ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 159/2024)

 

8 Νοεμβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΛΕΞΙΑ ΙΑΚΩΒΟΥ

Εφεσείουσα

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Κ. Σιαηλής για Σιαηλής & Σιαηλή Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα

Ε. Μανώλη (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Έχοντας αποσύρει τον λόγο έφεσης που αφορούσε την καταδίκη της στα αδικήματα της παράνομης κατοχής περιουσίας (Π.Κ. 309) και της κλεπταποδοχής [Π.Κ. 306(α)], η Εφεσείουσα, κατηγορούμενη 1, προώθησε μόνο τον δεύτερο λόγο, με τον οποίο προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολικές τις επιβληθείσες, από το E.Δ. Πάφου, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε και εννέα μηνών, σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση έξι μηνών φυλάκισης από παλαιότερη ανασταλείσα 12μηνη φυλάκιση (κατηγορίες 3 και 8).

 

        Στη βάση του αρχικώς καταχωρισθέντος κατηγορητηρίου η Εφεσείουσα αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες για διαρρήξεις οικιών εν καιρώ νυκτός [Π.Κ. 292(α)] και αντίστοιχες κατηγορίες για κλοπές [Π.Κ. 266(β)], καθώς και μια κατηγορία για παράνομη κατοχή περιουσίας (Π.Κ. 309) ενώ ο κατηγορούμενος 2 αντιμετώπιζε μόνο την κατηγορία 4 για κλεπταποδοχή. Προτού κληθούν σε απολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προσέθεσε ακόμα δύο κατηγορίες για κλεπταποδοχή, σε σχέση με την Εφεσείουσα (κατηγορίες 7, 8) στη βάση των Άρθρων 83 και 84 της Ποινικής Δικονομίας. Στην τελική του απόφαση, αφού απέρριψε τη μαρτυρία του πρώην συντρόφου της, ήτοι του Μ.Κ.6, ο οποίος ήταν και ο μόνος ο οποίος τής απέδιδε εμπλοκή στις διαρρήξεις και κλοπές, το πρωτόδικο Δικαστήριο την καταδίκασε μόνο στα δύο προαναφερθέντα αδικήματα, για τα οποία επέβαλε τις κρινόμενες ποινές και συγκεκριμένα:

 

·               Στην κατηγορία 3, για την παράνομη κατοχή δύο τηλεοράσεων (Samsung 55'' και Sony 50'') και μιας κονσόλας Nintendo Switch με χειριστήρια, μεταξύ 21.10.23 έως 6.12.23.

 

·               Στην κατηγορία 8, για την κλεπταποδοχή μιας τηλεόρασης (Hyundai 55'') αξίας €850 και ενός αποσμητήρα (Midea) αξίας €250, μεταξύ 21.10.23 έως 6.12.23.

 

        Οι πιο πάνω συσκευές ήταν μέρος των κλαπέντων από δύο οικίες στην Πάφο (13.9.23) και στην Έμπα (20.10.23), είχαν δε εντοπιστεί στην κατοικία της Εφεσείουσας στις 6.12.23, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, με εξαίρεση την τηλεόραση Hyundai, η οποία εντοπίστηκε στην κατοικία του Κατηγορούμενου 2, μετά που αυτός την είχε αγοράσει έναντι €150 από την Εφεσείουσα.

 

        Η Εφεσείουσα βαρύνετο με τέσσερεις προηγούμενες καταδίκες για αδικήματα της περιόδου 2018 έως 2023, ήτοι: (1) €200 πρόστιμο στις 18.10.22 για παραβίαση του περί Σκύλων Ν.184(I)/22, (2) €300 εγγύηση στις 19.6.23 για παραβίαση του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, Κεφ. 260, (3) Ποινές φυλάκισης 12 μηνών, τριών μηνών και ενός μηνός, στις 21.6.23 για κατοχή διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυκτός, κατοχή παράνομης περιουσίας, κατοχή επιθετικού όπλου και κατοχή αντικειμένου εκτοξεύοντος αέριο, οι οποίες ανεστάλησαν υπό όρους για περίοδο τριών ετών, και τέλος (4) €1.500 πρόστιμο στις 6.7.23 για κατοχή όπλου Κατηγορίας Γ.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τις προβλεπόμενες ποινές, τη σχετική νομολογία από την οποία προέκυπτε και η έξαρση αδικημάτων παρόμοιας φύσης και ως επιβαρυντικό παράγοντα το είδος και την αξία των αντικειμένων κλεπταποδοχής (τηλεόρασης Hyundai, αποσμητήρα Midea), την ταλαιπωρία του ιδιοκτήτη ο οποίος στερήθηκε τη χρήση τους μέχρι την επιστροφή τους και τέλος για την Εφεσείουσα το γεγονός ότι ενώ στις 21.6.23 τής είχε επιβληθεί φυλάκιση με αναστολή για κατοχή διαρρηκτικών οργάνων και για παράνομη κατοχή περιουσίας, εντούτοις μόλις έξι μήνες αργότερα διέπραξε τα επίδικα αδικήματα.

 

        Από την άλλη πλευρά προς όφελος της Εφεσείουσας έλαβε υπ' όψιν τις προσωπικές συνθήκες ως προέκυπταν από έκθεση των Υ.Κ.Ε. και την αγόρευση του συνηγόρου της. Ειδικότερα συνεκτίμησε το ότι οι γονείς της είχαν χωρίσει ενόσω ήταν 11 ετών, ότι είναι κάτοχος διπλώματος κομμωτικής, επάγγελμα το οποίο δεν ασκεί από 12ετίας, ότι είναι 36 ετών και ότι από δύο γάμους και ισάριθμες σχέσεις έχει αποκτήσει πέντε παιδιά, εκ των οποίων τα δύο μεγαλύτερα (16 και 18 ετών) διαμένουν με τον πρώτο σύζυγό της, το τρίτο (12 ετών) διαμένει με τη μητέρα της Εφεσείουσας (γιαγιά), το τέταρτο (6 ετών) ανατέθηκε στους θείους εκ πατρός και το πέμπτο (3 ετών), βάσει προσωρινού δικαστικού διατάγματος, διαμένει με τον πατέρα του (τον Μ.Κ.6) ενώ η Εφεσείουσα υπέβαλε ένσταση στην οριστικοποίηση του εν λόγω διατάγματος. Από πλευράς υγείας σημειώθηκαν τα προβλήματα θυρεοειδούς αδένος και σπονδύλου. Υπέδειξε δε το Δικαστήριο ως αξιοσημείωτη την αναφορά στην έκθεση των Υ.Κ.Ε. ότι ως διαφαίνεται η Εφεσείουσα δεν αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα των πράξεων της και τις επιπτώσεις αυτών στην οικογένειά της, καθώς και ότι παρά την επίκληση άσχημης ψυχολογικής κατάστασης, εντούτοις ουδέποτε έχει αναπτύξει συστηματική συνεργασία με επαγγελματίες ψυχικής υγείας, η δε μη ανάληψη ευθυνών και η χρόνια επαγγελματική αδράνεια φαίνεται να έχουν οδηγήσει στη σημερινή της κατάσταση.

 

        Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή ήταν η φυλάκιση, την οποία και επέβαλε, μη εντοπίζοντας λόγο για αναστολή και τούτο στη βάση της σοβαρότητας της κλεπταποδοχής, της έξαρσης στην Επαρχία Πάφου και των προηγούμενων καταδικών, εκ των οποίων η μια ήταν πρόσφατη και αφορούσε αδικήματα κατά περιουσίας. Με γνώμονα δε την αρχή της συνολικότητας έκρινε πως η ενεργοποίηση έξι μηνών από την ανασταλείσα κατά το 2023 ποινή «θα καθιστούσε την ποινή στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης ως μη υπερβολική στο σύνολό της», οπότε και διέταξε την εκτέλεση του μέρους αυτού διαδοχικά προς τη φυλάκιση των εννέα μηνών. 

 

        Συνιστά πάγια νομολογιακή θέση ότι το καθήκον επιμέτρησης ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς Νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό. Όπως καθοδηγητικά είχε αναφερθεί στην υπόθεση S.J.L v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/21 κ.ά, ημερ. 27.10.22:

 

        «Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής

....................................

        Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525)».

 

        Στην παρούσα περίπτωση, με τον μοναδικό πλέον λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική καθότι ο πρωτόδικος Δικαστής: (α) Δεν έλαβε καθόλου υπ' όψιν σοβαρούς μετριαστικούς παράγοντες, (β) Δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες, (γ) Έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα σε παράγοντες τους οποίους χαρακτήρισε ως επιβαρυντικούς και (δ) Λανθασμένα χαρακτήρισε παράγοντες ως επιβαρυντικούς.

 

        Στην αιτιολογία του λόγου αναπτύσσεται σειρά επιχειρημάτων προς υποστήριξη του και, ως έχουμε αντιληφθεί στο στάδιο των αγορεύσεων, στοχεύουν όλα στην κατάδειξη υπερβολικότητας στη συνολική 15μηνη φυλάκιση, ως αυτή προέκυπτε από την ενεργοποίηση έξι μηνών από την παλαιότερη ποινή. Ουσιαστικά τίθεται εκ μέρους της Εφεσείουσας ζήτημα τόσο εν σχέσει με την επιλογή ενεργοποίησης όσο και εν σχέσει με το μέρος της ποινής που είχε ενεργοποιηθεί, αφού κατά την εισήγηση  καθιστά τη συνολική ποινή υπερβολική.

 

Ενεργοποίηση Ανασταλείσας Ποινής

 

        Η εξουσία λήψης μέτρων για ανασταλείσα φυλάκιση δίδεται από το Άρθρο 4(1) του περί της Υφ' όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδ. 1(α), το Δικαστήριο διατάσσει την εκτέλεση (ενεργοποίηση) της ανασταλείσας ποινής εκτός εάν είναι της γνώμης ότι αυτό θα ήταν άδικο λαμβανομένων υπ' όψιν, αφενός όλων των περιστάσεων οι οποίες μεσολάβησαν από την αναστολή της και αφετέρου των περιστάσεων υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί το νέο αδίκημα, οπότε αναφέρει τους λόγους μιας τέτοιας επιλογής (μη ενεργοποίησης ολόκληρης της ποινής). Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι με βάση τα εδ. (1)(β), (γ), (δ) το Δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει την εκτέλεση μέρους της ανασταλείσας ποινής ή την επέκταση της περιόδου αναστολής κατ' ανώτατον όριο μέχρι δύο έτη ή να μην λάβει οποιοδήποτε μέτρο. Οι σχετικές νομολογιακές αρχές προκύπτουν από σειρά υποθέσεων όπως η Louca v. Republic (1986) 2 C.L.R. 141, Βασιλειάδης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 409, Χριστούδκιας v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 52, Χριστοφίδης v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148 και θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο ότι:

 

        (α)   Εξασφαλίζοντας αναστολή εκτέλεσης φυλάκισης κάποιος κατηγορούμενος, έχει μέσω αυτής την ευκαιρία να αποφύγει την άμεση φυλάκιση, υπό τον όρο ότι και αυτός θα τιμήσει την εμπιστοσύνη την οποία επιδεικνύει το Δικαστήριο [(Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].

        (β)   Σε περίπτωση παράβασης των όρων αναστολής το πρωταρχικό ζήτημα το οποίο εξετάζεται από το (δεύτερο) Δικαστήριο είναι το κατά πόσον η παράβαση αυτή είναι για οποιονδήποτε λόγο δικαιολογημένη ή η βαρύτητά της μειώνεται εξαιτίας οποιωνδήποτε περιστατικών. Εξ ου και το ότι η ενεργοποίηση συνδέεται κατ' εξοχήν με τους λόγους μη τήρησης των όρων αναστολής και όχι με την ομοιότητα μεταξύ του νέου αδικήματος και εκείνου για το οποίο είχε ανασταλεί η ποινή.  

        (γ)  Οι όροι αναστολής και η τήρησή τους συνιστούν το υπόβαθρο επί του οποίου διετάχθη η αναστολή οπότε όταν αυτό καταρρέει (εξαιτίας της παράβασης), έπεται ότι εξαφανίζεται και ο πρωταρχικός λόγος που υπήρχε για τη μη ενεργοποίησή της [(Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].

        (δ) Στην απουσία κατάλληλων περιστατικών τα οποία μειώνουν τη βαρύτητα της παράβασης των όρων αναστολής, η ενεργοποίηση πρέπει κατά κανόνα να διατάσσεται [(Louca, Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].

        (ε)   Σε περίπτωση παράβασης όρων η ενεργοποίηση φυλάκισης καθίσταται επιβεβλημένη και ενδεδειγμένη ενέργεια αφού είχε ήδη δοθεί η ευκαιρία και για να μην απολέσει η φυλάκιση με αναστολή το νόημά της, ήτοι για να μην εξασθενήσει ή να εξουδετερωθεί η αποτελεσματικότητά της ως σωφρονιστικό μέτρο [(Βασιλειάδης, Χριστοφίδης, (ανωτέρω)]. Ο δε κατηγορούμενος δεν μπορεί να παραπονεθεί, διότι παραβαίνοντας τους όρους της αναστολής έθεσε εκουσίως σε κίνδυνο την ελευθερία του, την οποία και στερείται από δική του εσκεμμένη πράξη [(Louca, (ανωτέρω), Χριστούδκιας, (ανωτέρω)].

 

        Υπό τις περιστάσεις της παρούσας δεν θεωρούμε ότι αφέθηκαν πολλές επιλογές στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Πολύ σύντομα μετά το ευεργέτημα της αναστολής και της εμπιστοσύνης, την οποία τής επέδειξε το χορηγήσαν την αναστολή Δικαστήριο, απεδέχθη και κατακράτησε  κλοπιμαία περιουσία εν γνώσει των συνθηκών κλοπής της. Ούτε προεβλήθη ούτε προέκυπτε οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο θα δημιουργείτο έστω η σκέψη ότι μια τέτοια παράβαση των όρων αναστολής ήταν δικαιολογημένη. Τα δε περιστατικά της υπόθεσης όχι μόνο δεν μείωναν τη βαρύτητα της παράβασης αλλά την επέτειναν αφού κατεδείκνυαν την εμπλοκή της Εφεσείουσας ξανά σε αδικήματα κατά περιουσίας. Θεωρούμε λοιπόν ως κατ' αρχήν ορθή την επιλογή ενεργοποίησης μέρους της ανασταλείσας ποινής.

 

Αρχή της Αναλογικότητας ‑ Αρχή της Συνολικότητας

 

        Με το δεύτερο σκέλος της εισήγησης ουσιαστικά εγείρεται ζήτημα ως προς την αναλογικότητα μεταξύ αδικημάτων και ποινής, καθώς και τη συναφή αρχή της συνολικότητας της ποινής (Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443). Οι αρχές αυτές ορίζουν ότι όταν επιβάλλεται ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την πρώτη, το Δικαστήριο έχει καθήκον αφενός να βεβαιωθεί ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό και αφετέρου ότι αυτό το σύνολο ποινών είναι ανάλογο προς το διαπραχθέν αδίκημα, ούτως ώστε η συνολική ποινή να είναι δίκαιη για τον κατηγορούμενο. Πρόκειται για αρχές οι οποίες έχουν αναλυθεί σε πάρα πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις Παπαχρίστου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, Ηρακλέους v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327, Σωτηριάδου v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 356, Γρηγορίου v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 628, Ηρακλέους v. Αστυνομίας (2019) 2 Α.Α.Δ. 534, Ηρακλέους v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 175/18, ημερ. 15.5.19, ECLI:CY:AD:2019:B185, Γλυκερίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 171/20, ημερ. 8.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B287.

 

        Στην αιτιολογία του προωθούμενου λόγου έφεσης αναπτύσσονται εκτενώς διάφορα επιχειρήματα, πλείστα εκ των οποίων όμως δεν βρίσκουν έρεισμα είτε στη νομολογία είτε στα γεγονότα της υπόθεσης είτε στην πρωτόδικη απόφαση, οπότε δεν θα μας απασχολήσουν εν εκτάσει. Αρκούμαστε στο να πούμε συνοπτικά: (α) Ότι δεν είχε οποιαδήποτε σημασία εν σχέσει με την ποινή, η προηγηθείσα αθώωση της Εφεσείουσας στις σοβαρότερες κατηγορίες της διάρρηξης ή το ότι κατά την αξιολόγηση μαρτυρίας είχε αφεθεί ανοικτό το ενδεχόμενο ο ίδιος ο Μ.Κ.6 να είχε μεταφέρει τα κλαπέντα στην κατοικία της Εφεσείουσας, (β) Ότι είχαν ληφθεί δεόντως υπ' όψιν οι προσωπικές περιστάσεις και το ιστορικό της Εφεσείουσας, (γ) Ότι υπό τις περιστάσεις δεν είχε οποιαδήποτε σημασία το γεγονός πως η Εφεσείουσα τελούσε υπό κράτηση εκκρεμούσης της δίκης, (δ) Ότι δεν είναι ορθή η θέση πως λόγω φύλου έπρεπε να τύχει επιεικέστερης αντιμετώπισης, (ε) Ότι λήφθηκαν υπ' όψιν τα προβλήματα υγείας και εν πάση περιπτώσει δεν ευσταθεί η θέση πως δεν μπορούν να τύχουν αντιμετώπισης στις Κεντρικές Φυλακές, ιδιαίτερα εν όψει των προνοιών του σχετικού Ν.62(I)/96 και Κανονισμών, (στ) Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση συνεκτίμησε μόνο την προηγηθείσα καταδίκη για κατοχή διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυκτός, μη δίδοντας οποιαδήποτε σημασία στις υπόλοιπες καταδίκες και δεχόμενο έτσι τις σχετικές εισηγήσεις εκ μέρους της Υπεράσπισης.  

 

        Θα πρέπει δε να σημειώσουμε ότι, όπως ορθώς υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο κ. Σιαηλής δεν αμφισβητεί πως η κατάλληλη ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης. Για το βαρύτερο εξ αυτών, της κλεπταποδοχής, προνοείται φυλάκιση μέχρι πέντε έτη στις περιπτώσεις που ο κλεπταποδόχος αποδέχεται την περιουσία εν γνώσει του ότι αυτή έχει κλαπεί ή αποκτηθεί υπό περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα [Π.Κ. 306(α)]. Εδώ επρόκειτο για συσκευές που είχαν κλαπεί μετά από διάρρηξη διαμερίσματος εν καιρώ νυκτός.

 

        Πέραν της σοβαρότητας του αδικήματος, η οποία προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή, ήταν ορθή και η διαπίστωση ότι αδικήματα κλοπών, διαρρήξεων και γενικά κατά περιουσίας, όπως αυτά της κλεπταποδοχής και της παράνομης κατοχής, διαπράττονται με ιδιαίτερη συχνότητα (Φαναράς κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50). Συμφωνούμε συνεπώς ότι απαιτείτο αυστηρή και αποτρεπτική ποινή, ιδιαίτερα έχοντας υπ' όψιν το ποινικό μητρώο της Εφεσείουσας, το οποίο περιόριζε την επιείκεια που θα μπορούσε να επιδειχθεί υπό άλλες περιστάσεις.

 

        Εξετάζοντας τις επιβληθείσες ποινές, παρατηρούμε κατ' αρχάς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε για το σαφώς ελαφρύτερο αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας φυλάκιση πέντε μηνών ενώ η προβλεπόμενη ποινή είναι μέχρι έξι μήνες φυλάκιση. Θα τονίσουμε μόνο την επαναλαμβανόμενη (αλλά πλήρη σημασίας) αρχή ότι τη βάση και αφετηρία της επιμέτρησης συνιστά πάντοτε η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή, η οποία και αρμόζει μόνο στις χειρότερες περιπτώσεις του είδους του εκδικαζόμενου αδικήματος («Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα», Α. Καπαρδής & Η. Στεφάνου, σ. 117). Για το κάθε αδίκημα, όσο σοβαρό και να είναι, υπάρχει κλίμακα έντασης στη διάπραξή του (Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Η παρούσα, εν όψει και της ύπαρξης ελαφρυντικών, δεν ήταν ασφαλώς μια από τις χειρότερες του είδους παράνομης κατοχής περιουσίας ούτως ώστε να δικαιολογούσε την επιβολή σχεδόν της μέγιστης ποινής. Άλλωστε η φυλάκιση που επέβαλε στην πιο σοβαρή από τις κατηγορίες αντανακλούσε ουσιαστικά το μέτρο κρίσης του Δικαστηρίου για εκείνη (Τραλαλάς v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323) και λογικό ήταν να προσαρμοστεί αναλόγως και στο μέτρο του δυνατού και η ποινή στην ελαφρύτερη κατηγορία.  

 

        Αυτό όμως που μας προβλημάτισε πολύ πιο σοβαρά είναι το γεγονός ότι στην προσπάθεια του να εξεύρει την αρμόζουσα ποινή το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε εν σχέσει με την κλεπταποδοχή στις υποθέσεις Κουφού v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 95 και Ψωμά v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40, εκ των οποίων η πρώτη δεν μπορούσε να παράσχει καμμιά καθοδήγηση αλλά ως διαπιστώνεται επηρέασε την πρωτόδικη κρίση ως προς τη συνολικότητα της ποινής.

 

        Απλή αναδρομή στα γεγονότα της Κουφού (ανωτέρω) καταδεικνύει εύκολα ότι δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την παρούσα. Επρόκειτο για υπόθεση στην οποία ο κατηγορούμενος είχε παραδεχθεί δύο κλεπταποδοχές και αντίστοιχες κατηγορίες για πλαστογραφίες επιταγών, κυκλοφορίες αυτών και εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις ενώ είχαν ληφθεί υπ' όψιν ακόμα μια υπόθεση Κακουργοδικείου για παρόμοια αδικήματα, άλλες 23 παρόμοιας φύσης υποθέσεις Επαρχιακών Δικαστηρίων παγκύπρια, καθώς και εννέα αστυνομικοί φάκελοι (RCI) και είχαν επιβληθεί ποινές τεσσάρων ετών στις πλαστογραφίες και κυκλοφορίες, δύο ετών στις ψευδείς παραστάσεις και 12 μηνών στην κάθε κλεπταποδοχή. Το σύνολο της εκεί εγκληματικής δράσης και η ύπαρξη σοβαρότερων αδικημάτων από την κλεπταποδοχή ασφαλώς είχαν επιδράσει σε όλες τις επιβληθείσες ποινές. Υπό αυτή την έννοια δεν συνιστούσε επ' ουδενί λόγω κατάλληλη αυθεντία για λήψη καθοδήγησης στην παρούσα.

 

            Αντιθέτως η υπόθεση Ψωμά (ανωτέρω) δύναται όντως να παράσχει κάποια υποβοηθητική καθοδήγηση στον εντοπισμό του μέτρου της αρμόζουσας ποινής. Ο Εφεσείων εκεί κρίθηκε ένοχος για κλεπταποδοχή κλαπέντος χαλκού (890kg) αξίας Λ.Κ.800 (€1.385 περίπου), του οποίου διαπραγματευόταν την πώληση. Ήταν 35 ετών με λευκό μητρώο, οικογενειάρχης, εργαζόμενος σε νυκτερινή εργασία πατέρας τριών παιδιών σχολικής ηλικίας, τα οποία φρόντιζε και διακινούσε στα σχολεία τους ενόσω εργαζόταν η σύζυγός του. Το Εφετείο έκρινε ότι δεν αποδόθηκε η πρέπουσα σημασία στις προσωπικές του συνθήκες και γενικότερα ότι η σοβαρότητα του εγκλήματος δεν αποτιμήθηκε σε σωστά πλαίσια, οπότε μείωσε τη 12μηνη φυλάκιση σε 6μηνη.

 

        Στην παρούσα περίπτωση τα αντικείμενα της κλεπταποδοχής ήταν δύο συσκευές συνολικής αξίας €1.100. Από πλευράς αξίας αντικείμενων λοιπόν πλησίαζε τα γεγονότα της υπόθεσης Ψωμά (ανωτέρω) αν και δεν θα μπορούσε εύκολα να συγκριθεί με τη μεγάλη ποσότητα χαλκού (σχεδόν ένας τόνος) εκείνης της υπόθεσης. Εκεί ο κατηγορούμενος ήταν εργαζόμενος οικογενειάρχης με άμεση εμπλοκή στην ανατροφή των τριών παιδιών του και ήταν λευκού μητρώου ενώ εδώ η Εφεσείουσα δεν εργαζόταν, δεν είχε εμπλοκή στη φροντίδα των παιδιών της και είχε πρόσφατη προηγούμενη καταδίκη για κατοχή διαρρηκτικών οργάνων, στοιχείο που παρείχε ένδειξη για εμπλοκή σε παρόμοια δράση κατά περιουσίας και τής στερούσε μέρος της επιείκειας, που θα μπορούσε να επιδειχθεί, ιδιαίτερα εν όψει του ότι είχε εμπλακεί στα νεότερα αδικήματα εντός περιόδου κατά την οποία ίσχυε η αναστολή εκτέλεσης της παλαιότερης ποινής.

 

            Ασφαλώς τα πιο πάνω στοιχεία εν σχέσει, με τη συνολική εγκληματική δράση της Εφεσείουσας και ιδιαίτερα η προηγούμενη καταδίκη της για ομοειδές αδίκημα δικαιολογούσαν την αυστηρότερη ποινική μεταχείρισή της, εν συγκρίσει με την υπόθεση Ψωμά (ανωτέρω).

 

        Όμως, έχοντας καταλήξει στην απόφαση για ενεργοποίηση μέρους ανασταλείσας φυλάκισης, το βασικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει και ελέγξει, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, το ύψος  πλέον της συνολικής ποινής την οποία προτίθεται να επιβάλει. Όπως έχει λεχθεί στη Λοΐζου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546: «[Α]υτό που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι όπως η συνολική τιμωρία, ήτοι η ποινή επί του κυρίως αδικήματος και η ενεργοποιημένη ποινή, μη είναι υπερβολική».

 

        Κρίνουμε ότι δεν αποδόθηκε η πρέπουσα σημασία στο καθήκον αυτό και ότι, με την ενεργοποίηση του μισού της ανασταλείσας ποινής, η επιβληθείσα συνολική φυλάκιση των 15 μηνών καθίστατο έκδηλα υπερβολική.

 

        Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων η ποινή στην κατηγορία 3 αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 2 μηνών και η ποινή φυλάκισης των 9 μηνών στην κατηγορία 8 επικυρώνεται.

 

        Η διαταγή για ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής φυλάκισης αντικαθίσταται με διαταγή ενεργοποίησης 3 μηνών, διαδοχικά προς τις δύο πιο πάνω ποινές οι οποίες παραμένουν συντρέχουσες μεταξύ τους.

 

 

 

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο