ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε20/2018
σχετική με την Ε21/2018)
 

 

7 Νοεμβρίου, 2024


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(1) Πολιτική Έφεση Αρ. Ε20/2018


           
1. AVLONA VEGETABLE & FRUIT SUPPLIERS LTD

2. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ 

Εφεσείοντες / Αιτητές Αρ. 1 & 4 

και

 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ 

Εφεσίβλητη / Καθ' ης η αίτηση

(2) Πολιτική Έφεση Αρ. Ε21/2018


  SEMELI HOTELS LTD 

Εφεσείοντες / Αιτητές

και

  ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ 

Εφεσίβλητη / Καθ' ης η αίτηση

-----------------------------

 

Καλυψώ Θεοχαρίδου (κα) με κ. Αντρέα Κυπριανίδη, για Καλυψώ Κ. Θεοχαρίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες - Αιτητές.

Αγγελίνα Φωκά (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη - Καθ' ης η αίτηση.

 

-----------------------------

 

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

            ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.:         Στα πλαίσια της αγωγής 5903/14 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που καταχώρισε η ενάγουσα/εφεσίβλητη/καθ' ης η αίτηση εναντίον των Avlona Vegetable & Fruit Suppliers Ltd, Χ" Γρηγόρη Κώστα, Νικολάου Γεώργιου και Νικολάου Χριστάκη, στις 23.9.2016 πέτυχε μονομερώς την έκδοση διαταγμάτων ως ακολούθως:

 

«Το Δικαστήριο τούτο δια του παρόντος διατάττει και επιβαρύνει το συμφέρον που ο Εναγόμενος 4 έχει ως μέτοχο της εταιρείας SEMELI HOTELS LTD (ΗΕ 17649) ονομαστικής αξίας €1,71 έκαστη, δηλαδή να επιβαρυνθούν 149.000 μετοχές αξίας €1,71 έκαστη τις οποίες ο Εναγόμενος 4 κατέχει ως μέτοχος της εταιρείας SEMELI HOTELS LTD (ΗΕ 17649)
Και το Δικαστήριο τούτο περαιτέρω διατάττει και απαγορεύει τη μεταβίβαση, πώληση, αποξένωση επιβάρυνση ρευστοποίηση, διάθεση πληρωμή ή άλλη συναλλαγή σχετικά με τις 149.000 μετοχές αξίας €1,71 έκαστη τις οποίες ο Εναγόμενος 4 κατέχει ως μέτοχος της εταιρείας
SEMELI HOTELS LTD (ΗΕ 17649)
Και το Δικαστήριο τούτο περαιτέρω διατάττει και απαγορεύει την πληρωμή και/ή καταβολή οποιωνδήποτε μερισμάτων και/ή άλλου εισοδήματος που τυχόν καταστούν πληρωτέα στον Εναγόμενο 4 σε σχέση με 149.000 μετοχές αξίας €1,71 έκαστη τις οποίες ο Εναγόμενος 4 κατέχει ως μέτοχος της εταιρείας
SEMELI HOTELS LTD (ΗΕ 17469).
Και το Δικαστήριο περαιτέρω διατάττει όπως τυχόν μέρισμα σε σχέση με τις εν λόγω μετοχές να κατακρατούνται σε ξεχωριστό λογαριασμό και να αποτελούν μέρος των επιβαρυμένων μετοχών μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»

 

         Οι εναγόμενοι/αιτητές 1 και 4/εφεσείοντες, αλλά και η εταιρεία Semeli Hotels Ltd καταχώρισαν ξεχωριστές αιτήσεις με τις οποίες επεδίωκαν τον παραμερισμό τους.

 

         Ειδικότερα στις 8.11.2016 καταχώρισαν πανομοιότυπες αιτήσεις με νομική βάση τα άρθρα 2‑8 και 10 του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου του 1992 (Ν. 31(Ι)/1992), «ο Νόμος», το άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου, τα άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος, το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αλλά και τις Δ.39 θ.2, Δ.48 θ.θ.2, 4, 8, 9 και 13 και Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ως ίσχυαν τότε, τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, τη γενική πρακτική και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, με τις οποίες αξίωναν την έκδοση διατάγματος το οποίο να διατάσσει:

 

«... Τον παραμερισμό και/ή την ακύρωση των εκδοθέντων επιβαρυντικών Διαταγμάτων, ημερομηνίας 23.9.2016 συνεπεία καταχρηστικής και/ή κακόπιστης συμπεριφοράς υπό των Εναγόντων και/ή λόγω υπέρβασης εξουσίας και/ή λόγω απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και/ή λόγω παράβασης των Δικαιωμάτων της Υπεράσπισης και/ή λόγω αποστέρησης του Δικαιώματος Δίκαιας Δίκης και/ή λόγω του ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοση των Διαταγμάτων ημερομηνίας 23.9.2016 και/ή επί το ότι προκλήθηκε μεγάλη ζημία εις τα συμφέροντα των Εναγομένων 1 και 4 και της Semeli Hotels Ltd».

 

         Την αίτηση συνόδευε ένορκη δήλωση του εναγόμενου 4/αιτητή/εφεσείοντα, στην οποία ισχυριζόταν ότι το διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς στηρίχτηκε σε γεγονότα αναληθή και παραπλανητικά, ο ίδιος δεν είχε την ευκαιρία να προβάλει τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου, υπήρχε κακοπιστία και καταχρηστικές ενέργειες από πλευράς της ενάγουσας η οποία δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, η αγωγή καταχωρήθηκε το 2014, ενώ η μονομερής αίτηση στις 5.8.2016 γεγονός που καταδεικνύει την έλλειψη του κατεπείγοντος και την έλλειψη ανάγκης λήψεως ενός τόσο δραστικού μέτρου που επηρεάζει τα συμφέροντα των εναγομένων, αλλά και τρίτων ανεξάρτητων οντοτήτων και προκλήθηκε ανεπανόρθωτη ζημιά στα συμφέροντα τόσο των αιτητών, όσο και της Semeli Hotels Ltd. Στην ένορκη δήλωση ισχυρίζεται επίσης ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε από καθ' ύλην αναρμόδιο Δικαστήριο, διότι Επαρχιακός Δικαστής έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει και/ή να εκδικάζει υποθέσεις, το αντικείμενο των οποίων δεν ξεπερνά τις €100.000,00 ενώ το επίδικο διάταγμα αφορά σε δέσμευση περιουσίας η αξία της οποίας ανέρχεται σε €254.790,00 η οποία σε κάθε περίπτωση ξεπερνά κατά πολύ το ποσό των €100.000 και συνεπώς την καθ' ύλην αρμοδιότητα Επαρχιακού Δικαστή. Επίσης αναφέρει ότι με το διάταγμα επιβαρύνεται περιουσιακό στοιχείο, δηλαδή μετοχές, νομικής οντότητας η οποία δεν έχει καμία σχέση με την αγωγή 5903/14, ούτε είναι διάδικο μέρος ή εμπλεκόμενο. Θέση του είναι ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο το διάταγμα που έχει εκδοθεί είναι προσωρινού ή τελικού χαρακτήρα. Σημειώνει επίσης, ότι οι αιτητές προχώρησαν με διαδικασία εξασφάλισης άδειας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος certiorari εναντίον του εκδοθέντος διατάγματος, την οποία όμως διέκοψαν αποσύροντας την αίτηση.

 

           Η ενάγουσα/καθ' ης η αίτηση/εφεσίβλητη καταχώρισε ένσταση στην αίτηση στις 2.3.2017, προβάλλοντας 8 λόγους ένστασης. Νομική βάση της αίτησης ήταν ως και της αίτησης και στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση προέβαλε τη θέση ότι η αίτηση είναι αβάσιμη, ελαττωματική και αντικανονική, οι λόγοι που προβάλλονται στην αίτηση παραμερισμού είναι γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι, η ενάγουσα ακολούθησε την ορθή και ενδεδειγμένη διαδικασία και το Δικαστήριο το οποίο επιλήφθηκε της αίτησης είχε τη δικαιοδοσία να το πράξει, αφού η αίτηση θεωρείται ενδιάμεση αίτηση για σκοπούς εκτέλεσης και όχι πρωτογενής αίτηση. Προέβαλε επίσης λόγους κατάχρησης, αποδίδει στους αιτητές καθυστέρηση στη διαδικασία και καταχώριση της αίτησης με σκοπό την πρόκληση περαιτέρω καθυστέρησης στη διαδικασία και σε ό,τι αφορά τη Semeli Hotels Ltd, αναφέρουν ότι δεν νομιμοποιείται να προωθεί την αίτηση που καταχώρισε, καθ' ότι δεν έχει locus standi αφού δεν είναι διάδικος στην αγωγή.

 

            Συγκεκριμένα, στην ένορκη δήλωση του Μιχάλη Κωνσταντίνου που συνόδευε την ένσταση, αναφέρθηκε ότι η αγωγή καταχωρήθηκε εναντίον και των 4 εναγομένων στις 17.10.2014, επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα σε όλους τους εναγόμενους στις 24.10.2014, ουδείς εξ αυτών καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης και συνεπεία τούτου, μετά από διαβήματα της ενάγουσας στις 17.12.2014 εκδόθηκε απόφαση εναντίον όλων των εναγομένων. Ακολούθως αναφέρεται στα διάφορα διαβήματα που έλαβε η ενάγουσα για σκοπούς ικανοποίησης και/ή εκτέλεσης της απόφασης, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων memo επί της ακίνητης περιουσίας των διαδίκων, έκδοση διατάγματος παράδοσης κινητών που αποτελούσαν μέρος της απόφασης με το οποίο δεν υπήρχε συμμόρφωση, και ακολούθως αναφέρει ότι μετά από πληροφόρηση που είχε η ενάγουσα ότι ο εναγόμενος 4 κατείχε 149.000 μετοχές αξίας €1,71 έκαστη ως μέτοχος στην εταιρεία Semeli Hotels Ltd, προχώρησε στην αίτηση ημερομηνίας 5.8.2016 στη βάση της οποίας εκδόθηκαν τα προς παραμερισμό διατάγματα ημερομηνίας 23.9.2016. Επαναλαμβάνει τη θέση ότι δεν τίθεται θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που εξέδωσε τα διατάγματα, αφού η αίτηση είναι ενδιάμεση και συνεπώς το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να τα εκδώσει για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης. Τέλος προβάλλει τη θέση ότι η αίτηση έχει υποβληθεί με καθυστέρηση, αποτελεί κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και αποτελεί προσπάθεια του εναγόμενου 4 να αποστερήσει στην ενάγουσα τα εκ του Νόμου απορρέοντα και επικυρωθέντα με την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου στις 17.12.2014.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο με δύο ξεχωριστές αποφάσεις του ημερ.29.12.2017, οι οποίες είναι πανομοιότυπες, απέρριψε τις αιτήσεις των αιτητών/εφεσειόντων για παραμερισμό των διαταγμάτων. Με αναφορά στη νομολογία κατέληξε ότι η αίτηση για έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος βάσει του Νόμου μπορεί να γίνει μονομερώς στηριζόμενο την υπόθεση Ψάλτης Σωτήρης Ν. v. Κώστα Χ" Λόη (2001) 1Α.Α.Δ. 1454, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανάφερε ότι η αίτηση για έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος δύναται να γίνει μονομερώς, υπογραμμίζοντας ότι διαφορετική είναι η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί όταν ζητείται διάταγμα πώλησης των μετοχών ή/και ο διορισμός διαχειριστή ως οι πρόνοιες του Νόμου. Αποφάσισε επίσης, με παραπομπή στην υπόθεση Ελένη Λ. Ιωάννου (Σιαρματτά) v. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (2000) 1Α.Α.Δ. 1463, όπου αναφέρθηκε ότι όταν ζητείται διάταγμα πώλησης δυνάμει του άρθρου 6 (3) του Νόμου, επιβάλλεται από τον ίδιο τον Νόμο ρητά η εξασφάλιση των απόψεων όλων των ενδιαφερομένων μερών πριν την έκδοση διατάγματος πώλησης, ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση που το μόνο που ζητείται είναι η έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος. Σε συνάρτηση με το θέμα αυτό, κατέληξε ότι δεν έχει προσβληθεί το δικαίωμα των αιτητών να ακουστούν στη διαδικασία ή τα δικαιώματα τους ως αυτά κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος αφού οι αιτητές προχώρησαν στη διαδικασία που ο Νόμος προνοεί. Παρέπεμψε επίσης σχετικά στην υπόθεση Συνεργατικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (Αρ. 2) (2013) 1 Α.Α.Δ. 2090.

 

            Αναφορικά με το θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και το αίτημα για παραμερισμό του εκδοθέντος διατάγματος λόγω μη ύπαρξης δικαιοδοσίας από Επαρχιακό Δικαστή, κατέληξε ότι ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί, παραπέμποντας στο άρθρο 22 (4) (β) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960) όπως έχει τροποποιηθεί όπου καθορίζεται η πολιτική δικαιοδοσία Επαρχιακών Δικαστηρίων.

 

            Ακολούθως, με παραπομπή στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 711, ανάφερε ότι για να κριθεί το κατά πόσο ένα Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα, είναι κρίσιμο να υπάρξει εύρημα και κατάληξη αναφορικά με το κατά πόσο η αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκαν τα αμφισβητούμενα διατάγματα είναι ενδιάμεση ή τελική. Με βάση την απόφαση Κιταλίδης v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1759 ανάφερε ότι διαφαίνεται ότι το κατά πόσο η επίδικη αίτηση είναι ενδιάμεση ή αυτοτελής εξαρτάται από το κατά πόσο το διάταγμα που έχει εκδοθεί βάσει αυτής είναι «διάταγμα που διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής ή όχι». Εάν το διάταγμα δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής, η σχετική αίτηση είναι ενδιάμεση με αποτέλεσμα Επαρχιακός Δικαστής να έχει δυνάμει του άρθρου 22 (4) (β) του περί Δικαστηρίων Νόμου δικαιοδοσία «Παρά το ότι το ποσό που αμφισβητείται ή η αξία της επίδικης διαφοράς υπερβαίνει τη δικαιοδοσία που ανατίθεται σε αυτό». Διαφορετικά, εάν δηλαδή η αίτηση διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής, θεωρείται αυτοτελής με αποτέλεσμα Επαρχιακός Δικαστής να μην έχει δικαιοδοσία εφόσον το ποσό που αμφισβητείται ή η αξία της επίδικης διαφοράς υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του δυνάμει του άρθρου 22 (3) (α). Με αναφορά στην Ψάλτης Σωτήρης (ανωτέρω) όπου το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η αίτηση που υποβλήθηκε μονομερώς για έκδοση του εκεί επίδικου διατάγματος επιβάρυνσης θεωρείται ενδιάμεση εντός της έννοιας της Δ.39 θ.2, κατέληξε ότι η αίτηση υπό εξέταση είναι ενδιάμεση στα πλαίσια της Δ.39 θ.2 και συνεπώς ότι εφόσον η αίτηση αυτής της φύσης είναι ενδιάμεση, ως μη διαγιγνώσκουσα την ουσία της διαφοράς, ο Επαρχιακός Δικαστής που εξέδωσε το διάταγμα είχε την εξουσία να το εκδώσει και συνεπώς απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς των αιτητών. Επίσης, αφού αποφάσισε ότι με βάση τον ίδιο τον Νόμο το Δικαστήριο το οποίο πρέπει να εξετάσει τυχόν αίτηση για ακύρωση ή διαφοροποίηση του μονομερώς εκδοθέντος επιβαρυντικού διατάγματος είναι το ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε μονομερώς το διάταγμα, έκρινε ότι το Δικαστήριο είχε εξουσία να επιληφθεί της αίτησης για παραμερισμό των διαταγμάτων και προχώρησε και εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία όπως είχε τεθεί μέσα από τις ένορκες δηλώσεις και τις αγορεύσεις των μερών αποφασίζοντας ότι οι αναφορές που τέθηκαν από πλευράς αιτητών ήταν γενικές και αόριστες και δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία, αναφέροντας ότι στην υπό κρίση αίτηση ουδέν συγκεκριμένο στοιχείο έχει τεθεί αναφορικά με την προσωπική ή περιουσιακή κατάσταση των οφειλετών ή ακόμα και πιστωτών ή/και της Semeli Hotels Ltd προς την κατεύθυνση της ακύρωσης του επίδικου επιβαρυντικού διατάγματος, απέρριψε τους ισχυρισμούς και συνεπώς τις αιτήσεις των αιτητών.

 

            Οι αιτητές/εφεσείοντες καταχώρισαν πανομοιότυπες εφέσεις εναντίον των εν λόγω αποφάσεων, προβάλλοντας 10 λόγους έφεσης για την κάθε μία. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει την επίδικη απόφαση και ενόψει τούτου, η όποια κατάληξη του δεν είναι έγκυρη. Βάση για τον λόγο αυτό είναι η θέση ότι το διάταγμα διατάσσον την επιβάρυνση των μετοχών εκδόθηκε από άλλη σύνθεση Δικαστηρίου από αυτή που εξέδωσε την απορριπτική απόφαση. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την καθ' ύλην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου αφού η αξία των μετοχών που έχουν δεσμευτεί ξεπερνά κατά πολύ την κλίμακα των αποφάσεων που εκδικάζει Επαρχιακός Δικαστής σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 14/1960. Οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 αφορούν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις βασικές νομικές αρχές που ίσχυαν κατά την έκδοση μονομερών διαταγμάτων και ειδικότερα ότι δεν υπήρχε πλήρης αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, δεν ελέγχθηκε ούτε ζητήθηκε η καλή πίστη από πλευράς της ενάγουσας/καθ' ης η αίτηση/εφεσίβλητης στο στάδιο που αιτήθηκε την έκδοση ενός τόσο δραστικού μέτρου και δεν ασχολήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο με το κατά πόσο τίθετο θέμα κακοπιστίας από πλευράς της ενάγουσας/καθ' ης η αίτηση/εφεσίβλητης σε συνδυασμό με το καθήκον της για πλήρη αποκάλυψη, αλλά και το ενδεχόμενο πρόκλησης ζημιάς άλλου πιστωτή. Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέλυσε κατά πόσο οι πρόνοιες του άρθρου 3 (2) του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου (1992) πληρούνταν. Αντικείμενο του έβδομου λόγου έφεσης είναι ο ισχυρισμός ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, αφού θεωρεί ως μέτρο εκτέλεσης την έκδοση των διαταγμάτων επιβάρυνσης. Η θέση που προβάλλουν αναφορικά με τον έβδομο λόγο έφεσης είναι ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος δεν λογίζεται ότι ισοδυναμεί με τρόπο εκτέλεσης απόφασης του Δικαστηρίου, παρά μόνο όταν αυτός συνοδεύεται με διάταγμα πώλησης ως αναφέρεται στο άρθρο 6 (4) του Νόμου. Ο όγδοος λόγος έφεσης αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη δραστικότητα του μέτρου που αφορούσε το εκδοθέν διάταγμα και τη ζημιά που αυτό προκάλεσε. Με τον ένατο λόγο έφεσης αναφέρεται ότι η απόφαση πλήττει και καταστρατηγεί τα δικαιώματα των αιτητών που άπτονται τόσο της ιδιοκτησίας και περιουσίας, όσο και της άσκησης επιχειρηματικής δράσης και εργασίας, και ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά τη γενική θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο οι προϋποθέσεις έκδοσης ενός τόσο δραστικού μέτρου πληρούνταν.
 

          Πριν οι αιτήσεις οδηγηθούν σε ακρόαση, υποβλήθηκε αίτημα εκ πλευράς του εναγόμενου 4/εφεσείοντα/αιτητή για τροποποίηση του τίτλου της έφεσης Ε20/18 και των συναφών εγγράφων δια της απαλείψεως του ονόματος του αιτητή/εφεσείοντα Χριστάκη Νικολάου και αντικατάσταση του με τον Επίσημο Παραλήπτη υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας του πτωχεύσαντος Χριστάκη Νικολάου, όπως και διάταγμα για συνέχιση της δικαστικής διαδικασίας επί των λόγων ότι στις 12.1.2021 στα πλαίσια της αίτησης πτώχευσης 2/20, Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα πτώχευσης της περιουσίας του οφειλέτη Χριστάκη Νικολάου και διάταγμα δια του οποίου καθίσταται ο Επίσημος Παραλήπτης ως διαχειριστής της περιουσίας αυτής. Εκδόθηκε σχετικά το αιτούμενο διάταγμα, έγιναν οι τροποποιήσεις και ακολούθως οι αιτήσεις ορίστηκαν για ακρόαση και εκδικάστηκαν μαζί με τους συνηγόρους των δύο πλευρών να καταχωρούν σχετικά περιγράμματα ενώπιον του Εφετείου. Κατά το στάδιο ακρόασης των εφέσεων, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι προέβηκαν επίσης και σε προφορικές διευκρινίσεις ενώπιον του Εφετείου.

            Ο πρώτος λόγος έφεσης ο οποίος πρέπει να αναφέρουμε προβάλλεται εντελώς επιδερμικά, αφορά τον ισχυρισμό ότι επειδή ο πρωτόδικος Δικαστής που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση για απόρριψη του αιτήματος επιβάρυνσης δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον Δικαστή που εξέδωσε το σχετικό διάταγμα, η απόφαση του δεν είναι έγκυρη ούτε έχει καμία βαρύτητα και θεωρείται άκυρη.

 

            Όπως ορθά αναφέρουν και οι συνήγοροι της εφεσίβλητης, το θέμα αυτό δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν κλήθηκε να εκδώσει την εκκαλούμενη απόφαση. Είναι γνωστή η νομολογία ότι νομικά σημεία που δεν εγέρθηκαν πρωτόδικα, δεν μπορούν να εγερθούν ενώπιον του Εφετείου. Προς τούτο παραπέμπουμε στις αποφάσεις F.H.K. Hotels Holdings Limited v. A.S. Air Control Limited (1999) 1 A.A.Δ. 2159, Vourna Limited κ.α. v.  Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση υπ' αρ.295/13, ημερ. 24.10.2019 και Φακοντή v.  Βρυώνη (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1714.

 

            Ενόψει των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

            Αναφέρουμε όμως υπό μορφή σχολίου ότι σύμφωνα με τον σχετικό Νόμο και ειδικά το άρθρο 2 αυτού «Δικαστήριο σημαίνει Δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας». Δεν τίθεται θέμα φυσικού δικαστή και το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε από άλλη σύνθεση αρμόδιου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να επηρεάσει την εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει την απόφαση.

 

            Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ο λόγος έφεσης που προβάλλουν οι εφεσείοντες με τη μεγαλύτερη επίταση. Θέση τους είναι ότι το Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας, αφού η αξία των μετοχών που έχει δεσμευτεί υπερβαίνει την καθ' ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και της κλίμακας της αγωγής που η ίδια η εφεσίβλητη καθόρισε. Σημειώνουμε ότι η αξία των μετοχών σύμφωνα με την εφεσείουσα είναι €254.790,00, ποσό το οποίο σε κάθε περίπτωση ξεπερνά κατά πολύ το ποσό των €100.000,00 που είναι η καθ' ύλην αρμοδιότητα των Επαρχιακών Δικαστών.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προσέγγισε το θέμα αυτό που είχε τεθεί και ενώπιον του, καθορίζοντας σε πρώτο στάδιο κατά πόσο η επίδικη αίτηση ήταν ενδιάμεση ή αυτοτελής. Τούτο, αφού ορθά κατευθύνθηκε και καθοδηγήθηκε από το άρθρο 22 (4) (β) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/1960), το οποίο αναφέρει:

«22.  ....

(4) Παρά τας διατάξεις οιουδήποτε άλλου νόμου και παρά το ότι το υπό αμφισβήτησιν ποσόν ή η αξία της επίδικου διαφοράς υπερβαίνει την ανατιθέμενην εις αυτόν δικαιοδοσίαν, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής θα έχη εξουσία‑
(α) να εκδίδη απόφασιν εις οιανδήποτε αγωγή εν τη οποία‑
...
(β) να εκδίδη οιονδήποτε διάταγμα εν οιαδήποτε αγωγή, μη διαγιγνώσκον την ουσίαν της αγωγής.
... ». 


         Και τούτο κατ' ακολουθία του ερμηνευτικού άρθρου του Νόμου, όπου «Δικαστήριο» σημαίνει Δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας.

 

            Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας καθοδήγηση από την απόφαση Ψάλτης Σωτήρης (ανωτέρω), όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η αίτηση που υποβλήθηκε μονομερώς για έκδοση του εκεί επίδικου διατάγματος επιβάρυνσης, θεωρείται ενδιάμεση.

 

            Επίσης ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας το κατά πόσο η υπό κρίση αίτηση ήταν ενδιάμεση ή αυτοτελής, αποφάσισε ότι αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο το διάταγμα που θα εκδοθεί μπορεί να θεωρηθεί διάταγμα που διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής ή όχι. Εάν δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής, η αίτηση είναι ενδιάμεση με αποτέλεσμα Επαρχιακός Δικαστής να έχει βάσει του άρθρου 22 (4) (β) του Ν.14/1960 δικαιοδοσία παρά το ότι το ποσό που αφορά το υπό έκδοση επιβαρυντικό διάταγμα υπερβαίνει τη δικαιοδοσία που ανατίθεται σε αυτόν.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε επίσης από τις αποφάσεις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Κιταλίδης v. Τράπεζας Κύπρου (ανωτέρω) και ορθά αποφάσισε ότι η έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος χωρίς έκδοση διατάγματος πώλησης των επίδικων μετοχών είναι ενδιάμεση, εφόσον δεν διαγιγνώσκει την ουσία της διαφοράς. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης για παραμερισμό και ορθά προχώρησε και την εκδίκασε και αποφάσισε επί αυτής, επειδή σαφέστατα είχε σχετική καθ' ύλην δικαιοδοσία.

            Επομένως και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.

 

            Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 8, 9 και 10 αφορούν ουσιαστικά ισχυρισμούς για λανθασμένη ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο των θεμάτων που έπρεπε να λάβει υπόψη του για να αποφασίσει την ακύρωση ή μη του επίδικου επιβαρυντικού διατάγματος. Οι λόγοι αυτοί ουδέποτε τέθηκαν από τους εφεσείοντες/αιτητές ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ως τέτοιοι απορρίπτονται και υιοθετούμε προς τούτο τα όσα έχουμε αναφέρει αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης ανωτέρω.

            Πέραν τούτου, με βάση τον ίδιο τον Νόμο αλλά και την ερμηνεία που δόθηκε σε αυτόν στην υπόθεση Ψάλτης Σωτήρης (ανωτέρω), φαίνεται ότι η διαδικασία έκδοσης ενός επιβαρυντικού διατάγματος γίνεται μονομερώς, αφού δυνάμει του άρθρου 3 (4) του Νόμου δίδεται το δικαίωμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει συμφέρον στα περιουσιακά στοιχεία στα οποία αναφέρεται το διάταγμα, να υποβάλει αίτηση είτε για να το ακυρώσει είτε για να το διαφοροποιήσει, κάτι που σαφώς παραπέμπει στο στάδιο μετά την έκδοση απόφασης και είναι και αυτήν τη διαδικασία που έχουν επιλέξει και οι ίδιοι οι εφεσείοντες/αιτητές.

            Οι λόγοι έφεσης 5 και 6, αφορούν ισχυρισμούς για λανθασμένη αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του ειδικά αναφορικά με θέματα κακοπιστίας και μη πλήρους αποκάλυψης από πλευράς εναγόντων/εφεσίβλητων, αλλά και μη ορθή αξιολόγηση των προϋποθέσεων του άρθρου 3 (2) του Νόμου.

           Σύμφωνα με το άρθρο 3 (2) του Νόμου:

 

«Το Δικαστήριο προτού αποφασίσει κατά πόσο θα εκδώσει επιβαρυντικό διάταγμα, εξετάζει όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ειδικότερα οποιαδήποτε ενώπιόν του αποδειχτικά στοιχεία σχετικά με:
(α) την προσωπική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη και
(β) το ενδεχόμενο ζημιάς άλλου πιστωτή του οφειλέτη από την έκδοση του διατάγματος.»
.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τα θέματα αυτά στις σελίδες 15, 16 και 17 της πρωτόδικης απόφασης. Απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί κακοπιστίας της καθ' ης η αίτηση, αφού «Τα στοιχεία ή/και γεγονότα τα οποία η πλευρά των αιτητών παραπονείται ότι δεν προσκόμισε η καθ' ης η αίτηση στην ένσταση της (καμία αναφορά δεν γίνεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση στη βάση της οποίας εξεδόθηκαν τα επιβαρυντικά διατάγματα) εύκολα μπορούν να εντοπιστούν στον φάκελο του Δικαστηρίου, άρα ουδεμία κακοπιστία.».
 
         Επίσης, σε ό,τι αφορά τους ισχυρισμούς των αιτητών για καταχρηστικότητα, αλλότρια κίνητρα και «αδηφαγία της Ενάγουσας» όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, «. αυτοί παραμένουν μετέωροι και συνεπώς απορριπτέοι αφού ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε προς υποστήριξη αυτών. Ουδόλως έχει προσαχθεί μαρτυρία για να αποδειχθεί ότι παραβιάζονται «κατάφωρα τα δικαιώματα των παρόντων αιτητών, αποστερώντας δυσανάλογο μέρος της περιουσίας τους και αφήνοντας οικονομικά εκτεθειμένους τους Αιτητές, για ποσά τα οποία οι περιουσίες που έχουν δεσμευθεί ξεπερνούν κατά πολύ το κατ' ισχυρισμό οφειλόμενο ποσό.»

 

            Ειδικά σε ό,τι αφορά τη ζημιά που κατά τους ισχυρισμούς των αιτητών/εφεσειόντων, προκαλείται σε τρίτο πρόσωπο και δη την εταιρεία Semeli Hotels Ltd, και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 18 της απόφασης του, μετά από εξέταση όλων των ζητημάτων, αποφάσισε να τους απορρίψει αναφέροντας χαρακτηριστικά:


«Στην υπό κρίση αίτηση ουδέν συγκεκριμένο στοιχείο ή και γεγονός έχει τεθεί αναφορικά με το ενδεχόμενο ζημιάς της εταιρείας SEMELI. Εάν γίνονταν δεκτές οι εισηγήσεις της συνηγόρου της Αιτήτριας θα οδηγούμασταν στο παράδοξο αποτέλεσμα να μην μπορεί καθόλου να εκδοθεί διάταγμα επιβάρυνσης στη βάση του άρθρου 3 του Νόμου. Κατά συνέπεια και αυτοί οι ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως μη υποστηριζόμενοι από μαρτυρία αλλά και εφόσον δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί. Ό,τι δεν πρέπει να διαλανθάνει την αντίληψη οιουδήποτε είναι ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να εκτελούνται. Έκδοση απόφασης χωρίς την παροχή μηχανισμών για εκτέλεση αυτής θα καθιστούσε το έργο των Δικαστηρίων μάταιο.»

 

         Τα όσα έχει αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποστηρίζονται πλήρως και από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραπέμπουμε εκ νέου στην απόφαση Ελένη Λ. Ιωάννου (Σιαρματτά) (ανωτέρω).

 

         Επομένως και οι λόγοι 5 και 6 απορρίπτονται.

 

            Απομένει προς εξέταση ο έβδομος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο είναι λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού θεωρεί την έκδοση του διατάγματος επιβάρυνσης ως μέσο εκτέλεσης.

 

            Ο πιο πάνω λόγος έφεσης αφορά προφανώς την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 18 της απόφασης του ότι «Δεν πρέπει να διαλανθάνει την αντίληψη του οποιουδήποτε ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να εκτελούνται εν τέλει. Έκδοση απόφασης χωρίς την παροχή μηχανισμών για εκτέλεση αυτής, θα καθιστούσε το έργο των Δικαστηρίων μάταιο. Τούτο βεβαίως χωρίς να σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να τηρείται η Αρχή της Αναλογικότητας.». Το σχόλιο αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο γενικά ομιλούντες είναι καθ' όλα ορθό, δεν πρέπει, όπως αναφέρουν και οι συνήγοροι της εφεσίβλητης, να ιδωθεί αποσπασματικά από το υπόλοιπο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, και είναι φανερό από την πρωτόδικη απόφαση ότι το συγκεκριμένο διάταγμα ουδέποτε θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως άλλης φύσης από αυτήν που είναι, δηλαδή επιβαρυντικό.

            Επομένως και ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

            Ενόψει των ανωτέρω οι εφέσεις απορρίπτονται. Εφόσον έχουν ακουστεί μαζί και οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους δικηγόρους, κρίνουμε ορθό όπως εκδώσουμε μία διαταγή για τα έξοδα, τα οποία επιδικάζονται υπέρ της καθ' ης η αίτηση/εφεσίβλητης και εναντίον των αιτητών/εφεσειόντων και καθορίζονται στο ποσό των 4.000.

 

 

                  ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

                           

                                                         

                                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                         Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο