ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E264/2016)
17 Οκτωβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
________________________________________________________________________
Μ. Παναγίδης για Χαβιαράς, Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Α. Παναγή για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
________________________________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με επτά Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) να απορρίψει την αίτηση του και να μην απορρίψει την Αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, να μην παραμερίσει την επίδοση του Κλητηρίου που έγινε προς αυτόν στις 3/3/2015 και να μην παραμερίσει το προηγηθέν Διάταγμα σφράγισης και άδειας επίδοσης στο εξωτερικό.
Η Αγωγή αφορούσε σε συνολικό διοικητικό πρόστιμο €805.000 που είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (εφεξής Επιτροπή), δυνάμει δύο αποφάσεων της για παραβάσεις του Άρθρου 11(2)(β) του περί Πράξεων Προσώπων που κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005, Ν. 116(Ι)/2005[1], του Άρθρου 20(4) του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου του 2005, Ν. 114(Ι)/2005[2] και του Άρθρου 40(1) του Νόμου που προνοεί για τις Προϋποθέσεις Διαφάνειας αναφορικά με Πληροφορίες που αφορούν Εκδότη του οποίου οι κινητές Αξίες έχουν εισαχθεί προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά, Ν. 190(Ι)/2007[3]. Ο Εφεσείων δεν κατέβαλε το πιο πάνω ποσό, οπόταν η Επιτροπή καταχώρισε την επίδικη Αγωγή στη βάση των προνοιών του Άρθρου 39(2) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2009, Ν. 73(Ι)/2009 οι οποίες διαλαμβάνουν ότι, σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται από την Επιτροπή, η Επιτροπή δύναται «να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος».
Με δεδομένη την εμπλοκή του Εφεσείοντα ως Εναγόμενου προσώπου με κατοικία στην Ελλάδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσο εφαρμόζετο στην προκείμενη περίπτωση ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις[4] (εφεξής Κανονισμός 44/2001). Σύμφωνα με το Άρθρο 1.1 ο Κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ενώ δεν καλύπτει φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 2.1, «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους». Με βάση, όμως, το Άρθρο 3.1 τα πρόσωπα αυτά μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο με βάση άλλους ειδικούς κανόνες που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό και καθορίζονται στα Άρθρα 5-24. Ό,τι έχει, εν προκειμένω, σημασία με βάση τα ζητήματα που εγείρονται, είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 5.3 οι οποίες αναφέρουν ότι:
«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:
1. ..
2. ...
3. ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».
Εξετάστηκε επίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το κατά πόσο εφαρμόζετο στην περίπτωση ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1393/2007 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Νοεμβρίου 2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου (εφεξής Κανονισμός 1393/2007), ο οποίος στο Άρθρο 1.1 διαλαμβάνει ότι:
«1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβαστεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας («acta iure imperii»).»
Με τους Λόγους Έφεσης 1 και 5, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι, ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η Αγωγή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των Κανονισμών 44/2001 (1ος Λόγος Έφεσης) και 1393/2007 (5ος Λόγος Έφεσης) γιατί αφορούσε σε αστικής φύσεως διαφορά και ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι ενέπιπτε στις εξαιρέσεις του Άρθρου 5.3 του Κανονισμού 44/2001 (2ος Λόγος Έφεσης).
Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ετίθετο θέμα ακύρωσης του διατάγματος για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, εφόσον δεν αναφερόταν στην αίτηση ο Κανονισμός 44/2001 (3ος Λόγος Έφεσης) και ότι εσφαλμένα και χωρίς αιτιολογία αποφάσισε ότι, σχετικά με τις επιδόσεις δικογράφων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν υποχωρούσαν έναντι του Κανονισμού 44/2001 (4ος Λόγος Έφεσης). Ως λανθασμένη βάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.6, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (6ος Λόγος Έφεσης).
Ο Εφεσείων διατείνεται, επίσης, ότι παρά το γεγονός ότι η επίδοση έγινε σε πρόσωπο άλλο από αυτό που καθορίστηκε στο διάταγμα επίδοσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι αυτός δεν ήταν λόγος ακύρωσης της επίδοσης (7ος Λόγος Έφεσης).
To πρώτο ζήτημα που χρήζει απάντησης είναι η φύση της επίδικης Αγωγής και, ειδικότερα, κατά πόσο αυτή αφορούσε σε διαφορά αστικής ή διοικητικής φύσης έτσι ώστε αυτή να εμπίπτει ή να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 44/2001. Είναι σαφές ότι, με δεδομένο ότι η εθνική μας νομοθεσία καθορίζει ως διαδικασία για την είσπραξη διοικητικών προστίμων τη διαδικασία που ακολουθείται για αστικό χρέος, η υπόθεση εξ απόψεως διαδικασίας δεν ήταν διοικητική. Η υπόθεση, ωστόσο, εξ απόψεως ουσίας με βάση τα γεγονότα που την περιέβαλαν, αφορούσε την επιβολή διοικητικών προστίμων στον Εφεσείοντα από την Εφεσίβλητη στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας και, άρα, ήταν διοικητικής φύσης. Ως τέτοια υπόκειτο σε διοικητικό έλεγχο ως προς τη νομιμότητα της στο πλαίσιο άσκησης προσφυγής στο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Διοικητικό Δικαστήριο της Κύπρου, με βάση τα διαλαμβανόμενα και στο Άρθρο 38(7) του Ν. 73(Ι)/2009[5]. Το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη, έχοντας το δικαίωμα δια νόμου να λάβει δικαστικά μέτρα προς είσπραξη των εν λόγω διοικητικών προστίμων ως αστικό χρέος μέσω αγωγής[6] το εξάσκησε, όταν αυτά δεν καταβλήθηκαν, καταχωρώντας στη συνέχεια αγωγή για την είσπραξη τους, δεν μεταβάλλει την ουσία και τη φύση της υπόθεσης ως προς το τι αυτή αφορούσε.
Στην υπόθεση Stefan Fahnenbrock κ.ά. v. Ελληνικής Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. C-226/13, C-245/13, C-247/13 και C-578/13, το ΔΕΕ επανέλαβε την πάγια νομολογιακή αρχή πως η έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», στις οποίες περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 44/2001, «πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής και ερμηνευτέα σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και το σύστημα του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων»[7].
Στην υπόθεση Ολλανδικό Δημόσιο (Υπουργείο Συγκοινωνιών και Πλωτών Οδών) v. Reinhold Ruffer, C-292/05, η οποία αφορούσε αγωγή του Ολλανδικού κράτους για είσπραξη των δαπανών που προκλήθηκαν λόγω της ανέλκυσης ναυαγίου από πλωτή δημόσια οδό, το ΔΕΕ επεσήμανε πως η ανάθεση της ανέλκυσης ναυαγίου ενέπιπτε σε εκτέλεση υποχρέωσης που είχε στο πλαίσιο των καθηκόντων της ακτοφυλακής, τα οποία της είχαν ανατεθεί για την εν λόγω πλωτή οδό από Συνθήκη, και έτσι, στην προκείμενη περίπτωση, κρίθηκε ότι το Ολλανδικό κράτος είχε ασκήσει δημόσια εξουσία. Αφού επεσήμανε στη σκέψη 8 ότι «ναι μεν ορισμένες αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφοράς μεταξύ δημοσίας αρχής και ιδιώτου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν η δημοσία αρχή ενεργεί κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας», ανέφερε τα εξής, στη σκέψη 13, σε ό,τι αφορά την προκείμενη περίπτωση:
«Το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση η εκκρεμούσα ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφορά δεν αφορά την ίδια την επιχείρηση ανελκύσεως του ναυαγίου αλλά την απόδοση των δαπανών που συνδέονται με την ανέλκυση αυτή και ότι η απόδοση των δαπανών αυτών επιδιώκεται από το Ολλανδικό Δημόσιο με αγωγή εξ αναγωγής και όχι, όπως προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο άλλων κρατών μελών, διά της διοικητικής οδού, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το επίδικο ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως των Βρυξελλών».
Στις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση Lechouritou v. Δημόσιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-292/05, τονίσθηκε ότι για τον εντοπισμό μιας πράξεως iure imperii και για την, ως εκ τούτου, μη υπαγωγή της στη Σύμβαση Βρυξελλών - την οποία αντικατέστησε ο Κανονισμός 44/2001 - πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά πρώτον, η δημόσια φύση ενός από τους μετέχοντες στην έννομη σχέση και, κατά δεύτερον, η αιτία και το θεμέλιο της ασκηθείσας αγωγής. Σχετική είναι η παράγραφος 46 στην οποία περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
"46. It may be deduced from the case-law cited that, in order to determine whether an act is an act iure imperii and, therefore, not subject to the Brussels Convention, regard must be had, first, to whether any of the parties to the legal relationship are a public authority, and, second, to the origin and the basis of the action brought, specifically to whether a public authority has exercised powers going beyond those existing, or which have no equivalent, in relationships between private individuals. The private' criterion refers to a formal aspect, (38) while the subordination' criterion relates to the basis and nature of the action and to the detailed rules for exercise of the right of action."
Στο Σύγγραμμα Dicey, Morris and Collins, the Conflicts of Laws, 15η Έκδοση, 2015, στην παράγραφο 11-033 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"In most of the Member States and in the EFTA countries claims relating to the exercise of powers by public authorities are usually within the jurisdiction of special administrative courts. But the exclusion of "administrative matters" from the Brussels I Regulation and the Lugano Convention does not relate to the tribunal in which the claim is brought or by which the judgment is given. It relates to the nature of the legal relationship between the parties or the subject-matter of the action."
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Στο Σύγγραμμα Cheshire, North & Fawcett, Private International Law, 14η Έκδοση, 2008, αναφέρονται, στη σελίδα 215, τα εξής:
"No definition is given of "civil and commercial matters", although Article 1 goes on to say that it does not include "revenue, customs or administrative matters". These words are there to make it clear that public law matters are excluded. The difficulty for English lawyers is that in domestic law the distinction between private and public law is not sharply drawn. In civil law jurisdictions there is a clear distinction between the two, although the same criteria are not always applied when drawing the distinction. Some guidance on this definitional problem was given by the Court of Justice in the leading case of LTU v Eurocontrol where it was held that a Community meaning had to be given "civil and commercial matters", with the result that the Brussels Convention did not apply to the situation where a public authority was acting in the exercise of its powers."
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Κατ' ακολουθίαν και των πιο πάνω αυθεντιών, στα γεγονότα της υπόθεσης δεν είχαν εφαρμογή ούτε ο Κανονισμός 44/2001, ούτε ο Κανονισμός 1393/2007, εφόσον η βάση της αγωγής προήλθε από ενέργειες της Εφεσίβλητης κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Η διοικητική φύση της διαφοράς δεν αλλοιώνεται, ούτε μεταβάλλεται από το είδος της διαδικασίας που ακολουθείται για σκοπούς είσπραξης των διοικητικών προστίμων.
Στην υπόθεση Lechouritou v. Δημόσιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-292/05, στη σκέψη 41, αναφέρονται τα εξής:
«Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ο ενάγων ενεργεί βάσει αξιώσεως πηγάζουσας από πράξη δημόσιας εξουσίας αρκεί για να θεωρηθεί ότι η αγωγή του αποκλείεται, ανεξάρτητα από τη φύση της διαδικασίας που του παρέχει προς τούτο το εθνικό δίκαιο, από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Rüffer, σκέψεις 13 και 15). Στερείται επομένως οποιασδήποτε σημασίας το γεγονός ότι η ασκηθείσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση περιβάλλεται τον μανδύα αστικής υποθέσεως, υπό την έννοια ότι σκοπεί στην επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της υλικής ζημίας και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες και νυν εφεσείοντες της κύριας δίκης».
Είναι, συνεπώς, κατάληξη μας ότι τόσο ο Κανονισμός 44/2001 όσο και ο Κανονισμός 1393/2007, δεν τύγχαναν εφαρμογής στα γεγονότα της αγωγής και, επομένως, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του αντιθέτου δεν ήταν ορθή. Ως εκ τούτου, οι Λόγοι Έφεσης 1 και 5 επιτυγχάνουν. Τούτου δοθέντος, δεν ετίθετο θέμα να ενέπιπτε, η υπό κρίση περίπτωση, στις εξαιρέσεις του Άρθρου 5 του Κανονισμού 44/2001 (βλ. Ελευθέριου Χιλιαδάκη v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολιτική Έφεση αρ. Ε140/2016, ημερ. 5/10/2023). Η κατάληξη αυτή οδηγεί και στην επιτυχία του Λόγου Έφεσης 2.
Στην ίδια βάση και ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ορθά δεν αναφερόταν στην αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ο Κανονισμός 44/2001 εφόσον αυτός δεν τύγχανε εφαρμογής. Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το Λόγο Έφεσης 4. Με δεδομένο ότι δεν εφαρμόζονταν στην προκείμενη περίπτωση οι πιο πάνω Κανονισμοί, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας είχαν εφαρμογή.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στην υπό κρίση περίπτωση η Εφεσίβλητη ήτο επιφορτισμένη να καταδείξει πως τα Κυπριακά Δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αξίωση εναντίον του Εφεσείοντα κάτοικου εξωτερικού. Με βάση τα γεγονότα τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για σκοπούς της αίτησης για σφράγιση και, ακολούθως, για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, διαπιστώνεται ότι αυτά αναφέρονταν στην παράλειψη του Εφεσείοντα να καταβάλει το διοικητικό πρόστιμο που του είχε επιβληθεί από την Εφεσίβλητη. Εφόσον το Άρθρο 39 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου, Ν. 73(Ι)/2009[8] προνοεί για τον τρόπο είσπραξης του διοικητικού προστίμου σε περίπτωση μη καταβολής του, εξυπακούεται πως αυτό επιβάλλει στον επηρεαζόμενο και υποχρέωση καταβολής του διοικητικού προστίμου. Σε συμφωνία με τα όσα επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, λέμε ότι η παράλειψη καταβολής του ισοδυναμεί με παράβαση εκπλήρωσης εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος για το οποίο παρέχεται στην Εφεσίβλητη αγώγιμο δικαίωμα και δη αστική θεραπεία. Η παράβαση θέσμιου καθήκοντος δεν αναφέρεται στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, αναγνωρίζεται, ωστόσο, από τη νομολογία ως αστικό αδίκημα (tort) δυνάμει των αρχών του Κοινοδικαίου το οποίο αποτελεί μέρος του Κυπριακού Δικαίου, βάσει του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) (βλ. Κουππαρή ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (1997) 1 Α.Α.Δ. 1780). Δικαιολογείτο, επομένως, η παραχώρηση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας με βάση τις πρόνοιες της Δ.6, θ.1(f) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[9]. Ως εκ των ανωτέρω ο Λόγος Έφεσης 6 απορρίπτεται.
Παραμένει προς εξέταση ο Λόγος Έφεσης 7 ο οποίος αφορά στον τρόπο που έλαβε χώρα η επίδοση. Το επίδικο διάταγμα προνοούσε για επίδοση στον Εφεσείοντα μέσω δικαστικού επιμελητή σε συγκεκριμένη διεύθυνση στην Αθήνα. Αποτέλεσε δε κοινό έδαφος ότι η επίδοση των σχετικών εγγράφων είχε επιτευχθεί από δικαστικό επιμελητή συμφώνως των προνοιών του διατάγματος, όχι στον Εφεσείοντα προσωπικά αλλά στον αρμόδιο για παραλαβή συνεργάτη του, ο οποίος και κατονομάζετο και ο οποίος παρέλαβε τα έγγραφα με τη δήλωση «Με τη ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος» του Εφεσείοντα. Όπως διαπιστώνεται, η επίδοση είχε γίνει στη διεύθυνση που καθόριζε το διάταγμα, όχι, όμως, προσωπικά στον Εφεσείοντα αλλά σε άλλο πρόσωπο, συνεργάτη του. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι το διάταγμα δεν περιείχε πρόνοια για προσωπική πρόνοια, θεώρησε ότι η επίδοση είχε επιτευχθεί νομότυπα και κανονικά. Συνεπώς, απορρίπτεται και ο Λόγος Έφεσης 7.
Στη βάση όλων των πιο πάνω και, παρά την επιτυχία των Λόγων Έφεσης 1, 2 και 5, είναι η κατάληξη μας ότι ορθά απερρίφθη η αίτηση του Εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστω και με διαφορετικό σκεπτικό.
Όσον αφορά τα έξοδα κρίνουμε ορθό και δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα στην παρούσα Έφεση, γι' αυτό δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] (β) Απαγορεύεται στους διοικητικούς συμβούλους του εκδότη ή σε ανώτατους αξιωματούχους του, κατά την παροχή πληροφορίας σχετικά με την χρηματοοικονομική κατάσταση του εκδότη και τις προοπτικές του, να προβαίνουν σε δήλωση, υπόσχεση ή πρόβλεψη παραπλανητική, ψευδή ή απατηλή ή να αποκρύπτουν οτιδήποτε ουσιώδες.
[2] (4) Τα πρόσωπα που υπογράφουν το ενημερωτικό δελτίο κατά τα εδάφια (1), (2) και (3) ευθύνονται για την ακρίβεια, πληρότητα, σαφήνεια και επικαιρότητα του.
[3] 40.-(1) Απαγορεύεται όπως οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε ανακοίνωση ή δημοσιοποίηση ή κοινοποίηση ή υποβολή στοιχείων ή πληροφοριών, τις οποίες είναι υπόχρεος να ανακοινώνει, δημοσιοποιεί, κοινοποιεί ή υποβάλλει δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών, να παρέχει και/ή να επιβεβαιώνει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή πληροφορίες και/ή να αποκρύπτει στοιχεία και πληροφορίες.
[4] Ο ΕΚ 44/2001 έχει αντικατασταθεί με τον ΕΚ 1215/2012. Δεν αμφισβητήθηκε ότι στα γεγονότα της Αγωγής εφαρμόζετο ενόψει της καταχώρισης της πριν την ημερομηνία που είχε τεθεί σε εφαρμογή ο νέος Κανονισμός.
[5] (7) Οι περί επιβολής διοικητικού προστίμου ή άλλου διοικητικού μέτρου αποφάσεις της Επιτροπής υπόκεινται σε προσφυγή.
[6] Βλ. Άρθρο 39(2) του Ν. 73(Ι)/2009.
[7] Βλ. σκέψη 35.
[8] (2) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου ή χρηματικής πληρωμής που καθορίζεται στα πλαίσια συμβιβασμού, η Επιτροπή δύναται-
(α) να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος·
[9] 1. Subject to section 15 of the Courts of Justice Law, Cap. 11, service out of the jurisdiction of a writ of summons or notice of a writ of summons may be allowed by the Court or a, Judge whenever-
......................................
(f) the action is founded on a civil wrong committed in Cyprus;