ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 152/2022)
6 Ιουλίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
M. J. D.,
Εφεσείων/Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης/Καθ'ης η Αίτηση.
_____________________________________________________________________
Γ. Πολυχρόνης με Γ. Εφφέ για Ιωάννης Πολυχρόνης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
_____________________________________________________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Αστυνομία ζήτησε και έλαβε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου στις 19/4/2022 Ένταλμα Έρευνας μιας κατοικίας.
Το αίτημα της Αστυνομίας συνοδευόταν από Ένορκη Δήλωση του Α/στ. 2774, Ι. Ιωάννου και αφορούσε διερευνόμενα αδικήματα εκβιασμού, απάτης, απαίτησης περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή, παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμμετοχής σε εγκληματική παράνομη οργάνωση, συνωμοσία για τη διάπραξη κακουργήματος και απειλής.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το εν λόγω Ένταλμα στο σώμα του οποίου καταγράφετο ότι ικανοποιήθηκε «ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του M. J. D. αρ. διαβ. .., ημερ. γέν. [ 1972], στη διεύθυνση FAROS PASCHALIS ΟΙΚΙΑ ΜΕ ΑΡ [ ] ΠΕΡΒΟΛΙΑ ΛΑΡΝΑΚΟΣ . αποκρύπτονται πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β ήτοι πιστόλι, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τάπλετ, κινητά τηλέφωνα, στρατιωτικός εξοπλισμός, έγγραφα, χρήματα», που σχετίζονται με τα πιο πάνω αδικήματα.
Αντιδρώντας ο Εφεσείων αναζήτησε θεραπεία προνομιακού εντάλματος αξιώνοντας την παροχή άδειας για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται το υπό αναφορά Ένταλμα Έρευνας.
Αδελφή Δικαστής η οποία επελήφθη της Αίτησης για παροχή άδειας (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο), αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης εντάλματος Certiorari, καθώς και τις προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, έκρινε ότι οι λόγοι που ο Εφεσείων προέβαλε δεν κατεδείκνυαν εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παροχή άδειας και απέρριψε την Αίτηση. Είναι την ορθότητα αυτής της Απόφασης που ο Εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα Έφεση προωθώντας συνολικά πέντε Λόγους Έφεσης.
Βασικά, οι ίδιοι λόγοι που προβλήθηκαν για σκοπούς εξασφάλισης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Certiorari επαναφέρονται με την παρούσα Έφεση.
Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το προσβαλλόμενο Ένταλμα δεν εμπεριέχει έκδηλο νομικό σφάλμα και/ή ότι δεν είναι αντίθετο με τα Άρθρα 27 και 28 του Κεφ. 155, ενώ ταυτόχρονα προσβάλλεται ως αυθαίρετο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναγραφόμενη στο επίδικο Ένταλμα ημερομηνία ήταν γραμματικό λάθος.
Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σφάλμα αρχής, κρίνοντας ότι η αναφορά του ονόματος του Εφεσείοντα και του αριθμού του διαβατηρίου του στο επίδικο Ένταλμα ικανοποιούσε τη συνταγματική επιταγή του Άρθρου 16 του Συντάγματος για σαφή προσδιορισμό του χώρου που αναγράφεται σε ένα ένταλμα έρευνας. Συναφής με τον εν λόγω Λόγο Έφεσης είναι και ο 3ος Λόγος Έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα ως προς συγκεκριμένη νομολογία που εξέτασε το κατά πόσο υπήρχε σε ένταλμα έρευνας σαφής προσδιορισμός του υπό έρευνα τόπου.
Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση. Ο εν λόγω Λόγος εδράζεται βασικά στη θέση ότι το επίδικο Ένταλμα Έρευνας ήταν γενικό και αόριστο, εφόσον δεν περιείχε ακριβή προσδιορισμό του υπό έρευνα υποστατικού για τους λόγους που εκτίθενται στο 2ο Λόγο Έφεσης.
Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων με την αίτηση της Αστυνομίας, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Δικαστηρίου.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Δέσπω Στυλιανού, Πολιτική Έφεση Αρ. 67/2014, ημερ. 25/6/2015, εφόσον η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για Certiorari αφορά σε απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας, επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
«(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)».
O 1ος Λόγος Έφεσης αφορά την ημερομηνία και ώρα έκδοσης του Εντάλματος. Το εδάφιο (1) του Άρθρου 28 του Κεφ. 155 συναφώς διαλαμβάνει ότι:
«28.-(1) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.»
Όπως υποστηρίχθηκε από τον Εφεσείοντα, με δεδομένο ότι στο σώμα του Εντάλματος αναφέρετο ότι τα αδικήματα για τα οποία εξουσιοδοτείτο η είσοδος και έρευνα είχαν διαπραχθεί μεταξύ των ημερομηνιών 24/2/2022 - 15/3/2022, η φερόμενη ημερομηνία 2/3/2022, ως η ημερομηνία έκδοσης του Εντάλματος, συνιστούσε έκδηλο νομικό σφάλμα και/ή το επίδικο Ένταλμα είχε εκδοθεί καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας εφόσον οι ημερομηνίες διάπραξης των αδικημάτων ήταν μεταγενέστερες της ημερομηνίας έκδοσης του Εντάλματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το εν λόγω ζήτημα κατέληξε ότι η ημερομηνία 2/3/2022 ήταν γραμματικό λάθος, το οποίο δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ακυρότητα. Η κατάληξη του αυτή βασίστηκε στο ότι ο Όρκος του Α/Αστ. 2774, στον οποίο αναφέρετο το Ένταλμα, ανέφερε στο τέλος «Λήφθηκε ενώπιον μου την 19/04/2022 ημέρα του Απριλίου 2022 και ώρα..» η οποία συμπληρώθηκε χειρόγραφα 11.08 και ακολουθούσε η υπογραφή του Δικαστή σε συνάρτηση με το γεγονός ότι στον εν λόγω Όρκο καταγράφετο ότι τα διερευνόμενα αδικήματα είχαν διαπραχθεί μεταξύ των 24/2/2022 - 15/3/2022, καθώς και το ότι την ίδια μέρα είχε εκδοθεί εναντίον του Εφεσείοντα ένταλμα σύλληψης που έφερε ημερομηνία 19/4/2022 και ώρα συμπληρωμένη χειρόγραφα 11.23.
Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντιθέτως, στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, που ορθώς συνυπολογίστηκαν, η κατάληξη του ότι η αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης αναγόταν σε γραμματικό λάθος, ήταν καθόλα εύλογη.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της περιγραφής, αντικείμενο των Λόγων Έφεσης 2 και 3, σημειώνουμε ότι η περιγραφή που δόθηκε τόσο στον Όρκο του Αστυφύλακα επί του οποίου βασίστηκε το Ένταλμα, όσο και στο ίδιο το Ένταλμα, ήταν «στην οικία του του M. J. D. αρ. διαβ. .., ημερ. γέν. [ 1972], στη διεύθυνση FAROS PASCHALIS ΟΙΚΙΑ ΜΕ ΑΡ. [ ] ΠΕΡΒΟΛΙΑ ΛΑΡΝΑΚΟΣ». Η θέση του Εφεσείοντα ήταν ότι η διεύθυνση της οικίας του είναι Faros Luxury Villas, Villa [ ], 7560, Περβόλια, όπου έγινε και η έρευνα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα κατά την αγόρευση του εισηγήθηκε ότι απουσίαζε σαφής προσδιορισμός στην περιγραφή του τόπου εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, ώστε να μην ήταν δυνατό ο εν λόγω τόπος να εντοπιστεί σε μία οδό όπου υπάρχουν πολλά σπίτια, διαμερίσματα και συγκροτήματα. Επομένως, συνεχίζει η εισήγηση, η κατάληξη του Δικαστηρίου περί του αντιθέτου είναι λανθασμένη, το δε Ένταλμα Έρευνας, για το λόγο αυτό παραβιάζει το Άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς επίσης και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες του Άρθρου 27 του Κεφ. 155. Υποστηρίχθηκε, ακόμη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε ότι ένα προσωποπαγές ένταλμα έρευνας ικανοποιεί τη συνταγματική επιταγή του Άρθρου 16.
Το απαραβίαστο της κατοικίας διασφαλίζεται από το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος, το οποίο διαλαμβάνει ότι η είσοδος ή έρευνα εντός της κατοικίας δεν επιτρέπεται. Επιτρέπεται μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που παρατίθενται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 16 του Συντάγματος «ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου».
Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση «Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα» (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Προκειμένου δε να εκδοθεί ένταλμα έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως.
Η δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση «τέτοιων πραγμάτων», ενεργοποιείται όταν υπάρχει εύλογη αιτία πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει:
· «οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος.»[1]
Αποτελεί βασικό κανόνα του δικαίου που αφορά στο απαραβίαστο της κατοικίας ότι το ένταλμα έρευνας δεν πρέπει να είναι γενικό, αλλά θα πρέπει να περιγράφει με τρόπο συγκεκριμένο τόσο τον υπό έρευνα χώρο όσο και τα υπό αναζήτηση πράγματα. Το λεκτικό του εντάλματος έρευνας πρέπει να είναι σαφές και να προσδιορίζει επακριβώς το χώρο του οποίου εξουσιοδοτείται η έρευνα. Η δε επάρκεια περιγραφής ενός προς διερεύνηση υποστατικού αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, θέμα γεγονότων.
Στην υπόθεση Huseyin, Πολιτική Έφεση Αρ. 212/2017, ημερ. 23/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:A454, υιοθετώντας το λόγο της Norster κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 2 Α.Α.Δ. 797 και της R. v. Atkinson (1976) Crim L.R. 307, τονίστηκε η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού του χώρου που αφορά το ένταλμα έρευνας στο λεκτικό του εντάλματος, καθώς και η ανάγκη για περιοριστική προσέγγιση, με αναφορά στη δραστικότητα της εξουσίας που δίδεται με το ένταλμα έρευνας.
Σε σχέση με τον καθορισμό του υπό διερεύνηση χώρου στην υπόθεση Αρναούτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Aρ. 1/2020, ημερ. 12/2/2020, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Δεν υπάρχει στις πιο πάνω διατάξεις οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με τον τρόπο που πρέπει να περιγράφεται ο προς διερεύνηση με ένταλμα τόπος, για σκοπούς εντοπισμού του. Σαφώς, η πτυχή τούτη καλύπτεται από τη συνταγματική επιταγή ότι έρευνα γίνεται κατόπιν δικαστικού εντάλματος «δεόντως ητιολογημένου», όρος ο οποίος, ευλόγως, μπορεί να θεωρηθεί ότι παραπέμπει και στο σαφή προσδιορισμό του προς διερεύνηση τόπου. Η πρόνοια αυτή αποτελεί την ύψιστη αυθεντία, προς ενίσχυση της πιο πάνω θέσης. Υποστηρίζεται από αναφορές, στο άρθρο 27 του Κεφ. 155, όπως: «σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει» και, στο άρθρο 29(3) του N. 29/1977, όπως: «τα εν τω εντάλματι καθοριζόμενα υποστατικά». Η ίδια θέση, ανωτέρω, έχει επιβεβαιωθεί από σχετική νομολογία, από την οποία προκύπτει, επίσης, ότι η επάρκεια της περιγραφής ενός προς διερεύνηση υποστατικού αποτελεί θέμα γεγονότων, (βλ. Norster κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 2 Α.Α.Δ. 797).
Η περιγραφή σε ένταλμα έρευνας του προς διερεύνηση τόπου πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι αρκούντως ικανοποιητική και αυτός να είναι άμεσα αναγνωρίσιμος, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση σύγχυσής του με άλλο τόπο. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που δυνατό να συμβάλουν σε τούτο, είναι ποικίλα και διαφέρουν για κάθε τόπο. Η σημασία τους κρίνεται από τη συμβολή τους στην αναγνώρισή του και κάθε διαθέσιμη περιγραφή, η οποία καθιστά δυνατό τον εντοπισμό του, είναι, ασφαλώς, αποδεκτή. Σε περίπτωση, όπως η παρούσα, είναι η αυθαίρετη είσοδος σε λάθος τόπο, προς διερεύνησή του, λόγω μη ικανοποιητικής περιγραφής του, που προκαλεί την παραβίαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και των λοιπών νομοθετικών προνοιών. Όταν δε από την περιγραφή διαφαίνεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τότε το ένταλμα έρευνας, ακριβώς για το λόγο ανωτέρω, υπόκειται σε ακύρωση».
Tο πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναφοράς «Luxury Villas» δεν δημιουργούσε, στην προκείμενη περίπτωση, παραπλάνηση και ότι ο τόπος είχε προσδιοριστεί με αναφορά στο ότι ήταν η οικία του Εφεσείοντα και στη διεύθυνση με την περιγραφή να μην παραπέμπει σε μία άλλη οικία.
Στην υπόθεση Μπασαράμπ v. Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 11/2021, ημερ. 11/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:A185, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, το ένταλμα εξουσιοδοτούσε έρευνα στην οικία που διαμένει η «xxx Basarab, ar. D.Txxx0031, που βρίσκεται στην συμβολή των οδών .....στην Γεροσκήπου». Είχε προβληθεί από την Εφεσείουσα ότι το ένταλμα έρευνας ήταν γενικό, αόριστο και εντελώς αναιτιολόγητο, γιατί στη διεύθυνση που αναγραφόταν στο ένταλμα υπήρχαν δύο οικίες. Κρίθηκε ότι δεν ετίθετο στην υπό αναφορά υπόθεση θέμα κακής περιγραφής της κατοικίας ή περιγραφής μιας εντελώς άλλης κατοικίας, όπως ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Norster[2], ούτε ότι προέκυπτε πλάνη «ως προς τον τόπο που αφορούσε το ένταλμα εφόσον στη διεύθυνση που αναγράφετο στο ένταλμα διέμενε πράγματι η εφεσείουσα, όπως παραδέχεται και η ίδια στην Ένορκη της Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της για άδεια για certiorari, στην οποία κατοικία εκτελέστηκε το επίδικο ένταλμα έρευνας».
Το γεγονός ότι στην υπό εξέταση περίπτωση ο προσδιορισμός του υπό διερεύνηση τόπου είχε γίνει και με αναφορά στον Εφεσείοντα, ουδόλως παραβιάζει τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 27 το οποίο επιτακτικά συνδέει τα αντικείμενα, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα, με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου. Σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με τον Χρίστο Ορφανίδη, Πολιτική Αίτηση Αρ. 104/2017, ημερ. 19/7/2017, ECLI:CY:AD:2017:D264:
«Όμως εκ του ίδιου του άρθρου 27 της Ποινικής Δικονομίας ΚΕΦ. 155 αλλά και ως θέμα κοινής λογικής, σημασία έχει ο συσχετισμός αντικειμένων που πιθανόν να ανευρεθούν σε σχέση με αδίκημα με υποστατικό και/ή οχήματα με τα οποία ο Αιτητής έχει κάποια σχέση, βάσει μαρτυρίας. ... Συνεπώς, εφόσον στην Ένορκη Δήλωση γίνεται αναφορά «σε οικία που διαμένει» ή «όχημα του», δεν παρατηρείται ούτε παραπλάνηση ούτε πρόκειται για θεμελιακό ζήτημα το οποίο θα έπληττε με οποιοδήποτε τρόπο το ένταλμα ώστε να ενεργοποιήσει την εξουσία του Δικαστηρίου σε σχέση με προνομιακά εντάλματα παρέχοντας άδεια.».
Ό,τι έχει, εν προκειμένω, σημασία είναι η περιγραφή του υπό διερεύνηση χώρου που δίδεται στο ένταλμα να είναι αρκούντως ικανοποιητική ώστε αυτό να είναι αντικειμενικά αναγνωρίσιμο. Ο προσδιορισμός, στην υπό εξέταση περίπτωση, του υπό διερεύνηση χώρου μέσω του συνδυασμού της διεύθυνσης «οδός FAROS PASCHALIS ΟΙΚΙΑ ΜΕ ΑΡ. [ ] ΠΕΡΒΟΛΙΑ ΛΑΡΝΑΚΟΣ», έστω και αν δεν είχε συμπεριληφθεί η αναφορά «Luxury Villas», σε συνάρτηση με την αναφορά στην οικία του Εφεσείοντα, καθιστούσε την περιγραφή στο επίδικο Ένταλμα αρκούντως ικανοποιητική.
Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει, επίσης, ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων από τον ενόρκως δηλούντα Αστυφύλακα, που είχε ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση του κατώτερου Δικαστηρίου. Κατά τη θέση του δεν είχε αποκαλυφθεί ότι:
§ Περί τα μέσα Μαρτίου ο Εφεσείων συνελήφθη για την ίδια υπόθεση στη Γεωργία, μετά από καταγγελία του παραπονούμενου, και οι αρχές της Γεωργίας τον άφησαν ελεύθερο, μετά από ενδελεχή αστυνομική διερεύνηση της υπόθεσης,
§ ο Εφεσείων είναι μέτοχος σε εταιρεία, η οποία ασχολείται επαγγελματικά με τις ναυλώσεις αεροπορικών πτήσεων και τις αγοραπωλησίες αεροπλάνων,
§ στη συμφωνία μεταξύ του αιτητή και του παραπονούμενου, ο παραπονούμενος συμφώνησε ότι, σε περίπτωση τερματισμού της μεταξύ τους συμφωνίας, το ποσό που θα κατέβαλλε ο παραπονούμενος στον αιτητή δεν θα ήταν επιστρεπτέο.
Αποτελεί βασική αρχή της νομολογίας και του δικαίου ότι η μη αποκάλυψη ουσιωδών πληροφοριών ή πληροφοριών ή ενεργειών που έπρεπε να προηγηθούν της αίτησης για ένταλμα, θεωρείται ότι αφαιρεί το νόμιμο της έκδοσης του εντάλματος. Ο αιτών το ένταλμα αστυφύλακας έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων. Η επαρκής αποκάλυψη είναι, αναμφίβολα, βασική προϋπόθεση νομιμότητας σε σχέση με την έκδοση κάθε εντάλματος έρευνας (Αναφορικά με την Αίτηση των (1) Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 126/2015, ημερ. 30/11/2015).
Αναφερόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ζήτημα της κατ' ισχυρισμόν απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων επεσήμανε ότι «οι ... ισχυρισμοί του αιτητή θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αιτούμενη θεραπεία σε περίπτωση που επρόκειτο για γεγονότα εντός της σφαίρας γνώσης της Αστυνομίας, τα οποία επηρέαζαν άμεσα την έκδοση του εντάλματος και εσκεμμένα απέκρυψαν από το Δικαστήριο και δεν πρόκειται για απλούς ισχυρισμούς». Έκρινε, ωστόσο, ότι, στα περιστατικά της υπόθεσης, δεν ήταν τέτοια η περίπτωση.
Η πιο πάνω προσέγγιση μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν διεφάνη να είχε τεθεί οτιδήποτε που να υποστηρίζει ότι τα πιο πάνω αναφερόμενα ως «ουσιώδη στοιχεία» ήταν, αφενός, στη γνώση της Αστυνομίας, η οποία μάλιστα εσκεμμένα τα απέκρυψε, και, αφετέρου, ότι δεν επρόκειτο για απλούς ισχυρισμούς. Επ' αυτού του θέματος λοιπόν, δεν έχει καταδειχθεί ούτε κακόβουλη ενέργεια, ούτε κακή πίστη της Αστυνομίας, ώστε, κατ' ελάχιστον να κρινόταν ότι δεν αποκαλύφθηκαν όλα τα δεδομένα που έπρεπε να αποκαλυφθούν σε σχέση με την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. Περαιτέρω, δεν διεφάνη οι εν λόγω ισχυρισμοί να ήταν τέτοιοι ώστε να επηρέαζαν άμεσα την έκδοση του εντάλματος. Όπως έχει λεχθεί στην Kraemer Holdings Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. 150/2019, ημερ. 15/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:A244, η ένορκη δήλωση του ανακριτή, εκτός εάν ανατραπεί ως ψευδής ή παραπλανητική, αποτελεί το βάθρο για να κριθεί εάν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα ουσιώδη στοιχεία ώστε να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει το ένταλμα (βλ. και Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ, Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2015, ημερ. 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216).
Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων βασικά διατείνεται ότι στη βάση των όσων είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά το στάδιο της Αίτησης του για παροχή άδειας, αυτός είχε αποσείσει το αποδεικτικό βάρος απόδειξης συζητήσιμης υπόθεσης και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση του.
Στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω στο πλαίσιο εξέτασης των υπόλοιπων Λόγων Έφεσης, καθίσταται πλέον σαφές ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ότι δεν είχε καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση για σκοπούς παροχής άδειας για προνομιακό ένταλμα, μας βρίσκει σύμφωνους.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
[1] Δέστε Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
[2] Στην πιο πάνω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ενώπιον του ένταλμα που εξουσιοδοτούσε έρευνα σε κάποιο γκαράζ που περιγραφόταν ως «απέναντι από κάποια συγκεκριμένη οικία». Το γκαράζ που ήταν το αντικείμενο της αστυνομικής έρευνας δεν ήταν «απέναντι» από την εν λόγω οικία αλλά δίπλα από αυτήν. Ο όρος «απέναντι» παρέπεμπε στην απέναντι πλευρά του σχετικού χώρου, ενώ το γκαράζ δεν βρισκόταν εκεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το ένταλμα ήταν παράνομο.