ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση αρ. 6/24)
(i-justice)
8 Νοεμβρίου, 2024
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
Αναφορικά με τα άρθρα 2, 3Α και 9(4) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 και το Μέρος 41.22 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Και
Αναφορικά με την αίτηση χωρίς ειδοποίηση της ΨΑΡΟΥΔΗΣ ΜΠΕΤΟΝ ΛΙΜΙΤΕΔ από τη Λεμεσό Εναγομένης 1 στην Αγωγή 2016/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού, Καθ' ων η Αίτηση 1 στην Αίτηση της Ενάγουσας ημερ. 08.12.2022 και Αιτητών στην παρούσα αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 25.09.2024 στην Αίτηση ημερ. 08.12.2022 στα πλαίσια της αγωγής 2016/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού λόγω λανθασμένων οδηγιών και/ή απόφασης ως προς τα έξοδα.
Και
Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 25.09.2024 στην Αίτηση ημερ. 08.12.2022 στα πλαίσια της αγωγής 2016/2022 του Ε.Δ. Λεμεσού λόγω λανθασμένων οδηγιών και/ή απόφασης ως προς τα έξοδα με την οποία απέρριψε την Αίτηση της Ενάγουσας ημερ. 08.12.2022 σε σχέση με την Εναγόμενη 1 - Αιτήτρια στην παρούσα χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.
-----------------------------
Γεώργιος Α. Γεωργίου, για Αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στυλιανίδου, Δ.: Η αιτήτρια με μονομερή αίτηση της, αιτείται άδεια του Εφετείου ώστε να επιτραπεί η καταχώριση έφεσης η οποία θα στρέφεται αποκλειστικά εναντίον διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αναφορικά με τα έξοδα. To πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εναντίον της αιτήτριας που να της απαγόρευαν αφενός να κατέχει και/ή χρησιμοποιεί και/ή να προβαίνει σε άλλες συναφείς ενέργειες, σε σχέση με συγκεκριμένα οχήματα, και αφετέρου να τα αποξενώσει με διάφορους τρόπους, καταλήγοντας ως ακολούθως (σημειώνεται ότι στην πρωτόδικη απόφαση η αιτήτρια αναφέρεται ως «Εναγόμενη 1»):
«Η Αίτηση εναντίον της Εναγομένης 1, για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, δεν μπορεί να πετύχει και γι' αυτό θα απορριφθεί. Οι λόγοι όμως για τους οποίους δεν μπορεί να εκδοθεί το εναντίον της αιτούμενο διάταγμα, ως έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω, δικαιολογούν, κατά την άποψη μου, την απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου. Θεωρώ δικαιότερο όπως μη εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή εξόδων».
Οι ως άνω λόγοι απόρριψης, αναφορικά με το πρώτο ως άνω περιγραφόμενο αιτούμενο διάταγμα αναλύθηκαν ως ακολούθως στην πρωτόδικη απόφαση:
«Αναμφισβήτητα η Εναγόμενη ως συνιδιοκτήτρια των οχημάτων έχει κάθε δικαίωμα να κατέχει, χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται τα οχήματα, δικαίωμα το οποίο της παρέχεται με βάση κα την εκ συμφώνου απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία, ως έχει αναφερθεί, συνεχίζει να τελεί υπό αναστολή εκτέλεσης. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να εκδοθεί εναντίον της το ανωτέρω αιτούμενο διάταγμα. Η τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος εναντίον της Εναγομένης 1, θα ισοδυναμούσε με επέμβαση υπό του παρόντος Δικαστηρίου στην αναστολή εκτέλεσης εκ συμφώνου απόφασης, κάτι το οποίο θεωρώ ως ανεπίτρεπτο.»
Αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη του δεύτερου αιτούμενου διατάγματος μη αποξένωσης, λέχθηκαν τα εξής από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Αφ' ης στιγμής συνιδιοκτήτριες των οχημάτων είναι τόσο η Αιτήτρια όσο και η Εναγόμενη 1, για οποιαδήποτε μεταβίβαση, αποξένωση ή και διάθεσή τους απαιτείται η συγκατάθεση και υπογραφή αμφοτέρων των συνιδιοκτητριών. Συνεπώς, από τη στιγμή που η Αιτήτρια δεν δώσει την άδεια ή και συγκατάθεση της, οποιαδήποτε τέτοια μεταβίβαση ή αποξένωση είναι θα είναι αδύνατη.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας αναφέρθηκε στην αγόρευση του στην ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 407/2015 v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MAVROPOULOS CONSTRUCTION DEVEOPMENTS LTD, Πολιτική Αίτηση αρ. 84/23, 21/12/2023, όπου λέχθηκαν τα εξής από το Εφετείο για το νομικό πλαίσιο εξέτασης αιτήσεων ως η παρούσα:
«Στο Μέρος 41.22 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 («οι Κανονισμοί») με τίτλο «Έφεση σε σχέση με τα έξοδα», προβλέπεται:
«(1) Έφεση που ασκείται επί αποφάσεως με μόνο λόγο εφέσεως τις λανθασμένες οδηγίες ως προς τα έξοδα, ή επί διατάγματος που αφορά στον υπολογισμό ή την αναθεώρηση του υπολογισμού των εξόδων δεν επιτρέπεται παρά μόνο κατόπιν αδείας του Εφετείου ή Δικαστή αυτού.
(2) Άδεια χορηγείται κατόπιν αιτήσεως χωρίς ειδοποίηση μόνο εάν προκύψει ότι οι οδηγίες ή το διάταγμα είναι αντίθετο προς τις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, ή βασίζεται σε παρανόηση γεγονότος ή διατάσσει οποιοδήποτε διάδικο να καταβάλλει έξοδα που προκλήθηκαν χωρίς επαρκή αιτία, από άλλο διάδικο.»
Το Μέρος 41.22 ταυτίζεται με το λεκτικό των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, Δ.35, θ.20 επομένως καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από τη νομολογία αναφορικά με την εν λόγω Διαταγή.
Στην πρόσφατη απόφαση SAH V S-M B, Έφεση Αρ. 25/2022, ημερομηνίας 26.01.2023 έγινε παραπομπή στην Διγενής Ακρίτας Μόρφου ν. Τυπογραφεία K. Γιαλλουρής & Yιοί Λτδ, Πολ. Εφ. 36/19, ημερομηνίας 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B209, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Τα πλαίσια της Δ.35 θ.20 είναι περιορισμένα.
Το θεσμικό πλαίσιο παροχής άδειας εξηγήθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Ρούσου και της Τασούλλας Χριστοφή (1999) 1 ΑΑΔ 360, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία. Η εξουσία του Δικαστηρίου να επιτρέψει έφεση αποκλειστικά σε σχέση με τα έξοδα είναι περιορισμένη.
Η παροχή άδειας δικαιολογείται, όπως προκύπτει από το κείμενο της Δ.35 θ.20, μόνο εφόσον καθίσταται εμφανές ότι η απόφαση για τα έξοδα (α) αντίκειται προς το νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό, (β) βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων ή (γ) όπου διατάσσεται ένας διάδικος να καταβάλει τα έξοδα του άλλου, χωρίς επαρκή λόγο (βλ., επίσης, Αναφορικά με την Αίτηση της Ελένης Στεφάνου - Μετζίτη (2010) 1 ΑΑΔ 891).
Η παροχή άδειας δεν αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αλλά συναρτάται με τη στοιχειοθέτηση από τον αιτητή τουλάχιστον μιας των προϋποθέσεων που καθορίζει η Δ.35 θ.20».
(Η υπογράμμιση έγινε από εμάς)»
Κατ' αρχάς, επισημαίνεται, όπως και στην Mavropoulos, ανωτέρω, ότι ενδείκνυται να εξειδικεύεται η προϋπόθεση ή προϋποθέσεις, εκ των ως άνω, στις οποίες ο αιτητής βασίζει το αίτημα του για παραχώρηση άδειας.
Θα εξεταστεί πρώτα, η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας, στην εκτενή γραπτή του αγόρευση, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίσθηκε στις πιο κάτω, κατά τον ίδιο, «παρανοήσεις γεγονότων». Θα εξεταστεί δηλαδή κατά πόσον πληρείται η δεύτερη ως άνω προϋπόθεση.
Πρώτον, ο συνήγορος θεωρεί, ως παρανόηση γεγονότος, το ότι σύμφωνα με τον ίδιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη του αναφορικά με το ζήτημα των εξόδων το εξής συμπέρασμά του: «Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι είναι ορατός ο κίνδυνος η Εναγόμενη 1 να μην είναι σε θέση να αποζημιώσει την αιτήτρια για οποιαδήποτε ζημιά τυχόν υποστεί». Πλην όμως, με κάθε σεβασμό, η θέση αυτή δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφασή του αναφορικά με τα έξοδα, έλαβε υπόψη ρητώς και σαφώς, αποκλειστικά και μόνο, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το αιτούμενο διάταγμα δεν θα μπορούσε να εκδοθεί εναντίον της αιτήτριας. Ουδόλως έλαβε υπόψη, αναφορικά με το ζήτημα των εξόδων, το ζήτημα του κινδύνου μη αποζημίωσης της ζημιάς του αντιδίκου.
Περαιτέρω, ο συνήγορος κάλεσε το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι τα γεγονότα της παρούσας προσομοιάζουν με τα γεγονότα στην Ρούσος Μάριος και Άλλη (1999) 1 ΑΑΔ 360, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο παρείχε την αιτούμενη άδεια, εφόσον διαπίστωσε παρανόηση γεγονότων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η εκεί παρανόηση γεγονότος συνίστατο στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα διαπίστωσε ότι οι εκεί αιτητές δεν είχαν αμφισβητήσει, πρωτοδίκως, το παραδεκτό της πρωτόδικης αίτησης και την ύπαρξη δικαιοδοσίας. Με κάθε σεβασμό, επισημαίνεται ότι η παρούσα διακρίνεται από την υπόθεση Ρούσος Μάριος, ανωτέρω, εφόσον στην παρούσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν παρανόησε το γεγονός ότι η αιτήτρια αναφέρθηκε ρητώς στην ένστασή της στο καίριο ζήτημα της εκ συμφώνου απόφασης και της αναστολής εκτέλεσης αυτής. Αντιθέτως, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητώς στην πτυχή αυτή της ένστασης της αιτήτριας, με λεπτομερή αναφορά στο περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως που συνόδευε την ένσταση, επί τούτου ακριβώς του σημείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εν προκειμένω, σε αντίθεση με τα γεγονότα στην υπόθεση Ρούσος Μάριος, ανωτέρω, δεν βάσισε την απόφαση του αναφορικά με τα έξοδα, σε παρανόηση ως προς το περιεχόμενο της ένστασης της αιτήτριας. Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αναφορικά με τη διαταγή για τα έξοδα, να μην λάβει υπόψη το γεγονός ότι η ένσταση περιελάβανε αναφορά στα γεγονότα και θέσεις στο οποίο βάσισε το ίδιο την κατάληξή του. Όπως, όμως έχει λεχθεί στη νομολογία, η προώθηση από την αιτήτρια της θέσης ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να ασκήσει διαφορετικά τη διακριτική του ευχέρεια, ήτοι, εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη το πιο πάνω γεγονός, δεν αποτελεί λόγο έκδοσης της αιτούμενης άδειας, και δη λόγο, που βασίζεται σε παρανόηση γεγονότος.
Τέλος, ο συνήγορος της αιτήτριας, φαίνεται να εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε λανθασμένα, ότι η αιτήτρια δεν ήταν ο επιτυχών διάδικος. Με κάθε σεβασμό, παραπέμπω στο πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο, ρητώς αναφέρει ότι οι λόγοι απόρριψης της αίτησης, δικαιολογούν απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, από όπου προκύπτει ξεκάθαρα ότι δεν υφίσταται, από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρανόηση του γεγονότος ότι η αιτήτρια ήταν, εν προκειμένω, ο επιτυχών διάδικος.
Η αιτήτρια επικαλείται περαιτέρω και την πρώτη ως άνω προϋπόθεση. Υποστηρίζει ότι «με την αιτιολογία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τεκμηριώνεται ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να αποκλίνει από τον κανόνα ότι τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου.» Προωθείται περαιτέρω ότι, εν όψει του ότι οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων, καλύπτονταν από τους λόγους ένστασης, η απόφαση του Δικαστηρίου καθίσταται «αναιτιολόγητη», καθότι δεν συσχετίζεται σε αυτή η κατάληξή του με την αποτυχία ή επιτυχία των λόγων ένστασης.
Συνάγεται από τα πιο πάνω, ότι η αιτήτρια επιχειρηματολογεί ότι υπήρξε παράβαση Νόμου, εν τη εννοία της πρώτης πιο πάνω προϋπόθεσης, ήτοι της συνταγματικής επιταγής για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, εφόσον το Άρθρο 30 του Συντάγματος, προβλέπει ότι «Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι».
Θεωρώ ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην επιδικάσει έξοδα είναι επαρκής, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση και ικανοποιεί τη συνταγματική επιταγή για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων.
Η εισήγηση της αιτήτριας ότι δεν εξετάστηκαν οι λόγοι ένστασης της και ως εκ τούτου η απόφαση είναι αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέθεσε τόσο τους λόγους ένστασης όσο και το καίριο ζήτημα της ύπαρξης της εκ συμφώνου απόφασης όπως αυτό ηγέρθη και από τις δύο πλευρές. Επισημαίνεται, ότι η ύπαρξη της εν λόγω απόφασης, είχε πρώτα τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τους αντιδίκους της αιτήτριας στην αίτησή τους για έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων, και αντίγραφο αυτής κατατέθηκε ως τεκμήριο με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την εν λόγω αίτηση.
Στο πλαίσιο της πρώτης ως άνω προϋπόθεσης προωθείται περαιτέρω από την αιτήτρια, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά. Συνάγεται ότι προωθείται παράβαση του Άρθρου 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 (όπως τροποποιήθηκε) το οποίο προβλέπει:
«Τα έξoδα oιασδήπoτε πoλιτικής διαδικασίας ή τα σχετιζόμεvα πρoς αυτήv, εvώπιov oιoυδήπoτε δικαστηρίoυ, εκτός εάv άλλως πρoβλέπεται υπό oιoυδήπoτε εκάστoτε ισχύovτoς vόμoυ ή δευτερoγεvoύς voμoθεσίας, θα τελoύv υπό τηv διακριτικήv εξoυσίαv τoυ δικαστηρίoυ και τo δικαστήριov θα έχη πλήρη εξoυσίαv vα απoφασίζη υπό τιvoς και κατά τιvα έκτασιv τα τoιαύτα έξoδα θα πληρωθώσι.»
Στην Mavropoulos, ανωτέρω, λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Όπως επεξηγήθηκε στην Pούσος Mάριος και Άλλη (1999) 1 ΑΑΔ 360.
«Η ευχέρεια αυτή ασκείται δικαστικά με αναφορά στους εσωγενείς παράγοντες της δίκης που περιλαμβάνουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης και κάθε γεγονός που άπτεται του χειρισμού της από τους διαδίκους, όπως εξηγείται στη Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12.
Εφόσον το σφάλμα, το οποίο επικαλείται ο αιτητής, υπέρ του αιτήματός του, ανάγεται σε εσωγενή παράγοντα, το Δικαστήριο δεν επιτρέπει την έφεση.»
Επίσης στην Mavropoulos, ανωτέρω, λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
«Στην Φιλίππου v. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890 υιοθετήθηκε αγγλική νομολογία αναφορικά με τις αντίστοιχες αγγλικές νομοθετικές πρόνοιες ως προς την έγκριση από το Εφετείο αίτησης για καταχώριση έφεσης αποκλειστικά σε σχέση με διαταγή για έξοδα.
Σχετικό με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι το εξής απόσπασμα από την Donald Cambell and Co. Ltd v. Pollack [1927] A.C. 732:
«But when a judge, deliberately intending to exercise his discretionary powers, has acted on facts connected with or leading up to the litigation which have been proved before him or which he has himself observed during the progress of the case, then it seems to me that a Court of Appeal, although it may deem his reasons insufficient and my disagree with his conclusion, is prohibited by the statute from entertaining an appeal from it.»
Εν προκειμένω, οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα έξοδα, στηρίζονται σε γεγονότα σχετιζόμενα με την ενώπιον του διαδικασία, ήτοι, την ύπαρξη της προγενέστερης εκ συμφώνου απόφασης αναφορικά με το δικαίωμα κατοχής των επίδικων οχημάτων και το γεγονός ότι η αιτήτρια ήταν συνιδιοκτήτρια αυτών, μαζί με τους ενάγοντες που αιτούντο την έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων. Επομένως, εν όψει της πιο πάνω νομολογίας, δεν υπάρχει έρεισμα έκδοσης της αιτούμενης άδειας, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά. Δεν εντοπίζεται να έχει ληφθεί υπόψη εξωγενής παράγοντας, ως εκ τούτου, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αντίκειται στον ως άνω Νόμο.
Τέλος, θεωρώ απαραίτητο να επισημάνω, ότι μετά την καταχώριση της υπό εξέτασης αίτησης, οι αντίδικοι της αιτήτριας στην πρωτόδικη διαδικασία καταχώρισαν έφεση κατά της απόρριψης της αίτησης τους για έκδοση διαταγμάτων εναντίον της αιτήτριας. Επομένως, εκ των πραγμάτων, τίθεται το ερώτημα εάν, η υπό εξέταση αίτηση καλύπτει και την περίπτωση καταχώρισης αντέφεσης με μοναδικό λόγο αντέφεσης τη διαταγή για τα έξοδα.
Είμαι της άποψης ότι η αναφορά σε έφεση στο Μέρος 41.22, ανωτέρω, πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα την αντέφεση. Αυτό προκύπτει, θεωρώ, από το Μέρος 41.3. (2) και 41. 3.(5) των Κανονισμών όπου προβλέπονται τα εξής:
«41.3(2). Ο Εφεσίβλητος ο οποίος επιθυμεί να εφεσιβάλει ή να ζητήσει από το Εφετείο να επικυρώσει την απόφαση τού κατώτερου δικαστηρίου για λόγους διαφορετικούς ή πρόσθετους από εκείνους οι οποίοι δόθηκαν από το κατώτερο δικαστήριο, οφείλει να καταχωρίσει ειδοποίηση εφεσιβλήτου.»
«41.3. (5) Η ειδοποίηση εφεσιβλήτου πρέπει να αναφέρει τους λόγους έφεσης και την αιτιολογία τους και να υποστηρίζεται από τα έγγραφα τα οποία παρατίθενται στο κατάλληλο έντυπο.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο σκοπός των Κανονισμών είναι όπως η αντέφεση αντιμετωπίζεται ως η έφεση, στον βαθμό τουλάχιστον που τέτοια αντιμετώπιση, δεν προσκρούει σε ρητή περί του αντιθέτου πρόνοια.
Καταληκτικά, κρίνω ότι εφόσον δεν ικανοποιείται καμία από τις ως άνω προϋποθέσεις, η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.