ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ- ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E125/2019)
15 Νοεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ALPHA PANARETI PUBLIC LTD
Εφεσείουσα /Ενάγουσα
και
1. ΑΝΘΟΥΛΛΑΣ ΑΡΑΠΗ
2. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΑΡΑΠΗ
3. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΡΑΠΗ
Εφεσίβλητοι /Εναγόμενοι
------------------------------
Ζήνωνας Σάντης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Ντίνος Καλλής για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., Χ" Νεοφύτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Κώστας Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Στις 22.11.2016, η εφεσείουσα καταχώρησε εναντίον των εφεσίβλητων την αγωγή 1653/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Στην αγωγή αυτή, η εφεσείουσα ισχυριζόταν ότι ήταν ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αρ. εγγραφής 33720, τεμάχιο 477 στο Δήμο Πέγειας και οι εφεσίβλητοι ιδιοκτήτες του συνορεύοντος τεμαχίου με αρ. εγγραφής 38840, τεμάχιο 279. Κατά τους προβληθέντες εκεί ισχυρισμούς, το τεμάχιο 477 προέκυψε από διαχωρισμό που έγινε περί το 1942 και τα σύνορα του καθορίστηκαν, ως οι εξωτερικές γραμμές αποθήκης που υπήρχε και υπάρχει ακόμα στο τεμάχιο 279. Ωστόσο από λάθος του κτηματολογίου, ο προαναφερόμενος διαχωρισμός δεν αποτυπώθηκε ορθά, με αποτέλεσμα να καταφαίνεται ότι το τεμάχιο 279 επεκτείνεται προς τα δυτικά, ανατολικά και βόρεια καταλαμβάνοντας έκταση που ανήκει στο τεμάχιο 477. Πέραν τούτου, η εφεσείουσα ισχυριζόταν ότι κατά ή περί την 10.11.2016, οι εφεσίβλητοι, με προεργασία που έκαναν για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, επενέβησαν στον εν λόγω χώρο που ανήκει στο τεμάχιο 477.
Στη βάση αυτών των ισχυρισμών αξίωνε, μεταξύ άλλων, την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου για τροποποίηση/διόρθωση του εν χρήσει κτηματικού σχεδίου έτσι ώστε να αποδίδεται ορθά ο διαχωρισμός που έγινε περί το 1942. Επίσης, αξίωνε την έκδοση διατάγματος με το οποίο οι εφεσίβλητοι να διατάσσοντο όπως άρουν την επέμβαση στον περιβάλλοντα χώρο της αποθήκης του τεμαχίου 279, ο οποίος, κατ' ισχυρισμό ανήκε στο τεμάχιο 477.
Στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, η εφεσείουσα καταχώρησε στις 10.1.2017, μονομερή αίτηση και πέτυχε την έκδοση κάποιων απαγορευτικών διαταγμάτων. Κατόπιν όμως της διεξαγωγής ακρόασης, με τη συμμετοχή πλέον και των εφεσίβλητων, τα εκδοθέντα διατάγματα ακυρώθηκαν και η αίτηση απορρίφθηκε με την ενδιάμεση απόφαση του εκδικάζοντος δικαστηρίου ημερ.20.6.2017. Η ακύρωση των διαταγμάτων και η συνακόλουθη απόρριψη της αίτησης, δεν έγινε στη βάση διάγνωσης επί της ουσίας της διαφοράς, αλλά κατόπιν κατάληξης του εκδικάζοντος δικαστηρίου ότι η διαφορά δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία/αρμοδιότητα πολιτικού Δικαστηρίου για την εκδίκαση πολιτικών αγωγών. Τούτο, διότι η διαφορά (εσφαλμένη εγγραφή στο εν χρήσει κτηματικό σχέδιο) αφορούσε κτηματολογικό, τεχνικό ζήτημα που δεν χρειαζόταν τη συλλογή μαρτυρίας εκτός κτηματολογίου για να επιλυθεί. Αρκούσαν τα έγγραφα που ήταν ήδη κατατεθειμένα στο κτηματολόγιο. Έτσι, η διαφορά ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Διευθυντή του κτηματολογίου, οι αποφάσεις του οποίου, προσβάλλονται δια της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ.224, με την καταχώρηση δηλαδή αίτησης/έφεσης και όχι με την καταχώρηση πολιτικής αγωγής. Με την εν λόγω απόφαση του, το εκδικάζον δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία, διαχώρισε την περίπτωση, με περιπτώσεις «διπλής εγγραφής» και ενδεχόμενης απόκτησης νομικών δικαιωμάτων επί γης λόγω μακροχρόνιας κατοχής της.
Η εφεσείουσα, εφεσίβαλε την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση. Στην πορεία όμως η ίδια η αγωγή 1653/16 απορρίφθηκε αφού δεν τηρήθηκαν οι ταχθείσες προθεσμίες της Διαταγής 30 των τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Τούτο είχε ως νομικό αποτέλεσμα η έφεση να καταστεί άνευ αντικειμένου και η πρωτόδικη, ενδιάμεση απόφαση να καταστεί τελεσίδικη.
Τα πράγματα όμως δεν έμειναν μέχρι εκεί. Η εφεσείουσα επανήλθε, με την καταχώρηση της αγωγής 1036/17, επίσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Η νέα αγωγή αφορά τα ίδια ακίνητα, τον ίδιο αμφισβητούμενο χώρο και τους ίδιους διαδίκους με τη διαφορά ότι πέραν των εφεσίβλητων, ενάχθηκαν και ο Διευθυντής του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου και ο Γενικός Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας - εναγόμενοι 4 και 5. Σε κατοπινό στάδιο και συγκεκριμένα στις 23.1.2019 και 1.2.2019, με άδεια του Δικαστηρίου, προστέθηκαν και άλλα πρόσωπα ως εναγόμενοι 6-8.
Η νέα αγωγή, πέραν της παράνομης επέμβασης, έχει ως κύρια νομική βάση τη «διπλή εγγραφή». Περαιτέρω, ζητούνται επιπρόσθετα διατάγματα εναντίον των εφεσίβλητων συγκριτικά με εκείνα που ζητήθηκαν στην αγωγή 1653/16, ενώ ζητούνται και διατάγματα, στρεφόμενα αποκλειστικά εναντίον των εναγόμενων 4 και 5.
Στο πλαίσιο της νέας αγωγής, καταχωρήθηκε στις 9.10.2017, αίτηση (δια κλήσεως αυτή τη φορά) για την έκδοση διαταγμάτων τα οποία να απαγορεύουν στους εφεσίβλητους και στους αντιπροσώπους τους από του να:
«(α) εισέρχονται και/ή επεμβαίνουν και/ή προβαίνουν σε οικοδομικές και κατασκευαστικές εργασίες στον επίδικο χώρο, δηλαδή στο βόρειο, ανατολικό και δυτικό μέρος του κτιρίου της αποθήκης χαρουπιών και έξω από το κτίριο της αποθήκης χαρουπιών και πέραν από τα σύνορα της αποθήκης χαρουπιών με αρ. εγγραφής 0/38840, Φ/Σχ.: 44/24, τεμ. 279, τμήμα 0,
(β) συνεχίσουν τις κατασκευές και/ή οικοδομικές εργασίες επί του εν λόγω χώρου,
(γ) λειτουργούν επιχείρηση ταβέρνας ή οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση εντός του χώρου έξω από το κτίριο της αποθήκης χαρουπιών και επί του χώρου όπως ανωτέρω περιγράφηκε,
(δ) χρησιμοποιούν τα παράθυρα του κτιρίου της αποθήκης χαρουπιών ως θύρες εισόδου και να εισέρχονται εντός αυτών ως είσοδο εντός του κτιρίου της αποθήκης χαρουπιών.
εναντίον των Εναγόμενων 4 και 5 αξιώνονταν όπως:
(α) διατάγματα που να αναστέλλουν οποιεσδήποτε εκκρεμούσες διαδικασίες αναφορικά με το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/33720, τεμ. 477 και το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/38840, τεμ. 279.
(β) διάταγμα που να απαγορεύει τους εν λόγω Εναγόμενους από του να προβούν σε οποιαδήποτε πράξη ή απόφαση ή ενέργεια και/ή να ξεκινήσουν οποιαδήποτε διαδικασία αναφορικά με τα ανωτέρω ακίνητα.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ημερ.23.4.2019, χωρίς, ως έκρινε, να υφίστατο ανάγκη εξέτασης οποιουδήποτε άλλου ζητήματος, απέρριψε την αίτηση ημερ.9.10.2017, αποφαινόμενο ότι υπήρχε δεδικασμένο.
Αιτιολογώντας αυτή την κατάληξη, υποδεικνύει στις σελίδες 23 - 24 τα ακόλουθα:
«Tα επιδιωκόμενα να εκδοθούν διατάγματα Α‑Β εναντίον των Εναγόμενων 1‑3 είναι τα ίδια με τα επιδιωχθέντα και εκδοθέντα στην αγωγή 1653/16. Δηλαδή διατάγματα με τα οποία να εμποδίζονται να προβαίνουν σε κατασκευαστικές εργασίες και να εμποδίζονται να συνεχίσουν τις εν λόγω εργασίες.
Επιζητείται επίσης διάταγμα εμποδίζον τους Εναγόμενους 1‑3 να χρησιμοποιήσουν τον επίδικο χώρο ως ταβέρνα και να χρησιμοποιήσουν τα παράθυρα της αποθήκης χαρουπιών ως θύρες εισόδων.
Τα δύο τελευταία διατάγματα έπονται των πρώτων δύο και είναι παρεπόμενα αυτών αφού κρίση επί εκείνων θα επέτρεπε την έκδοση των υπολοίπων διαταγμάτων.
Το κώλυμα λόγω αιτίας αγωγής επεκτείνεται και σε όλες τις αιτίες αγωγής τις οποίες ένας διάδικος θα μπορούσε να περιλάβει στο δικόγραφο του και τις οποίες εγνώριζε ή με λογική έρευνα θα μπορούσε να εντοπίσει (Le Walwin &Partners Ltd v. West Sussex Country Council (1975) 3 All E.D. 604, Κλεόπα v. Αντωνίου (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 58).
Η βάση αγωγής μεταξύ των διαδίκων μπορεί σε μετέπειτα διαδικασία να είναι διαφορετική από εκείνη που εξετάστηκε στην πρώτη διαδικασία, πλην όμως οι διάδικοι δεσμεύονται από τα γεγονότα και τα νομικά σημεία που είχαν αποτελέσει το αντικείμενο της πρώτης διαδικασίας (Marriot v. Hampton (1775‑1802) All E.R. Rep. 631, To Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, των Ηλιάδη και Σάντη σελ. 924).
Στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα‑αιτήτρια εισηγείται πως βάση αγωγής είναι η διπλοεγγραφή του επίδικου χώρου, ενώ στην προηγούμενη διαδικασία βάση αγωγής αποτελούσε το λάθος της εγγραφής, να σημειωθεί πως και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει ισχυρισμός για παράνομη επέμβαση των Καθ' ων η αίτηση 1‑3 επί της αμφισβητούμενης γης.»
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού συνέκρινε την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση στην 1653/16 και την ένορκη δήλωση που συνόδευε την επίδικη αίτηση στην 1036/17 υποδεικνύει στις σελίδες 25-26 και τα εξής:
«Κρίνεται συνεπώς πως τα ίδια γεγονότα με περισσότερη λεπτομέρεια συνθέτουν την παρούσα διαφορά με επιμονή στην ύπαρξη διπλοεγγραφής του επίδικου χώρου αλλά και λάθους στα κτηματολογικά μητρώα καθώς και παραλείψεις των εναγομένων 4 και 5 να το διορθώσουν. Τα ίδια γεγονότα εντοπίζονται και στην ένορκη δήλωση του κ. Λεωνίδου που συνοδεύει την αίτηση στην αγωγή 1653/16 και την παρούσα. Ο ρηθείς υπήρξε κτηματολογικός λειτουργός και ήταν εκείνος o οποίος σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της αγωγής 1653/16, εντόπισε το λάθος.
Στην μεν ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αγωγή [1653/16 - sic] [την «αίτηση στην αγωγή 1653/16» θα εννοούσε προφανώς] ομιλεί για λάθος, ενώ στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα [ένορκη δήλωση - sic] [«την «αίτηση» θα εννοούσε προφανώς], το εμφανίζει ως διπλοεγγραφή.
Όλα αυτά τα γεγονότα, θέσεις και επιχειρήματα των διαδίκων τέθηκαν στην προηγούμενη διαδικασία τα οποία το εκδικάζον Δικαστήριο έλαβε υπόψη και εξέδωσε την απόφαση του (Τεκμήριο 6) κάνοντας αναφορά και στα επισυναφθέντα έγγραφα και σχέδια τα οποία επισυνάπτονται στην παρούσα. Σε αυτήν σχολιάζει τα επιχειρήματα των διαδίκων και τις εισηγήσεις τη[ς] Aιτήτριας πως το Επαρχιακό Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας κατ' εφαρμογή της απόφασης Hassidoff v. Santi a.o. (1970) 1 CLR 220. Την οποία σχολιάζει, αναλύει, παραθέτει αποσπάσματα αυτής και καταλήγει ότι δεν εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, αφού το ένδικο μέσο για επίλυση της διαφοράς ήταν η αίτηση/έφεση σύμφωνα με τα άρθρα 61 και 80 του Κεφ. 224.»
Κατέληξε δε, αφού παράθεσε και τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα του κωλύματος λόγω δεδικασμένου, ότι υφίστατο δεδικασμένο στην προκειμένη περίπτωση και προχώρησε έτσι, χωρίς άλλο, στην απόρριψη της αίτησης.
Η κατάληξη αυτή δεν άφησε ικανοποιημένη την εφεσείουσα, η οποία την προσβάλλει με τέσσερις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα ύπαρξης ή μη δεδικασμένου και αποφάσισε την ύπαρξη δεδικασμένου αναφορικά με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων στην ενδιάμεση αίτηση, ενώ οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 στο δεύτερο λόγο ένστασης τους αναφέρονται, σε κώλυμα λόγω δεδικασμένου της ίδιας της αγωγής. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στην ενδιάμεση αίτηση της αγωγής 1036/17 και στην αίτηση για έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων στην αγωγή 1653/16, υπήρξε «ταύτιση επίδικων θεμάτων» και «ταύτιση διαδίκων». Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπάρχει δεδικασμένο αναφορικά με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, και τέλος με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπίτρεπτα προέβη στην εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης.
Σημειώνεται, ότι κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εκπροσώπησαν τους διαδίκους, περιορίστηκαν στο να υιοθετήσουν τα κατατεθέντα περιγράμματα αγόρευσης, τα οποία έχουμε διεξέλθει με κάθε προσοχή.
Στο επίκεντρο του πρώτου λόγου έφεσης είναι ο δεύτερος λόγος ένστασης που προέβαλαν οι εφεσίβλητοι στο πλαίσιο της πρωτόδικης Ένστασης τους ημερ.24.11.2017 και ο οποίος διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«Η Ενάγουσα [η εφεσείουσα] κωλύεται λόγω δεδικασμένου να εγείρει αξίωση με αιτία αγωγής τη διπλοεγγραφή και συνακόλουθα να προωθεί την παρούσα Αίτηση στη βάση της εν λόγω αιτίας αγωγής»
(η υπογράμμιση δική μας)
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι με τον λόγο ένστασης αυτό, οι εφεσίβλητοι ήγειραν θέμα κωλύματος λόγω δεδικασμένου της ίδιας της αγωγής και όχι της πρωτόδικης αίτησης και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέτασε τέτοιο ζήτημα στο πλαίσιο της αίτησης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ανυπόστατος. Από το λεκτικό του προαναφερθέντος λόγου ένστασης, ρητώς και προδήλως, προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι ήγειραν θέμα κωλύματος λόγω δεδικασμένου τόσο της αγωγής όσο και της αίτησης, εξού και η συμπερίληψη της φράσης «συνακόλουθα να προωθεί την παρούσα Αίτηση.».
Αυτή ήταν η λογική, αλλά και η νομική συνάφεια των πραγμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, το κώλυμα λόγω δεδικασμένου, αν υφίστατο, ήταν το ίδιο και το αυτό τόσο στην αίτηση όσο και στην αγωγή. Δεν νοείτο συνεπώς, να υπήρχαν στοιχεία από το αρχικό στάδιο της αίτησης, τα οποία να σχετίζονταν με το ενδεχόμενο ύπαρξης δεδικασμένου, ενός ζητήματος δημόσιου συμφέροντος και θεμελιακού για την προώθηση ή μη κάθε διαβήματος στο πλαίσιο της υπόθεσης και το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην τα εξέταζε.
Επί του προκειμένου, παραπέμπουμε στα όσα σχετικά αναφέραμε πρόσφατα στην υπόθεση D.STAVRINOS CONSTRUCTION LTD v. HADJIEFSTATHIOU BROS TOURIST ENTERPRISES LTD, Πολ. Έφεση Ε146/19, ημερ. 3.7.2024, δηλαδή:
«Εφόσον κατ' ισχυρισμό, ανέκυπτε και καταλυτικής σημασίας για την αγωγή, θέμα κωλύματος λόγω δεδικασμένου, ήταν απολύτως λογικό και νομικά επιτρεπτό, να τίθετο και να εξεταζόταν στο πλαίσιο της ίδιας αίτησης. Καμία ανάγκη ή και δυνατότητα υπήρχε, υπό τις περιστάσεις, να δικογραφηθεί εκ των προτέρων το θέμα, αφού δικόγραφο από πλευράς εφεσίβλητου, δεν είχε καν καταχωρηθεί. Ούτε βεβαίως και υπήρχε λόγος ή δυνατότητα να ζητηθεί η προδίκαση τέτοιου θέματος δυνάμει της Διαταγής 27, αφού η προδίκαση και μάλιστα από το εντελώς αρχικό στάδιο, ήδη επιτυγχάνετο με την εξέταση του, στο πλαίσιο της υπό εκδίκαση αίτησης. Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση RECNEX TRADING LTD κ.α. v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 866, θέμα δεδικασμένου, ασχέτως κατάληξης, τέθηκε στο πλαίσιο αίτησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, χωρίς ποτέ να προηγηθεί η προβολή του σε οποιοδήποτε δικόγραφο.
Συναφώς με τα πιο πάνω, η εξέταση πάσης φύσεως κωλύματος είναι δυνατή από τα όσα εξυφαίνονται από τα γεγονότα, χωρίς ανάγκη ρητής αναφοράς στις έγγραφες προτάσεις. Μολονότι φαίνεται να υπάρχει και διιστάμενη άποψη επί του ζητήματος, η θέση που εδώ διατυπώνουμε, έλκει νομικό και νομολογιακό έρεισμα από τις υποθέσεις Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Δημήτρη (1999) 1 Α.Α.Δ. 551 και Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 CLR 542. Σχετική αναφορά υπάρχει και στη σελ.32 του συγγράμματος του Πόλυ Πολυβίου «Η Αρχή του Κωλύματος στο Σύγχρονο Δίκαιο».»
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπίτρεπτα προχώρησε στην εξαγωγή συμπερασμάτων σε ό,τι αφορά την ουσία της υπόθεσης. Στο πλαίσιο τούτο ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη σύγκριση των δύο ένορκων δηλώσεων (της μεν πρώτης που έγινε στο πλαίσιο της 1653/16 και της δε δεύτερης που συνόδευε την επίδικη αίτηση στη 1036/17), αλλά και στην παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ.25 ότι,
«Κρίνεται συνεπώς πως τα ίδια γεγονότα με περισσότερη λεπτομέρεια συνθέτουν την παρούσα διαφορά με επιμονή στην ύπαρξη διπλοεγγραφής του επίδικου χώρου αλλά και λάθους στα κτηματολογικά μητρώα καθώς και παραλείψεις των εναγομένων 4 και 5 να το διορθώσουν.
Στην μεν ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αγωγή 1653/16 ομιλεί για λάθος, ενώ στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα ένορκη δήλωση, το εμφανίζει ως διπλοεγγραφή.»
Με τη σύγκριση των δύο αυτών ενόρκων δηλώσεων, την πιο πάνω διατυπωθείσα παρατήρηση, αλλά και γενικότερα με τον τρόπο προσέγγισης και κρίσης του θέματος, δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβη τον γενικό κανόνα που απαγορεύει την εξαγωγή συμπερασμάτων σε ό,τι αφορά την ουσία της υπόθεσης. Δεν αποφάνθηκε επί της αληθείας της μιας ή της άλλης ένορκης δήλωσης. Ούτε βεβαίως και προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων. Προέβη απλώς σε αντιπαραβολή και αντιστοίχιση ισχυρισμών, με την καθ' όλα θεμιτή παρατήρηση ότι η δεύτερη ένορκη δήλωση ήταν πιο λεπτομερής από την πρώτη και επαναπροσδιόριζε τα επίδικα θέματα (πραγματικά και νομικά). Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Απορρίπτεται συνεπώς και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Αφήσαμε για το τέλος τους συναφείς λόγους έφεσης 2 και 3, οι οποίοι όμως είναι και οι σημαντικότεροι, αφού άπτονται της ουσίας του κωλύματος λόγω δεδικασμένου.
Το κώλυμα λόγω δεδικασμένου συναρτάται με την αρχή της τελεσιδικίας που είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος (βλ. K.S.R. Commercio S.A. κ.α. v. Bluecoral Navigation Ltd. (1995) 1 Α.Α.Δ. 309 και Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298). Έχει δύο εκφάνσεις. Το κώλυμα λόγω αιτίας αγωγής (cause of action estoppel) και το κώλυμα επίδικου θέματος (issue estoppel). Ανεξαρτήτως έκφανσης, για να πετύχει η επίκληση του κωλύματος θα πρέπει (α) η απόφαση στην προηγηθείσα διαδικασία να είναι τελεσίδικη, να υπάρχει (β) ταύτιση διαδίκων, (γ) ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και (δ) ταύτιση επιδίκων θεμάτων (βλ. Χριστοφίδης κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (2011) 1Γ Α.Α.Δ. 2166, Μιχαήλ ν. Σκουτέλλα (2008) 1 Α.Α.Δ. 1125).
Μια από τις θεμελιακές επί του ζητήματος αποφάσεις είναι η Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Λτδ. (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, 677 όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
²...δημιουργείται δεδικασμένο όχι μόνο σε σχέση με όσες αξιώσεις περιλήφθηκαν στην πρώτη αγωγή αλλά και σε σχέση με εκείνες που μπορούσαν να προβληθούν ως ενταγμένες στο πλαίσιο του αρχικού αντικειμένου της αντιδικίας, αλλά δεν προβλήθηκαν. Είναι θεμελιωμένο πως αυτή η προέκταση ισχύει και ως προς τις δύο εκφάνσεις του δεδικασμένου δηλαδή και για κώλυμα αναφορικά με την αιτία της αγωγής και για κώλυμα αναφορικά με επίδικο θέμα. Στην υπόθεση Arnold v. NatWest Bank PLC (ανωτέρω) αποφασίστηκε πως όπου εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η άκαμπτη εφαρμογή των κανόνων ως προς το δεδικασμένο θα οδηγούσε σε αδικία ενώ, αντίστροφα, η παράκαμψη τους δεν θα απέληγε σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δικαιολογείται η συζήτηση θέματος σε νέα δικαστική διαδικασία έστω και αν αυτό το θέμα πράγματι αποφασίστηκε σε προηγούμενη ή ενώ δεν είχε προβληθεί για να αποφασιστεί, θα μπορούσε να είχε προβληθεί...²
Στην K.S.R. Commercio S.A. (ανωτέρω) καθορίστηκαν τα όρια μέχρι τα οποία εκτείνεται η αρχή. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελ. 312 είναι διαφωτιστικό:
²Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπιση του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ό,τι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ΄ επιλογή του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. ΄Ετσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα².
Δέστε επίσης Χριστοφή (Παπέττας) v. Σ. & Μ. Φλοκκάς Λτδ κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1703, Κλεόπα v. Αντωνίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 58, Υπουργός Εσωτερικών v. Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120, Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Χωματένος v. Σταυρινού (2015) 1 Α.Α.Δ. 2825.
Απαραίτητη και απαρέγκλιτη προϋπόθεση για επιτυχή επίκληση κωλύματος λόγω δεδικασμένου είναι να υπήρξε τελική απόφαση από Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, ασχέτως αν η απόφαση από την οποία προκύπτει το δεδικασμένο πάρθηκε μετά από ακρόαση ή κατόπιν συμφωνίας των μερών (βλ. Εταιρεία «Ο Φιλελεύθερος Λτδ» v. Σοφοκλέους (2003) 1 Α.Α.Δ. 549). Η αρχή αυτή πηγάζει από τη θεμελιακή υπόθεση Henderson v Henderson (1843) 3 Hare 100, 67 ER 313 στην οποία ο Vice Chancellor, Sir James Wigram ανάφερε:
«where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a Court of competent jurisdiction, the Court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter[s] which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward, only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case. The plea of res judicata applies, except in special cases, not only to points upon which the Court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation, and which the parties, exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time.»
Αργότερα στην υπόθεση Thoday v Thoday [1964] 1 All ER 341 at 352, ο Δικαστής Diplock LJ ερμήνευσε το κώλυμα λόγω αιτίας αγωγής ως ακολούθως:
'[A cause of action estoppel] is that which prevents a party to an action from asserting or denying, as against the other party, the existence of a particular cause of action, the non-existence or existence of which has been determined by a court of competent jurisdiction in previous litigation between the same parties. If the cause of action was determined to exist, i.e., judgment was given on it, it is said to be merged in the judgment . If it was determined not to exist, the unsuccessful plaintiff can no longer assert that it does; he is estopped per rem judicatam.'
Πιο πρόσφατα στην Nayif v High Commission of Brunei Darussalam [2015] 4 All ER 159, 160:
«The claimant could pursue his negligence claim in the High Court. The underlying principle was that there should be finality and matters which had been litigated, or would have been but for a party being unwilling to put them to the test, should not be re-opened. However, there was no justification for the principle applying in circumstances where there had been no actual adjudication of any issue and no action by a party which would justify him as having consented, either expressly or by implication, to having conceded the issue by choosing not to have the matter formally determined. The principle was rooted in a legitimate concern for finality which would generally make it unjust for a claimant to pursue the same point in two sets of proceedings, but there was no justification for treating, as though it had been the final disposal of a claim, a determination that the issue could not be considered at all. The fact that a court had only dealt with a jurisdictional issue would be enough to counter a submission that the party had chosen of his own free will not to pursue the claim and therefore had to be deemed to have unsuccessfully fought it. However, it would not prevent issue estoppel being raised where there had, in fact, been an adjudication of a relevant issue albeit in the context of a jurisdictional issue. The fact that there had, in the instant case, been a hearing on the jurisdiction issue had not been enough to have brought the principle of res judicata into play. The order striking out the High Court claim would be quashed (see [27]-[30], [32], [40]-[42], below).»
Σε σχέση ειδικά με την προϋπόθεση αρμοδιότητας/δικαιοδοσίας του πρώτου Δικαστηρίου σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Spencer Bower and Handley «Res Judicata» 5η έκδοση (2019), σελίδα 19, παρ. 2.15 υπό τον τίτλο «Decisions on Jurisdiction», δηλαδή ότι:
«A decision by a tribunal that it has no jurisdiction will not support a plea of res judicata on any other question for the reasons given by Lord Russell of Killowen in an Indian appeal:
'The res judicata here was the lack of jurisdiction. not the reason for that decision. A Court which declines jurisdiction cannot bind parties by its reasons for declining jurisdiction: such reasons are not decisions, and are certainly not decisions by a court of competent jurisdiction. It would indeed be strange if on a dispute as to the jurisdiction of a Court to try an issue, that Court by its reasons for holding that it had no jurisdiction, could, on the principle of res judicata decide and bind the parties upon the very issue it was incompetent to try.'
A landlord brought eviction proceedings in the court of the Rent Controller which upheld the submission of the tenant that it had no jurisdiction. The landlord then brought proceedings in the ordinary courts which upheld the tenant's submission that the Rent Controller's court had exclusive jurisdiction and the Supreme Court of India agreed a: 'A court which has no jurisdiction in law cannot be conferred with the jurisdiction by applying principles of res judicata'. Council Regulation 44/2001 applies to a judgment declining jurisdiction because of a jurisdiction clause. Where a judge declined to deal with a claim for interest because he had not been the trial judge, there was no res judicata because there had been no adjudication. However a decision by a tribunal denying jurisdiction makes that question res judicata in that tribunal, unless jurisdiction is latter conferred by statute. A wrong decision by a court that it has jurisdiction is res judicata in that court.»
(όλες οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Στην προκειμένη περίπτωση, το εκδικάζον δικαστήριο στην 1653/16, στο πλαίσιο της ενδιάμεσης ενώπιον του αίτησης ημερ.10.1.2017, αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία/αρμοδιότητα εκδίκασης της αγωγής και έτσι ακύρωσε τα εκδοθέντα διατάγματα και απέρριψε συνακόλουθα την αίτηση, χωρίς να ασχοληθεί με τις προβαλλόμενες ενώπιον του θέσεις των μερών επί της ουσίας της διαφοράς. Με την κατάληξη του αυτή, σφράγισε ουσιαστικά και την τύχη της αγωγής, καθ' ότι η δεδηλωμένη έλλειψη δικαιοδοσίας/αρμοδιότητας αντανακλούσε σαφέστατα και στην αγωγή ως σύνολο. Η κατάληξη του αυτή έγινε χωρίς επίλυση της αίτησης, επί της ουσίας της διαφοράς. Δεν θα μπορούσε κιόλας να ασχοληθεί με την ουσία, ενόψει ακριβώς της κατάληξης για αναρμοδιότητα.
Ως εκ των ανωτέρω και κατ' ακολουθία των νομολογιακών αρχών που έχουμε παραθέσει, προκύπτει ότι ούτε τελική απόφαση επί της ουσίας εκδόθηκε, ούτε και επιλήφθηκε της υπόθεσης δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας. Ελλείψει των εγγενών αυτών στοιχείων, δεν τίθεται καν θέμα εξέτασης «ταύτισης διαδίκων», «ταύτισης ιδιότητας διαδίκων» και «ταύτισης επίδικων θεμάτων».
Συναφώς και συνακόλουθα, δεν θα μπορούσε να γίνει επιτυχής επίκληση του κωλύματος λόγω δεδικασμένου, σε οποιανδήποτε διαδικασία της μεταγενέστερης αγωγής 1036/17.
Διαφορετική κατάληξη, θα έθετε σε κίνδυνο και το συνταγματικό δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη που διασφαλίζεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος, αφού ο διάδικος αφενός συνάντησε τον σκόπελο της έλλειψης δικαιοδοσίας/αρμοδιότητας και αφετέρου το κώλυμα λόγω δεδικασμένου, μένοντας ουσιαστικά χωρίς πρόσβαση στη δικαιοσύνη για να προβάλει τις απαιτήσεις του.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 2 και 3 κρίνονται βάσιμοι.
Η έφεση επομένως επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ημερ.23.4.2019 παραμερίζεται.
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της αίτησης, από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, την οποία συνακόλουθα εκδίδουμε.
Διερωτόμαστε ωστόσο, αν μετά την παρέλευση πέντε και πλέον χρόνων, παραμένει αντικείμενο ή εύλογος λόγος τα διάδικα μέρη, να εμπλακούν και να αναλωθούν εκ νέου στην εκδίκαση ενδιάμεσης αίτησης για την έκδοση προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων. Μας φαίνεται πιο πρόσφορο, και ας θεωρηθεί τούτο νουθεσία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τη συναίνεση και συνεργασία βεβαίως των διαδίκων, να αφεθεί να επικεντρωθεί στην εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς, στο πλαίσιο ακρόασης της κυρίως υπόθεσης, με εφετειακό δεδομένο ότι δεν ισχύει το κώλυμα λόγω δεδικασμένου και το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία/αρμοδιότητα να επιληφθεί της υπόθεσης.
Τέλος, επιδικάζονται έξοδα έφεσης €5.400 πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσίβλητων.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.