραφήσει μόνο ότι κτυπήθηκε από κρυστάλλινο κύπελλο.  Στην Έκθεση Απαίτησης του ισχυρίστηκε επίσης ότι ο Εφεσίβλητος τον είχε γρονθοκοπήσει στην πλάτη.  Όμως, εφόσον όλες οι βλάβες που είχε ήταν στο κεφάλι, αυτές δεν σχετίζονταν με τα γρονθοκοπήματα στην πλάτη και ούτε και διασυνδέθηκαν με αυτά με τη μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε τον τρόπο που είχε δικογραφηθεί η αξίωση και νομίζουμε ότι η αναφορά του ότι «παρά το εύρημα μου το οποίο να οδηγούσε σε επιδίκαση αποζημιώσεων» σήμαινε ότι εάν η δικογραφία είχε διαμορφωθεί διαφορετικά, με βάση τα ευρήματα του θα είχε επιδικάσει κάποιες αποζημιώσεις.  Όμως, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το κρυστάλλινο κύπελλο δεν κτύπησε τον Εφεσείοντα ήταν καταλυτικό στο να μην επιδικαστούν αποζημιώσεις για τις βλάβες στο κεφάλι, όπως ήταν διαμορφωμένη η Έκθεση Απαίτησης.

 

Είναι ουσιαστικά το βασικό αυτό εύρημα που προσβάλλει ο Εφεσείων, δεδομένης και της αποδοχής της μαρτυρίας των ιατρών που κατέθεσαν αναφορικά με τους τραυματισμούς του.  Όμως, η εισήγηση ότι η λογική οδηγεί στο ότι οι βλάβες του Εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα του επίδικου επεισοδίου, δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στο ότι είχε κτυπηθεί με το κρυστάλλινο κύπελλο. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι του αφέθηκε η εντύπωση ότι ο Εφεσείων δεν αποκάλυψε την αλήθεια.  Διέκρινε αναφορές στη μαρτυρία του σε σχέση με τις βλάβες που είχε υποστεί, που δεν υποστηρίζονταν από την ιατρική μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και που αναδείκνυαν την πρόθεση του να ψευσθεί.  Αντίθετα, καλή εντύπωση είχε προκαλέσει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ο Εφεσίβλητος.  Έκρινε τις παραδοχές του ότι έριξε το δοχείο, έστω χωρίς να κτυπήσει οιονδήποτε, και ότι μετά αλληλοκτυπήθηκαν με τον Εφεσείοντα, ότι ενίσχυαν την πεποίθηση του για την ειλικρίνεια του.  Μάρτυρα που είπε την αλήθεια για το περιστατικό, χαρακτήρισε και την πεθερά των διαδίκων, εκτιμώντας ότι κάποια πικρία που είχε αναφορικά με τον Εφεσείοντα δεν κλόνιζε τη μαρτυρία της.

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες.  Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα.  Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επε΅βαίνει.  Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν.  Αναφέρθηκε ακόμα ότι το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

Δεν διακρίνουμε περιθώριο που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση των μαρτύρων.  Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

€3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο