ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E228/2014
6 Σεπτεμβρίου, 2023
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ
Εφεσείοντας
και
ΤΖΑΚ ΙΑΚΩΒΟΥ
Εφεσίβλητος
--------------------
Στ. Νικολάου (κα) για Μ. Economides Kranos & Co LLC, για Εφεσείοντα-Αιτητή
Γ. Τσαρδελλής για Ηλίας Νεοκλέους & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο
--------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Ο εφεσείων, ήταν ο δεύτερος από τέσσερις εναγόμενους στην αγωγή αρ. 2739/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Ενάχθηκαν από τον ενάγοντα, εφεσίβλητο, για δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις και διαζευκτικά, για οφειλή, στη βάση γραμματίου συνήθους τύπου. Η απαίτηση του, εναντίον τους, σε σχέση με όλες τις πιο πάνω αιτίες, ήταν για ποσό Λ.Κ. 40.000, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Η αγωγή καταχωρίστηκε στις 9.10.2007, με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και επιδόθηκε στους εναγόμενους. Κανένας από αυτούς δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης. Ως αποτέλεσμα, εκδόθηκε απόφαση ερήμην, για το πιο πάνω ποσό, πρώτα εναντίον της εναγομένης 1 εταιρείας, στις 17.9.2008 και πολύ αργότερα, στις 24.9.2012, εναντίον και των εναγομένων 2, 3 και 4, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως. Δεν αναφέρθηκε να καταχωρίστηκε, από τους εναγομένους 1, 3 και 4, αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας, ως ανωτέρω, απόφασης. Τέτοια αίτηση, καταχωρίστηκε εκ μέρους του εναγομένου 2, ήτοι του εφεσείοντος, στις 14.11.2013, (η αίτηση). Στη βάση των όσων αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις, προς υποστήριξή της, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι αυτός κατέδειξε την ύπαρξη υπεράσπισης, εκ πρώτης όψεως, σε σχέση με την ουσία της διαφοράς του με τον εφεσίβλητο. Η κρίση αυτή, δεν προσβλήθηκε με αντέφεση από τον τελευταίο.
Το Δικαστήριο, όμως, δεν έκανε δεκτή τη θέση του εφεσείοντος, ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος που διενεργήθηκε σε σχέση με αυτόν, ήταν αντικανονική, ώστε η αγωγή να μην είχε περιέλθει στη γνώση του, παρά μόνο στο στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης, με ένταλμα κατάσχεσης, που επιχειρήθηκε σε σχέση με την περιουσία του, στις 5.11.2013. Η πιο πάνω πτυχή, απασχόλησε εκτενώς, στην υπό κρίση απόφασή του. Ειδικά, η μαρτυρία που προσφέρθηκε, σχετικά, από την κάθε πλευρά, όσον αφορά το θέμα της δέουσας επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και της λήψης γνώσης για την αγωγή από τον εφεσείοντα, έτυχε ενδελεχούς εξέτασης και αξιολόγησης από το Δικαστήριο. Συνακόλουθα, στο πλαίσιο αυτό οδηγήθηκε σε συγκεκριμένα ευρήματα.
Κατ' αρχάς, να λεχθεί ότι ο τρόπος και ο χρόνος επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος σε σχέση με τον εφεσείοντα, που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του επιδότη, ο οποίος διενήργησε την επίδοση, είναι αδιαμφισβήτητα. Ο τελευταίος, ανέφερε στην εν λόγω ένορκη δήλωση του, ότι επέδωσε το κλητήριο ένταλμα για τον εφεσείοντα και για τον εναγόμενο 3, στην «υπεύθυνη στον τόπο εργασίας τους», στις 25.10.2007. Ο εφεσείων, όμως, αμφισβητεί, ότι με αυτή επιτεύχθηκε το, ως άνω, επιδιωχθέν αποτέλεσμα. Είναι η θέση του, ότι ουδέποτε, ο ίδιος, έλαβε γνώση για την ύπαρξη της αγωγής και προπαντός, με τον τρόπο που ανέφερε ο επιδότης, δηλαδή στη βάση της πρόνοιας στη Δ.5 κ.2(1)(ii)[1] των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (ΚΠΔ). Συγκεκριμένα, ήταν η θέση του, όπως εκφράστηκε ενόρκως από τον ίδιο, στο πλαίσιο της αίτησης, ότι περί τα μέσα Σεπτεμβρίου 2007, αυτός σταμάτησε να εργάζεται και να παρουσιάζεται στα γραφεία της εναγομένης 1 εταιρείας, στη Λευκωσία. Το Δικαστήριο, ωστόσο, έκανε δεκτή την ένορκη δήλωση του επιδότη, ως προς τις περιστάσεις επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και απέρριψε την αντικρουστική μαρτυρία, του εφεσείοντα. Εξ ου και η παρούσα έφεση.
Το ζητούμενο, επομένως, είναι κατά πόσο ο εφεσείων, έλαβε, πράγματι, γνώση περί της αγωγής, ως εκ της πιο πάνω επίδοσης. Χωρίς την εν λόγω γνώση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός παρέλειψε να εμφανιστεί στην αγωγή, οπότε η απόφαση εναντίον του πρέπει να παραμεριστεί. Για την ακρίβεια, ο εφεσείων θα δικαιούται στην ακύρωση της ex debito justitiae. Η διατήρηση, διαφορετικά, της εν λόγω απόφασης σε ισχύ, θα συνιστά καταστρατήγηση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, ότι ουδείς δικάζεται χωρίς να έχει την ευκαιρία να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπιση του, η οποία αρχή ενυπάρχει στο Άρθρο 30.3 του Συντάγματος. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 43 στις σελίδες 48 έως 49.
«Η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο δικαστήριο. Τότε μόνο του παρέχεται η δυνατότης να υπερασπισθεί. Πρόκειται για δικαίωμα που έχει αναχθεί σε θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Το Άρθρο 30.3(α) και (β) περιλαμβάνεται στο χάρτη των "θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών" του Συντάγματος.»
Με δεδομένη την απόφαση του Δικαστηρίου, ο εφεσείων αμφισβητεί τη διαπίστωση του, ότι αυτός έφερε το βάρος να αποδείξει την εκδοχή του, προς ανατροπή της ένορκης μαρτυρίας τού επιδότη, σε σχέση με την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος σε αυτόν, όπως έχει προαναφερθεί. Συγκεκριμένα, με επτά λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα επιμέρους ευρημάτων του Δικαστηρίου, που το οδήγησαν στην πιο πάνω κατάληξη. Η εντρύφηση του ευπαίδευτου Δικαστή σε όλες τις πιο πάνω πτυχές της υπόθεσης, ήταν ενδελεχής. Η κρίση του, σε σχέση με την ανεπάρκεια της μαρτυρίας του εφεσείοντος να αποσείσει το πιο πάνω βάρος απόδειξης, ήταν δεικτική και ως προς την έλλειψη φιλαλήθειας από μέρους του. Τούτο, αφού όπως, ορθώς, υπέδειξε, εξ αρχής, ο εφεσείων έφερε το βάρος να αποδείξει την εκδοχή του, σε σχέση με την υπό εξέταση πτυχή της υπόθεσης, προκειμένου να καταδείκνυε ότι δικαιούτο σε παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης εναντίον του. (Βλ. Νέμιτσας ν. Chaparian (2011) 1 A.A.Δ. 806 και Πολιτική Έφεση Αρ. 340/2010, Γεώργιος Δανιήλ ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, 17 Ιανουαρίου, 2017).
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εφεσείων υπό τις περιστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει, δεν προσκόμισε, ευλόγως, την αναμενόμενη μαρτυρία. Αυτή, όπως, ορθώς, υπέδειξε, μπορούσε να ήταν μια βεβαίωση του οικείου Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία να καταδείκνυε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι τον Οκτώβριο 2007 αυτός δεν εργοδοτείτο στην υπηρεσία της εναγομένης 1 εταιρείας, ως ο ισχυρισμός του. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε και τα ακόλουθα, όσον αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι κατά την ίδια περίοδο δεν είχε συναντηθεί με τους εναγομένους 3 και 4, στελέχη της εναγομένης 1 εταιρείας και πως δεν διέμενε στη Λευκωσία. Συγκεκριμένα, διαπίστωσε, ότι ο εφεσείων, κατά την αντεξέταση του, σε αντίθεση με τα όσα ανέφερε στις ένορκες δηλώσεις του, ισχυρίστηκε, για πρώτη φορά, πως κατά τον, ως άνω, ουσιώδη χρόνο είχε επικοινωνία με τους εναγομένους 3 και 4, μέσω συγγενικού τους προσώπου. Επίσης, σε αντίθεση με την απόλυτη τοποθέτηση του ότι δεν διέμενε στη Λευκωσία κατά τον ίδιο, ως άνω, χρόνο, ανέφερε ότι διατηρούσε μια προσωρινή διαμονή και διεύθυνση στην εν λόγω πόλη, στο πλαίσιο κάποιας σχέσης που είχε. Τέλος, ενώ δεν αποδέχθηκε και τη συγγένεια του ενόρκως δηλούντα στην ένσταση, με τον εφεσίβλητο ενιστάμενο μέρος σε αυτή, ότι ήταν αδέλφια, εντούτοις, κατά το ίδιο πιο πάνω στάδιο της αντεξέτασης του, ανέφερε ότι επικοινώνησε με το εν λόγω πρόσωπο για να πληροφορηθεί σε τι αφορούσε η συγκεκριμένη υπόθεση. Παρεμπιπτόντως, ο εφεσείων αναίρεσε έτσι και τη θέση του ότι ο πρώτος δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να ενεργεί εκ μέρους του τελευταίου, παρά τη δέουσα δήλωση του προς τούτο, στην ένορκη δήλωση του, (βλ. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε120/2013, Χριστάκης Εγγλέζου ν. Πανίκου Γ. Λοϊζου κ.α., 21 Δεκεμβρίου, 2017). Ο εφεσείων, με τις πιο πάνω αναφορές στην αντεξέτασή του, πέραν της σύγκρουσης του με αντίθετες αναφορές στις ένορκες δηλώσεις του, ουσιαστικά επιβεβαίωσε, συγχρόνως, ότι γνώριζε περί της αγωγής και κατά συνέπεια για το περιεχόμενο της. Εμφανώς, οι αυτοσχεδιασμοί, ανωτέρω, του εφεσείοντος που, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, ήταν της στιγμής, βασικά επιδείνωσαν έτι περαιτέρω, την αρνητική εντύπωση που δημιουργήθηκε, όσον αφορά την αξιοπιστία του.
Καταληκτικά, δε διαπιστώνεται οποιαδήποτε αδυναμία, όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα, σχετικά, του Δικαστηρίου. Στη βάση αυτών, επιβεβαιώνεται και η διαπίστωση του, ότι κατά το αρχικό στάδιο της αγωγής είχε καταχωριστεί, εκ μέρους του εφεσείοντος και των λοιπών εναγομένων, αίτηση από συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο για παραμερισμό της επίδοσης του κλητηρίου και απόρριψη της αγωγής, λόγω έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος, να της επιληφθεί. Ως προς την πτυχή αυτή, το Δικαστήριο, ορθώς, υπέδειξε ότι για τη λήψη του πιο πάνω δικονομικού βήματος, δυνάμει της Δ.16 κ.9[2] των ΚΠΔ, δεν ήταν αναγκαία η καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης, εκ μέρους του εφεσείοντος και των λοιπών αιτητών, στην εν λόγω αίτηση. Όπως σημειώνεται στην απόφαση, η προαναφερθείσα αίτηση, τελικώς, απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης της, ενδεικτικό και τούτο της απουσίας πρόθεσης για υπεράσπιση, τελικώς, της αγωγής.
Η ενδελέχεια της εξέτασης, που διενήργησε το Δικαστήριο, σε σχέση με την αίτηση του εφεσείοντος, για τον παραμερισμό της υπό αναφορά απόφασης, πραγματικά δεν αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο για επέμβαση στην κρίση του, συναφώς, σε σχέση με οποιαδήποτε πτυχή. Η κατάληξη του, σχετικά, καταδεικνύει ότι ο εφεσείων έδειξε πλήρη αδιαφορία για την ύπαρξη της αγωγής, εναντίον του. Ωστόσο, δεν μερίμνησε να προβάλει, τυχόν υπεράσπιση που είχε σε σχέση με αυτή, παρά μόνο αφού παρήλθαν επτά χρόνια από την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, όπως έχει προαναφερθεί. Η πιο πάνω παράλειψη του εφεσείοντα, αποτελεί, όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, περιφρόνηση της εξουσίας του, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Φυλακτού ν. Μιχαήλ (1982) 1 Α.Α.Δ. 204, (βλ. επίσης, Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1938). Τοιουτοτρόπως, αποστέρησε από τον ίδιο, τη δυνατότητα να απαιτήσει την ακύρωση της απόφασης, που είχε εκδοθεί εναντίον του, ερήμην. Επομένως η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000.- πλέον Φ.Π.Α.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/γκ
[1] Δ.5 κ.2. (1) The service shall, whenever it is practicable, be effected by leaving the copy with the person to be served; but if he is not found at his house or at his usual place of employment, the service shall be deemed to be effected if the copy is left-
(i) ...................................
(ii) with any person apparently of such age and in charge of the place of his employment;
[2] Δ16 κ. 9. A defendant before appearing shall be at liberty, without obtaining an order to enter or entering a conditional appearance, to take out a summons to set aside the service upon him of the writ or of notice of the writ, or to discharge the order authorizing such service.