ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε381/2016)
5 Οκτωβρίου 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΧΙΛΙΑΔΑΚΗ,
Εφεσείοντα,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Μ. Παναγίδης για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Α. Παναγή για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με εννέα λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει εναντίον του συνοπτική απόφαση για το ποσό της αξίωσης της Εφεσίβλητης, έχοντας διαπιστώσει ότι δεν είχε υπεράσπιση σε αυτή.
Η αγωγή αφορούσε σε συνολικό διοικητικό πρόστιμο €170.000 που είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα από την Εφεσίβλητη, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για δύο παραβάσεις του Άρθρου 40(1) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου του 2007, Ν.190(Ι)/2007. Ο Εφεσείοντας δεν πλήρωσε, οπόταν η Επιτροπή καταχώρισε την επίδικη αγωγή, κατ' επίκληση του Άρθρου 39(2)(α) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2009, Ν.73(Ι)/2009, που αναφέρει ότι, σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλει, η Επιτροπή δύναται «να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για την αναζήτηση από την Εφεσίβλητη συνοπτικής απόφασης, προτού εγκύψει επί του ουσιαστικότερου ζητήματος κατά πόσο ο Εφεσείοντας είχε αποσείσει το βάρος να αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση επί της ουσίας της αξίωσης ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να κριθούν ως επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του .
Επί τούτου κατέληξε ότι η επιβολή του προστίμου συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, παρατηρώντας ότι αυτό ήταν ουσιαστικά παραδεκτό από τον Εφεσείοντα που είχε καταχωρίσει προσφυγή εναντίον της επιβολής του προστίμου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, ανέφερε, δεν είχε δικαιοδοσία να κρίνει τη νομιμότητα ή την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης. Και εφόσον, όπως έκρινε, η εκκρεμοδικία της σχετικής προσφυγής του Εφεσείοντα δεν ανέστελλε το δικαίωμα επιδίωξης της είσπραξης του προστίμου, εξέδωσε απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα.
Με την έφεση προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του συγκεκριμένη μαρτυρία και ότι στηρίχθηκε σε ανύπαρκτη μαρτυρία (λόγος έφεσης 1). Ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αναφορές στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων της Εφεσίβλητης και έλαβε υπόψη τι είχε αποφασιστεί σε άλλη υπόθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε σχέση με την ομνύουσα την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης για συνοπτική απόφαση. Περαιτέρω, ότι αυτή δεν μπορούσε να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης (λόγος έφεσης 2).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε σχετικά αναφέρει ότι:
«Έχω επίσης ικανοποιηθεί ότι η ενόρκως δηλούσα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Πρόκειται για πρόσωπο που είναι στην υπηρεσία των εναγόντων ως προϊσταμένη του νομικού τμήματος και έχει την γενική εποπτεία των μέτρων που λαμβάνονται για την είσπραξη των οφειλομένων ποσών προς την ενάγουσα. Λόγω της πιο πάνω θέσης και καθηκόντων της αλλά και των εγγράφων που κατέχει, κρίνω ότι γνωρίζει όλα τα γεγονότα που συνιστούν την απαίτηση των εναγόντων στην παρούσα υπόθεση και μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς αυτά (βλ. Marketrends Financial Services Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 223 όπου η ίδια ομνύουσα κρίθηκε ικανή λόγω της θέσης της να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα)».
Η αναφορά στην παρένθεση ήταν όντως άστοχη, ωστόσο, δεν ήταν γι' αυτό το λόγο που η μαρτυρία της κρίθηκε ότι ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της Δ.18, Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αλλά στη βάση όσων το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει αμέσως προηγουμένως. Ό,τι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει για την ομνύουσα εδραζόταν στην πληροφόρηση που η ίδια είχε δώσει μέσα από τις πρώτες παραγράφους της ένορκης της δήλωσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ακόμα πιο πριν εξηγήσει με αναφορά στη Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, 136-8, ότι εκεί που ο αιτητής είναι νομικό πρόσωπο τότε μπορεί να ορκιστεί κάποιο άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία, το οποίο όμως να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει τη βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει. Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 3, ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση καταδεικνυόταν αιτία αγωγής. Παραπέμπει στη θέση που η Εφεσίβλητη υποστήριξε αντιμετωπίζοντας δική του προγενέστερη αίτηση παραμερισμού του κλητηρίου εντάλματος και της άδειας για επίδοση σε αυτόν εκτός δικαιοδοσίας, στην Ελλάδα όπου διαμένει. Η απόφαση στην αίτηση εκείνη είχε εφεσιβληθεί από τον ίδιο και έχει κριθεί με την απόφαση που εκδώσαμε νωρίτερα σήμερα (Χιλιαδάκης ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολ. Έφ. Αρ.140/2016, ημερ.5.10.2023).
Σημασία έχουν τα γεγονότα. Ό,τι αναφερόταν στην Έκθεση Απαίτησης ήταν ότι ακριβώς μαρτυρήθηκε με την υποστηρικτική της αίτησης ένορκη δήλωση. Τι συνέθεταν κατά νόμο τα γεγονότα αυτά, επαφίετο στο πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει για σκοπούς της αίτησης που είχε ενώπιον του. Η επιβολή των δύο προστίμων στον Εφεσείοντα που δεν πληρώθηκαν παρά τη σχετική ειδοποίηση που του είχε δοθεί και που ο Ν.73(Ι)/2009 προέβλεπε ότι μπορούσαν να εισπραχθούν ως αστικό χρέος, συνέθεταν την αιτία της αγωγής, που ορθά διαπιστώθηκε ότι υφίστατο. Επομένως, ο λόγος έφεσης 3 επίσης απορρίπτεται.
Στο λόγο έφεσης 4 γίνεται εκ νέου επίκληση της αίτησης του Εφεσείοντα για τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και της άδειας για επίδοση σε αυτόν εκτός δικαιοδοσίας, αυτή τη φορά σε σχέση με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ό,τι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν είχε εξουσία να αποφασίσει τη νομιμότητα των προστίμων, γιατί στην προηγούμενη απόφαση του είχε κρίνει ότι η αγωγή δεν ήταν διοικητικής φύσεως. Το υπόβαθρο των γεγονότων δεν αλλάζει, επειδή η υπόθεση δεν θεωρήθηκε στο πλαίσιο της αίτησης εκείνης ως διοικητική υπόθεση στην έννοια του Άρθρου 1.1 του ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) αριθ. 44/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Παραπέμπουμε εκ νέου στην προαναφερόμενη απόφαση μας. Επρόκειτο για διοικητικό πρόστιμο το οποίο εισπράττεται ως αστικό χρέος και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να κρίνει τη νομιμότητα ή την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης. Περισσότερη ανάπτυξη ακολουθεί κατά την εξέταση του λόγου έφεσης 8. Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 5 υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η αγωγή δεν ήταν πρόωρη ή αντικανονική. Και αυτό στη βάση ότι εκκρεμούσε η προσφυγή του Εφεσείοντα για τα πρόστιμα που του είχαν επιβληθεί, όπου και θα κρινόταν η νομιμότητα τους.
Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου ότι η έκδοση τελικής απόφασης του προκαλούσε δυσμενή επηρεασμό στην έφεση που είχε καταχωρίσει κατά της απόφασης στην αίτηση του για παραμερισμό. Αυτό δεν καλύπτεται από το λόγο που περιορίζεται στο πρόωρο ή αντικανονικό της αγωγής, όχι της απόφασης που εκδόθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως ούτε η αυθεντία που ο Εφεσείων είχε επικαλεστεί υποστήριζε τη θέση του. Ό,τι αναφέρθηκε στη Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 140, 143-4, ήταν πως:
«είναι λογικό και φρόνιμο να μην καταχωρείται αγωγή για την είσπραξη προστίμου ως αστικού χρέους πριν είτε παρέλθει η προθεσμία για καταχώρηση προσφυγής, είτε κριθεί τελεσιδίκως προσφυγή καταχωρηθείσα κατά της νομιμότητας της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο».
Ανέφερε ακόμα ότι το πιο πάνω σχόλιο συζητήθηκε στη μεταγενέστερη Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 1(Β) Α.Α.Δ 1079, 1089-90, όπου διευκρινίστηκε ότι δεν αποτελούσε μέρος του λόγου της απόφασης αλλά συνιστούσε εν παρόδω παρατηρήσεις. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι:
«Τα πιο πάνω σχόλια του Εφετείου, δεν αποτελούν μέρος του λόγου της έφεσης, αλλά συνιστούν εν παρόδω παρατηρήσεις (obiter) με τις οποίες, με κάθε σεβασμό στην αντίθετη άποψη, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Κατά την κρίση μας, εκτός και αν υπήρχαν ιδιάζουσες περιστάσεις, μόνο μετά από εξασφάλιση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης της Αρχής, στα πλαίσια προσφυγής (Κανονισμός 13 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962), θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί η διαδικασία που θα ακολουθείτο».
Παρέπεμψε ακόμα στη Marketrends στην οποία αναφέρθηκε ότι η ρητή αναφορά στον Νόμο σε δικαίωμα προσφυγής δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι ισοδυναμεί με αναστολή είσπραξης του προστίμου ως αστικού χρέους, όταν έχει καταχωρηθεί προσφυγή και πως εάν τέτοια ήταν η πρόθεση του νομοθέτη, τούτο θα έπρεπε να αναφερόταν ρητά, με πρόνοια αναστολής είσπραξης του προστίμου.
Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το ισχύον δίκαιο επί του θέματος είναι ότι η καταχώρηση διοικητικής προσφυγής δεν αναστέλλει αυτόματα τη διοικητική πράξη επιβολής του προστίμου. Η εκτελεστή διοικητική πράξη εκτός εάν εξασφαλισθεί διάταγμα αναστολής της, είναι σε πλήρη ισχύ και το πρόστιμο που επέβαλε μπορεί να εισπραχθεί ως αστικό χρέος. Ο λόγος έφεσης 5 επίσης απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 6 εγείρεται ζήτημα ότι είτε η Δημοκρατία ή ο Γενικός Εισαγγελέας θα έπρεπε να εγείρουν την αγωγή, είτε αυτή να καταχωριστεί μέσω του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Εφεσίβλητης, είτε το ποσό να διεκδικηθεί ως οφειλόμενο στη Δημοκρατία και όχι την Εφεσίβλητη, ζητήματα που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει.
Τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί στην πρωτόδικη διαδικασία και συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί με την έφεση. Ίσως απλά να παραπέμψουμε στο Άρθρο 39(2)(α) του Ν.73(Ι)/2009. Επομένως ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 7 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε τη θέση του Εφεσείοντα ότι η έκδοση συνοπτικής απόφασης θα συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Ο λόγος έφεσης 9 αναφέρεται και αυτός σε παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος με αναφορά στην ίδια την αξίωση.
Στην Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 408, 415, εξετάστηκε κατά πόσο η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης παραβιάζει το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Αναφέρθηκε ότι:
«Η διαδικασία για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, η οποία προβλέπεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, διασφαλίζει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και παρέχει επαρκή εχέγγυα στους διαδίκους για παρουσίαση της υπόθεσης τους μέσα σε καθορισμένα πλαίσια. Συναφώς παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, μόνο σε υποθέσεις όπου ο εναγόμενος αποτυγχάνει να δείξει ότι έχει συζητήσιμη υπεράσπιση, εκδίδεται συνοπτική απόφαση εναντίον του».
Επομένως, οι λόγοι έφεσης 7 και 9 απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 8 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσείων δεν είχε καλή υπεράσπιση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ως Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να κρίνει τη νομιμότητα και εγκυρότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης όπως ήταν η ενώπιον του περίπτωση της επιβολής διοικητικού προστίμου. Ως προς το θεσμικό διαχωρισμό αναθεωρητικής και πολιτικής δικαιοδοσίας παρέπεμψε στη Λανίτης Λτδ κ.ά ν Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, 231 και στη Συμβ. Εγγρ. Αρχιτεκτόνων & Πολ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.α (1994) 3 Α.Α.Δ. 453, 458. Περαιτέρω αναφέρθηκε στη Takis P. Makrides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, όπου επιβεβαιώθηκε το ανεπίτρεπτο της αναθεώρησης εκτελεστών διοικητικών πράξεων από πολιτικό Δικαστήριο. Λέχθηκε επιπλέον ότι το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, αποκλείει την εξέταση άμεσα, έμμεσα, ή παρεμπιπτόντως από πολιτικό Δικαστήριο, της νομιμότητας και εγκυρότητας εκτελεστής διοικητικής πράξης και κάθε προπαρασκευαστικής πράξης ή ενέργειας συναφούς προς την έκδοση της.
Εφόσον η απόφαση επιβολής των προστίμων δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ο Νόμος επέτρεπε την καταχώριση αστικής αγωγής για την είσπραξη τους, ορθά κρίθηκε ότι ο Εφεσείων δεν είχε υπεράσπιση στην αξίωση. Ο λόγος έφεσης 9 επίσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
€3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.