ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 56/2015

 

21 Σεπτεμβρίου, 2023

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ,  Δ/στές]

 

A.N.O. SOUND CONTROL LTD,

Εφεσείουσα,

                                             ν.

 

ΙΩΑΝΝΗ ΓΚΟΜΠΕΛ,

Εφεσίβλητου.

       _________________________

Θεόδωρος Ιωαννίδης με Αυγή Κοζάκου (κα), για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σια ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Δώρος Κακουλλής, για τον Εφεσίβλητο.

       _________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_______________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αγωγή η οποία εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ήταν απλή. Η αξίωση της Εφεσείουσας εταιρείας αφορούσε σε ποσό ΛΚ4.000, με νόμιμο τόκο, δυνάμει δύο επιταγών (ΛΚ2.000 εκάστη), που αδιαμφισβήτητα είχαν υπογραφεί από τον Εφεσίβλητο με δικαιούχο την Εφεσείουσα εταιρεία.  Δεν αμφισβητήθηκε ούτε ότι οι δύο αυτές επιταγές παραδόθηκαν από τον Εφεσίβλητο στην Εφεσείουσα για παρασχεθείσες εκ μέρους της υπηρεσίες φωτισμού και ήχου στις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα το 2007 με τον τίτλο «Στο φως του φεγγαριού».  Τις εν λόγω εκδηλώσεις είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει η μη κερδοσκοπική εταιρεία του Εφεσίβλητου, «Πολιτιστική Εταιρεία ΙΩ», σε συνεργασία με τον Δήμο Λευκωσίας και  πολλούς άλλους χορηγούς, που δεν ενδιαφέρουν. Τέλος, ήταν κοινό έδαφος πως οι δύο επιταγές παρουσιάστηκαν δεόντως για εξαργύρωση από την Εφεσείουσα, πλην όμως αυτές δεν τιμήθηκαν για λόγους που αφορούσαν στον Εφεσίβλητο, και στους οποίους θα κάνουμε αναφορά αμέσως πιο κάτω.

 

Αναφέρουμε από τώρα, το αυτονόητο, ότι οι πληρωμές που διενεργούνται με την έκδοση επιταγών είναι ουσιαστικά πληρωμές τοις μετρητοίς. Κατ΄ επέκταση, σε αγωγές που έχουν ως βάση τη μη τίμηση εκδοθεισών επιταγών, οι υπερασπίσεις είναι συγκεκριμένες (Βλ. Heatron Co Ltd v. Σωκράτους (2012)1(Β) Α.Α.Δ. 1034).  

 

Εν προκειμένω, ήταν η δικογραφημένη θέση του Εφεσίβλητου πως αυτός προκάλεσε τη μη πληρωμή των δύο επιταγών, επειδή η Εφεσείουσα παραβίασε ρητούς και/ή εξυπακουόμενους όρους της συμφωνίας παροχής των πιο πάνω υπηρεσιών. Παραθέτουμε αυτολεξεί το περιεχόμενο των παραγρ. 15 και 16 από το δικόγραφό του:

 

«15. Λόγω της παραβίασης ρητών και/ή εξυπακοούμενων όρων της συμφωνίας της Ενάγουσας με την ΕΤΑΙΡΕΙΑ και/ή της αναφερόμενης συμπεριφοράς και/ή των πράξεων και/ή των παραλείψεων της Ενάγουσας:

 

 (α)  Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ λόγω της κακής ποιότητας και/ή καταστροφής του οπτικογραφημένου προϊόντος των συναυλιών λόγω υπαιτιότητας της Ενάγουσας, έχει υποστεί ειδικές ζημιές και/ή έχει απωλέσει το ποσό των €28.000-, καθ΄ ότι είχε εξασφαλίσει και/ή κατέληξε σε συμφωνία με τον Ελληνικό Ραδιοτηλεοπτικό Σταθμό ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ Α.Ε., την πώληση των δικαιωμάτων απεριορίστων μεταδόσεων των τριών μουσικών εκδηλώσεων έναντι του ποσού των €13.000, καθώς και τα δικαιώματα αναπαραγωγής και εκμετάλλευσης κασετών, CD και DVD για τις τρεις συναυλίες έναντι του ποσού των €15.000-.

 

(β)   Έχει πληγεί η αξιοπιστία και το κύρος της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, με αποτέλεσμα να δεχθεί επικρίσεις και στη συνέχεια να αντιμετωπίζεται αρνητικά από τους συνεργάτες της, τους καλλιτεχνικούς κύκλους, το κοινό κ.ά., με αποτέλεσμα να έχει υποστεί γενικές ζημιές.

 

(γ)   Έχει υποστεί δυσφήμιση και έχει πληγεί το κύρος, η επαγγελματική και καλλιτεχνική φερεγγυότητα της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ με επακόλουθο τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των συνεργατών της, των χορηγών κ.ά., και με αποτέλεσμα να μείνει εκτεθειμένη απέναντι τους και να υποστεί γενικές ζημιές.

 

 

16. Λόγω των πιο πάνω ο Εναγόμενος, προκάλεσε την μη πληρωμή των επίδικων επιταγών.

 

        Περαιτέρω είναι η θέση του Εναγόμενου, ότι λόγω της παραβίασης της αναφερόμενης συμφωνίας των διαδίκων και/ή ουσιωδών όρων αυτής και/ή λόγω της αναφερόμενης στάσης και συμπεριφοράς της Ενάγουσας, των ζημιών που έχει υποστεί η Εταιρεία, ότι αυτή δεν δικαιούται στην συμφωνηθείσαν αμοιβή των Λ.Κ. 4.000- και/ή οποιασδήποτε αμοιβής.»

 

 

  

Ο Εφεσίβλητος μάλιστα, με ανταπαίτησή του, αξίωσε δήλωση με την οποία να κηρύσσονται  «εξ υπαρχής άκυρες και/ή ακυρώσιμες» οι εν λόγω επιταγές, και διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η Εφεσείουσα να του τις επιστρέψει.  

 

Η ακροαματική διαδικασία της αγωγής, όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν μακρά. Καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση πως κατέθεσαν έντεκα μάρτυρες, πέντε εκ μέρους της Εφεσείουσας και έξι εκ μέρους του Εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα σημείωσε πως «τόσο η κυρίως εξέταση όσο και η αντεξέταση ήταν κάποιες φορές αχρείαστα μακροσκελείς και χρονοβόρες».  Συμφωνούμε. Θα προσθέσουμε όμως πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε ασκήσει την εξουσία που έχει ως ρυθμιστής της διαδικασίας, ούτως ώστε οι μάρτυρες και οι συνήγοροι να είχαν επικεντρωθεί στα επίδικα και ουσιώδη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, παρέπεμψε στις πρόνοιες του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, και συγκεκριμένα στο Άρθρο 38, καταγράφοντας πως ο κάτοχος μιας επιταγής έχει εκ του Νόμου δικαιώματα «. ανάμεσα στα οποία και το δικαίωμα έγερσης αγωγής στο όνομά του, εναντίον του εκδότη της επιταγής (βλ. Τσιακλίδης ν. Σιάνου (2008)1(Α) Α.Α.Δ. 296).  Ο όρος «κάτοχος» περιλαμβάνει, βεβαίως, τον δικαιούχο, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση την ενάγουσα  (άρθρο 2 του Κεφ. 262).»

 

Απέρριψε όμως την αγωγή, και καταδίκασε την Εφεσείουσα στα έξοδα. Παραθέτουμε το σχετικό σκεπτικό:

 

«Όπως έχει προαναφερθεί, η ενάγουσα επέλεξε να εναγάγει τον εναγόμενο με βάση τις επίδικες επιταγές, και όχι να εναγάγει την εταιρεία ΙΩ με την οποία σύνηψε συμφωνία παροχής τεχνικών υπηρεσιών. Προκύπτει δε σαφώς από τα ευρήματα στα οποία έχω καταλήξει πιο πάνω, ότι έχει αποδειχθεί ότι η έκδοση των επίδικων επιταγών επηρεάζεται άμεσα από εξαναγκασμό και φόβο εντός της έννοιας του άρθρου 30(2) του Κεφ. 262. Ειδικότερα, ενώ η συμφωνία ήταν όπως η ενάγουσα πληρωθεί 40 μέρες μετά το πέρας των εκδηλώσεων, η ενάγουσα άσκησε έντονη πίεση και στην ουσία εξανάγκασε τον εναγόμενο να εκδώσει τις επιταγές πριν την έναρξη της τελευταίας συναυλίας, με την απειλή ότι σε αντίθετη περίπτωση η ενάγουσα δεν θα κάλυπτε ηχητικά και φωτιστικά την εκδήλωση αυτή. Ο κάτοχος των επιταγών, ήτοι η ενάγουσα, δεν έχει αποδείξει ότι μετά από τον εν λόγω εξαναγκασμό δόθηκε καλή τη πίστει αξία στην επιταγή, χωρίς να έχει γνώση των προαναφερόμενων συνθηκών έκδοσης.

 

Υπό αυτές τις περιστάσεις, κρίνω ότι η ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει τη δικογραφημένη απαίτηση της εναντίον του εναγομένου βάσει των επίδικων απλήρωτων επιταγών. Το μαχητό τεκμήριο υπέρ του κατόχου επιταγής ότι έδωσε αντιπαροχή/αξία για αυτήν, έχει ανατραπεί επιτυχώς από τον εναγόμενο, εν όψει των συνθηκών έκδοσης των επίδικων επιταγών, και η ενάγουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι μετά τον εξαναγκασμό για την έκδοση των επιταγών δόθηκε αξία με καλή πίστη.»

 

Όσον αφορά στην ανταπαίτηση, εξέδωσε δηλωτική απόφαση ότι οι δύο επιταγές είναι άκυρες, δίδοντας ταυτόχρονα οδηγίες στην Πρωτοκολλήτρια του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να τις παραδώσει «στον Εναγόμενο ή τον δικηγόρο του, νοουμένου ότι αυτό θα της ζητηθεί γραπτώς από τον Εναγόμενο ή τον δικηγόρο του εντός 30 ημερών από σήμερα».

 

Η αποτυχούσα ενάγουσα εταιρεία δεν έμεινε ικανοποιημένη από την πρωτόδικη απόφαση, εξού και η καταχώριση εκ μέρους της, της υπό εκδίκαση έφεσης. Ο Εφεσίβλητος με αντέφεση που καταχώρισε διατείνεται ότι «Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εγκυρότητα ή η νομιμότητα της επίδικης συμφωνίας, δεν επηρεαζόταν από το γεγονός ότι ο Μάρτυρας Ενάγουσας 1 ΣΜ υπάλληλος του ημικρατικού οργανισμού Α.ΤΗ.Κ. ήταν Διευθυντής της, μέτοχος της, εργαζόμενος σ΄ αυτήν και το πρόσωπο το οποίο συνήψε την επίδικη συμφωνία». Προχωρούμε να εξετάσουμε την αντέφεση, αφού αν κριθεί πως η συναφθείσα συμφωνία ήταν παράνομη το θέμα τελειώνει εδώ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε για το θέμα αυτό, πως το γεγονός ότι ο Διευθυντής της Εφεσείουσας εταιρείας ήταν και υπάλληλος της Α.ΤΗ.Κ. δεν καθιστούσε άκυρη την καταρτισθείσα συμφωνία μεταξύ Εφεσείουσας και Εφεσίβλητου. Πιο συγκεκριμένα, ήταν η απόφασή του πως το γεγονός ότι οι Κανονισμοί της Α.ΤΗ.Κ. απαγορεύουν στο προσωπικό την άσκηση άλλου επαγγέλματος και τη συμμετοχή στα Διοικητικά Συμβούλια νομικών προσώπων χωρίς άδεια του Γενικού Διευθυντή, «δεν επηρεάζει την εγκυρότητα ή νομιμότητα τυχόν συμφωνιών της εταιρείας στην οποία συμμετέχει ή διατηρεί ο υπάλληλος της Α.ΤΗ.Κ». Για να προσθέσει πως αυτή η συμπεριφορά του Διευθυντή της Εφεσείουσας εταιρείας, Μ.Ε.1, ενδεχομένως να συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

 

Κατ΄ αρχάς, τέτοιο θέμα ουδέποτε ηγέρθη με το δικόγραφο της υπεράσπισης για να δοθεί η δυνατότητα στην Εφεσείουσα εταιρεία, ανεξάρτητη νομική οντότητα, να προβάλει τις θέσεις της. Εν πάση περιπτώσει, η καταρτισθείσα συμφωνία δεν αφορούσε σε παροχή εκ μέρους της Εφεσείουσας υπηρεσιών που απαγορεύονται από τον νόμο. Βρίσκουμε πως η συμφωνία δεν περιελάμβανε οποιονδήποτε παράνομο σκοπό ή αντιπαροχή εντός των προνοιών του Άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (Βλ. Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Ent. Ltd (1998) 1 A.A.Δ 300 και Κorkut Perihan v. Γεωργίου (2008)1(Β) Α.Α.Δ. 905). Τέλος, οι περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικοί Κανονισμοί του 1990, στους οποίους αναφέρθηκε ο Εφεσίβλητος, επιτρέπουν σε υπάλληλο την άσκηση «παντός άλλου επαγγέλματος ή πρόσθετου έργου ή συμμετοχή εις Διοικητικά Συμβούλια Ανώνυμων Εταιρειών ή Νομικών Προσώπων», με την ειδική έγκριση του Γενικού Διευθυντή. Και εδώ, ελλείψει σχετικής δικογραφημένης θέσης, δεν δόθηκε μαρτυρία σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, χωρίς βεβαίως να αποφασίζουμε κατά πόσο αυτό θα ήταν καταλυτικό για την εγκυρότητα της συμφωνίας.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί άκυρη, ως ο Εφεσίβλητος διατείνεται, είναι ορθή. Η αντέφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε με το περιεχόμενο της έφεσης. Τέσσερις είναι οι λόγοι έφεσης. Επικεντρωνόμαστε στον τέταρτο λόγο, το περιεχόμενο του οποίου, μαζί με την αιτιολογία, παραθέτουμε αυτολεξεί:    

 

 

«4ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έκδοση των επίδικων επιταγών ήταν αποτέλεσμα εκβιασμού, για τον λόγο ότι ο ΜΕ1 και διευθυντής της ανάφερε στην μαρτυρία του ότι η Ενάγουσα δεν θα πληρώνετο προκαταβολικά ενώ στην απάντηση στην υπεράσπιση υπάρχει ο ισχυρισμός ότι η Ενάγουσα θα πληρώνετο προκαταβολικά για τις υπηρεσίες της.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ 

 

α)      Η πιο πάνω διάσταση της μαρτυρίας του ΜΕ1 και της απάντησης στην υπεράσπιση, δεν επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την αντιπαροχή των επιταγών η οποία ήταν νόμιμη και πραγματοποιήθηκε.

 

β)      Ο Εναγόμενος παραδέχθηκε ότι εξέδωσε τις επιταγές κατόπιν συμφωνίας για να συνεχιστεί η συναυλία και παραδέχθηκε ότι η συναυλία συνεχίστηκε.

 

γ)       Στην Έκθεση Απαίτησης αναγράφεται ότι οι επίδικες επιταγές εξεδόθησαν έναντι νομίμου ανταλλάγματος και ο ισχυρισμός ότι το αντάλλαγμα απέτυχε απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

 

δ)      Η ανάκληση των επιταγών δεν έγινε διότι οι επιταγές εξεδόθησαν κατόπιν εξαναγκασμού, αλλά για τον λόγο όπως ισχυρίστηκε ο Εναγόμενος ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν οι κατάλληλες συσκευές με αποτέλεσμα η λήψης της συναυλίας να μην είναι καλή.»                   

 

Συμφωνούμε με την Εφεσείουσα. Το ουσιώδες, εν προκειμένω, είναι ότι ουδέποτε ήταν η δικογραφημένη θέση του Εφεσίβλητου ότι ανακάλεσε τις δύο επιταγές επειδή αυτές είχαν εκδοθεί συνεπεία «εξαναγκασμού και φόβου», ως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Έχουν ήδη παρατεθεί οι δικογραφημένες θέσεις του Εφεσίβλητου, για τους λόγους που αυτός ανακάλεσε τις επιταγές, και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Να προσθέσουμε εδώ, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, την οποία έδωσε για να υποστηρίξει  τη δικογραφημένη του θέση  για την ανάκληση των δύο επιταγών, καταγράφοντας τα ακόλουθα: «Τονίζω βεβαίως ότι δεν έχω πεισθεί ότι ισχύουν τα όσα αναφέρονται στην Υπεράσπιση περί παράβασης όρων της συμφωνίας της ενάγουσας με την εταιρεία ΙΩ όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές, τον επηρεασμό του βιντεογραφημένου υλικού σε βαθμό που δεν μπορούσε να μεταδοθεί τηλεοπτικά, και της δημιουργίας υλικής και ηθικής ζημιάς στην εταιρεία ΙΩ από την κακή ποιότητα και/ή καταστροφή του οπτικογραφημένου υλικού, με υπαιτιότητα της ενάγουσας. Αυτό όμως δεν επηρεάζει το θέμα του εξαναγκασμού κατά την έκδοση και την ανατροπή του μαχητού τεκμηρίου.»

 

 Τα πιο πάνω σφραγίζουν την τύχη της έφεσης και συνεπώς δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι έφεσης.

 

Τελειώνοντας θα πρέπει να σημειώσουμε πως εν προκειμένω το γεγονός ότι η Εφεσείουσα ανέφερε στον Εφεσίβλητο πως δεν θα κάλυπτε «ηχητικά και φωτιστικά την εκδήλωση αν δεν ελάμβανε προηγουμένως τη συμφωνηθείσα αμοιβή με επιταγές»,  δεν συνιστά φόβο ή εξαναγκασμό, εντός της έννοιας του νόμου, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  

 

Η έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητά της, συμπεριλαμβανομένης και της απόφασης στην ανταπαίτηση.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου για το ποσό των €6.834,41 (ΛΚ4.000), με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και εγκριθούν από το εν λόγω Δικαστήριο. Η ανταπαίτηση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

 

 

Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας €2.500 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α.   Ουδεμία διαταγή για έξοδα στην αντέφεση.

 

 

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                        Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                          Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο