ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ KΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 127/2023)

 

8 Νοεμβρίου, 2023

 

[ΔΑΥΙΔ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ.Δ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI/PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ 929/2021 ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Η ΕΝΤΙΜΗ ΔΙΚΑΣΤΗΣ, ΦΩΦΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΗΜΕΡ. 10/10/23 ΚΑΙ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΓΑΜΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ.

 

Λ. Βραχίμης, για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

     Αιτητής παρών.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Με την προώθηση της υπό συζήτηση αίτησης, ο Αιτητής επιζητά την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση διά κλήσεως Αίτησης για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition. Ειδικότερα:

«(α) Διάταγμα Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπό ακύρωσης της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 10/10/23 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αίτηση Διαζυγίου αρ. 929/21, με την οποία απέρριψε το αίτημα του Αιτητή ημερ. 2/6/23 για αναστολή της διαδικασίας διαζυγίου μέχρι την τελική εκδίκαση και έκδοση απόφασης στην Ποινική Υπόθεση με αριθμό 7987/22 του Κακουργοδικείου Λευκωσίας και/ή για περίοδο 6 μηνών

(β) Διάταγμα Prohibition που να απαγορεύει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας από του να προσχωρήσει ή να συνεχίσει να προχωρεί να εκδικάζει και να αποφασίσει στην Αίτηση Διαζυγίου αρ. 929/21, μέχρι την τελική εκδίκαση και έκδοση απόφασης στην Ποινική Υπόθεση με αριθμό 7987/22 του Κακουργοδικείου Λευκωσίας και/ή για περίοδο 6 μηνών.»

 

      Η υπό κρίση αίτηση συνοδεύεται από σχετική Έκθεση και ένορκη δήλωση του Αιτητή, Σ.Δ., ίδιας ημερομηνίας.

      Ως προκύπτει από τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση, η ως άνω Ενδιάμεση Απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (το «κατώτερο Δικαστήριο) εκδόθηκε στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης που καταχώρισε στις 02.06.2023, ο Αιτητής, καθ' ου η Αίτηση και Εξ Ανταπαιτήσεως Αιτητής στην ως άνω Αίτηση Διαζυγίου Αρ. 929/21, («Αίτηση Διαζυγίου») μέσω της οποίας επιζητούσε την αναστολή της διαδικασίας της Αίτησης Διαζυγίου για περίοδο έξι μηνών και/ή για οποιοδήποτε άλλο χρόνο χρειάζεται για τη διεκπεραίωση της ποινικής υπόθεσης Αρ. 7987/22 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, που εκκρεμεί σε βάρος του, στο πλαίσιο της οποίας κατηγορείται, μεταξύ άλλων, για βιασμό της αιτήτριας στην ως άνω Αίτηση Διαζυγίου. Αίτημα στο οποίο η αιτήτρια/εξ Ανταπαιτήσεως καθ' ης η Αίτηση 1 στην Αίτηση Διαζυγίου, έφερε ένσταση.

      Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αιτούμενη θεραπεία, ως καταγράφονται στην Έκθεση που συνοδεύει την Αίτηση, μεταφέρονται αυτούσιοι στην παρούσα. Ειδικότερα, προτάσσεται πως η έκδοση της ως άνω απόφασης έχει ως αποτέλεσμα:

«Α. Παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των νόμων και/ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. Εφαρμόζοντας αναδρομικά τον νόμο, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο λόγος μοιχείας που ισχυρίζεται ο Αιτητής με την ανταπαίτηση του και ίσχυε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, δεν αποτελεί λόγο διαζυγίου.

Β. Παραβίαση του δικαιώματος της Σιωπής και/ή Μη Αυτοενοχοποίησης και/ή Τεκμηρίου Αθωότητας και/ή Δίκαιης Δίκης και/ή Φυσικής Δικαιοσύνης και/ή Αποτελεσματικής Πρόσβασης στο Δικαστήριο.

Γ. Παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και/ή του δικαιώματος για λήψη αιτιολογημένης απόφασης (reasoned decision), αφού αγνοήθηκε βασική υπεράσπιση που έθεσε ξεκάθαρα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο Αιτητής, που αν εξεταζόταν και πετύχαινε η αίτηση αναστολής θα πετύχαινε.

Δ. Παραβίαση της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων. Ειδικότερα, παραβιάσθηκε η αρχή της ισότητας των όπλων και της δίκαιης δίκης ('Αρθρα 12, 28, 30 και 35 του Συντάγματος και του άρθρου 6 και 13 της ΕΣΑΔ, αφού εφάρμοσε το ατομικό δικαίωμα της Καθ' ης η Αίτησης για διεκπεραίωση της υπόθεσης της εντός εύλογου χρόνου, παραγνωρίζοντας πλήρως τα ατομικά δικαιώματα του Αιτητή δικαιώματος της Σιωπής και/ή Μη Αυτοενοχοποίησης και/ή Τεκμηρίου Αθωότητας και/ή Δίκαιης Δίκης και/ή Φυσικής Δικαιοσύνης και/ή Αποτελεσματικής Πρόσβασης στο Δικαστήριο που της τέθηκαν ξεκάθαρα και υποστηρίζονται από την νομολογία ότι προηγούνται. Στην απόφαση Φωτίου Μάρω Ανδρέα ν. Σοφοκλή (άκη) Σσφοκλέαυς (20 12) 1 ΑΑΔ 2826, αποφασίστηκε ότι «Ως γενικός κανόνας μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχει μεγαλύτερη ανοχή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις αστικές διαφορές, παρά στις ποινικές, αλλά σε κάθε περίπτωση η καθυστέρηση πρέπει να είναι αρκετά ουσιώδης ή σοβαρή («sufficiently serious») (Edel - ανωτέρω - σελ. 68 και Donna Gomien: Short Guide to the European Convention of Human Rights 3η έκδ. σελ. 55-58), για να υπάρξει εύρημα ανεπίτρεπτης καθυστέρησης.». Με βάση αυτό το κανόνα, η καθυστέρηση στην αστική διαδικασία, που είναι σοβαρά αμφισβητούμενη, είναι επιτρεπτή και δεν παραβιάζεται το εύλογο του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων. Ακόμη, ο δικηγόρος μου τόνισε ότι η ποινική υπόθεση προηγείται ιεραρχικά της αστικής διαδικασίας, εφόσον, όπως είναι καλά γνωστό και νομολογημένο άπτεται τον βασικών συνταγματικών ελευθεριών του ατόμου, αφού η δίωξη των παραβατών του ποινικού δικαίου αποτελεί δημόσιο καθήκον των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη του εγκλήματος και αποτελούν το αντικείμενο αστυνομικής δίωξης λόγω των ευρύτερων επιπτώσεων στο δημόσια

Ε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε παντελώς τη μόνη σχετική νομολογία M ν Μ (CONTEMPT: COMMITTAL) [1997] 1 FLR που του αναφέρθηκε και ήταν σχετική με το αίτημα αναστολής και υποστήριζε τη θέση του Αιτητή ότι ως κατηγορούμενος δεν θα πρέπει να επηρεαστεί ο τρόπος με τον οποίο Θα χειριστεί την υπεράσπιση του σε ένα κατηγορητήριο με σοβαρές κατηγορίες που εκκρεμεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

ΣΤ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε παντελώς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι όλα τα θέματα που αναφέρονται στην διαδικασία είναι ταυτόχρονα θέματα στην ποινική και της τεθείσας ενώπιον του μαρτυρίας και νομολογίας, καθώς και για το λόγο ότι δεν υπάρχει λόγος ένστασης με βάση την Δ.48 Θ4(1) που να εξειδικεύει συγκεκριμένο λόγο ότι τα γεγονότα των παράλληλων διαδικασιών ποινικής και αστικής δεν είναι τα ίδια και κατέληξε ότι δεν ικανοποιήθηκε ότι τα γεγονότα της δικαστικής διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου είναι τα ίδια με τα γεγονότα της ποινικής υπόθεσης.

Z. παραβιάσθηκε η Αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης και/ή της Δίκαιης Δίκης και/ή της αποτελεσματικής πρόσβασης στο Δικαστήριο που προστατεύονται με το άρθρο 30 του Συντάγματος και/ή του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

      Με την ένορκη δήλωση του που συνοδεύει και υποστηρίζει την υπό συζήτηση αίτηση, ο Αιτητής επαναλαμβάνει και σε κάποιο βαθμό εξειδικεύει τους προβαλλόμενους λόγους στην Έκθεση που συνοδεύει την αίτηση. Μεταφέροντας θέσεις και επιχειρήματα του συνηγόρου του επί των ζητημάτων που η πλευρά του προωθούσε στο πλαίσιο της ως άνω αίτησης, αποτελεί θέση του πως τυχόν συνέχιση της Αίτησης Διαζυγίου, θα διακινδυνεύσει την υπεράσπιση του στην ως άνω ποινική υπόθεση που αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργιοδικείου, η οποία αφορά το αδίκημα του βιασμού και άλλων αδικημάτων που έχουν να κάνουν με αποδιδόμενη σε αυτόν συμπεριφορά προς την εν διαστάσει σύζυγό του. Με δεδομένο, ως υποστηρίζει, ότι τα θέματα που εγείρει η Αιτήτρια στα δικόγραφα της στην Αίτηση Διαζυγίου αποτελούν αντικείμενο της ποινικής υπόθεσης, μαρτυρία που τυχόν θα ακουστεί για αυτά στην Αίτηση Διαζυγίου, δυνατόν να είναι ζημιογόνα ή καταστροφική για τα δικαιώματα τόσο του ιδίου όσο και της εν διαστάσει συζύγου του. Ενδέχεται, υποδεικνύει, να δοθούν διαφορετικές απαντήσεις κατά την αντεξέταση των δύο διαδίκων με αποτέλεσμα να επηρεαστούν δυσμενώς τα δικαιώματα τους στην παράλληλη ποινική διαδικασία και κατ' επέκταση το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη. Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, σε συνάρτηση με τα ατομικά δικαιώματα του αιτητή, ως υποστηρίζει, καθιστούν την αναστολή της διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου αναγκαία. Ωσαύτως, προβάλλεται πως η εκδίκαση της Αίτησης Διαζυγίου πριν από την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης, θα οδηγήσει σε ανατροπή του δικαιώματος του να θεωρείται αθώος μέχρι που να αποδειχθεί το αντίθετο, αφού θα αναγκαστεί να τοποθετηθεί για τα ζητήματα τα οποία πλαισιώνουν, συνδέονται και αφορούν ολόκληρο το φάσμα των συζυγικών σχέσεων, ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό του στην Αίτηση Διαζυγίου αλλά και να προωθήσει την ανταπαίτηση του για λύση του γάμου ως αποτέλεσμα «επανειλημμένης διάπραξης μοιχείας από την αιτήτρια.». Στην περίπτωση που κληθεί να προσφέρει μαρτυρία στην εν εξελίξει διαδικασία της Αίτησης Διαζυγίου, υποστηρίζει, θα είναι υποχρεωμένος να δώσει προτεραιότητα στα συμφέροντα του, με αποτέλεσμα, ως υποδεικνύει «πιθανότατα να μην μπορέσω να προωθήσω αποτελεσματικά την ανταπαίτηση μου» κατά τρόπο που να παραβιάζεται το δικαίωμα του στην αποτελεσματική πρόσβαση στο Δικαστήριο. Θα ήταν επίσης υποχρεωμένος, να κάνει εκπτώσεις στο δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, εξέλιξη που θα οδηγήσει, πιθανότατα, σε παραβίαση του δικαιώματος του για μη αυτοενοχοποίηση, όπως και του δικαιώματος του για σιωπή. Ομοίως, δεν αποκλείει την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας για τον ίδιο. Ακόμη και αν υπάρχει δυνατότητα προσβολής της απόφασης του Δικαστηρίου με έφεση, υποστηρίζει, με δεδομένο ότι το Δικαστήριο διέταξε την προσκόμιση μαρτυρίας από την πλευρά του σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το συγκεκριμένο μέτρο δεν θα πρέπει να θεωρείται αποτελεσματικό ούτε μπορεί να προστατεύσει τα ως άνω Συνταγματικώς και άλλως πως, κατοχυρωμένα δικαιώματά του. Αποτελεί επίσης θέση του πως οι εξαιρετικές περιστάσεις που περιβάλλουν την περίπτωση, συνηγορούν στην έκδοση της αιτούμενης άδειας. Εν πάση περιπτώσει, προσθέτει, υπάρχει έκδηλη παρανομία η οποία αποκαλύπτεται στην όψη της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού το Δικαστήριο υπερέβηκε τη δικαιοδοσία του και εφάρμοσε αναδρομικά το νόμο 104(Ι)/ 2023, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 1(Ι)/2023 χωρίς να έχει αναδρομική ισχύ. 

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, με τις αγορεύσεις του, τις οποίες προνόησε να καταγράψει και να θέσει υπόψιν του Δικαστηρίου προώθησε τις θέσεις του, συναρτώντας τις με τους προαναφερθέντες λόγους. Στο βαθμό που έκρινε αναγκαίο, έπραξε τούτο και δια ζώσης κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης. Το Δικαστήριο, με πολλή προσοχή, έχει διεξέλθει τόσο την προσβαλλόμενη απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, την Έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την υπό συζήτηση αίτηση όσο και τις αναφορές, τοποθετήσεις, θέσεις και εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου.

      Ως αναδύεται από την διαχρονική και καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας, τα Προνομιακά Εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ' εξαίρεση. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ. Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παρέχεται όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).  Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ως κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, (συνήθως αυτό της έφεσης) τέτοια άδεια δεν δίδεται, εκτός και αν καταδειχθούν, με επάρκεια, εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον πιο πάνω κανόνα (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, xxx Μαρκίδης κ.α (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Devel Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012)1 Α.Α.Δ. 878).

      Είναι σημαντικό να υπομνηστεί, ότι η εξουσία του Ανώτατου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρεια του Δικαστηρίου. Δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Ούτε μπορεί, η συγκεκριμένη διαδικασία, να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση. Ότι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών. Έχει, επίσης, τη δική της σημασία η επισήμανση πως μέσω της συγκεκριμένης, προνομιακής του δικαιοδοσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς, ούτε τη διαδικασία και πρακτική που ακολουθήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο. Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα ή αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία, αυτό διορθώνεται κατ' έφεση και όχι μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων (βλ. μεταξύ άλλων: Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A145), Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464, Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημερ. 06.04.2021).

Προκρίνεται από την πλευρά του Αιτητή, ότι το κατώτερο Δικαστήριο, με την ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας  10.10.2023, παραβίασε την καλά καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων. Ως ειδικότερα προβάλλεται στην ένορκη δήλωση του Αιτητή που συνοδεύει την υπό συζήτηση αίτηση: «υπερέβηκε την δικαιοδοσία του και εφάρμοσε αναδρομικά το νόμο 104(Ι)/2003 όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 1(Ι)/2023 που δεν έχει όμως αναδρομική ισχύ, κατά τρόπο παράνομο». Αποτέλεσμα τούτου, υποστηρίζει στη συνέχεια της ως άνω δήλωσης του, ήταν, το κατώτερο Δικαστήριο να καταλήξει ότι ο λόγος μοιχείας που ο αιτητής προκρίνει με την ανταπαίτηση του στην Αίτηση Διαζυγίου, δεν αποτελεί λόγο διαζυγίου.

Με κάθε σεβασμό η ως άνω εισήγηση δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο λόγο της προσβαλλόμενης απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 10.10.2023. Η παράθεση στην εν λόγω απόφαση, μέρους του άρθρου 27 του περί Γάμου Νόμων, (Ν.104(Ι)/2003) ως τροποποιήθηκε, κατά τον τρόπο που τούτο γίνεται στην ως άνω ενδιάμεση απόφαση, επ' ουδενί δεν αποκαλύπτει αναδρομική εφαρμογή νομοθετήματος ως η εισήγηση του αιτητή, αποκαλύπτουσα μάλιστα, εκ προοιμίου, αποκλεισμό του λόγου που ανταπαιτητικά προκρίνεται από τη πλευρά του αιτητή, για τη λύση του γάμου.

Το σύνολο των υπόλοιπων λόγων που προκρίνονται από τον Αιτητή, ως ικανοί να δικαιολογήσουν την αιτούμενη παρέμβαση του Δικαστηρίου, όπως αυτούσιοι πιο πάνω έχουν μεταφερθεί στην παρούσα, γίνεται κατανοητό ότι εστιάζουν στην παραβίαση Συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του ή δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται και προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Καταληκτικά και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, επισείετε επίσης από την πλευρά του, ο κίνδυνος μη τήρησης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, υποστηρίζοντας προς τούτο ότι «έχει βρεθεί νομικά στο σταυροδρόμι όπου είτε θα προσκομίσει μαρτυρία κατά τρόπο που θα παραβιάζεται το δικαίωμα του για πρόσβαση στο Δικαστήριο είτε θα παρουσιάσει μαρτυρία και θα επηρεαστούν τα δικαιώματα το κατά τη εκδίκαση της ποινικής δίκης.».  

Προσεγγίζοντας σωρευτικά τα πιο πάνω ζητήματα, θα πρέπει εξ' αρχής να σημειωθεί, ως έχει ήδη επισημανθεί στην απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 10.10.2023, ότι οι λόγοι διαζυγίου που η αιτήτρια στην Αίτηση Διαζυγίου θα έχει την δυνατότητα να προβάλει για την απόδειξη των ισχυρισμών της, εκ των πραγμάτων, ως έχουν οριοθετηθεί από την τελευταία με την αίτησή της, αφορούν συμπεριφορά που η ίδια αποδίδει στον καθ' ου η Αίτηση μέχρι τον Οκτώβριο του 2020, χρόνο κατά τον οποίο, σύμφωνα με τις δικογραφημένες τις θέσεις, επήλθε η διάσταση. Το ζήτημα του ισχυριζόμενου, μεταγενέστερου βιασμού και συναφούς συμπεριφοράς που αποδίδεται στον αιτητή, τα οποία παρουσιάζονται να αποτέλεσαν το έναυσμα ή και την αιτία για τη δρομολόγηση της σχετικής ποινικής διαδικασίας που εκκρεμεί στο Κακουργιοδικείο, ως ρητά τέθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν θα απασχολήσουν το Οικογενειακό Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της Αίτησης Διαζυγίου. Δεν διαλανθάνει της προσοχής ότι ο Αιτητής, μέσω των δικογραφημένων θέσεων του στην Αίτηση Διαζυγίου, καθορίζει το χρόνο διάστασης να έπεται της ισχυριζόμενης συμπεριφοράς του που οδήγησε στην δρομολόγηση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Τούτο, ωστόσο, δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά, η οποία αποδίδεται στον Αιτητή και παρουσιάζεται να οδήγησε στην δρομολόγηση της ως άνω ποινικής υπόθεσης σε βάρος του, εκ των πραγμάτων δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην εν εξελίξει διαδικασία της Αίτησης Διαζυγίου. Επί τούτου, σημειώνεται ότι και από την πλευρά του Αιτητή ο λόγος που ανταπαιτητικά προκρίνεται για τη λύση του γάμου, (μοιχεία) δεν καλύπτει ούτε αναφέρεται στα ειδικότερα ζητήματα που φαίνεται να απασχολούν στην ποινική υπόθεση που δρομολογήθηκε σε βάρος του ενώπιων του κακουργιοδικείου. Τα γεγονότα που περιβάλλουν την ποινική υπόθεση δεν διασυνδέονται με τους λόγους που η κάθε πλευρά προωθεί για τη λύση του γάμου. Το ζήτημα, παρά το γεγονός ότι καταγράφεται ως τέτοιο, παρέμεινε σε επίπεδο πληροφορίας, με το κατώτερο Δικαστήριο να εξηγεί στην απόφαση του τους λόγους για τους οποίους, στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν θα απασχολήσει στην Αίτηση Διαζυγίου.

 

Η διακήρυξη του κατώτερου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα που αφορούν την Αίτηση Διαζυγίου δεν είναι τα ίδια με τα γεγονότα της ποινικής υπόθεσης, σε συνδυασμό με την εγγενή υποχρέωση του να διευθύνει και να διαφυλάξει την ενώπιων του Δικαστική διαδικασία, διασφαλίζοντας μεταξύ άλλων, ότι αυτή θα κινείται εντός των πλαισίων των δικογραφημένων θέσεων των πλευρών, αποτελούν στοιχεία, ικανά από μόνα τους να διασκεδάσουν τις όποιες ανησυχίες του Αιτητή. Ανησυχίες που εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να αναφερθεί ότι εδράζονται σε πιθανολογήσεις από την πλευρά του τελευταίου όσον αφορά τον τρόπο που δυνατόν να εξελιχθεί η διαδικασία της Αίτησης Διαζυγίου.

Των ως άνω λεχθέντων θα πρέπει να σημειωθεί και τούτο. Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, στην περίπτωση που η πλευρά του Αιτητή, στην εξέλιξη των πραγμάτων και της διαδικασίας αισθάνεται ότι τα πιο πάνω συμφέροντά του πράγματι επηρεάζονται, κατά τον τρόπο που εισηγείται, διατηρεί πάντα την δυνατότητα και το δικαίωμα, μετερχόμενος ανάλογες δικονομικές δυνατότητες και διαδικασίες, να τα εξασφαλίσει και να τα διαφυλάξει.

Στην υπό συζήτηση περίπτωση και με δεδομένη την ως άνω κατάσταση πραγμάτων, δεν φαίνεται να προκύπτουν ζητήματα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, κατά τον τρόπο που προκρίνεται τούτο από την πλευρά του Αιτητή. Τόσο η αιτήτρια στην Αίτηση Διαζυγίου όσο και ο καθ' ου η αίτηση - ανταπαιτητής, διατηρούν αλώβητα τα δικαιώματα τους να προβάλουν τις θέσεις τους για τα ζητήματα που απασχολούν στην Αίτηση Διαζυγίου, ως αυτά οριοθετούνται από τις δικογραφημένες θέσεις των πλευρών.

Πέραν όμως και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, τα οποία σφραγίζουν την τύχη του αιτήματος, δεδομένη είναι η δυνατότητα ελέγχου της ορθότητας και της ως άνω προσέγγισης του κατώτερου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης Έφεσης. Ενόψει και τούτου, η χορήγηση της αιτούμενης άδειας, χωρίς την κατάδειξη εξαιρετικών περιστάσεων, δεν φαίνεται να δικαιολογείται.

Συνακόλουθα η υπό συζήτηση Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                        Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.             

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο