ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 144/2022)
3 Οκτωβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΚΑΤ΄ ΕΦΕΣIN TOY ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟΝ 79/2022
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ M. J. D. ΑΠΟ ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27.5.2022 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 79/2022.
_________________________
Γ. Πολυχρόνης με Ε. Κωνσταντίνου (κα) και Γ. Εφέ, για Γιάννης Πολυχρόνης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
_________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 19.4.2022 η Αστυνομία αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου για έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του Εφεσείοντα. Το αίτημα υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση του Α/Αστ. 2774, Ι. Ιωάννου, του ΤΑΕ Αμμοχώστου. Τα αδικήματα για τα οποία αξίωσε το ένταλμα σύλληψης, και τα οποία εφέροντο να είχαν διαπραχθεί μεταξύ των ημερομηνιών 24.2.2022-15.3.2022, παρατίθενται αυτολεξεί από την Ένορκη Δήλωσή του:
«(1) Εκβιασμός άρθρο 290 Α(1),20,21 του κεφ. 154 (2) Απάτη άρθρο 300, 20,21 του κεφ. 154, (3) Απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό κλοπής άρθρο 290, 20,21 του κεφ 154, (4) παράνομη κατοχή πυροβόλου όπλου ήτοι Πιστολιού άρθρα 4(1), 51 Νόμος 113(Ι)/2004, (5) Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Ν.188(Ι)/2007, άρθρα 3, 4, 5, & 20,21 του κεφ. 154 (6) Συμμετοχή σε Εγκληματική Οργάνωση άρθρο 63Α, 20, 21,(7), Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος άρθρο 371, 20, 21 του κεφ. 154, (8) απειλή Άρθρο 91Α, του κεφ. 154».
Ακολούθως θα παραθέσουμε, σε γενικές γραμμές, το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης. Ο παραπονούμενος είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου και δραστηριοποιείται στον τομέα των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εργοδοτεί μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, οι οποίοι εργάζονται στη Λευκορωσία. Τον Σεπτέμβριο του 2021 γνωρίστηκε με τον ύποπτο, ο οποίος του συστήθηκε ως επιχειρηματίας που ασχολείται με αγοραπωλησίες αεροσκαφών και ειδικές επιχειρήσεις επαναπατρισμού από εμπόλεμες περιοχές. Του ανέφερε πως επειδή επισκέπτεται εμπόλεμες περιοχές, οπλοφορεί. Μάλιστα σε μία περίπτωση, όπου μιλούσαν διαδικτυακά με εικόνα και ήχο, είδε δίπλα από τον ύποπτο, ο οποίος βρισκόταν στην οικία του στα [ ] Λάρνακας, ένα πιστόλι. Όταν ο παραπονούμενος τον ερώτησε για την ύπαρξη του εν λόγω πιστολιού, ο ύποπτος του ανέφερε πως οπλοφορεί για τους λόγους που του είχε αναφέρει στο παρελθόν.
Στις 24.2.2022 ύποπτος και παραπονούμενος συμφώνησαν όπως ο πρώτος μεριμνήσει ώστε να πραγματοποιηθεί πτήση από το Μίνσκ της Λευκορωσίας με προορισμό τη Γεωργία για μεταφορά στις 28.2.2022 και ώρα 06:00, συνεργατών του παραπονούμενου στην Τυφλίδα της Γεωργίας.
Για τις πιο πάνω υπηρεσίες, ο ύποπτος ζήτησε από τον παραπονούμενο το χρηματικό ποσό των Δολαρίων Αμερικής 168.220. Το πιο πάνω ποσό καταβλήθηκε από τον παραπονούμενο με έμβασμα σε λογαριασμό εταιρείας του υπόπτου στη Μεγάλη Βρετανία. Στις 26.2.2022 ο παραπονούμενος συνάντησε τον ύποπτο στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, όπου εκεί ο τελευταίος του ανέφερε ότι προέκυψε κάποιο πρόβλημα με την άδεια πτήσης από Μίνσκ προς Τυφλίδα και ότι η συγκεκριμένη πτήση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Του ανέφερε ακόμη πως για να μπορούσε να αρθεί το πρόβλημα, θα έπρεπε να κατέβαλλε περισσότερα χρήματα, και συγκεκριμένα το πρόσθετο ποσό των Δολαρίων Αμερικής 421.000, και ότι θα ήταν όρος της συμφωνίας πως αυτά τα χρήματα θα καταβάλλονταν όταν το αεροσκάφος με τους επιβάτες θα ήταν εν πτήσει. Στη συνέχεια ο ύποπτος ανέφερε στον παραπονούμενο ότι προέβη σε διευθετήσεις ούτως ώστε να καταβάλει μόνο το πρόσθετο ποσό των Δολαρίων Αμερικής 398.000. Ο παραπονούμενος δέχθηκε.
Στις 28.2.2022 ο ύποπτος επικοινώνησε με τον παραπονούμενο και του ανέφερε πως επειδή χρειαζόταν επειγόντως χρήματα για να εξασφαλίσει την άδεια πτήσης, αναγκάστηκε να ενεχυριάσει το προσωπικό του αυτοκίνητο και απαίτησε από τον παραπονούμενο να του πληρώσει αμέσως Δολάρια Αμερικής 205,000 για να μην «απωλέσει» το αυτοκίνητό του. Ο παραπονούμενος αντέδρασε λέγοντάς του πως το αεροσκάφος δεν ήταν εν πτήσει για να είχε συμβατική υποχρέωση να του καταβάλει τα χρήματα. Τότε ο ύποπτος τον απείλησε και του είπε πως αν δεν κατέβαλλε τα χρήματα «θα ήταν νεκρός». Ο παραπονούμενος τρομοκρατήθηκε και φοβήθηκε, αφού στο παρελθόν ο ύποπτος του ανέφερε πως οπλοφορούσε και ότι είχε στενούς στρατιωτικούς συνεργάτες για επικίνδυνες αποστολές. Άλλωστε, είχε και ο ίδιος δει στην οικία του υπόπτου, στα [ ], πιστόλι. Κάτω από αυτό τον φόβο ενέδωσε στην απειλή και την επόμενη ημέρα, δηλαδή 1.3.2022, κατέβαλε το ποσό των Δολαρίων Αμερικής 205,000 σε λογαριασμό του υπόπτου στη Μεγάλη Βρετανία.
Στις 8.3.2022 ο ύποπτος απέστειλε στον παραπονούμενο φωτογραφίες, μέσω εφαρμογής WhatsApp, oι οποίες απεικόνιζαν στρατιωτικό υλικό, επιθετικά όπλα και στρατιωτικούς συνεργάτες του υπόπτου με οπλισμό. Ο παραπονούμενος εξέλαβε αυτή την ενέργεια του υπόπτου ως απειλή, με αποτέλεσμα να του καταβάλει και το πρόσθετο ποσό των Δολαρίων Αμερικής 193,000.
Όταν ο παραπονούμενος αντελήφθη ότι έπεσε θύμα απάτης, προέβη σε άλλες διευθετήσεις και μεταφέρθηκαν οι συνεργάτες του από το Μίνσκ στην Τυφλίδα έναντι Δολαρίων Αμερικής 100.000 περίπου. Ακολούθως επικοινώνησε με τον ύποπτο και του ζήτησε να του επιστρέψει τα χρήματα που του κατέβαλε, αφού δεν του παρασχέθηκαν οποιεσδήποτε υπηρεσίες. Ο τελευταίος προέβαλε διάφορες δικαιολογίες. Στις 15.3.2022 ο παραπονούμενος ανέφερε στον ύποπτο πως αν δεν του επέστρεφε τα χρήματα του, θα προχωρούσε με τη λήψη νομικών μέτρων εναντίον του. Τότε ο ύποπτος εξαγριώθηκε και τον απείλησε λέγοντάς του τα ακόλουθα: «I will come and find you and kill you, to teach you a lesson». Ο παραπονούμενος τρομοκρατήθηκε. Στις 17.4.2022 προσήλθε στα γραφεία του ΤΑΕ Αμμοχώστου, όπου και ανέφερε τα πιο πάνω, προβαίνοντας σε σχετική καταγγελία. Ως ελέχθη, η Αστυνομία δύο ημέρες μετά, αποτάθηκε στο κατώτερο Δικαστήριο για έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του υπόπτου.
Το κατώτερο Δικαστήριο, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης που υποστήριζε το αίτημα, εξέδωσε λίγα λεπτά μετά, το ένταλμα σύλληψης καταγράφοντας και τα ακόλουθα: «Με βάση το περιεχόμενο του Όρκου, το οποίο έχω μελετήσει προσεκτικά, κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες εναντίον του υπόπτου για τη διάπραξη των αδικημάτων που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος. Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος.»
Ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο και με μονομερή αίτηση που καταχώρισε, ζητούσε να του παραχωρηθεί άδεια για καταχώριση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης. Το Ανώτατο Δικαστήριο (στο εξής πρωτόδικο Δικαστήριο) απέρριψε την αίτηση, με απόφασή του ημερ. 27.5.2022, αφού βρήκε, μεταξύ άλλων, πως από το περιεχόμενο του Όρκου που χρησιμοποιήθηκε, προέκυπταν εναντίον του Αιτητή εύλογες υπόνοιες στη διάπραξη των υπό διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων και ότι η σύλληψή του ήταν λογικά αναγκαία.
Ο Αιτητής δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση, εξού και η καταχώριση εκ μέρους του της υπό εκδίκαση έφεσης. Τέσσερις είναι οι λόγοι έφεσης. Ο πρώτος λόγος, με τον οποίο ο Εφεσείων διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι από την ανάγνωση αυτής δεν γίνεται αντιληπτό «.κατά πόσο εξετάστηκαν οι νομικοί λόγοι που πρόβαλε ο εφεσείοντας ή/και για ποιους λόγους απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του, κλπ .» είναι παντελώς αβάσιμος. Βρίσκουμε πως η προσβαλλόμενη απόφαση όχι μόνο δεν πάσχει από αβεβαιότητα ή ασάφεια αλλά αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη, αφού έχει δώσει απάντηση σε όλα όσα ο Εφεσείων είχε εγείρει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Προχωρούμε με τον δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, οι οποίοι αφορούν στις προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος σύλληψης. Διατείνεται ο Εφεσείων πως δεν είχαν τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου τέτοια στοιχεία, ούτως ώστε να μπορούσε το ίδιο το Δικαστήριο να είχε ικανοποιηθεί για τις εν λόγω προϋποθέσεις.
Το ΄Αρθρο 11.2 (γ) του Συντάγματος επιτρέπει τη σύλληψη ατόμου, ότε και όπως ο Νόμος ορίζει, εφόσον υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι αυτό ενέχεται στη διάπραξη αδικήματος ή αδικημάτων. Το Άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει τα ακόλουθα:
«18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.»
Εν προκειμένω, το αίτημα για έκδοση εντάλματος σύλληψης υποβλήθηκε επειδή προέκυπταν εναντίον του Εφεσείοντα εύλογες υπόνοιες για διάπραξη εκ μέρους του ποινικών αδικημάτων. Το Δικαστήριο, σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει αρχικά να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται ή όχι, από το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιόν του (η αποδεικτική αξία του οποίου δεν αποτιμάται στο στάδιο αυτό), εύλογη υπόνοια ότι το πρόσωπο, εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση εντάλματος σύλληψης, διέπραξε το ή τα αδικήματα. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, τότε το θέμα τελειώνει και το αίτημα απορρίπτεται. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, τότε το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσο τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης καθιστούν ή όχι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης αναγκαία ή επιθυμητή. Αν ικανοποιηθεί ότι συντρέχει και αυτή η προϋπόθεση, τότε θα προχωρήσει στην έκδοση του εντάλματος σύλληψης (Βλ. Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207, 216). Το άρθρο 19(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, επιβάλλει όπως κάθε ένταλμα σύλληψης «Φέρει βεβαίωση του Δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης έκδοσης του εντάλματος». Αυτή η βεβαίωση υπάρχει στο εκδοθέν ένταλμα σύλληψης και υπογράφεται από τον Δικαστή που το εξέδωσε. Βεβαίως, το ουσιώδες δεν είναι η απλή καταγραφή της εν λόγω βεβαίωσης στο εκδοθέν ένταλμα σύλληψης, αλλά κατά πόσο από το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου δικαιολογείται η αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.
Έχουμε μελετήσει την ένορκη δήλωση του Α/Αστ. 2774, Ι. Ιωάννου, που υποστήριζε το αίτημα. Βρίσκουμε πως αυτή περιείχε με καθαρότητα και σαφήνεια όλα όσα κατά τον ενόρκως δηλούντα συνιστούσαν πραγματικά γεγονότα. Καταλήγουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πως από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, προέκυπταν εύλογες υπόνοιες για ανάμειξη του Εφεσείοντα στη διάπραξη των σοβαρών αδικημάτων που η Αστυνομία διερευνούσε (Παναγιώτου (2004) 1(Β) ΑΑΔ 1094, 1103). Ως εκ τούτου, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε, σε συμφωνία με το κατώτερο Δικαστήριο, πως «. προέκυπτε εύλογη υπόνοια για διάπραξη από τον Αιτητή διερευνόμενων από την Αστυνομία πολύ σοβαρών ποινικών αδικημάτων .».
Όσον αφορά στην αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, να επαναλάβουμε πως και αυτή θα πρέπει να προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό. Είναι σε αυτό το μαρτυρικό υλικό που το Δικαστήριο θα βασιστεί για να μπορέσει να διαμορφώσει κρίση κατά πόσο τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης καθιστούν αναγκαία την έκδοση του εντάλματος σύλληψης. Κατ΄ αρχάς, με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνούμε με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου ότι το ένταλμα σύλληψης εξεδόθη μόνο και μόνο επειδή τα αδικήματα που η Αστυνομία διερευνούσε ήταν σοβαρά, παρόλο που η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι παράμετρος που λαμβάνεται υπόψη (Βλ. Παναγιώτου, ανωτέρω. Ούτε μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του ότι από το μαρτυρικό υλικό «δεν διαφαινόταν να υπήρχε καμία αναγκαιότητα για τη σύλληψη του αιτητή». Αυτό που διαπιστώνουμε από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, είναι ότι ο Εφεσείων φέρεται να ενήργησε στη βάση συγκεκριμένου σχεδίου που επινόησε και εφήρμοσε για να εξαπατήσει τον παραπονούμενο, και του αποσπάσει έτσι μεγάλο χρηματικό ποσό. Προκύπτει ακόμη πως ο ύποπτος φέρεται να απείλησε τον παραπονούμενο πως θα τον εντοπίσει και θα τον δολοφονήσει για να τον αποτρέψει να προβάλει νόμιμες αξιώσεις εναντίον του. Μάλιστα οι απειλές φέρονται να επαναλαμβάνονται και να συνοδεύονται από μαρτυρία στη βάση της οποίας ο ύποπτος φέρεται να κατέχει όπλο και να έχει στρατιωτικούς συνεργάτες για επικίνδυνες αποστολές, κάτι που αυτός φρόντισε να γνωστοποιήσει στον παραπονούμενο.
Περαιτέρω, οι έρευνες της Αστυνομίας κατά τον χρόνο σύλληψης του Εφεσείοντα ήταν ακόμη στην αρχή. Η υπόθεση δεν είχε διαλευκανθεί. Ο κίνδυνος ο Εφεσείων να απειλήσει εκ νέου, και όχι μόνο, τον παραπονούμενο, ήταν, στη βάση του μαρτυρικού υλικού, υπαρκτός. Ο κίνδυνος ο Εφεσείων να καταστρέψει ή αλλοιώσει μαρτυρικό υλικό, ήταν επίσης υπαρκτός αφού η επικοινωνία μεταξύ του ιδίου και του παραπονούμενου γινόταν μέσω ηλεκτρονικών μέσων που ο Εφεσείων κατείχε.
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ ΧΧΧ για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari, Πολιτική Αίτηση αρ. 14/21, ημερ. 5.2.2021, αποφασίστηκε πως «. Η δε αναγκαιότητα περαιτέρω διερεύνησης προέκυπτε ανάγλυφη από τα δοθέντα στον όρκο δεδομένα», ενώ στην Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Κυριάκου για την έκδοση εντάλματος Certiorari, Πολιτική Αίτηση αρ. 131/21, ημερ. 27.10.2021, αποφασίστηκε πως «. η συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων, το πρώιμο στάδιο και η ανάγκη για πλήρη εξιχνίαση, δεδομένων των νέων πληροφοριών που είχε στα χέρια της η Αστυνομία, οι οποίες και οδήγησαν στον εντοπισμό του Αιτητή, επισφράγιζαν και την αναγκαιότητα έκδοσης του επίδικου εντάλματος σύλληψης, το οποίο ήταν δεόντως αιτιολογημένο και κάλυπτε το σύνολο των προνοιών και προϋποθέσεων του Νόμου». Τα ίδια ισχύουν και εδώ. Το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, ήταν τέτοιο που δικαιολογούσε και την κρίση του πως η έκδοση του εντάλματος σύλληψης ήταν λογικά αναγκαία. Συνεπώς κρίνεται ορθή και η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το πιο πάνω θέμα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης Ζερβού (2009) 1(Β) ΑΑΔ 1316, 1320, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας. Εκεί η αιτήτρια ανταποκρίθηκε σε κλήση από την Αστυνομία και μετέβη οικειοθελώς σε Αστυνομικό Σταθμό, όπου και άρχισε να δίδει κατάθεση. Η κατάθεση της συμπληρώθηκε πριν από την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης. Μάλιστα προηγουμένως της αφέθηκε να νοηθεί πως δεν θα ετίθετο θέμα σύλληψης της. Αυτή εν τέλει συνελήφθη γύρω στις 12:30 μ.μ. και παρέμεινε υπό σύλληψη μέχρι και την επόμενη ημέρα, χωρίς να λάβει χώρα οποιαδήποτε ενέργεια ανακριτικής φύσεως σε σχέση με την ίδια, για να αφεθεί στη συνέχεια ελεύθερη.
Εν προκειμένω, βρίσκουμε ότι η Αστυνομία ενήργησε εντός των ορθών πλαισίων της εξουσίας και του καθήκοντός της να διερευνά και να εξιχνιάζει εγκλήματα (Απέργης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 592, 595).
Δύο λόγια και για τον τέταρτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, τα οποία είχαν «αθέμιτη επίδραση στην ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου». Κατ΄ αρχάς, να σημειώσουμε πως ούτε στο συγκεκριμένο λόγο έφεσης, αλλά ούτε και στην αιτιολογία του γίνεται αναφορά σε αυτά τα κατ΄ ισχυρισμόν γεγονότα τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν από την Αστυνομία ή τα οποία μπορούσαν να αποκαλυφθούν με εύλογη έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μας βρίσκει σύμφωνους.
«Τέλος, είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή ότι το Ένταλμα εκδόθηκε με δόλο και είναι προϊόν απόκρυψης και μη συμπερίληψης στο Όρκο, ουσιωδών στοιχείων που ήταν γνωστά στην Αστυνομία. Ειδικότερα, δεν αναφέρθηκε από την Αστυνομία ότι ο Αιτητής περί τα μέσα Μαρτίου 2022 συνελήφθηκε για την ίδια υπόθεση στη Γεωργία μετά από καταγγελία του παραπονούμενου και οι αρχές της Γεωργίας τον άφησαν ελεύθερο. Ο ισχυρισμός αυτός, κρίνω ότι ουδόλως θα επηρέαζε την άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου για έκδοση του Εντάλματος, αφ' ης στιγμής η Αστυνομία διερευνούσε αδικήματα - στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου - τα οποία κατ' ισχυρισμό διαπράχθηκαν στην Κύπρο.»
Εν κατακλείδι, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, βρίσκουμε πως η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος σύλληψης. Η πρωτόδικη απόφαση πως δεν είχε τεθεί τίποτε στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης που να δικαιολογούσε τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, κρίνεται ορθή.
Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η έφεση απορρίπτεται.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΣΓεωργίου