ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                               

(Πολιτική Έφεση Αρ. E181/2016)

 

 

22 Σεπτεμβρίου, 2023

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΚΗΘ Ο ΚΑΤΩΚΟΠΙΤΗΣ ΛΤΔ

                                                                                                        Εφεσείουσα,

ν.

 

ΣΤΕΛΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

 

                                                               Εφεσίβλητης.

........

 

 

Δ. Μιχαήλ με Μ. Σταύρου (κα), για Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Δ. Λοχίας, για Ευάγγελος Χρ. Πουργουρίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού - Πάφου με την οποία απερρίφθη αίτηση έρευνας για σκοπούς είσπραξης ψηφισθέντων δικηγορικών εξόδων.

      Το δικηγορικό γραφείο Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες εκπροσώπησε την Εφεσίβλητη (Καθ' ης η Αίτηση στην κυρίως Αίτηση) ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών το οποίο απέρριψε τόσο την απαίτηση όσο και την ανταπαίτηση και διέταξε όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της. Στην απόφαση αναφέρεται ότι ενόψει διαφωνίας της Εφεσίβλητης και των δικηγόρων της, αυτοί προχώρησαν με τη ψήφιση των εξόδων η οποία και κατέστη τελική, εξ ου και εκδόθηκε πιστοποιητικό ψήφισης το οποίο καταχωρίστηκε στο σχετικό μητρώο και είναι εκτελεστό ως δικαστικό διάταγμα.

      Η αίτηση έρευνας απερρίφθη στη βάση του ότι το ποσό εξοφλήθηκε από την Εφεσίβλητη. Ανεξαρτήτως αυτής της διαπίστωσης, για σκοπούς πληρότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο η Εφεσίβλητη είχε δυνατότητα να πληρώσει το ποσό με μηνιαίας δόσεις και κατέληξε ότι αυτή θα μπορούσε να καταβάλλει το ποσό των €50 μηνιαίως.

      Στο περίγραμμα αγόρευσης που καταχωρίστηκε από την Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ , δηλώνεται ότι ο λόγος έφεσης ως προς την ορθότητα της απόφασης για τη δυνατότητα της Εφεσίβλητης να καταβάλλει μηνιαία δόση εγκαταλείπεται καθότι η Εφεσίβλητη έχει, σε χρόνο μεταγενέστερο της πρωτόδικης απόφασης, ξοφλήσει το επίδικο ποσό. Παρά ταύτα, ο κ. Μιχαήλ δήλωσε ότι επιμένει στην προώθηση της έφεσης για την προστασία του ονόματος και της υπόληψης του δικηγορικού του γραφείου.

      Το πρώτο ζήτημα το οποίο χρήζει εξέτασης είναι το νομότυπο της έφεσης. Και τούτο καθότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι η υπό κρίση Ειδοποίηση Έφεσης αναφέρει ως Εφεσείουσα την εταιρεία ΚΗΘ Ο ΚΑΤΩΚΟΠΙΤΗΣ ΛΤΔ ενώ οι εφεσείοντες θα έπρεπε να ήταν στην πραγματικότητα η Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ. Ο κ. Μιχαήλ εξέφρασε τη θέση ότι το ζήτημα δεν ηγέρθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εν πάση περιπτώσει αποτελεί απλή παρατυπία η οποία είναι θεραπεύσιμη με την έκδοση από το Δικαστήριο του σχετικού διατάγματος απαλλαγής. Αναφερόταν βέβαια στον τίτλο της σχετικής αίτησης έρευνας και όχι στην Ειδοποίηση Έφεσης. Αντίθετη θέση εκφράζει ο δικηγόρος της Καθ' ης ο οποίος θεωρεί ότι η έφεση έχει καταχωριστεί από λανθασμένο διάδικο, κάτι το οποίο οδηγεί την έφεση, δίχως άλλο, σε απόρριψη.

      Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η Ειδοποίηση Έφεσης καταχωρίστηκε λανθασμένα από την εν λόγω εταιρεία και ότι αυτή έπρεπε να είχε καταχωριστεί από την Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ. Από τη στιγμή που τα έξοδα είχαν ψηφιστεί υπέρ της δικηγορικής εταιρείας η οποία και τα διεκδικούσε, αυτή έπρεπε να ήταν οι Εφεσείοντες. Η εταιρεία που φέρεται ως η «Αιτήτρια-Εφεσείουσα» στην Ειδοποίηση Έφεσης ήταν η αντίδικος της εδώ Εφεσίβλητης και δεν είχε κανένα παράπονο και ποτέ δεν είχε δώσει οδηγίες στην Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για να καταχωρίσει την έφεση.

      Ο κ. Μιχαήλ υποστήριξε ότι η αναγραφή του λανθασμένου διάδικου αποτελεί απλή παρατυπία η οποία είναι θεραπεύσιμη. Επισήμανε ότι το ίδιο λάθος παρατηρείται και στην αίτηση έρευνας, στα πλαίσια της οποίας δεν ηγέρθη οποιοδήποτε ζήτημα για λανθασμένο διάδικο και ότι ήταν σαφές πως η αίτηση είχε υποβληθεί από το δικηγορικό γραφείο, όπως άλλωστε αναγνωρίζεται και στην πρωτόδικη απόφαση στην οποία πράγματι αναφέρεται πως η αίτηση έρευνας καταχωρίστηκε από το δικηγορικό γραφείο Δ. Μιχαήλ & Συνεργάτες. Τέλος, ήταν η θέση του πως η Εφεσίβλητη δεν υπέστη οποιονδήποτε δυσμενή επηρεασμό.

      Δεν αμφισβητείται ότι η Ειδοποίηση Έφεσης φέρει λανθασμένο διάδικο ως Εφεσείουσα. Μάλιστα στην Ειδοποίηση αναγράφεται ως διεύθυνση αυτής «το δικηγορικό γραφείο του κ. Δημήτρη Μιχαήλ, Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες». Με βάση το περιεχόμενο του φακέλου, η Ειδοποίηση Έφεσης συνοδεύεται από διοριστήριο δικηγόρου στο οποίο αναγράφεται ότι η Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες εξουσιοδοτεί τον κ. Δ. Μιχαήλ για να ασκήσει έφεση.

      Επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση παρατηρείται ότι η έφεση καταχωρίστηκε από λανθασμένο διάδικο ο οποίος ουδέποτε διόρισε ή εξουσιοδότησε τον δικηγόρο Δ. Μιχαήλ ως προς τούτο και ότι το διοριστήριο προέρχεται από το δικηγορικό γραφείο Δ. Μιχαήλ & Συνεργάτες το οποίο κατονομάζει τον δικηγόρο κ. Δ. Μιχαήλ προσωπικά ως τον εξουσιοδοτημένο από αυτό δικηγόρο.

      H Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έχει καταργήσει τη διάκριση μεταξύ άκυρου και αντικανονικού μέτρου και επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να θεραπεύσει την παρατυπία. Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψιν έχουν καθιερωθεί στις υποθέσεις Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 366 και Dasaki Entertainment Co Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Aρ. 2) (2009) 1(Α) Α.Α.Δ 356.

      Στην υπό κρίση διαδικασία, το θέμα ηγέρθη κατά την πρώτη δικάσιμο που η έφεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο εισηγήθηκε πως το ζήτημα δύναται να υποβληθεί ως προδικαστικό θέμα στο περίγραμμα αγόρευσης. Επομένως, διαφαίνεται ότι αυτό ετέθη εις γνώση των δικηγόρων της Εφεσείουσας από την αρχή της διαδικασίας της έφεσης, και είναι κοινώς αποδεκτό ότι δεν λήφθηκε οποιοδήποτε διάβημα για διόρθωση του λάθους, αν τούτο ήταν δυνατό.

      Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Έλληνας κ.ά. v. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485:  

«Η Δ.35 Θ.3 προβλέπει ότι εφέσεις υποβάλλονται στον καθορισμένο από τους θεσμούς τύπο (Τύπος 28). Τρία είναι τα ουσιώδη στοιχεία της ειδοποίησης έφεσης:

(α) Αναγραφή του τίτλου της αγωγής που προσδιορίζει το πλαίσιο της αντιδικίας.

 

(β) Επισύναψη πιστοποιημένου αντιγράφου της απόφασης, που καθορίζει το αντικείμενο της έφεσης.

 

(γ) Προσδιορισμός του διαδίκου που εφεσιβάλλει την απόφαση.» 

 

      Στην εν λόγω υπόθεση η έφεση υποβλήθηκε υπό τίτλο άλλο από εκείνο της αγωγής και συνοδεύετο από συνταγμένη απόφαση με την ίδια ατέλεια, καθότι με δικαστικό διάταγμα ο τίτλος της αγωγής είχε τροποποιηθεί και ο ένας εκ των δύο εναγόντων ο οποίος είχε αποβιώσει αντικαταστάθηκε από τον διορισθέντα διαχειριστή της περιουσίας του. Η έφεση ασκήθηκε με τον ίδιο τον αποβιώσαντα να φέρεται ως ενάγων και χωρίς αναφορά στην τροποποίηση. Στην ειδοποίηση δεν προσδιορίστηκε ο εφεσείων καθότι ως εφεσείων φέρεται ο «εναγόμενος». Το θέμα εγκυρότητας της έφεσης προέκυψε μετά την καταχώριση των εμφανίσεων ενώπιον του Εφετείου κατά την πρώτη εμφάνιση για την ακρόαση της έφεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Το ερώτημα το οποίο πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσο η ειδοποίηση έφεσης η οποία καταχωρήθηκε είναι έγκυρη ώστε να ενεργοποιεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι θεμελιωμένο ότι δεν παρέχεται δυνατότητα διάσωσης δικονομικού μέτρου το οποίο είναι εξ υπαρχής άκυρο. [Βλ. Spyropoullos ν. Transavia (1979) 1 C.L.R. 421, Evagorou v. Christodoulou and Another (1982) 1 C.L.R. 771, Demetriou and Others v. Prodromou (1983) 1 C.L.R. 301, HadjiChambis v. Attorney - General (1986) 1 C.L.R. 386, Tradax v. Terminal Navigation (1988) 1 C.L.R. 450, Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη και Άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Αθανασιάδη ν. Αλεξάνδρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 945, Κάκουλλου ν. Ποχουζούρη και Άλλης (Αρ.2), (1992) 1 ΑΑΔ. 1503, και Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512].

 

Παρέχεται δυνατότητα διάσωσης μόνον όπου η ατέλεια συνεπάγεται αντικανονικότητα και όχι ακυρότητα της διαδικασίας οπόταν το δικονομικό μέτρο θεωρείται έγκυρο υπό την αίρεση των προνοιών της Δ.64 που παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως να θεραπεύσει το σφάλμα με την άσκηση των εξουσιών που του παρέχονται. (Βλ. Ord.70 r.r. 1,2,3 των Παλιών Αγγλικών Δικονομικών Θεσμών και The Annual Practice 1958, σελ. 1986 et.seq.).

 

Στην παρούσα έφεση δεν έχει υποβληθεί αίτηση για τον παραμερισμό της έφεσης λόγω μη συμμόρφωσης με τους θεσμούς. Επομένως το ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι κατά πόσο η ειδοποίηση έφεσης είναι έγκυρη.

 

Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει αποφασιστεί ότι η παράλειψη προσδιορισμού των λόγων που στοιχειοθετούν την έφεση αναιρεί το θεμέλιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και καθιστά την ειδοποίηση έφεσης θνησιγενή· η ειδοποίηση δεν επιφέρει τη γένεση της έφεσης προς ενεργοποίηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. [Βλ. Kyriakides ν. Kyriakides (1969) 1 C.L.R. 373, Omiros Courtis and Another (No. 1) v. Panos Iasonides (1972) 1 C.L.R. 56, Τύμβιος και ΄Άλλος ν. Λιβέρα (1991) 1 ΑΑΔ. 615, "Αλήθεια" Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. και Άλλοι ν. Κύρρη (1992) 1 Α.Α.Δ. 130 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196].

Στην προκείμενη περίπτωση με την ειδοποίηση έφεσης δε θεμελιώνεται το βάθρο της έφεσης, δηλαδή το πλαίσιο της αντιδικίας με τον προσδιορισμό των διαδίκων, ο προσδιορισμός του αντικειμένου της έφεσης με την προσαγωγή της συνταγμένης απόφασης μεταξύ των υφιστάμενων αντιδίκων καθώς και ο προσδιορισμός των Εφεσειόντων· παραμένει επίσης απροσδιόριστος ο καθορισμός του εφεσίβλητου ή εφεσιβλήτων. Ο όρος "εναγόμενος" εξ ονόματος του οποίου υποβλήθηκε η έφεση δεν αποκαλύπτει ποιος εκ των δυο φερομένων ως εναγομένων άσκησε την έφεση· αν δε ερμηνευθεί ότι περιλαμβάνει και τους δύο εναγόμενους τότε η ειδοποίηση φέρει ως ασκούντα την έφεση ανύπαρκτο διάδικο.

Άκυρο δικονομικό μέτρο είναι εκείνο το οποίο πλήττει το θεμέλιο της διαδικασίας, δηλαδή δεν στοιχειοθετεί τις προϋποθέσεις για την άσκηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, στην προκείμενη περίπτωση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ειδοποίηση έφεσης είναι άκυρη. Καλείται το Ανώτατο Δικαστήριο να (α) ασκήσει τις εξουσίες του έξω από το πλαίσιο της υφιστάμενης αντιδικίας και (β) από ακαθόριστο διάδικο. Αποδοχή των λόγων της έφεσης θα οδηγούσε στη δικαίωση ακαθόριστου εφεσείοντα και ανύπαρκτου διαδίκου που εξισώνεται με την άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο κενό.»

 

      Το πιο πάνω απόσπασμα είναι διαφωτιστικό ως προς το ότι ο προσδιορισμός του εφεσείοντος είναι στοιχείο απαραίτητο για την εγκυρότητα της ειδοποίησης έφεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν πρόκειται για απροσδιόριστους αλλά για λανθασμένους Εφεσείοντες.

 

      H λανθασμένη καταγραφή των Εφεσειόντων και η απουσία διοριστηρίου από τη φερόμενη ως Εφεσείουσα για την καταχώριση της έφεσης, άπτονται της εγκυρότητας της ειδοποίησης έφεσης η οποία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την προώθηση της έφεσης.

 

      Το γεγονός ότι ενδεχομένως να ήταν σαφές πως εφεσείων δεν μπορούσε να ήταν η εν λόγω εταιρεία αλλά θα έπρεπε να ήταν το δικηγορικό γραφείο δεν προσδίδει εγκυρότητα στην έγερση της διαδικασίας, εφόσον φερόμενος εφεσείων είναι το λανθασμένο πρόσωπο. Η όποια αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ποιος καταχώρισε την αίτηση έρευνας και η μη έγερση αυτού του ζητήματος κατά την πρωτόδικη διαδικασία της αίτησης ουδόλως επηρεάζει την εγκυρότητα της υπό κρίση ειδοποίησης έφεσης. Πρόκειται για μια ξεχωριστή διακριτή διαδικασία ενώπιον μας η οποία δύναται να προωθηθεί μόνο αφού θεωρηθεί έγκυρη και νομότυπη. Θα λέγαμε ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα έπρεπε να θέσει σε εγρήγορση τους δικηγόρους ώστε να προωθούσαν με ορθό τρόπο την Έφεση.

 

      Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρων, καταλήγουμε ότι η διαδικασία έφεσης είναι εξ υπαρχής άκυρη και ως τέτοια δεν μπορεί να προωθείται και απορρίπτεται.

 

      Η έφεση απορρίπτεται.

 

      Εν όψει του αποτελέσματος, εγείρεται το ζήτημα του ποιος θα επωμιστεί τα έξοδα της διαδικασίας της έφεσης. Ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης εξέφρασε τη θέση ότι αυτά θα πρέπει να τα καταβάλει η δικηγορική εταιρεία.

 

      Από τη στιγμή που η έφεση καταχωρίστηκε από τη δικηγορική εταιρεία, η οποία άλλωστε ήταν και η μόνη που θα μπορούσε να το πράξει, τότε θεωρούμε ορθό και δίκαιο όπως τα έξοδα της έφεσης που προκλήθηκαν στην αντίδικη πλευρά καταβληθούν από την εν λόγω  δικηγορική εταιρεία.

 

      Ως εκ τούτου, τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της δικηγορικής εταιρείας Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.  

 

                                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

       

                                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο