ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε183/2022)
13 Νοεμβρίου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στες]
2. Metaquotes Software Corporation Ltd
Εφεσείουσες
ν.
Ahmad M. Dababou
Εφεσίβλητος
Για εφεσείουσες: κα Μαριάννα Γιωρκάτζη για Ανδρέας Γιωρκάτζης ΔΕΠΕ.
Για εφεσίβλητο: κος Λουκάς - Μάριος Κωστακόπουλος για Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η υπό κρίση διαφορά των διαδίκων χρονολογείται από το 2014. Ο εφεσίβλητος που είναι επιχειρηματίας και ασχολείται με διάφορες οικονομικές δραστηριότητες, ισχυρίζεται ότι είναι θύμα δόλου και/ή συνομωσίας που οδήγησε σε τεράστια οικονομική του απώλεια. Ως εκ τούτου, προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού προς αναζήτηση θεραπειών αποκάλυψης πληροφοριών, σχετικών με το όλο φάσμα του δόλου και της συνομωσίας και την εξακρίβωση της αλυσίδας των γεγονότων, για προσδιορισμό των προσώπων που είχαν εμπλακεί στην κατ' ισχυρισμό αδικοπραξία που υπέστη, ούτως ώστε να είναι σε θέση να τεκμηριώσει κατάλληλα νομικά διαβήματα προς προάσπιση των συμφερόντων του.
Καταχώρησε ως εκ τούτου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την αγωγή 5204/2014, ζητώντας μεταξύ άλλων από τους εναγομένους τις πιο πάνω πληροφορίες. Στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, παρεμπίπτοντα διατάγματα αποκάλυψης εγγράφων (Norwich Pharmacal), διατάγματα φίμωσης (Gagging Orders), καθώς επίσης και επικουρικό διάταγμα με το οποίο να διορίζεται από κοινού εμπειρογνώμονας ηλεκτρονικών υπολογιστών και βάσεων δεδομένων που θα βοηθούσε στην υλοποίηση της αποκάλυψης των πληροφοριών. Τα διατάγματα στρέφονταν εναντίον των εναγομένων, οι οποίοι αποτελούν τρίτα μέρη σε σχέση με την αδικοπραξία με σκοπό σύμφωνα με τον ενάγοντα - εφεσίβλητο, ο τελευταίος να λάβει πληροφορίες για να υποβοηθηθεί στην ετοιμασία καταχώρισης αγωγής εναντίον αδικοπραγούντων, σε σχέση με γεγονότα και κατ' ισχυρισμό αδικοπραξίες που έλαβαν χώρα εναντίον του, μεταξύ του 2009 και 2013. Σκοπός του διατάγματος διορισμού εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών (ΙΤ Expert), ήταν να επιβεβαιώσει ότι οι πληροφορίες που θα παρασχεθούν για αποκάλυψη εγγράφων από τους εναγομένους, είναι ορθές.
Η απόφαση που αφορούσε την έκδοση των πιο πάνω ενδιάμεσων διαταγμάτων, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν έφεσης που υπέβαλαν οι εφεσείουσες (βλ. , Πολ. Έφεση E324/2016, ημ. 14/11/2018). Απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο οι θέσεις των εναγομένων με τις οποίες ζητούσαν την ακύρωση των διαταγμάτων αποκάλυψης και φίμωσης. Κρίθηκε επίσης με παραπομπή στην υπόθεση Expert (2012) EWHC 92 (QB), ως ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση επικουρικού διατάγματος διορισμού ανεξάρτητου και κοινής αποδοχής εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών (ΙΤ ), προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση και υλοποίηση της αποκάλυψης, στην βάση των εκδοθέντων διαταγμάτων.
Στη συνέχεια, ο χρόνος για το διορισμό κοινού εμπειρογνώμονα προς υποβοήθηση των ενδιάμεσων διαταγμάτων αποκάλυψης, παρατάθηκε σε 2 περιπτώσεις με δικαστικά διατάγματα μετά από σχετικά αιτήματα του εφεσίβλητου - ενάγοντα, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρξε συμφωνία των μερών για κοινώς αποδεκτό εμπειρογνώμονα. Επειδή δεν υπήρξε κατάληξη, καταχωρήθηκε από τον ενάγοντα - εφεσίβλητο και 3η αίτηση παράτασης των διαταγμάτων. Στο μεταξύ όμως καταχωρήθηκε από τις εφεσείουσες - εναγόμενες 2 και 3, η υπό κρίση αίτηση με την οποία ζήτησαν τον παραμερισμό του διατάγματος ημ. 29.7.2016, στην έκταση που αφορά τον διορισμό εμπειρογνώμονα. Κατόπιν ακροάσεως, το Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 8.12.2020, με την οποία ακύρωσε το διάταγμα αποκάλυψης, στο βαθμό και σε σχέση με τον διορισμό εμπειρογνώμονα Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Ασκήθηκε έφεση από τον ενάγοντα κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου. Με απόφασή του, ημερομηνίας 15.2.2022, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση (βλ. Πολ. έφεση Ε32/2021 ημ. 15.2.2022).
Λέχθηκε στην πιο πάνω απόφαση ότι οι αρχές που διέπουν την κατάχρηση από τον ενάγοντα λόγω καθυστέρησης της προώθησης προσωρινού διατάγματος στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσαν διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς. Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενέταξε τα υπό συζήτηση θέματα καθυστέρησης υπό τον φακό της κατ' αναλογίαν εφαρμογής των αρχών που πραγματεύθηκε για τις μονομερείς αιτήσεις, στις περιπτώσεις έκδοσης διαταγμάτων κατόπιν ακρόασης σε διά κλήσεως αίτηση, όπως ήταν η περίπτωση. Ως εκ τούτου, διατάχθηκε η επανεκδίκαση της αίτησης παραμερισμού από άλλο Δικαστή.
Η αίτηση παραμερισμού εκδικάστηκε εκ νέου με άλλη σύνθεση, και το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την παρούσα έφεση απορριπτική απόφαση, ημερομηνίας 7.10.2022.
Υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως από τις εφεσείουσες ότι αποδέχθηκαν τον διορισμό του ελεγκτικού γραφείου KPMG ως εμπειρογνώμονα, παρότι η θέση τους από την αρχή ήταν ότι μια άλλη εταιρεία θα ήταν καταλληλότερη, και αυτό σε μια προσπάθεια να διευκολυνθούν οι διαδικασίες. Μετά από συνάντηση όλων των πλευρών και ενώ οι εκπρόσωποι της KPMG είπαν ότι θα επανέλθουν, εντούτοις δεν υπήρξε καμία εξέλιξη, παρότι πέρασαν 4 μήνες. Οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι όλο αυτό το διάστημα, ανέμεναν τους τεχνικούς της KPMG για επιπρόσθετη συνάντηση και περαιτέρω διεξαγωγή έρευνας. Σημειώνετο δε ότι μετά και τις δοθείσες παρατάσεις, η περίοδος για την διεξαγωγή έρευνας είχε λήξει. Αναφερόταν επίσης ότι σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, ο ενάγοντας δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει τις πληροφορίες που επιζητεί μέσω των συστημάτων των εφεσιβλήτων - εναγομένων 3 αφού οι αιτούμενες πληροφορίες σε σχέση με συναλλαγές των πελατών τους δεν αποτυπώνονται στο λογισμικό τους. Ως εκ τούτου ήταν η θέση των εφεσειουσών ότι ο έλεγχος ολοκληρώθηκε. Εντούτοις, ο ενάγοντας υπέβαλε εκ νέου αίτηση για περαιτέρω παράταση του χρόνου διορισμού εμπειρογνώμονα. Ήταν επιπλέον η θέση των εφεσειουσών ότι ο εφεσίβλητος σκόπιμα καθυστερεί την εφαρμογή του διατάγματος, σε μια προσπάθεια να αλιεύσει μαρτυρία.
Για τους πιο πάνω λόγους, ήταν πρωτοδίκως η θέση των εφεσειουσών - εναγόμενων 2 και 3 ότι το ενδιάμεσο διάταγμα, στον βαθμό που διέτασσε τον διορισμό εμπειρογνώμονα θα έπρεπε να ακυρωθεί.
Ο εφεσίβλητος προέβαλε ένσταση στην αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος. Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι με την αίτηση επιδιωκόταν η ακύρωση ενδιάμεσου διατάγματος, η έκδοση του οποίου ήταν απόρροια αποφάσεων του Επαρχιακού και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γεγονός το οποίο ισοδυναμεί με άσκηση τριτοβάθμιου δικαστικού ελέγχου.
Επί της ουσίας, ο εφεσίβλητος αρνήθηκε την θέση ότι ολοκληρώθηκε ο αιτούμενος έλεγχος από τους εμπειρογνώμονες. Ισχυρίστηκε ότι παρ' όλες τις προσπάθειες του, δεν υπήρξε ακόμα διορισμός ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών λόγω της παρελκυστικής τακτικής των εφεσειουσών. Ως εκ τούτου, δόθηκαν οδηγίες από τον εφεσίβλητο στους δικηγόρους του για την ετοιμασία και καταχώρηση 3ης αίτησης, με την οποία ζητείται η παράταση του χρόνου διορισμού του εμπειρογνώμονα. Μερικές μέρες πριν την πρώτη ημερομηνία εμφάνισης στο πλαίσιο της 3ης αίτησης παράτασης χρόνου, οι εναγόμενοι 2 και 3 καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση παραμερισμού, η οποία συμφωνήθηκε να εκδικαστεί κατά προτεραιότητα, έναντι της 3ης αίτησης παράτασης χρόνου.
Τέλος ο εφεσίβλητος - ενάγοντας αρνήθηκε τους ισχυρισμούς για καθυστέρηση εκ μέρους του, στην εφαρμογή του διατάγματος. Ισχυρίστηκε ότι ήταν οι εφεσείουσες - εναγόμενες 2 και 3, που με την καταχώρηση όλων των δικαστικών διαβημάτων που είχαν στην διάθεσή τους, κατάφεραν να καθυστερήσουν την εκτέλεση του διατάγματος για 5 και πλέον χρόνια. Περαιτέρω, κατέστησαν την εκτέλεσή του αδύνατη μέχρι και σήμερα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, παρέπεμψε στο Άρθρο 32.2 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, το οποίο δίνει εξουσία στο Δικαστήριο να ακυρώσει ή τροποποιήσει οποιοδήποτε παρεμπίπτον διάταγμα, σε περίπτωση που αποδειχθεί από τον αιτητή εύλογη αιτία για κάτι τέτοιο. Σημείωσε με παραπομπή σε σχετική νομολογία ότι η εξουσία αυτή, θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή, στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται από τον αιτητή, αλλαγή των περιστάσεων που οδήγησαν στην αρχική έκδοση του διατάγματος (βλ. μεταξύ άλλων . (2012) 1 Α.Α.Δ 1403).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι το αίτημα των εφεσειουσών για ακύρωση του μέρους του διατάγματος που αφορούσε τον διορισμό εμπειρογνωμόνων, στηρίχθηκε στην ουσία στον ισχυρισμό ότι έχουν ήδη διορισθεί εμπειρογνώμονες από την KPMG, οι οποίοι έχουν αποφανθεί ότι δεν υπάρχει στα συστήματα των εναγομένων 3, οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με τα όσα επιζητεί ο ενάγοντας, στα πλαίσια του διατάγματος και κατ' επέκταση, η εργασία που ανατέθηκε σε αυτούς, έχει συμπληρωθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε αυτή την θέση των εφεσειουσών. Εξετάζοντας όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εκπρόσωποι της KPMG δεν είχαν διορισθεί για να εκτελέσουν την εργασία που προβλεπόταν στο διάταγμα, αλλά όλες οι επαφές και συναντήσεις έγιναν για προκαταρκτικούς σκοπούς. Συμφώνησε δε με την θέση του ενάγοντα - εφεσίβλητου ότι το περιεχόμενο της επιστολής (τεκμήριο 6), έχει παρερμηνευθεί από τις εφεσείουσες. Από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, προκύπτει σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εργασία στην οποία είχαν προβεί οι εκπρόσωποι της KPMG, ήταν διερευνητικού χαρακτήρα και σκοπό είχε να διαπιστώσουν τον όγκο των αρχείων που θα έπρεπε να εξετάσουν και να δώσουν μια προεκτίμηση της αμοιβής τους, σε περίπτωση που διορίζονταν ως εμπειρογνώμονες.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν είχαν διαφοροποιηθεί από την ημέρα έκδοσης του αρχικού διατάγματος μέχρι και την καταχώρηση της αίτησης και κατ' επέκταση δεν δικαιολογείτο η τροποποίηση και ή ακύρωση του μέρους του διατάγματος που αφορούσε τον διορισμό εμπειρογνώμονα. Ως εκ τούτου, η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του ενάγοντα - εφεσίβλητου.
Οι εφεσείουσες - εναγόμενες 2 και 3 με επτά λόγους έφεσης, προσβάλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Όλοι οι λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα και περιοριστικά το Άρθρο 32.2 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, κρίνοντας ότι θα έπρεπε να αποδειχθεί μόνο το στοιχείο της διαφοροποίησης των περιστάσεων. Αντιθέτως, είναι η θέση των εφεσειουσών ότι η ορθή ερμηνεία της πιο πάνω διάταξης, είναι ότι για ακύρωση του διατάγματος θα πρέπει να αποδειχθεί «εύλογη αιτία», όρος που είναι ευρύτερος του όρου της «διαφοροποίησης των περιστάσεων». Στην προκειμένη δε περίπτωση, η εύλογη αιτία αποδεικνύεται σύμφωνα με τις εφεσείουσες από την μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση του εφεσίβλητου να προωθήσει την διαδικασία εκτέλεσης του διατάγματος για τον διορισμό των εμπειρογνωμόνων. Κατά τις εφεσείουσες, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε σε κανένα σημείο της απόφασης του, τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου από την στιγμή που επικυρώθηκε το επίδικο διάταγμα κατ' έφεση και μεταγενέστερα, για να μπορεί να κρίνει κατά πόσον αυτή ήταν τέτοια που να δικαιολογούσε την ακύρωση του διατάγματος.
Οι εφεσείουσες αρνούνται ειδικά με τον 4ο λόγο έφεσης ότι η αίτηση τους εδραζόταν μόνο σε ισχυρισμούς ότι ο εμπειρογνώμονας έχει διοριστεί. Παρότι επιμένουν σε αυτή τους την θέση ότι δηλαδή υπήρξε διορισμός της KPMG, ισχυρίζονται επιπλέον ότι η αίτηση εδραζόταν και σε ισχυρισμούς για ολιγωρία του εφεσίβλητου στην εφαρμογή του διατάγματος και στην εκ μέρους του καταχρηστική συμπεριφορά. Ισχυρίζονται επιπλέον ότι είναι λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εξέταση του ισχυρισμού για ολιγωρία και αλίευση μαρτυρίας, ισοδυναμούσε με διερεύνηση θεμάτων που ηγέρθηκαν και εξετάσθηκαν κατά την έκδοση του διατάγματος και ότι, ακόμα και έτσι να έχουν τα πράγματα, το Δικαστήριο κατά τις εφεσείουσες, είχε εξουσία να επανεξετάσει τέτοιου είδους θέματα.
Ο εφεσίβλητος στο περίγραμμα αγόρευσης του και στην δια ζώσης αγόρευση του συνηγόρου του ενώπιον μας, απορρίπτει τους ισχυρισμούς των εφεσειουσών για ολοκλήρωση του διορισμού εμπειρογνώμονα. Επέμενε ότι ουδέποτε υπήρξε διορισμός εμπειρογνώμονα και ως αποτέλεσμα, δεν διεξήχθη η ηλεκτρονική έρευνα σύμφωνα με το επίδικο διάταγμα. Ο εφεσίβλητος απορρίπτει επίσης την θέση των εφεσειουσών για καθυστέρηση από τον ίδιο, στην εκτέλεση του διατάγματος. Υπέδειξε ότι η εφαρμογή του διατάγματος καθυστέρησε αρχικά λόγω της εκδίκασης της έφεσης Ε324/2016 που καταχώρησαν οι εφεσείουσες. Ταυτόχρονα μετά από αίτημα των εφεσειουσών, είχε διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος για 2 χρόνια μέχρι την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Αναφορά έγινε και στην έφεση Ε32 με την οποία απορρίφθηκε προηγούμενη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου που ακύρωνε το μέρος του διατάγματος για διορισμό εμπειρογνώμονα και διέτασσε την επανεκδίκαση της αίτησης παραμερισμού κατά προτεραιότητα. Ο εφεσίβλητος αναφέρθηκε στην συνέχεια σε όλες τις ενέργειες για διορισμό κοινώς αποδεκτού εμπειρογνώμονα και στα αιτήματα που προέβηκε για παράταση χρόνου εφαρμογής του διατάγματος αφού δεν κατέστη δυνατή μια κοινώς αποδεκτή λύση εντός των χρονικών προθεσμιών.
Να σημειώσουμε ότι όπως προκύπτει από τις ενώπιον μας προφορικές αγορεύσεις των συνηγόρων μετά την καταχώρηση της παρούσας έφεσης, το αρχικό διάταγμα έχει προσφάτως τροποποιηθεί. Συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 2024, διατάχθηκε ο διορισμός δύο εμπειρογνωμόνων ενός νομικού και ενός φυσικού προσώπου. Το Δικαστήριο επέλεξε από ένα πρόσωπο από καταλόγους που παρουσίασαν και οι δύο διάδικοι. Υπάρχει επίσης πρόνοια όπως τα μέρη αποστείλουν κοινή επιστολή στους δύο εμπειρογνώμονες για επίσημη γνωστοποίηση του διορισμού τους και να ξεκινήσουν τα καθήκοντα τους από την επομένη της παραλαβής της επιστολής. Η γνωστοποίηση στους δύο εμπειρογνώμονες, επιτεύχθηκε στις 3.10.24.
Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις νομικές αρχές, στην βάση των οποίων το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια για ακύρωση ή τροποποίηση παρεμπίπτοντος διατάγματος που έχει προηγουμένως εκδώσει.
Το Άρθρο 32 Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 προνοεί τα εξής:
(1) Τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού έκαστον δικαστήριο, εν τη ασκήσει της πολιτικής αυτού δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει απαγορευτικόν διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστακτικόν).
(2) Οιανδήποτε παρεμπίπτον διάταγμα, εκδοθέν συμφώνως τω εδαφίω (1), δύναται να εκδοθεί υπό τοιούτους όρους και προϋποθέσεις ως το δικαστήριο θεωρεί δίκαιον, και το δικαστήριο δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνον, επί αποδείξει ευλόγου αιτίας, να ακύρωση ή τροποποίηση οιονδήποτε τοιούτον διάταγμα.
Προκύπτει ότι δικαιοδοτικό πλαίσιο της παρούσας, είναι το Άρθρο 32.2 που παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία καθ' οιονδήποτε χρόνο να ακυρώσει ή τροποποιήσει προσωρινό διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε προηγουμένως δυνάμει του Άρθρου 32.1, με μόνη προϋπόθεση την απόδειξη «εύλογης αιτίας». Η ακύρωση ή τροποποίηση μπορεί να γίνει σύμφωνα με το Άρθρο 32.2 σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμα δηλαδή και μετά που το διάταγμα θα καταστεί απόλυτο (βλ. μεταξύ άλλων IKOS CIF LTD (2015) 1 Α.Α.Δ 421).
Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για τροποποίηση ή ακόμα και για ακύρωση παρεμπίπτοντος διατάγματος, αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Avila Management Services Ltd κ.α. v. Frantisek Stepanek κ.α. (ανωτέρω) 1403 όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος.»
Προκύπτει επίσης από το Άρθρο 32.2 ότι το βάρος απόδειξης της εύλογης αιτίας για ακύρωση ή τροποποίηση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, είναι πάντοτε στους ώμους του διαδίκου που αιτείται την ακύρωση ή τροποποίηση.
Στο Άρθρο 32.2 δεν υπάρχει ερμηνεία της φράσης «εύλογη αιτία». Στην υπόθεση Avila (ανωτέρω) λέχθηκε ότι εύλογη αιτία μπορεί να τεκμηριωθεί, στις περιπτώσεις όπου καταδεικνύεται διαφοροποίηση των περιστάσεων που να δικαιολογούν την ακύρωση ή τροποποίηση του διατάγματος. Προκύπτει από την πιο πάνω απόφαση ότι η εύλογη αιτία, πρέπει να σχετίζεται με γεγονότα που προέκυψαν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος ή δεν ήταν σε γνώση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Άρθρο 32.2 δεν επιτρέπει την επανεξέταση των κριτήριων έκδοσης του παρεμπίπτοντος διατάγματος, εκτός αν καταδειχθεί τέτοια αλλαγή των περιστατικών της υπόθεσης που να ανατρέπει ολόκληρη την πραγματική βάση, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση του. Τα νέα γεγονότα θα πρέπει να προκύπτουν μετά την έκδοση διατάγματος και να τείνουν να διαφοροποιήσουν το πραγματικό βάθρο, στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση έκδοσης του. Τότε μόνον μπορούν να στοιχειοθετηθούν οι προϋποθέσεις για αναθεώρηση του εκδοθέντος διατάγματος. Διαφορετικά, δεν παρέχεται δικαιοδοσία στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να αναθεωρήσει δική του απόφαση για έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Στο σύγγραμμα Διατάγματα - Injunctions, των Ερωτοκρίτου και Αρτέμη, σελ. 175, περιέχεται το ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα ως προς το πότε δικαιολογείται η τροποποίηση παρεμπίπτοντος διατάγματος:
«Ο αποτυχών διάδικος έχει επίσης δικαίωμα να αιτηθεί όπως διαφοροποιηθεί το διάταγμα ή οι όροι του, ιδιαίτερα αν υπήρξε αλλαγή των περιστάσεων από τότε που εκδόθηκε το διάταγμα ή προέκυψαν νέα γεγονότα τα οποία δεν ήταν σε γνώση του και τα οποία επηρεάζουν ουσιωδώς τη διατήρηση της ισχύος του διατάγματος.»
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι η αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 32.2 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για επανεξέταση, ανατροπή και αναθεώρηση εκδοθέντος διατάγματος, στη βάση των περιστατικών και γεγονότων που υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης του. Συνεπώς θα πρέπει να τονιστεί ότι η εξουσία ακύρωσης παρεμπίπτοντος διατάγματος, ενδείκνυται σε περιορισμένες περιπτώσεις και μόνον εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη αιτία, με την έννοια ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης έχουν διαφοροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό μετά την έκδοση του διατάγματος ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση του.
Επιπλέον, σε περίπτωση που δεν επιζητείται η πλήρης ακύρωση του αρχικού διατάγματος αλλά μόνο η τροποποίηση του, το αίτημα πρέπει να δικαιολογείται μεν στην βάση της απόδειξης εύλογης αιτίας, αλλά ταυτόχρονα να μην καταστρατηγείται ο λόγος έκδοσης του αρχικού διατάγματος. Είναι σαφές ότι με την έκδοση του αρχικού διατάγματος, το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ότι καταδεικνύεται η αναγκαιότητα για παρεμπίπτουσα θεραπεία, δυνάμει του Άρθρου 32.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και της σχετικής νομολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα πρέπει το αιτούμενο διάταγμα τροποποίησης δυνάμει του Άρθρου 32.2, να συγκρούεται με τους βασικούς σκοπούς του αρχικού διατάγματος.
Σχετική είναι και η απόφαση (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αίτηση τροποποίησε προσωρινό διάταγμα παγοποίησης, επιτρέποντας την αποδέσμευση σημαντικών ποσών για εξόφληση οικονομικής υποχρέωσης, χρηματοδότηση άμεσων αναγκών, κάλυψη δικηγορικών εξόδων, καθώς και για έξοδα διαβίωσης του αιτητή και της οικογένειας του. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, επέτρεψε μόνο την αποδέσμευση του ποσού που αφορούσε την κάλυψη των δικηγορικών εξόδων. Θεωρήθηκε συναφώς, ότι τα υπόλοιπα χρήματα αποτελούσαν αντικείμενο της αγωγής και κατά συνέπεια δεν επιτρεπόταν η απόσυρση οποιουδήποτε ποσού μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα καταστρατηγείτο ο σκοπός έκδοσης του προσωρινού διατάγματος που ήταν η παγοποίηση των ποσών αυτών, μέχρι να αποφασιστεί από το Δικαστήριο, ποιος είναι ο δικαιούχος τους.
Ως προς την τροποποίηση παρεμπίπτοντος διατάγματος, καθοδήγηση επί του θέματος αντλείται και από την αγγλική νομολογία. Στην υπόθεση [2006] EWHC 602 (Comm), η οποία υιοθετήθηκε σε σειρά Κυπριακών πρωτόδικων αποφάσεων, καθορίστηκαν οι αρχές που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όταν καλείται να εξετάσει αίτημα τροποποίησης ενδιάμεσου διατάγματος. Το κύριο στοιχείο σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση, είναι το κατά πόσον εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της δικαιοσύνης από την τροποποίηση. Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά:
«The essential test is whether it is in the interests of justice to make the variation sought»
Επανερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας, επισημαίνουμε ότι οι εφεσείουσες στηρίζουν την βάση των επιχειρημάτων τους, στην θέση ότι υπήρξε λανθασμένη ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο του
Οι εφεσείουσες επικαλούνται στην παρούσα περίπτωση, μεγάλη κατά την άποψη τους καθυστέρηση εκ μέρους του εφεσίβλητου, στην προώθηση του διορισμού εμπειρογνώμονα. Το στοιχείο αυτό συνιστά κατά τις εφεσείουσες κατάχρηση της διαδικασίας, κάτι που είναι σε τέτοιο βαθμό καθοριστικό που δικαιολογεί την ακύρωση του μέρους του παρεμπίπτοντος διατάγματος που αφορά τον διορισμό εμπειρογνώμονα.
Είναι η θέση των εφεσειουσών ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολουθώντας τη λανθασμένη προσέγγιση που υιοθέτησε σε σχέση με την ερμηνεία του Άρθρου 32.2 δεν εξέτασε σε κανένα σημείο της απόφασης του, την όλη συμπεριφορά και καταχρηστική στάση του εφεσίβλητου από την στιγμή που επικυρώθηκε το διάταγμα κατ' έφεση, αλλά πολύ περισσότερο μετά και την τελευταία παράταση που δόθηκε στις 3.7.2019, για να κρίνει κατά πόσο αυτή ήταν τέτοια, που να δικαιολογούσε την ακύρωση του διατάγματος.
Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι μετά την έκδοση της απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην έφεση E324/2016 στις 14.11.2018, έδωσαν όλα τα απαιτούμενα εφόδια και συγκαταθέσεις στον εφεσίβλητο αφού συναίνεσαν στο διορισμό του εμπειρογνώμονα της επιλογής του και συμμορφώθηκαν με κάθε αίτημα του και του διορισθέντα εμπειρογνώμονα.
Ο συνήγορος του εφεσίβλητου στην αγόρευση του, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς για καθυστέρηση στην εκτέλεση του διατάγματος. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι με την τροποποίηση του διατάγματος και τον διορισμό δύο εμπειρογνωμόνων, το αρχικό διάταγμα ημ. 29.7.2016 δεν υφίσταται πλέον. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει αντικείμενο εξέτασης της παρούσας έφεσης. Αντίθετη στο ζήτημα αυτό είναι η θέση της συνηγόρου για τις εφεσείουσες. Ισχυρίστηκε ότι το γεγονός ότι τροποποιήθηκε το διάταγμα, δεν σημαίνει ότι επηρεάζεται με οιονδήποτε τρόπο η πορεία της παρούσας έφεσης. Ισχυρίστηκε επίσης ότι και αυτή η τροποποίηση έχει εφεσιβληθεί και εκκρεμεί ακόμα αίτημα αναστολής του τροποποιημένου διατάγματος.
Έχουμε εξετάσει με πολλή προσοχή τις πιο πάνω θέσεις των συνηγόρων όπως αναφέρονται στα περιγράμματα αγόρευσης και στις ενώπιον μας προφορικές αγορεύσεις τους.
Με όλο το σέβας προς τους συνηγόρους των εφεσειουσών δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις τους. Δεν εντοπίζουμε στην πρωτόδικη απόφαση, καμία λανθασμένη ερμηνεία στην ανάλυση των προϋποθέσεων που καθορίζει το Άρθρο 32.2 του Νόμου 14/60. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, ορθά έκρινε ότι στην έννοια της εύλογης αιτίας του εν λόγω άρθρου, εμπίπτει και η απόδειξη της αλλαγής των περιστατικών της υπόθεσης, η οποία θα πρέπει να δικαιολογεί την τροποποίηση του διατάγματος. Στο πλαίσιο αυτό, εξέτασε όλους τους ισχυρισμούς των εφεσειουσών όπως τέθηκαν ενώπιον του. Τόσον όσον αφορά την κατάχρηση διαδικασίας με την κατ' ισχυρισμό καθυστέρηση του εφεσίβλητου στον διορισμό εμπειρογνώμονα, όσον και την θέση για συμμόρφωση τους με το διάταγμα και την παροχή όλων των σχετικών πληροφοριών.
Σημειώνουμε ότι και οι δύο αυτοί λόγοι που προβλήθηκαν από τις εφεσείουσες για τροποποίηση του διατάγματος, σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με ισχυριζόμενη αλλαγή των συνθηκών της υπόθεσης, σε σχέση με το καθεστώς που υπήρχε κατά την έκδοση του διατάγματος. Είναι σαφές ότι τόσο η κατ' ισχυρισμό καθυστέρηση του εφεσίβλητου να προωθήσει τον διορισμό εμπειρογνώμονα, όσο και οι ισχυρισμοί για παροχή των πληροφοριών και τελική εκτέλεση του διατάγματος, συνιστούν θέσεις που εμπεριέχουν το στοιχείο της αλλαγής των περιστατικών της υπόθεσης, από την ημέρα έκδοσης του διατάγματος. Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση του σε απουσία απόδειξης της αλλαγής των περιστατικών της υπόθεσης και δεν προέβη σε ειδική αναφορά στην ύπαρξη εύλογης αιτίας δεν καταδεικνύει παρερμηνεία του Άρθρου 32.2 του Νόμου 14/60 ή ακόμα ότι δεν εξετάστηκαν όλες οι θέσεις που υπέβαλαν πρωτοδίκως οι εφεσείουσες.
Ιδιαίτερα ως προς την κατ' ισχυρισμό παρελκυστική συμπεριφορά του εφεσείοντα μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος, οι ίδιες οι εφεσείουσες την συνέδεσαν και με ισχυρισμούς για προσπάθεια αλίευσης μαρτυρίας. Το ζήτημα όμως αυτό, εξετάστηκε και απορρίφθηκε κατά την αρχική έκδοση του διατάγματος. Είναι ως εκ τούτου ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ισχυρισμοί των εφεσειουσών που περιλαμβάνονταν στην ένορκη δήλωση της αίτησης και οι οποίοι αμφισβητούν τα κίνητρα του εφεσίβλητου για την έκδοση του αρχικού διατάγματος, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και ο ισχυρισμός για αλίευση μαρτυρίας, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, το βασικό ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, είναι κατά πόσο οι εφεσείουσες με την μαρτυρία που προσκόμισαν πρωτοδίκως, έχουν αποδείξει τους πιο πάνω ισχυρισμούς τους, προκειμένου να τεκμηριώσουν την θέση τους ότι λόγω της αλλαγής των περιστατικών της υπόθεσης όπως τα επικαλούνται, υπάρχει εύλογη αιτία για τροποποίηση του αρχικού διατάγματος με την ακύρωση του επικουρικού διατάγματος διορισμού εμπειρογνωμόνων.
Από προσεκτική μελέτη όλου του υλικού που τέθηκε πρωτοδίκως, κρίνουμε ότι δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί των εφεσειουσών για παρελκυστική τακτική του εφεσίβλητου ώστε να δικαιολογείτο τέτοιο εύρημα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η μεγάλη καθυστέρηση στο διορισμό εμπειρογνωμόνων, οφείλεται εν πολλοίς στις δικαστικές διαδικασίες που οι ίδιες οι εφεσείουσες προώθησαν, προκειμένου να αμφισβητήσουν την πρωτόδικη κρίση για την έκδοση των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων αλλά και στην αρχική ασυμφωνία των μερών για την εταιρεία που θα αναλάμβανε ως εμπειρογνώμονας. Υπήρξε επίσης αμφισβήτηση από τις εφεσείουσες πολλών αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου με προσφυγή στο Εφετείο. Είναι βέβαια δικαίωμα των εφεσειουσών να αμφισβητούν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, τόσο την έκδοση του αρχικού, όσο και τα μεταγενέστερα διατάγματα παράτασης χρόνου και τροποποίησης. Οι διαδικασίες όμως αυτές είναι αναμφίβολα χρονοβόρες και καθυστέρησαν την εκτέλεση του διατάγματος. Ιδιαίτερα στην περίπτωση όπου ταυτόχρονα με την έφεση, αναστάληκε η εφαρμογή του αρχικού διατάγματος για δύο χρόνια. Για αυτό τον λόγο δεν μπορούν οι εφεσείουσες να παραπονούνται για παρελκυστική τακτική του εφεσίβλητου όταν σε μεγάλο βαθμό, η μη εκτέλεση μέχρι σήμερα του αρχικού διατάγματος, οφείλεται εν πολλοίς στις δικαστικές διαδικασίες που οι ίδιες καταχώρησαν.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, επαναλαμβάνουμε ότι δεν προκύπτει πουθενά από το υλικό που τέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η θέση των εφεσειουσών ότι ο εφεσίβλητος καθυστέρησε εσκεμμένα την προώθηση της διαδικασίας διορισμού εμπειρογνώμονα.
Αλλά ούτε και η θέση για ολοκλήρωση της διαδικασίας από την KPMG ευσταθεί. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι από το υλικό που τέθηκε πρωτοδίκως ενώπιον του, δεν καταδεικνύεται ο ισχυρισμός ότι υπήρξε διορισμός εμπειρογνώμονα, ο οποίος εκτέλεσε την εργασία ελέγχου της αποκάλυψης που διέταξε το Δικαστήριο. Αντιθέτως είναι σαφές ότι η διαδικασία διορισμού δεν έχει ολοκληρωθεί, εξ' ου και η 3η αίτηση από τον εφεσίβλητο για παράταση του χρόνου συμμόρφωσης με το διάταγμα διορισμού εμπειρογνώμονα. Αυτό καταδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι μόλις πρόσφατα εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης, στο οποίο προβλέπεται ο διορισμός δυο εμπειρογνωμόνων αντί ενός που προέβλεπε το αρχικό διάταγμα.
Να σημειώσουμε ότι παρά τις αρχικές θέσεις των εφεσειουσών που ισχυρίστηκαν την ολοκλήρωση της διαδικασίας, στην αγόρευση της συνηγόρου τους ενώπιον μας, έγινε παραδεκτό ότι η διαδικασία διορισμού εμπειρογνωμόνων δεν ολοκληρώθηκε. Επικαλέστηκε όμως την υπαιτιότητα του εφεσίβλητου για αυτό. Διευκρινίστηκε επίσης ότι η θέση για ολοκλήρωση της διαδικασίας, αναφερόταν σε ισχυρισμούς της KPMG κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τις αιτούμενες πληροφορίες μέσω των συστημάτων των εφεσιβλήτων - εναγομένων 3 αφού αυτές σε σχέση με συναλλαγές των πελατών τους δεν αποτυπώνονται στο λογισμικό τους.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι που προβάλουν οι εφεσείουσες για ακύρωση του μέρους του διατάγματος αναφορικά με τον διορισμό εμπειρογνώμονα, αντιφάσκουν μεταξύ τους. Από την μια προσάπτουν στον εφεσίβλητο παρελκυστική τακτική και καθυστέρηση στην προώθηση του διορισμού εμπειρογνώμονα και από την άλλη ισχυρίζονται ότι ο εμπειρογνώμονας που διορίστηκε, δεν είναι σε θέση να εκτελέσει την εργασία που του ανατέθηκε από το διάταγμα και ως εκ τούτου ο έλεγχος ολοκληρώθηκε.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε περαιτέρω στην αγόρευση του ότι δεν θα μπορούσε να ακυρωθεί το αρχικό διάταγμα, λόγω του ότι όπως αυτό εκδόθηκε στις 29.7.2016 δεν υφίσταται πλέον, αφού έχει τροποποιηθεί και προβλέπει ήδη το διορισμό δύο εμπειρογνωμόνων αντί ενός. Έχουμε σοβαρές αμφιβολίες αν η αμφισβήτηση του αρχικού διατάγματος θα μπορούσε να προχωρήσει μετά την πιο πάνω ριζική τροποποίηση του. Χωρίς όμως να υπεισέλθουμε στην ουσία του πιο πάνω ισχυρισμού, κρίνουμε ότι το αίτημα για ακύρωση του μέρους του διατάγματος για διορισμό εμπειρογνώμονα, δεν θα μπορούσε να πετύχει για ακόμα ένα πιο σημαντικό λόγο. Προκύπτει ότι οι εφεσείουσες δεν επιζητούν την ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος αποκάλυψης στο σύνολο του. Αυτό που επιδιώκεται είναι η τροποποίηση του διατάγματος με την ακύρωση μόνο του μέρους που αφορά τον διορισμό εμπειρογνώμονα. Είναι σαφές όμως ότι το μέρος του διατάγματος για διορισμό εμπειρογνώμονα, είναι υποστηρικτικό του κυρίως διατάγματος αποκάλυψης και εκδόθηκε προκειμένου να βοηθήσει στην υλοποίηση της αποκάλυψης. Η αναγκαιότητα για τον διορισμό εμπειρογνώμονα προς υποστήριξη του κυρίως διατάγματος αποκάλυψης, επιβεβαιώθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του ημ. 14.11.2018 στην πολιτική Έφεση Ε324/16, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη κρίση για οριστικοποίηση των διαταγμάτων (βλ. , ανωτέρω).
Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι τυχόν τροποποίηση του αρχικού παρεμπίπτοντος διατάγματος με την ακύρωση του μέρους του που αφορά τον διορισμό εμπειρογνώμονα ως υποστηρικτικό συστατικό της αποκάλυψης, δεν μπορεί παρά να συγκρούεται με τους βασικούς σκοπούς του αρχικού διατάγματος για αποκάλυψη των πληροφοριών που ο εφεσίβλητος επιδιώκει (βλ. (ανωτέρω). Ως αποτέλεσμα, και με δεδομένο ότι δεν αποδείχθηκε διαφοροποίηση των συνθηκών και κατάχρηση διαδικασίας από τον εφεσίβλητο, κρίνουμε ότι δεν θα εξυπηρετούνταν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης με την έγκριση του αιτήματος των εφεσειουσών για τροποποίηση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, με την ακύρωση του μέρους που αφορά τον διορισμό εμπειρογνώμονα (βλ. ανωτέρω).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με €4.000,00 έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειουσών πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.
Αλ. Παναγιώτου, Π. Μ. Τουμαζή, Δ. Ι. Στυλιανίδου, Δ.