ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 110/2023)

 

9 Νοεμβρίου, 2023

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., 2. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 3. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 4. ΣΥΜΙΛΛΙΔΗ, 5. ΙΩΑΝΝΟΥ, 6. ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ 7. ΣΑΝΤΙΝ,  ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/07/2023 (ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 283/2023).

 


 

     

Ηλ. Στεφάνου, για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές ζητούν άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το διάταγμα πρόσβασης στο περιεχόμενο επικοινωνίας ημερ. 28.7.2023 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι ότι υπάρχει νομικό σφάλμα στο πρακτικό του Δικαστηρίου και ότι το διάταγμα παραβιάζει τον Νόμο, το Σύνταγμα και την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα αποδίδονται στο κατώτερο Δικαστήριο τα ακόλουθα:

(i)    Λανθασμένα εξέδωσε το διάταγμα για τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 2011- 2021, καθότι δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη επικοινωνίας μέχρι τη θέσπιση του τροποποιητικού του Ν.92(Ι)1996, Ν.216(Ι)/2015.

 

(ii)    Λανθασμένα έλαβε υπόψιν μαρτυρία η οποία αφορούσε ιδιωτική επικοινωνία για την ίδια χρονική περίοδο η οποία είχε ληφθεί δυνάμει άλλων διαταγμάτων πρόσβασης σε ιδιωτική επικοινωνία.

 

(iii)    Παρέλειψε να συσχετίσει τα τεκμήρια με τα υπό διερεύνηση αδικήματα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση του διατάγματος.

 

(iv)   Εξέδωσε το διάταγμα χωρίς να υπήρχε μαρτυρία η οποία δημιουργούσε εύλογη υποψία πως συγκεκριμένη επικοινωνία συνδέεται με αδίκημα διαφθοράς.

 

(v)     Εξέδωσε το διάταγμα παραβιάζοντας το επαγγελματικό απόρρητο.

 

(vi)   Η έκδοση του διατάγματος είναι καταχρηστική.

 

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018 περιέχει το ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα:

«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464). 

 

Στην πρόσφατη υπόθεση, Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής v. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:

 

«HOLDCO άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

 

(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)."»

 

      Στην Έκθεση και στην ένορκη δήλωση του Αιτητή 2 οι οποίες συνοδεύουν την Αίτηση, αναφέρεται ότι η Αιτήτρια 1 είναι δικηγορική εταιρεία, οι Αιτητές 2 και 3 δικηγόροι, μέτοχοι και διευθυντές της, η Αιτήτρια 4 δικηγόρος, οι Αιτήτριες 5 και 6 εργοδοτούμενες ως γραμματειακό προσωπικό στην Αιτήτρια 1 και η Αιτήτρια 7 είναι γραμματειακή λειτουργός στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών και μεταξύ των ετών 2010 και 2017 διετέλεσε διοικητική σύμβουλος στην πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Κίνα.

      Το διάταγμα και το σχετικό πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του Αιτητή 2. Το διάταγμα εξουσιοδοτεί και εγκρίνει την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο Μέρος Ι της αίτησης για την έκδοση του διατάγματος, περιεχομένου οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας που βρίσκεται καταγεγραμμένο ή αποθηκευμένο στα τεκμήρια που περιγράφονται στο Μέρος ΙΙ της αίτησης, το οποίο συνδέεται ή είναι συναφές με τη διερεύνηση των αδικημάτων που αναφέρονται στην αίτηση και αφορά στη χρονική περίοδο από το έτος 2011 μέχρι το έτος 2021, καθώς και να αποκτήσουν πρόσβαση σε δεδομένα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 23(2) του Ν.92(Ι)/96, τα οποία συνδέονται με τα ως άνω υπό διερεύνηση αδικήματα και εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα στα τεκμήρια που περιγράφονται στο Μέρος ΙΙ της αίτησης. Στο διάταγμα διατάσσεται όπως η εκτέλεση του πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου και εν πάση περιπτώσει εντός 30 ημερών και γίνεται παραπομπή στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 28.7.2023 το οποίο αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 1.

      Το πρώτο ζήτημα το οποίο εγείρεται από τους Αιτητές αφορά στη χρονική περίοδο που καλύπτει το υπό κρίση διάταγμα.

      Με τον περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2010, Ν.55(Ι)/2010, το Άρθρο 17.2 του Συντάγματος τροποποιήθηκε ούτως ώστε να επιτρέπεται η επέμβαση στο δικαίωμα αλληλογραφίας και επικοινωνίας, νοουμένου ότι αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με τον νόμο, κατόπιν δικαστικού διατάγματος σε αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με τα εκεί καθοριζόμενα σοβαρά ποινικά αδικήματα. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονται τα αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω σε περίπτωση καταδίκης.

      Ο τροποποιητικός του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου του 1996, δηλαδή ο Ν.216(Ι)/2015, επέτρεψε την παροχή πρόσβασης στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας και με αυτή προστέθηκε το σχετικό Μέρος IVA του Νόμου. Ο εν λόγω τροποποιητικός Νόμος δημοσιεύτηκε στις 31.12.2015, επομένως μέχρι την εν λόγω ημερομηνία δεν υπήρχε νόμος ο οποίος επέτρεπε τέτοια πρόσβαση.

      Οι Αιτητές εισηγούνται ότι τίθεται ζήτημα της αναδρομικής ή μη ισχύος του Ν.216(Ι)/2015 και αναφορικά με τη χρονική διάρκεια της παρακολούθησης της επικοινωνίας. Το ίδιο ζήτημα τίθεται και με την πρόνοια του τροποποιητικού Ν.13(Ι)/2020 με την οποία προστέθηκαν και άλλες προϋποθέσεις, ήτοι η αποτυχία των ανακριτικών διαδικασιών ή το επείγον, που να δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος πρόσβασης και αναφορικά με την ίδια τη φύση της επικοινωνίας, ήτοι κατά πόσο αυτή είναι τηλεφωνική ή σε γραπτή μορφή.

      Ως εκ τούτου και χωρίς να επεκταθώ περαιτέρω, θεωρώ ότι αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με το σκέλος του διατάγματος το οποίο καλύπτει τη χρονική περίοδο των ετών 2011 μέχρι και τις 30.12.2015.

      Η ίδια διαπίστωση ισχύει και για το ότι η μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου περιλάμβανε επικοινωνία η οποία φαίνεται να είχε εξασφαλιστεί δυνάμει άλλων διαταγμάτων πρόσβασης περιεχομένου σε ιδιωτική επικοινωνία, η οποία αφορούσε και πάλι τη χρονική περίοδο πριν τις 30.12.2015, δηλαδή περίοδο κατά την οποία δεν ήταν σε ισχύ ο Ν.216(Ι)/2015. Από τη στιγμή που διαφαίνεται ότι η μαρτυρία η οποία λήφθηκε υπόψιν από το κατώτερο Δικαστήριο για να προχωρήσει στην έκδοση του διατάγματος περιλάμβανε μαρτυρία που προέκυψε από πρόσβαση σε χρόνο κατά τον οποίον δεν υπήρχε νόμος που επέτρεπε την πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, τότε και πάλι θεωρώ ότι εγείρεται συζητήσιμη υπόθεση.

      Στον όρκο που συνοδεύει την αίτηση αναφέρεται ότι η Αστυνομία διερευνά αδικήματα διαφθοράς κατά παράβαση των άρθρων 3(α) και (β) του περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161, των άρθρων 4(2), (3), (12) και (13) του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.23(ΙΙΙ)/2000 και των άρθρων 100(α) και (β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 2011-2021 στην Κυπριακή Δημοκρατία και που σχετίζονται με το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα και τις κατ' εξαίρεση πολιτογραφήσεις ξένων επενδυτών. Στον όρκο αναφέρεται επίσης ότι εκτός από τα εν λόγω αδικήματα, στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης διερευνώνται ακόμα 22 αδικήματα τα οποία καταγράφονται. Σύμφωνα πάντοτε με τον όρκο, στα πλαίσια των ερευνών της Αστυνομίας, εκδόθηκαν εντάλματα έρευνας σε σχέση με υποστατικά των Αιτητών, δυνάμει των οποίων παραλήφθηκαν τεκμήρια τα οποία και κατακρατούνται από την Αστυνομία δυνάμει σχετικών δικαστικών διαταγμάτων. Τα εν λόγω τεκμήρια απαριθμούνται και περιγράφονται τόσο στον όρκο όσο και στο Μέρος ΙΙ της αίτησης και είναι σε αυτά τα τεκμήρια που αφορά το υπό κρίση διάταγμα πρόσβασης σε επικοινωνία.

      Μια ανάγνωση της αίτησης και του διατάγματος πρόσβασης καταδεικνύει χωρίς δυσκολία ότι τόσο η αίτηση όσο και το διάταγμα περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο στα αδικήματα τα σχετιζόμενα με διαφθορά τα οποία καταγράφονται ανωτέρω. Στον όρκο αναφέρεται ρητώς και υπογραμμίζεται ότι το ένταλμα πρόσβασης ζητείται «αποκλειστικά και μόνο» για τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων και το πρακτικό του Δικαστηρίου όπως και το διάταγμα επίσης αναφέρονται ρητώς μόνο σε αυτά. Επομένως το γεγονός ότι τα εν λόγω τεκμήρια κατακρατούνται δυνάμει διαταγμάτων που αφορούν και σε άλλα αδικήματα δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της έκδοσης του υπό κρίση διατάγματος από τη στιγμή που αυτό αφορά μόνο τα αδικήματα για τα οποία η πρόσβαση επιτρέπεται από τον Νόμο.

      Όσον αφορά τα τεκμήρια, προκύπτει ότι το κατώτερο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι το διάταγμα αφορούσε όλα τα εν λόγω τεκμήρια, τα οποία περιλαμβάνουν κινητά τηλέφωνα, έγγραφα και φακέλους (box files), καθώς και πύργους ηλεκτρονικών υπολογιστών, σκληρό δίσκο και usb. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 21(3) του Ν.92(Ι)/1996 αναφέρεται σε αίτημα για πρόσβαση σε δεδομένα «τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα τα οποία έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας». Επομένως παρείχετο εξουσία στο κατώτερο Δικαστήριο να εκδώσει το εν λόγω διάταγμα αναφορικά με όλα τα προαναφερόμενα τεκμήρια και δεν τίθετο ζήτημα ξεχωριστής αναφοράς σε καθένα εξ αυτών και ξεχωριστής διασύνδεσης του με τα υπό εξέταση αδικήματα διαφθοράς για σκοπούς έκδοσης του διατάγματος, ως η εισήγηση των Αιτητών.

      Ανεξαρτήτως του περιεχομένου του όρκου, στο πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο μελέτησε τα όσα αναγράφονται στην αίτηση και στην πολυσέλιδη ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, ότι έχει ικανοποιηθεί πως πληρούνται οι προϋποθέσεις έγκρισης της και πως, με βάση τα γεγονότα που υποβλήθηκαν από την αιτήτρια, υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε αδίκημα. Στο ίδιο το διάταγμα αναφέρεται ότι αφού το Δικαστήριο ανέγνωσε την αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, έχει ικανοποιηθεί πως υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι τα σοβαρά αδικήματα τα οποία εμπίπτουν εντός του Άρθρου 17.2(Β) του Συντάγματος έχουν διαπραχθεί.

      Το διάταγμα και το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου το οποίο περιέχει την αιτιολογημένη του απόφαση για την ικανοποίηση των προϋποθέσεων έκδοσης του διατάγματος θα πρέπει να εξετάζονται μαζί και όχι αποσπασματικά, ειδικότερα εφόσον στο ίδιο το διάταγμα γίνεται παραπομπή στο πρακτικό του Δικαστηρίου. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Α. και του Χ.Τ., Πολ. Έφεση Αρ. 272/2001, ημερ. 13.10.2022 και Αναφορικά με την Αίτηση του Γ.Χ., Πολ. Αίτηση Αρ. 74/2023, ημερ. 18.7.2023.

      Τόσο στο πρακτικό όσο και στο ίδιο το διάταγμα, αναφέρεται επίσης ότι το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε πως συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 23(1) του Ν.92(Ι)/1996, ήτοι ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία, για την οποία ζητείται η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη, είναι συναφής με τα εν λόγω σοβαρά αδικήματα και ότι η έκδοση του διατάγματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

      Στην προαναφερόμενη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Α. και του Χ.Τ. (ανωτέρω), επισημάνθηκε ότι το διάταγμα εκδίδεται κατ'  εξαίρεση του θεμελιακού δικαιώματος στο Άρθρο 17.1 του Συντάγματος το οποίο διαφυλάσσει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας και ότι η δυνατότητα αυτή προβλέπεται στο Άρθρο 17.2(Β)(ε) το οποίο προνοεί για την έκδοση διατάγματος στις περιπτώσεις όπου κρίνεται ότι «η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μία δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο, μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη για τα εκεί αναγραφόμενα σοβαρά αδικήματα».

      Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει τη λήψη μέτρων για το δημόσιο συμφέρον τα οποία βεβαίως περιορίζουν θεμελιώδη δικαιώματα στον βαθμό που κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηιωάννου κ.ά, Πολ. Αιτήσεις Αρ. 97/18 κ.ά, ημερ. 27.20.2021, είναι διαφωτιστικό:

«H εκτίμηση της εγκυρότητας ενός μέτρου, το οποίο, ενώ επηρεάζει δικαιώματα, μπορεί να δικαιολογείται στο πλαίσιο της επιδίωξης κάποιου νόμιμου σκοπού, όπως η καταστολή του σοβαρού εγκλήματος, απολήγει, τελικά, σε ζήτημα αναλογικότητας. Το μέτρο, δηλαδή, δεν πρέπει να εκπίπτει των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του νομίμως επιδιωκόμενου σκοπού της νομοθεσίας. Η στοχευμένη διατήρηση δεδομένων σε αυτό φαίνεται να αποσκοπεί.»

 

      Στην ανωτέρω υπόθεση έγινε παραπομπή και στην υπόθεση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Digital Rights Ireland, C-293-12 και C-594-12, ημερ. 8.4.2014, και στο ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα:

«Η εκτίμηση της εγκυρότητας ενός μέτρου, το οποίο, ενώ επηρεάζει δικαιώματα, μπορεί να δικαιολογείται στο πλαίσιο της επιδίωξης κάποιου νόμιμου σκοπού, όπως η καταστολή του σοβαρού εγκλήματος, απολήγει, τελικά, σε ζήτημα αναλογικότητας. Το μέτρο, δηλαδή, δεν πρέπει να εκπίπτει των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του νομίμως επιδιωκόμενου σκοπού της νομοθεσίας. Η στοχευμένη διατήρηση δεδομένων σε αυτό φαίνεται να αποσκοπεί.»

 

      Από τη στιγμή που το Σύνταγμα έτυχε τροποποίησης για να παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε επικοινωνία και στην υπό κρίση περίπτωση η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος κρίθηκε απολύτως δικαιολογημένη, το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί έναντι του επαγγελματικού απορρήτου το οποίο επικαλείται η πλευρά των Αιτητών. Το άρθρο 16(1) του Ν.92(Ι)/1996 προνοεί ότι το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη το οποίο αποτελεί απόρρητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου και τους περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμούς, δεν δύναται να γίνει αποδεκτό ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία.

      Κατά την έκδοση και για σκοπούς του διατάγματος δεν τίθετο θέμα επιβολής οποιωνδήποτε όρων ή περιορισμών για τη μη πρόσβαση σε δεδομένα που σχετίζονται με την προσωπική και οικογενειακή ζωή των Αιτητών. Το διάταγμα αποσκοπεί στην πρόσβαση σε δεδομένα τα οποία αφορούν αποκλειστικά και μόνο τα αδικήματα διαφθοράς. Οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τα εν λόγω τεκμήρια η οποία συνιστά παραβίαση άλλου θεμελιώδους δικαιώματος σαφώς και δεν επιτρέπεται και σε τέτοια περίπτωση θα μπορούν να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προς τούτο.

      Τέλος, δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση περί της καταχρηστικότητας της έκδοσης του υπό κρίση διατάγματος. Με βάση το περιεχόμενο του όρκου προκύπτει ότι τα προηγούμενα εκδοθέντα διατάγματα πρόσβασης σε επικοινωνία στα εν λόγω τεκμήρια αφορούσαν άλλα πρόσωπα τα οποία θεωρούνταν  ύποπτα και τα οποία φαίνεται ότι είχαν επικοινωνία και με τα πρόσωπα τα οποία κατονομάζονται στην αίτηση, ήτοι τους Αιτητές. Επομένως, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η Αστυνομία επιζητεί το ίδιο διάταγμα για τα ίδια τεκμήρια και συνακόλουθα ότι η έκδοση του υπό κρίση διατάγματος δεν ήταν αναγκαία. Σαφώς το διάταγμα δεν αφορά σε περιεχόμενο επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε δυνάμει προηγούμενων διαταγμάτων, και εν πάση περιπτώσει οποιοδήποτε περιεχόμενο έχει ληφθεί κατά παράβαση του Συντάγματος ή Νόμου και δεν αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία, τότε σαφώς και θα αποκλεισθεί. Άλλωστε, το ζήτημα της αναδρομικότητας του Νόμου και του επιτρεπτού της μαρτυρίας θα αποτελέσει αντικείμενο της διά κλήσεως αίτησης για την οποία κρίνεται δικαιολογημένη η έγκριση της παρούσας Αίτησης.

      Για όλους τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, περιορίζομαι στη διαπίστωση της ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς να αποφαίνομαι επί της ουσίας των ζητημάτων που εγείρονται, για χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για Certiorari αναφορικά με τους προβαλλόμενους υπό τις παραγράφους 3.1.Α και 3.1.Β μόνο και αναφορικά με την περίοδο μεταξύ του 2011 και τις 30.12.2015. Διαφαίνεται επίσης ότι δεν προσφέρεται στους Αιτητές άλλο ένδικο μέσο ή εναλλακτική θεραπεία.

Η Αίτηση εγκρίνεται ως το παρακλητικό (α) αυτής για τους νομικούς λόγους που τίθενται στην Έκθεση στις παραγράφους 3.1.Α και 3.1.Β αναφορικά με την περίοδο μεταξύ του 2011 και τις 30.12.2015.

Η αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός επτά ημερών από σήμερα και να επιδοθεί στον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα τουλάχιστον τρεις μέρες πριν την ημερομηνία ορισμού της. Εφόσον καταχωριστεί ως ανωτέρω, αυτή να οριστεί για οδηγίες στις 21.11.2023 στις 8.30 π.μ.

 

 

 

                                                  Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο