ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

i-justice

(Πολιτική Έφεση Αρ.32/2022)

 

 

18 Οκτωβρίου 2023

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤON ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΣΓΟΛΙΤΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡ.22.11.2021 ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ.1339/2020 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

____________________

 

 

Δ. Παπαπολυβίου για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.Ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, με την οποία απέρριψε αίτηση του για να του χορηγηθεί άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και mandamus.  Το πρώτο για την ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο, σε αίτηση του και το δεύτερο για να διαταχτεί το κατώτερο Δικαστήριο «να εκδικάσει και να αποφασίσει σύμφωνα με το Νόμο και/ή τη Νομολογία και/ή το Σύνταγμα και/ή τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς» την αίτηση του Εφεσείοντα.

 

    Η αίτηση του Εφεσείοντα στο κατώτερο Δικαστήριο αποσκοπούσε στον παραμερισμό του διατάγματος με το οποίο διατάχτηκε η επίδοση αγωγής σε αυτόν στην Ελλάδα, αλλά και στη διαγραφή της ίδιας της αγωγής.  Αμφότερα τα αιτητικά είχαν απορριφθεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εξέταση των όσων ο Εφεσείων επικαλείτο θα σήμαινε έλεγχο της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου και όχι της νομιμότητας της.  Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 1.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υφίστατο εναλλακτική θεραπεία, αφού η απόφαση, παρά το ότι ήταν ενδιάμεση, θα μπορούσε να εφεσιβληθεί με τη συμπερίληψη σχετικού λόγου σε έφεση κατά της τελικής απόφασης.  Αυτή η κρίση δεν προσβάλλεται, διατείνεται όμως ο Εφεσείων, με το λόγο έφεσης 3, ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να ενεργοποιηθεί η προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν διαπίστωσε.

 

Με το λόγο έφεσης 2 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε τη θέση του Εφεσείοντα περί παράβασης Ευρωπαϊκών Κανονισμών και του Συντάγματος και δεν αιτιολόγησε τους λόγους γιατί αυτή η θέση του δεν ευσταθούσε.

 

Τέλος, με το λόγο έφεσης 4, ο Εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ή δεν εξέτασε τις θέσεις του ως προς τη δικαιοδοσία των κυπριακών Δικαστηρίων, την πλάνη αναφορικά με την εφαρμογή της αγγλικής απόφασης MRG (Japan) Ltd v. Engelard Metals Japan Ltd [2003] EWHC 3418 (Comm) και ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε διαφοροποιηθεί από προηγούμενη του κρίση ως προς το ζήτημα της μη αποκάλυψης, σε άλλη ενδιάμεση αίτηση, με άλλη σύνθεση.

 

Η βασική θέση του Εφεσείοντα είναι ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε παραλείψει να αποφασίσει βάσει ποιου δικαίου κατέληξε στην κρίση του.  Αυτό, κατά τη θέση του, αποστερούσε την όποια νομιμότητα από την απόφαση του.  Επομένως, εισηγείται, εγειρόταν ζήτημα νομιμότητας και όχι ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου.

 

Επικεντρώθηκε ο Εφεσείων στο απόσπασμα που ακολουθεί από την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου:

 

«Δεν είναι βέβαια η παρούσα διαδικασία, το κατάλληλο στάδιο για να αποφανθεί το Δικαστήριο κατά πόσον οι πιο πάνω ισχυρισμοί των εναγουσών για διάπραξη των εν λόγω αδικοπραξιών εναντίον τους, ανταποκρίνονται ή όχι στην πραγματικότητα ή αν δικαιούνται στις θεραπείες που ζητούν με την αγωγή τους.  Αυτά τα θέματα θα εξεταστούν κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής και αφού το Δικαστήριο ακούσει και αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας που θα τεθεί ενώπιον του και από τις δύο πλευρές.  Το ίδιο ισχύει και για το εφαρμοστέο στην παρούσα υπόθεση δίκαιο.  Για σκοπούς όμως επίδοσης της ειδοποίησης των δικογράφων της παρούσας στην αλλοδαπή, κρίνω ότι οι ενάγουσες έχουν αποδείξει τα κριτήρια της Δ.6 Θ.4 και της σχετικής νομολογίας όχι μόνο για την ύπαρξη δικαιοδοσίας αλλά και για αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον των εναγομένων.  Δεν έχουν ως εκ τούτου αποδειχθεί οι προϋποθέσεις ακύρωσης της επίδοσης των εγγράφων της αγωγής στο εξωτερικό στους αιτητές.»

 

 

Ωστόσο, το πιο πάνω απόσπασμα έπεται του μέρους της απόφασης όπου το κατώτερο Δικαστήριο καταλήγει και αποφασίζει επί των ζητημάτων που εγείρονταν ενώπιον του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξετάσει την υπόθεση στη βάση του ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.  Σημείωσε ότι η βάση της αγωγής ήταν για αδικοπραξίες ή οιονεί αδικοπραξίες με την έννοια που αποδίδεται στον Κανονισμό και που είχαν, κατ' ισχυρισμό, διαπραχτεί τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Κύπρο.  Ότι ακόμα και αν οι αδικοπραξίες είχαν διαπραχτεί αποκλειστικά στο εξωτερικό, τη ζημιά, πάντα κατ' ισχυρισμό, οι ενάγουσες είχαν υποστεί στην Κύπρο  Μπορούσαν, επομένως να επιλέξουν την Κύπρο για να καταχωρίσουν την αξίωση τους (Άρθρο 7 του Καν.(ΕΕ) 1215/2012).  Περαιτέρω, στην αγωγή που η αίτηση του Εφεσείοντα αφορούσε, υπήρχαν και εναγόμενοι που διέμεναν στην Κύπρο.  Το κατώτερο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι οι ενάγουσες επικαλούνταν ουσιαστική συμμετοχή των Κύπριων εναγόμενων στη διάπραξη των αδικοπραξιών που επικαλούνταν ότι είχαν διαπραχτεί εναντίον τους.  Επομένως και σε αυτή τη βάση θα μπορούσαν να επιλέξουν την Κύπρο (Άρθρο 8 του Καν.(ΕΕ) 1215/2012). Η κατάληξη του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την ενώπιον του αγωγή δυνάμει του Καν.(ΕΕ) 1215/2012.  Ουσιαστικά ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να επιμένει ότι θα έπρεπε να εναχθεί στην Ελλάδα (Άρθρο 4.1 του Καν.(ΕΕ) 1215/2012) και συνεπώς η αίτηση του δεν μπορούσε να επιτύχει.

 

Αποφάνθηκε λοιπόν το κατώτερο Δικαστήριο και έκρινε εφαρμόζοντας το συγκεκριμένο Ευρωπαϊκό Κανονισμό.  Σωστά ή εσφαλμένα.  Όπως πολύ ορθά υπέδειξε στον Εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο η προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αφορά στον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων.  Και ορθά διαπίστωσε ότι αυτό που επιδίωκε ο Εφεσείων ήταν «με τον μανδύα της προνομιακής διαδικασίας να γίνει έφεση επί της ορθότητας της απόφασης».

 

Θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε, για ακόμα μια φορά, ότι η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση εντάλματος Certiorari είναι ακυρωτική και το ακυρωτικό αποτέλεσμα πρέπει να έχει πρακτική αξία (Α. & Π. Φωκάς Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ.314/2017, ημερ.1.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A474 και Αρτοποιεία Όμηρος Αριστείδου Λτδ κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.272/2020, ημερ.6.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:A298).  Υπό προϋποθέσεις, ακυρώνεται η απόφαση που λήφθηκε και στην ουσία εξαλείφεται το αποτέλεσμα της.  Εφόσον η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν απορριπτική η ακύρωση της δεν θα επέφερε όφελος για τον Εφεσείοντα.  Όφελος θα μπορούσε να έχει ο Εφεσείων από την επανεκδίκαση της αίτησης του από το κατώτερο Δικαστήριο.  Διαταγή για επανεκδίκαση θα μπορούσε να διαταχτεί, υπό προϋποθέσεις, σε έφεση κατά της απόφασης, όχι όμως στο πλαίσιο της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η επιδίωξη προνομιακού εντάλματος mandamus που να διατάσσει το κατώτερο Δικαστήριο να εκδικάσει και να αποφασίσει την αίτηση εκ νέου «σύμφωνα με το Νόμο και/ή τη Νομολογία και/ή το Σύνταγμα και/ή τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς» είναι ένας άλλος μανδύας που δεν μπορεί να επιτραπεί στην διαταγή για επανεκδίκαση να φορέσει.  Που θα υποδείκνυε μάλιστα στο κατώτερο Δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο να εκδικάσει την ενώπιον του υπόθεση.  Το κατώτερο Δικαστήριο, ασφαλώς και είχε υπόψη του, όπως κάθε Δικαστήριο, ότι έχει καθήκον να εφαρμόζει το Νόμο, τη Νομολογία το Σύνταγμα και τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς.  Εάν υπέπεσε σε σφάλμα, επαναλαμβάνουμε, αρμόδιο Δικαστήριο να το κρίνει είναι το Εφετείο, στο πλαίσιο έφεσης εφόσον καταχωριστεί.

 

Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται, κατάληξη που καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση μας με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                        Χ. Μαλαχτός, Δ. 

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.

 

                                                          Α. Δαυίδ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο