ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε140/2016)

 

 

 5 Οκτωβρίου 2023

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΧΙΛΙΑΔΑΚΗ,

 

Εφεσείοντα,

 

 

ν.

 

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

 

Μ. Παναγίδης για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Α. Παναγή για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ για την Εφεσίβλητη.

____________________

 

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με επτά λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλει ως εσφαλμένη την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να απορρίψει την αίτηση του και να μην παραμερίσει την επίδοση αγωγής που έγινε προς αυτόν στην Ελλάδα την 26.10.2015, να μην παραμερίσει το διάταγμα σφράγισης και άδεια επίδοσης της στο εξωτερικό που προηγήθηκαν και να μην απορρίψει την ίδια την αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

 

Η αγωγή αφορούσε σε συνολικό διοικητικό πρόστιμο €170.000 που είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για δύο παραβάσεις του Άρθρου 40(1) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου του 2007, Ν.190(Ι)/2007.  Ο Εφεσείοντας δεν πλήρωσε, οπόταν η Επιτροπή καταχώρισε την εναντίον του αγωγή, κατ' επίκληση  του Άρθρου 39(2)(α) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2009, Ν.73(Ι)/2009, που αναφέρει ότι, σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλει, η Επιτροπή δύναται «να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος».  Ό,τι άλλο είναι σχετικό να αναφερθεί, με αναφορά και στην επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, είναι ότι ο Εφεσείων είναι Έλληνας υπήκοος και διαμένει στην Ελλάδα. 

 

Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 44/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,[1] σύμφωνα με το Άρθρο 1.1, «εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις».  Σύμφωνα με το Άρθρο 2.1, «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους».  Ωστόσο, σύμφωνα με το Άρθρο 3.1, μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με άλλους ειδικούς κανόνες που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό.  Ό,τι εδώ θα αναφερθεί είναι οι «Ειδικές δικαιοδοσίες» όπου στο Άρθρο 5(3) αναφέρεται ότι «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: .. ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».

 

    Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1393/2007 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Νοεμβρίου 2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου, σύμφωνα με το Άρθρο 1.1 «εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας («acta iure imperii»)».

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι η περίπτωση αφορούσε αστική υπόθεση στην έννοια του Άρθρου 1.1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 και επομένως είχε εφαρμογή.  Στη συνέχεια κατέληξε ότι ενέπιπτε στην εξαίρεση του Άρθρου 5.3 του Κανονισμού και επομένως ο Εφεσείων μπορούσε να εναχθεί στην Κύπρο.

 

    Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 είναι αλληλένδετοι.  Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα κατέληξε ότι η αγωγή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 και του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 (λόγος έφεσης 5) γιατί δεν επρόκειτο για αστική ή εμπορική υπόθεση και εσφαλμένα αποφάσισε ότι ενέπιπτε στην εξαίρεση του Άρθρου 5.3 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (λόγος έφεσης 6).

 

    Περαιτέρω, ότι εσφαλμένα και χωρίς πλήρη αιτιολογία αποφάσισε ότι, σχετικά με την επίδοση, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν υποχωρούσαν έναντι του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 και του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 (λόγος έφεσης 1) και ότι εσφαλμένα δεν ακύρωσε το διάταγμα επίδοσης εφόσον στην αίτηση της Εφεσίβλητης για άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας δεν αναφερόταν ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (λόγος έφεσης 2).  Ακόμα, ότι εσφαλμένα δεν εξέτασε ότι η Εφεσίβλητη είχε το βάρος να αποδείξει πως το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία (λόγος έφεσης 3) και πως εσφαλμένα αποφάσισε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.6, Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (λόγος έφεσης 4).

Σε κάθε περίπτωση η επίδοση στον Εφεσείοντα έγινε σε άλλη διεύθυνση από αυτή που καθορίστηκε στο διάταγμα επίδοσης, εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι αυτός δεν ήταν λόγος για τον παραμερισμό της επίδοσης (λόγος έφεσης 7).

 

Το πρωταρχικό ερώτημα είναι κατά πόσο επρόκειτο για διοικητική υπόθεση στην έννοια του Άρθρου 1.1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ώστε να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του.  Ως υπόθεση με την έννοια της διαδικασίας δεν ήταν διοικητική.  Αφορούσε στην είσπραξη αστικού χρέους με αγωγή.  Ως υπόθεση με την έννοια των γεγονότων που αφορούσε επρόκειτο για την επιβολή διοικητικού προστίμου.  Η προσφυγή για την προσβολή της απόφασης επιβολής του προστίμου είναι διοικητική υπόθεση.  Χωρίς αμφιβολία δεν θα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 και αρμόδιο δικαστήριο να της επιληφθεί θα ήταν το Διοικητικό Δικαστήριο της Κύπρου.  Η αγωγή που καταχωρίστηκε στη συνέχεια ήταν αστική υπόθεση, που αφορούσε στην είσπραξη του ποσού όταν αυτό δεν πληρώθηκε και κατέστη απαιτητό.  Όμως τι αφορούσε το ποσό που αξιωνόταν δεν έπαψε να έχει σημασία και η αγωγή διατηρούσε το στίγμα της ως διοικητική υπόθεση στην έννοια του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001.

Στη Stefan Fahnenbrock κ.ά. ν. Ελληνικής Δημοκρατίας Συνεκδ. Υποθ. C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 και C‑578/13, ημερ. 11.6.2013 αναφέρθηκε (σκέψη 35) ότι:

 

«. εφόσον το άρθρο 1 του κανονισμού (EK) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (EE 2001, L 12, σ. 1), περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», χωρίς όμως να προσδιορίζει το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής της έννοιας αυτής, η εν λόγω έννοια πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής και ερμηνευτέα σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και το σύστημα του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων (απόφαση flyLAL-Lithuanian Airlines, C‑302/13, EU:C:2014: 2319, σκέψη 24)».

 

 

    Στη Gemeente Steenbergen ν. Luc Baten, C-271/00, ημερ. 14.11.2002 αναφέρθηκε (σκέψη 28) ότι:

 

«Κατά πάγια νομολογία, εφόσον το άρθρο 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών δείχνει το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Συμβάσεως, η διάταξη αυτή - για να εξασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, ισότητα και ομοιομορφία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση αυτή για τα συμβαλλόμενα κράτη και τους ενδιαφερόμενους - πρέπει να μην ερμηνεύεται ως απλή παραπομπή στο εσωτερικό δίκαιο του ενός ή του άλλου κράτους. Κατά συνέπεια, η έννοια αυτή πρέπει να θεωρείται αυτοτελής έννοια, κατά την ερμηνεία της οποίας πρέπει να γίνεται αναφορά, αφενός, στους στόχους και στο σύστημα της Συμβάσεως και, αφετέρου, στις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών δικαιικών συστημάτων (αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1976, 29/76, LTU, Συλλογή τόμος 1976, σ. 577, σκέψη 3· της 22ας Φεβρουαρίου 1979, 133/78, Gourdain, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 383, σκέψη 3· της 16ης Δεκεμβρίου 1980, 814/79, Rüffer, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 493, σκέψη 7, και της 21ης Απριλίου 1993, C-172/91, Sonntag, Συλλογή 1993, σ. Ι-1963, σκέψη 18)».

 

    Και (σκέψη 30) ότι:


«Έτσι, το Δικαστήριο έχει εκτιμήσει ότι, ναι μεν ορισμένες αποφάσεις που εκδίδονται σε διαφορές μεταξύ δημοσίας αρχής και ιδιώτη μπορούν να ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, πλην όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά όταν η δημόσια αρχή ενεργεί στο πλαίσιο της ασκήσεως δημοσίας εξουσίας (προαναφερθείσες αποφάσεις LTU, σκέψη 4, και Rüffer, σκέψη 8)».

 

 

    Στην Ολλανδικό Δημόσιο (Υπουργείο Συγκοινωνιών και Πλωτών Οδών) ν. Reinhold Rüffen, C-814/79, ημερ.16.12.1980, αναφέρθηκε (σκέψη 8) ότι:

«Υπό το φως αυτών των σκέψεων, το Δικαστήριο έκρινε με την ίδια αυτή νομολογία ότι, ναι μεν ορισμένες αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφοράς μεταξύ δημοσίας αρχής και ιδιώτου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν η δημοσία αρχή ενεργεί κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας».

 

 

    Στην Lechouritou ν. Δημόσιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-292/05, ημερ.15.2.2007, αναφέρθηκε στις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα (παρ.46) ότι:

 

«It may be deduced from the case-law cited that, in order to determine whether an act is an act iure imperii and, therefore, not subject to the Brussels Convention, regard must be had, first, to whether any of the parties to the legal relationship are a public authority, and, second, to the origin and the basis of the action brought, specifically to whether a public authority has exercised powers going beyond those existing, or which have no equivalent, in relationships between private individuals. The 'private' criterion refers to a formal aspect, (38) while the 'subordination' criterion relates to the basis and nature of the action and to the detailed rules for exercise of the right of action».

 

    Στο σύγγραμμα Dicey, Morris and Collings, the Conflicts of Laws, 15η Έκδ., 2015, αναφέρεται (παρ.11-033) ότι:

 

«In most of the Member States and in the EFTA countries claims relating to the exercise of powers by public authorities are usually within the jurisdiction of special administrative courts.  But the exclusion of "administrative matters" from the Brussels I Regulation and the Lugano Convention dοes not relate to the tribunal in which the claim is brought or by which the judgment is given.  If relates to the nature of the legal relationship between the parties or the subject-matter of the action».

 

 

    Και στο σύγγραμμα Cheshire, North & Fawcett, Private International Law, 14η Έκδ., 2008 (σελ.215) ότι:

 

«No definition is given of "civil and commercial matters", although Article 1 goes on to say that it does not include "revenue, customs or administrative matters".  These words are there to make it clear that public law matters are excluded.  The difficulty for English lawyers is that in domestic law the distinction between private and public law is not sharply drawn.  In civil law jurisdictions there is a clear distinction between the two, although the same criteria are not always applied when drawing the distinction.  Some guidance on this definitional problem was given by the Court of Justice in the leading case of LTU v Eurocontrol where it was held that a Community meaning had to be given "civil and commercial matters", with the result that the Brussels Convention did not apply to the situation where a public authority was acting in the exercise of its powers».

 

 

Στη Χρίστου ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελ. Κύπρου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1847, 1850-1, με αναφορά στην Takis P. Markides Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1424, αναφέρεται ότι: «Η παρούσα αγωγή έχει ως αντικείμενο τη διεκδίκηση υπό τύπο αστικού δικαιώματος της καταβολής της συνδρομής των μελών του Επιμελητηρίου. Αυτή όμως η διεκδίκηση δεν εξουδετερώνει την προέλευση του δικαιώματος, ούτε αλλοιώνει το γεγονός ότι η πράξη που στοιχειοθετεί το δικαίωμα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της διοικητικής λειτουργίας συνυφασμένης με την έκδοση εκτελεστής απόφασης στο πεδίο του δημόσιου δικαίου».

 

Καταλήγουμε ότι τόσο ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 όσο και ο Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 δεν είχαν εφαρμογή στα γεγονότα της αγωγής και επομένως η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.  Ο λόγος έφεσης 5 επιτυγχάνει.  Επομένως, δεν ετίθετο ζήτημα να ενέπιπτε η περίπτωση στις εξαιρέσεις του Άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, αφού ήταν εκτός του πεδίου εφαρμογής του.  Συνεπώς, επιτυγχάνει και ο λόγος έφεσης 6.

Η θέση του Εφεσείοντα ότι το διάταγμα σφράγισης και η άδεια επίδοσης της αγωγής στο εξωτερικό έπρεπε να παραμεριστούν και η ίδια η αγωγή να απορριφθεί λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, εδράζεται στο ότι εφόσον διέμενε στην Ελλάδα θα έπρεπε, κατ' εφαρμογή του Άρθρου 2.1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, να εναχθεί ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, θέση που προϋποθέτει εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001.  Ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το Άρθρο 2.1 τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε περίπτωση προσώπου που διαμένει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμα και όταν η περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. 

 

Αυτό δεν είναι ορθό.  Στην ίδια λοιπόν πιο πάνω βάση, ο λόγος έφεσης 1 θα πρέπει να απορριφθεί.  Εφόσον οι ρηθέντες Κανονισμοί δεν εφαρμόζονταν στην υπόθεση, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας είχαν εφαρμογή.  Περαιτέρω, ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 ορθά δεν αναφερόταν στην αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, εφόσον δεν εφαρμοζόταν.  Ο λόγος έφεσης 2 επίσης απορρίπτεται.

 

Είναι ορθό ότι η Εφεσίβλητη είχε το βάρος να καταδείξει ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αξίωση εναντίον του Εφεσείοντα κάτοικου εξωτερικού.  Διαπιστώνουμε ότι τα γεγονότα, όπως είχαν εκτεθεί στην αίτηση για σφράγιση και στη συνέχεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αναφέρονταν σε διάπραξη αστικού αδικήματος από τον Εφεσείοντα κατά παράβαση του Άρθρου 40(1) του Ν.190(Ι)/2007.  Μπορούσε επομένως να δοθεί άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δυνάμει της Δ.6, Θ.1(f) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Επομένως, οι λόγοι έφεσης 3 και 4 επίσης απορρίπτονται.

 

Παραμένει ο λόγος έφεσης 7, που αφορά στον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκε η επίδοση.  Η επίδοση είχε γίνει με τον τρόπο που διατάχθηκε, σε άλλη όμως διεύθυνση.  Ενώ είχε διαταχθεί επίδοση στον Εφεσείοντα, μέσω δικαστικού επιμελητή, στο χώρο εργασίας του, αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω δικαστικού επιμελητή στην οικία του.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτό δεν επηρέαζε τη νομιμότητα της επίδοσης.  Η ουσιαστική πτυχή του διατάγματος αφορούσε στον τρόπο και όχι στο χώρο όπου θα επιτυγχάνετο η επίδοση.

 

Καταλήγουμε ότι παρά την επιτυχία των λόγων έφεσης 5 και 6, η αίτηση του Εφεσείοντα έπρεπε να είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως και είχε γίνει, έστω με διαφορετική αιτιολογία.  Σε αυτή τη βάση, κρίνουμε ορθό και δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της στην έφεση και δεν εκδίδουμε οιαδήποτε διαταγή εξόδων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, χωρίς να διαφοροποιείται το αποτέλεσμα.  Ουδεμία διαταγή για έξοδα.

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.

 

 



[1] Έχει αντικατασταθεί με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012, ωστόσο  ότι αυτός εφαρμοζόταν στα γεγονότα της αγωγής που είχε καταχωριστεί πριν την έναρξη της ισχύος του νέου Κανονισμού, δεν αμφισβητείται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο