ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 325/18)
15 Νοεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ Ν. ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Εφεσείοντας / Ενάγοντας
και
ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗΣ
Εφεσίβλητος / Εναγόμενος
-----------------------------
Χριστάκης Ματθαίου προσωπικά, για τον Εφεσείοντα,
Ρένος Βασιλέας μαζί με Σταύρο Σταυράκη για Αντωνάκης Σωτηρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δικαίωσε τον εφεσείοντα, o οποίος είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος και αξίωνε με την αγωγή του από τον εφεσίβλητο‑πρώην πελάτη του‑ ποσό €555,61 ως υπόλοιπο συμφωνηθείσας αμοιβής για υπηρεσίες που παρείχε σε αυτόν βάσει εντολών του πλέον νόμιμο τόκο, αλλά δεν ικανοποίησε την απαίτηση του για την καταβολή των εξόδων της διαδικασίας, αποφασίζοντας όπως κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της.
Ο εφεσείοντας επιδιώκοντας ανατροπή της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα έξοδα, καταχώρισε την Πολιτική Αίτηση 74/2018 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (που συνεδρίαζε τότε ως Εφετείο) και στις 24.9.2018 εξασφάλισε άδεια για καταχώριση έφεσης εναντίον της απόφασης αναφορικά με τα έξοδα. Σημειώνουμε ότι σύμφωνα με τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε, αλλά και σύμφωνα με τους νέους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, έφεση που ασκείται επί απόφασης με μόνο λόγο έφεσης τις λανθασμένες οδηγίες προς τα έξοδα, δεν επιτρέπεται παρά μόνο κατόπιν άδειας του Εφετείου.
Στην Ειδοποίηση Έφεσης εγείρεται ένας και μοναδικός λόγος έφεσης, o οποίος είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ορθό, παρά την ουσιαστική επιτυχία της αγωγής, τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της και ως εκ τούτου να μην επιδικάσει έξοδα της υπόθεσης προς όφελος του εφεσείοντα‑επιτυχόντος διαδίκου.
Οι δύο πλευρές καταχώρισαν εμπεριστατωμένα περιγράμματα, παραπέμποντας τόσο στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όσο και στη νομολογία σε σχέση με την επιδίκαση εξόδων, προωθώντας, η κάθε πλευρά, τον δικό της ισχυρισμό.
Σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960:
«Τα έξοδα οιασδήποτε πολιτικής διαδικασίας ή τα σχετιζόμενα προς αυτήν, ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται υπό οιουδήποτε εκάστοτε ισχύοντος νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας, θα τελούν υπό τη διακριτικήν εξουσία τoυ δικαστηρίoυ και τo δικαστήριov θα έχη πλήρη εξoυσίαv να αποφασίζει υπό τίνος και κατά τίνα έκτασιν τα τοιαύτα έξοδα θα πληρωθώσι.»
Επομένως η εξουσία του Δικαστηρίου να επιδικάζει έξοδα προκύπτει από την εν λόγω νομοθετική διάταξη και είναι διακριτική. Ως διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, αυτή ασκείται δικαστικά και με βάση καθιερωμένες νομολογιακές αρχές.
Στους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας όπως αυτοί έχουν δημοσιευθεί στις 3 Ιουλίου του 2023, ειδικότερα στο Μέρος 39 που αφορά τα έξοδα, επιβεβαιώνεται η από τον νόμο διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για επιδίκαση εξόδων, αφού στο Μέρος 39.1 αναφέρεται ότι οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα πληρωτέα από πελάτη στον δικηγόρο του πελάτη, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Στο Μέρος 39.2 αναφέρονται οι παράγοντες τους οποίους λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με τον γενικό κανόνα να προνοεί:
«39.2 (1) Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται ή πρέπει να εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας.».
Στην παράγραφο (2) του Μέρους 39.2 αναφέρεται ότι όταν το Δικαστήριο αποφασίζει ποια διαταγή θα εκδώσει (αν θα εκδώσει) αναφορικά με έξοδα, λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς των διαδίκων η οποία καθορίζεται στο Μέρος 39.2 (3) ότι περιλαμβάνει:
«(α) τη συμπεριφορά πριν καθώς και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και ειδικότερα τον βαθμό στον οποίο οι διάδικοι συμμορφώθηκαν με οποιοδήποτε σχετικό προδικαστηριακό πρωτόκολλο·
(β) κατά πόσον ήταν εύλογο για διάδικο να εγείρει, προωθήσει ή αμφισβητήσει συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα·
(γ) τον τρόπο με τον οποίο διάδικος έχει προωθήσει ή υπερασπιστεί την υπόθεσή του ή συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα· και
(δ) κατά πόσον ενάγων ο οποίος έχει πετύχει στην απαίτησή του εν όλω ή εν μέρει, υπερέβαλε ως προς την απαίτησή του.»
Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με τη διαταγή του να επωμιστεί κάθε πλευρά τα έξοδα της, στην ουσία τιμώρησε τον επιτυχόντα διάδικο, δηλαδή τον εφεσείοντα, o οποίος θα αναγκαστεί να καταβάλει τα έξοδα του δικηγόρου του και τα οποία σίγουρα θα αφορούν πιο μεγάλο ποσό από το ποσό που του επιδικάστηκε να λάβει με την επίδικη απόφαση.
Αντίθετη είναι η θέση του εφεσίβλητου, o οποίος θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση του, αφού στην εκκαλούμενη απόφαση του αιτιολόγησε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην υπό έφεση διαταγή αναφορικά με τα έξοδα.
Θεωρούμε ορθό προτού προσεγγίσουμε το ερώτημα με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης και βεβαίως το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου, να αναφερθούμε στη νομολογία αναφορικά με την επιδίκαση εξόδων ως ίσχυε και με τους προηγούμενους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι στο σημείο αυτό ταυτίζονται και με τις πρόνοιες στους νέους θεσμούς. Αναφερόμαστε στις υποθέσεις Δημοκρατία v. Milouca Motor Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 630, Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1833, Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12 και Μάριου Δημητράκη Χρυσοστόμου ν. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, Πολ. Έφ. 341.2010, ημερ.15.10.2015, όπου έχει καθιερωθεί ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδα του, εκτός αν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν το αντίθετο.
Στην υπόθεση Γιαννάκης Φιλίππου v. Έλενας Φιλίππου (1990) 1Α.Α.Δ. 890, λέχθηκαν τα ακολούθα:
«... παρέχεται στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική εξουσία να εκδίδει διατάγματα σχετικά με έξοδα. Είναι καθιερωμένη πρακτική των Δικαστηρίων ότι συνήθως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης εκτός εάν το Δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του εξουσία και με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης κρίνει διαφορετικά. Η διακριτική όμως αυτή εξουσία πρέπει να ασκείται δικαστικά και κατά συνέπεια η άσκησή της υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.»
...
«Η συμπεριφορά των διαδίκων κατά τη διαδικασία δεν είναι στοιχείο άσχετο με την υπόθεση ώστε σε περίπτωση που λαμβάνεται υπόψη στην επιδίκαση εξόδων να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστή (βλ. σχετικά Baylis Baxter Ltd v. Sabath (στην οποία έγινε αναφορά πιο πάνω); Papakokkinou and Others v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65; Saab and Another v. The Holy Monastery Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499).»
Χρήσιμη αναφορά γίνεται επίσης στην πιο πρόσφατη απόφαση Μαυρονικόλα Μαρία v. Άντη Ξάνθου (2016) 1 Α.Α.Δ. 1366, όπου επιβεβαιώθηκαν οι νομολογιακές αρχές επί του θέματος και λέχθηκαν τα ακολούθα:
«Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα. Ο κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, τυγχάνει εφαρμογής και σε ενδιάμεσες αποφάσεις, όπως αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία επέλυσε οριστικά το ζήτημα της παρακοής στο διάταγμα του Δικαστηρίου που τέθηκε με την αίτηση του εφεσίβλητου (βλ. Δημοκρατία v. Milouca Motor Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 630). Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι, οι οποίοι ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης για λόγους που δεν σχετίζονταν με το αποτέλεσμα (βλ. Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 1833, Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12 και Χρυσοστόμου v. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 2221, Πολιτική Έφεση 341/10 ημερ.15.10.2015).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 6 και 7 και 13 και 14 της εκκαλούμενης απόφασης φαίνεται να έχει λάβει υπόψη του, στο πλαίσιο της συμπεριφοράς των μερών, τα πιο κάτω:
· Ενώ ο εφεσείοντας είχε δηλώσει ότι είχε συμφωνηθεί ποσό αμοιβής ύψους €719 πλέον ΦΠΑ και ο εφεσίβλητος κατέβαλε €300 έναντι της οφειλής, δεν φαίνεται να εξέδωσε οποιοδήποτε σχετικό τιμολόγιο ή απόδειξη, αναφέροντας ότι πρόκειται για ποσό που συμπεριλαμβάνει ΦΠΑ και έχει ήδη εισπραχθεί ένα χρηματικό ποσό έναντι.
· Ενώ ο εφεσείοντας δηλώνει ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων συγκεκριμένο ποσό ως αμοιβή περί τον Οκτώβριο του 2011 και παρέμεινε συγκεκριμένο υπόλοιπο (€551,61), απέστειλε στον εφεσίβλητο επιστολή τον Φεβρουάριο του 2016, ήτοι πέραν των 4 ετών μετά την ολοκλήρωση των υπηρεσιών, με την οποία παραλείπει εντελώς να αναφερθεί στο ύψος του οφειλόμενου υπόλοιπου και δεν επισυνάπτει σχετικό τιμολόγιο.
· Λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι αποτελεί υποχρέωση του δικηγόρου εγγεγραμμένου στο μητρώο ΦΠΑ να εκδίδει σχετικά τιμολόγια, αποφάσισε ότι είναι ορθό όπως τεθεί σχετικός όρος στην απόφαση έτσι ώστε να αποδοθεί στο κράτος ο φόρος που του αναλογεί, αλλά και για να γίνει αντιληπτό ότι τέτοιες πρακτικές δεν θα γίνονται ανεκτές από τα δικαστήρια.
· Σχετικά με το ίδιο σημείο, αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι το ζήτημα αυτό θα πρέπει να απασχολήσει τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο και τις αρμόδιες αρχές του κράτους.
· Ο εφεσείων είχε την επιλογή της ψήφισης των εξόδων του σε σύντομο χρόνο μετά τη διεκπεραίωση της εργασίας και επέλεξε μετά την πάροδο των 4 ετών την οδό της αγωγής, η οποία μόνο αύξηση των εξόδων επιφέρει.
Κατέληξε δε ότι λόγω των πιο πάνω, παρά την ουσιαστική επιτυχία της αγωγής, τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και συγκεκριμένα η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα του κατά πόσο θα έπρεπε ένας δικηγόρος όταν προκύπτει διαφορά με τον πελάτη του αναφορικά με τη δικηγορική του αμοιβή και μεταξύ των δύο έχει υπογραφεί διοριστήριο δικηγόρου γνωστού ως «retainer», δηλαδή συμφωνία του δικηγόρου με τον πελάτη που καθορίζει τόσο την εξουσιοδότηση του πρώτου από τον δεύτερο, όσο και την αποζημίωση για τις συμφωνηθείσες και προσφερθείσες υπηρεσίες, (βλέπε σχετικά Halsbury's Laws of England, 2015, Τόμος 66, παράγραφος 561 με τίτλο «Meaning of retainer's»), πρέπει να προχωρεί με ψήφιση των εξόδων του ή να καταχωρεί αγωγή. Ορθά αναφέρει ότι δεν προκύπτει είτε από τις πρόνοιες της Διαταγής 59 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυαν τη δεδομένη χρονική περίοδο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης), είτε και από τα παλαιότερα Advocates Rules τα οποία είχαν θεσπιστεί πριν το Σύνταγμα, ότι η διαδικασία ψήφισης είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούν να ανακτηθούν έξοδα όταν υπάρχει retainer με γενική συμφωνία ότι τα έξοδα θα πληρωθούν με βάση τις κλίμακες των Θεσμών και ορθά σημειώνει ότι ούτε και υπάρχει κάποια απαγόρευση στην έγερση αγωγής, αφού άλλωστε κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στα Άρθρα 30 και 151 του Συντάγματος. Σχολίασε όμως αρνητικά το ότι ο εφεσείων δεν ακολούθησε τη συνήθη πρακτική σε τέτοιες περιπτώσεις, ήτοι να ζητήσει ψήφιση των εξόδων του, αλλά επέλεξε την οδό της αγωγής, χαρακτηρίζοντας την ως δυσάρεστη τάση που έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των υποθέσεων και των εξόδων.
Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε πολλές φορές στο κείμενο της απόφασης του την υποχρέωση ενός δικηγόρου εγγεγραμμένου στο μητρώο ΦΠΑ να εκδίδει σχετικά τιμολόγια, αναφέροντας βέβαια ορθά ότι στην Αγγλία το θέμα είναι θεσμοθετημένο αφού το άρθρο 69 του Solicitors Act 1974 απαγορεύει την έγερση αγωγής για την ανάκτηση εξόδων δικηγόρου πριν την εκπνοή ενός μηνός από την παράδοση σχετικού αναλυτικού λογαριασμού προς τον πελάτη, και τελικά αποφασίζει και σχετικά θέτει όρο στην απόφαση του όπως ληφθούν από τον εφεσείοντα τα δέοντα μέτρα ώστε να αποδοθεί στο κράτος ο φόρος που του αναλογεί, αναφέροντας στην απόφαση του «Η απόφαση να μην συνταχθεί μέχρις ότου ο ενάγων καταθέσει στον φάκελο αντίγραφο τιμολογίου προς τον εναγόμενο για το αρχικό ποσό που είχε χρεώσει ήτοι €719 πλέον ΦΠΑ, έναντι του οποίου έχει εισπράξει το ποσό των €300». Επίσης, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, γίνεται μνεία στην πρωτόδικη απόφαση και για λήψη μέτρων τόσο από τις αρχές του κράτους, όσο και από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο εναντίον του εφεσείοντα. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποιεί τελικά αυτές τις συμπεριφορές του δικηγόρου για να του αποστερήσει τα δικηγορικά έξοδα, τα οποία δικαιούται εφόσον πέτυχε την αξίωση του, και μάλιστα αφού έχει καταρρίψει με έντονο τρόπο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αναφέροντας ότι σημαντικό μέρος αυτής ήταν παντελώς εκτός δικογράφων και συνεπώς δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη (σελίδα 8 της πρωτόδικης απόφασης). Εντοπίζει επίσης αντιφάσεις στη μαρτυρία του εφεσίβλητου με τα δικόγραφα του και ειδικά την Υπεράσπιση που έχει καταχωρίσει και αναφέροντας συγκεκριμένα ότι το Τεκμήριο 1 (το retainer) το οποίο αποδέχεται ότι έχει υπογραφεί, τον διαψεύδει.
Παρατηρεί δε περαιτέρω ότι το Τεκμήριο 1, το διοριστήριο δηλαδή του δικηγόρου το οποίο είχε υπογράψει, ήταν σε γνώση του εφεσίβλητου πριν αυτός παρουσιάσει την υπόθεση του στο Δικαστήριο και με τη μαρτυρία του ουδέποτε αμφισβήτησε την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου με το σχετικό περιεχόμενο. Κατέληξε εν τέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταρρίψει τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι μεταξύ του και του εφεσείοντα είχε συμφωνηθεί το ποσό των €300 για πλήρη και τελεία εξόφληση του εφεσείοντα για τον χειρισμό της υπόθεσης που του ανέθεσε.
Λαμβάνοντας υπόψη μας όλα τα ανωτέρω, αλλά καίρια και καθοριστικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνοντας λανθασμένες και/ή μη συνάδουσες με το επάγγελμα του δικηγόρου συμπεριφορές από πλευράς του εφεσείοντα, για τις οποίες και έδωσε σχετικές οδηγίες και/ή διέταξε όπως ενημερωθούν οι αρμόδιες αρχές, λανθασμένα προέκτεινε το θέμα ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια αποφασίζοντας να αποστερήσει από τον εφεσείοντα, που ήταν ο επιτυχών διάδικος, και την επιδίκαση των εξόδων της διαδικασίας. Τούτο δε, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι απέρριψε με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την εκδοχή και τις υπερασπίσεις του εφεσίβλητου.
Λόγω των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η πρωτόδικη διαταγή αναφορικά με τα έξοδα δεν ήταν αποτέλεσμα ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και την παραμερίζουμε αντικαθιστώντας τη με διαταγή όπως τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, καταβληθούν στον εφεσείοντα.
Η έφεση επιτυγχάνει και τα έξοδα της διαδικασίας έφεσης επίσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου, τα οποία είναι €1.200 πλέον ΦΠΑ.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.