ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 90/2018)

 

11 Οκτωβρίου 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΑΡΙΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

Εφεσείουσα

και

 

ΣΑΒΒΑΣ ΤΤΑΝΤΗΣ

 

Εφεσίβλητος

 

-----------------------------

 

Α. Ιωαννίδου-Νικηφόρου (κα) για Ν.Α. Νικηφόρου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Ν. Δαμιανού για Ν. Δαμιανού και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

                     από τον κ. Κονή, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα/ενάγουσα με αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αξίωνε εναντίον του εφεσίβλητου/εναγόμενου 1 και της εναγομένης 2 εταιρείας ποσό €25.500 ως καθυστερημένα ενοίκια για την περίοδο Φεβρουαρίου-Ιουνίου 2012 από ενοικίαση υποστατικού στην Δρομολαξιά της Επαρχίας Λάρνακας, €2.773,51 ως έξοδα λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος, €100 ημερησίως από 12.3.2012 ως διαφυγόντα κέρδη  ή αποζημιώσεις καθώς και διάταγμα διατάσσον τους εναγόμενους να παραδώσουν την κατοχή του εν λόγω υποστατικού ως επίσης τόκους και έξοδα.

 

          Αποτελούσε δικογραφημένο ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι περί τον Μάρτιο του 2010 συνάφθηκε προφορική συμφωνία ενοικίασης του υποστατικού με τον εφεσίβλητο όπου συμφωνήθηκε ότι θα καταβαλλόταν μηνιαίο ενοίκιο €1.500 για περίοδο 2 ετών από την 1/6/2010. 

 

          Η αγωγή εναντίον της εναγομένης 2 διακόπηκε, αφού διαπιστώθηκε ότι αυτή δεν υφίστατο πλέον. 

 

          Ο εφεσίβλητος στην Υπεράσπιση του ως αυτή τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου, μετά την απόσυρση της αγωγής εναντίον της εναγομένης 2, ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι η συμφωνία συνομολογήθηκε μεταξύ του συζύγου της εφεσείουσας, ο οποίος ουδέποτε αποκάλυψε ότι ήταν αντιπρόσωπός της τελευταίας, και της εναγόμενης 2 εταιρείας.  Ισχυριζόταν περαιτέρω ότι σε περίπτωση που γινόταν αποδεκτό από το Δικαστήριο ότι η συμφωνία συνομολογήθηκε μεταξύ της εφεσείουσας και του ιδίου, τέτοια συμφωνία ήταν παράνομη λόγω της ιδιότητας του ως δημοσίου υπαλλήλου.  Ο εφεσίβλητος ισχυριζόταν επίσης ότι η εφεσείουσα εμποδιζόταν από προηγούμενες δηλώσεις και γραπτές παραστάσεις της από το να ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος ήταν ενοικιαστής της και ότι σε κάθε περίπτωση λόγω της παρανομίας ή και της αντίθεσης της σύμβασης στη δημόσια πολιτική, δεν δικαιούτο η εφεσείουσα να αξιώνει ενοίκια εναντίον του. 

 

          Στην Απάντηση της η εφεσείουσα ανέφερε ότι η συμφωνία του επίδικου καταστήματος με τον εφεσίβλητο έγινε προκειμένου να γίνει αυτό περίπτερο, ότι ουδέποτε ανέφερε στην εφεσείουσα ότι ενοικιαστής ήταν κάποιο άλλο πρόσωπο αλλά όπως διαφάνηκε στη συνέχεια, το κατάστημα λειτουργούσε με την ονομασία P.S. Kiosk και τα ενοίκια πληρώνονταν με επιταγές της εναγομένης 2, ότι η συμφωνία δεν ήταν παράνομη γιατί λειτουργούσε το περίπτερο στο όνομα της εναγομένης 2, ότι λόγω της ιδιότητας του εφεσίβλητου ως αστυνομικού, θεωρήθηκε αυτός αξιόπιστος και του παραδόθηκε η κατοχή του καταστήματος χωρίς να υπογράψει ενοικιαστήριο έγγραφο.  Αποτελούσε επίσης ισχυρισμό της ότι σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί ότι η συμφωνία ήταν παράνομη, ο εφεσίβλητος εμποδίζετο λόγω συμπεριφοράς και παραστάσεων από το να ισχυρίζεται ότι λόγω της παρανομίας της συμφωνίας δεν έπρεπε να καταβάλει τα ενοίκια, αφού ως αστυνομικός και γνωρίζοντας το νόμο, όφειλε να γνωρίζει ότι η σύναψη συμφωνίας ενοικίασης από τον ίδιο ήταν παράνομη και όφειλε να μην συνάψει συμφωνία για ενοικίαση του καταστήματος και να εξαπατήσει την εφεσείουσα προκειμένου να μην πληρώσει τα ενοίκια.  Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την εφεσείουσα, αυτή και ο αντιπρόσωπος της δεν γνώριζαν ότι η σύναψη της συμφωνίας ήταν παράνομη.  Ο εφεσείων δεν έπρεπε να επωφεληθεί από την παρανομία και τα ποσά της απαίτησης της η εφεσείουσα τα απαιτούσε δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού. 

 

          Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά της εφεσείουσας  για να αποδείξει την υπόθεση της παρουσίασε δυο μάρτυρες ενώ  η πλευρά του εφεσίβλητου για την προώθηση της υπεράσπισης του, τρεις μάρτυρες. 

 

          Αξιολογώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε αρχικά ότι η ενοικίαση του επίδικου καταστήματος της εφεσείουσας, η πληρωμή 8 ενοικίων και το απλήρωτο των ενοικίων από τον Φεβρουάριο του έτους 2011 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2012, περίοδο κατά την περίοδο κατεχόταν το επίδικο κατάστημα, δεν τελούσαν υπό αμφισβήτηση από τα μέρη.  Ήταν επίσης σαφές ότι η συμφωνία εγγύησης δεν ήταν γραπτή ενώ αποτελούσε κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι η κατοχή του υποστατικού παραδόθηκε στην εφεσείουσα. 

 

Σύμφωνα επίσης με το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ο ΜΕ1 και ο εφεσίβλητος είχαν διαπραγματευτεί την ενοικίαση και το ύψος του ενοικίου. Αυτό όμως που έπρεπε να αποφασιστεί ήταν το κατά πόσο κατά την διαπραγμάτευση ενεργούσαν υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα ή προσωπικά. 

 

Όσον αφορά τον ΜΕ1 το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι εντόπισε σημαντικές αντιφάσεις κατά τη μαρτυρία του και ότι δεν μπορούσε να τον κρίνει ως πλήρως αξιόπιστο μάρτυρα.  Δέχθηκε το μέρος της μαρτυρίας του στο βαθμό που αυτή δεν αμφισβητήθηκε και υποστηριζόταν από έγγραφα.  Δέχθηκε ότι είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι ενημέρωσε τον εφεσίβλητο ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος για τη σύζυγο του. Ο ισχυρισμός του αυτός, παρά την περί αντιθέτου δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου, τελικά δεν αμφισβητήθηκε.  Δέχθηκε επίσης ότι είπε την αλήθεια σε σχέση με την μη πληρωμή των ενοικίων κάτι που εν πάση περιπτώσει δεν αμφισβητήθηκε. 

 

Αναφορικά όμως με το κατά πόσο, που ήταν καθοριστικό για την υπόθεση, η ενοικίαση του υποστατικού έλαβε χώρα από τον εφεσίβλητο, δεν μπόρεσε να πείσει το πρωτόδικο Δικαστήριο για την αλήθεια των ισχυρισμών του.  Παρόλη την έντονη προσπάθεια του να εμπλέξει τον εφεσίβλητο ως αντισυμβαλλόμενο του, δεν μπόρεσε να πείσει για αυτόν τον ισχυρισμό και το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογώντας την κρίση του ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«-  Κατά πρώτο λόγο, λάμβανε η Ενάγουσα επιταγές από συγκεκριμένη εταιρεία, εναντίον της οποίας κινήθηκε (με οδηγίες του Μ.Ε.1) δικαστικά με την παρούσα αγωγή και στην οποίαν παραδέχθηκε ότι και ο ίδιος έδωσε οδηγίες για να αποσταλεί επιστολή. Συγκεκριμένα λήφθηκαν 8 επιταγές από την Ενάγουσα, όλες εκδοθείσες από την Εναγόμενη εταιρεία, το όνομα της οποίας δέχτηκε ο Μ.Ε. 1 ότι βρισκόταν σε πινακίδα του περιπτέρου, το οποίο όπως και ο ίδιος ανέφερε στο Δικαστήριο είχε όνομα που παραπέμπει στα ονόματα «Πέτρος» και «Σάββας» (Μ.Υ.3 και Μ.Υ.1-Εναγόμενος). Θεωρώ πολύ σημαντικό το περιεχόμενο επιστολών που στάληκαν εκ μέρους της Ενάγουσας, κατόπιν οδηγιών και του Μ.Ε.1. που αναφέρεται και στους 2 Εναγόμενους ως ενοικιαστές. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρώ την επιστολή ημερομηνίας 14/2/2012 Τεκμήριο 20 (αντίγραφο της οποίας είναι το Τεκμήριο 8) , η οποία αποστάληκε προς την Εναγόμενη 2 και με την οποία αναφερόταν ότι σύμφωνα με την ενοικίαση ενοικίασης από μήνα σε μήνα ενοικίασε η Εναγόμενη 2 το κατάστημα της Ενάγουσας. Η επιστολή αυτή ακολούθησε μεν επιστολή ημερομηνίας 6/2/2012 εκ μέρους του Μ. Υ. 1 ότι ο ίδιος δεν είχε σχέση με την ενοικίαση (Τεκμήριο 15) , αλλά αποστάληκε προς την Εναγόμενη 2, αναφέροντάς την ως ενοικιάστρια του υποστατικού από μήνα σε χωρίς μάλιστα ο Μ.Υ.1 να κατονομάσει την Εναγόμενη 2 στην εν λόγω επιστολή ως ενοικιάστρια.

-       Ενώ ανέφερε ότι έβλεπε το όνομα της εταιρείας από πινακίδα κι ενώ λαμβάνονταν επιταγές από την εταιρεία ισχυρίστηκε ότι πρώτη φορά για την εταιρεία έλαβε όταν ξεκίνησε η διαδικασία για έξωση.

-       Δεν με ικανοποίησε ο σχετικός του ισχυρισμός του ότι δήθεν δεν γνώριζε ότι ένας αστυνομικός δεν δικαιούται να λειτουργεί μία επιχείρηση περιπτέρου. Έχω δικαστική γνώση, ότι o μέσος πολίτης γνωρίζει το ότι δεν μπορεί υπό κανονικές συνθήκες ένας δημόσιος υπάλληλος ή μέλος της αστυνομικής δύναμης να έχει επιπλέον επαγγελματική δραστηριότητα.

-       Δεν μπορώ να δεχθώ επίσης ως θέμα λογικής ότι, ενώ δεν γνώριζε για την ύπαρξη της εταιρείας, επικοινώνησε με τη σύζυγο του Εναγόμενου 1 εκεί όπου εκείνη δούλευε για να την οχλήσει για το ζήτημα των ενοικίων.

-      Επίσης δεν μπορώ να μην λάβω υπόψη, ως ένα επιπρόσθετο στοιχείο συναξιολογούμενο με τα υπόλοιπα (με περιορισμένη όμως βαρύτητα γιατί όπως είπε ο Μ.Ε.2 δεν το κατέγραψε ο ίδιος), ότι στο Τεκμήριο 17 το οποίο αναφέρεται σε λεγόμενα του Μ.Ε.1 γίνεται αναφορά σε πληθυντικό πρόσωπο στους ενοικιαστές (κάτι που παραπέμπει σε εταιρεία) και όχι στον Εναγόμενο 1. Επί λέξει αναφέρεται ότι: «ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΕΣΑ ΕΝΟΙΚΙΑΣΤ. ΟΚ ΑΠΟ Κ ΣΑΒΒΑ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤ. ΧΡΩΣΤΟΥΝ ΕΝΟΙΚΙΑ. ΕΝΤΟΛ ΙΔΙΟΚΤ ΝΑ ΜΗΝ ΕΝΩΘΕΙ ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΩΝ». το «υπάρχουν» και «χρωστούν» παραπέμπουν σε εταιρεία. Προκύπτει εύλογα βέβαια το ερώτημα ως προς το ποιος ήταν τελικά ο ακριβής ρόλος και η εμπλοκή του Εναγομένου 1 στην εταιρεία. Αλλά δεν εξηγεί αυτό τη χρήση πληθυντικού αριθμού (ενώ για τον ιδιοκτήτη γίνεται αναφορά σε ενικό αριθμό —«αν δεν είναι παρών... -»

 

Σε σχέση με τους ΜΕ2 και ΜΥ2 οι οποίοι έδωσαν μαρτυρία ως ανεξάρτητοι μάρτυρες χωρίς προσωπικό συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την μαρτυρία τους. 

 

Οι ΜΥ1 και ΜΥ3 δεν άφησαν καλή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο σε σχέση με την μαρτυρία τους ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Ο Μ.Υ.1 - Εναγόμενος 1 δεν μπορεί να γίνει πιστευτός ως προς το ουσιώδες για την έκβαση της αγωγής μέρος της μαρτυρίας του κι εξηγώ αμέσως πιο κάτω γιατί.

 

Κατ' αρχήν υπήρξε αντίθεση των όσων ανέφερε στο Δικαστήριο με τη δικογραφημένη θέση του ότι ο Μ.Ε.1 δεν του ανέφερε ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας, θέση την οποίαν ουσιαστικά εγκατέλειψε κατά τη διαδικασία.

 

Η αντίθεση μαρτυρίας με δικογραφημένες θέσεις είναι στοιχείο που προσμετρά αρνητικά στην αξιολόγησης της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Στη Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Δεν διαπιστώνεται όμως καμία ουσιώδης παρέκκλιση μεταξύ δικογραφίας και μαρτυρίας, που είναι βέβαια επιτρεπτό από το Δικαστήριο να εντοπίζεται ως στοιχείο για την τυχόν αξιοπιστία του διαδίκου (δέστε Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1153, 1158-59)».

 

Επιπλέον υπήρξε σοβαρή αντίφαση στη μαρτυρία του, αφού ισχυρίστηκε μεν ότι ανέφερε στο Μ.Ε.1, αντιπρόσωπο της Ενάγουσας, ότι ενεργούσε εκ μέρους του κουνιάδου του και της συζύγου του και ισχυρίστηκε από την άλλη ότι του ανέφερε ότι ενεργούσε εκ μέρους της εταιρείας Εναγόμενης 2. Οι απαντήσεις του επί αυτού ήταν αλληλοσυγκρουόμενες. Η τελική του δε διευκρίνιση ότι αυτό που ανέφερε στο Μ.Ε.1 ήταν ότι ενεργούσε εκ μέρους του κουνιάδου του και της συζύγου του ήταν τελείως αντίθετη με τη θέση που διατύπωσε στη Γραπτή του Δήλωση, όπου επί λέξει ανέφερε ότι: «Του είχα πει από την αρχή ότι ενοικιαστής του υποστατικού θα ήταν η εταιρεία P.S. KlOSK LTD που ήταν ιδιοκτησίας της γυναίκας μου και του κουνιάδου μου.... Του το ξεκαθάρισα από την αρχή ότι επρόκειτο για εταιρεία, της γυναίκας μου και του κουνιάδου μου.», αλλά και σε αντίθεση με τις δικογραφημένες θέσεις του. Οπότε, ως προς το πλέον ουσιώδες για την αγωγή, δηλαδή το εάν εκείνος δρούσε προσωπικά ή υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα, δεν μπορώ να προβώ από τη μαρτυρία του σε ευρήματα, καθότι δεν μπορώ να την θεωρήσω αξιόπιστη.

 

Από την άλλη όμως, προέβηκε σε παραδοχές κάποιων γεγονότων, που δεν είναι θετικά για τον ίδιο, όπως τη συμμετοχή του στις εργασίες του περιπτέρου και το ότι o ίδιος έβαζε βενζίνη στην γεννήτρια του περιπτέρου, τα οποία θα θεωρήσω ως αληθή, καθότι δεν μπορώ να εντοπίσω οποιοδήποτε κίνητρο σε αυτόν να μην είπε την αλήθεια, παραδεχόμενος κάτι αρνητικό για εκείνον.

 

Ο Μ.Υ.3, παρά το ήρεμο ύφος του και τη σταθερότητα των απαντήσεών του θεωρώ ότι δεν είπε όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο (με εμφανή σκοπό να «καλύψει»-«προστατεύσει» τον Εναγόμενο 1 και την εμπλοκή του στη λειτουργία του περιπτέρου). Δεν δέχομαι τις εξηγήσεις σχετικά με το όνομα της εταιρείας, δηλαδή ότι ήταν άσχετο με αυτήν το δικό του όνομα και το όνομα του Εναγομένου 1. Αν είχε τόση σημασία το «ΡΙΤ STOP», θα αναφερόταν ολογράφως. Ούτε το «P.S.» στο όνομα, θεωρώ ότι ακουγόταν «πιο ωραίο» ως ισχυρίστηκε. Η προσπάθειά του όπως προανέφερα ήταν να «προστατεύσει» τον Εναγόμενο 1, παρουσιάζοντάς τον ως τελείως άσχετο με τις εργασίες του περιπτέρου, ενώ ο ίδιος ο Εναγόμενος 1 παραδέχτηκε (χωρίς να είναι προς το συμφέρον του) ότι βοηθούσε στο περίπτερο και ότι έβαζε και πετρέλαιο στη γεννήτρια.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι έλαβε αρχικά χώρα προφορική συμφωνία ενοικίασης μεταξύ του εφεσίβλητου και του ΜΕ1 εκ μέρους της εφεσείουσας/ενάγουσας για ενοικίαση του επίδικου καταστήματος.  Ο ΜΕ1 αποκάλυψε στον εφεσίβλητο την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα.  Η ενοικίαση τελικά κατέστη ενοικίαση από μήνα σε μήνα με ενοίκια που άρχισαν να καταβάλλονται από τον Ιούνιο του 2010 με επιταγές της εναγόμενης 2 προς την εφεσείουσα. 

 

Σε σχέση με τη διάρκεια της συμφωνίας το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η συμφωνία ήταν για περίοδο πέραν του ενός έτους και από τη στιγμή που δεν καταρτίστηκε γραπτώς, κατέστη συμφωνία για ενοικίαση από μήνα σε μήνα παραπέμποντας στο άρθρο 77(1) του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 1491 ως επίσης στην υπόθεση Christou Nicos Developm. Ltd v.  Τοφινή (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 1990

 

Η ενοικίαση έναντι τιμήματος, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε χώρα σύμφωνα με τη δικογραφία και τη μαρτυρία του ΜΕ1 τον Ιούνιο του 2010 παραπέμποντας στα τεκμήρια 4Α - 4Η. 

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας στην Μιχαήλ ν. Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 241, κατέληξε ότι η ενοικίαση τερματίστηκε την 31/7/2012 αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ1 του παραδόθηκαν οι κωδικοί του υποστατικού στις 15/7/2012.

 

Όσον αφορά το κρίσιμο ερώτημα, δηλαδή ποιοι ήταν οι αντισυμβαλλόμενοι στην επίδικη συμφωνία ενοικίασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Βρίσκω ότι από τον Ιούνιο 2010 λάμβανε χώρα από μήνα σε μήνα ενοικίαση με ενοικιαστή την Εναγόμενη 2 -και ιδιοκτήτη την Ενάγουσα-, από την οποίαν εταιρεία λήφθηκαν 8 διαφορετικές επιταγές πληρωτέες από εκείνην (Τεκμήρια 4Α - 4Η) σε 8 διαφορετικούς μήνες. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μία μεμονωμένη καταβολή ενοικίου από την εταιρεία, αλλά για 8 ξεχωριστές πληρωμές.

 

Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μου, θεωρώ ότι ενοικιαστής ήταν όχι ο Εναγόμενος 1, αλλά η Εναγόμενη 2 εταιρεία, η οποία και λειτουργούσε το περίπτερο, από την οποίαν έλαβε 8 διαφορετικές επιταγές σε 8 διαφορετικούς μήνες η Ενάγουσα (Τεκμήρια 4Α-4Η), προς την οποίαν και απέστειλε επιστολές για πληρωμή ενοικίων (Τεκμήρια 8, 10, 14, 20) και καταχώρησε εναντίον της τελικά και την παρούσα αγωγή. Έχω παραθέσει αναλυτικά το σκεπτικό μου πιο πάνω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1.

Οπότε το εύρημά μου ως προς τα μέρη της συμφωνίας ενοικίασης είναι ότι ιδιοκτήτης του υποστατικού και δικαιούχος των ενοικίων ήταν η Ενάγουσα και ενοικιαστής ήταν η εταιρεία Εναγόμενη 2.

 

Άρα η αγωγή θα αποτύχει εναντίον του Εναγόμενου 1.

                                                   

Στην υπόθεση Ισμήνη Λιμνατίτη κ.α. ν. Κώστα Σύννου κ.α. (Πολ. Έφεση 7796, (1992) 1 Α.Α.Δ. 817) ο ενοικιαστής που ήταν επί σειρά ετών θέσμιος ενοικιαστής κάποιων υποστατικών, ίδρυσε εταιρεία η οποία ανέλαβε την επιχείρησή του και η ιδιοκτήτρια ακολούθως δεχόταν την πληρωμή του ενοικίου από την εταιρεία. Στην απόφαση αναφέρθηκαν επί λέξει τα εξής (τα οποία και θεωρώ σχετικά με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αφού αφορούσαν παρόμοια γεγονότα):

 

«Ο συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε πως από την αποδοχή του ενοικίου εκ μέρους της εφεσείουσας, από την εφεσίβλητη 2 Εταιρεία, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εφεσείουσα αναγνώρισε ή δέχτηκε συμφωνία μισθώσεως του ακινήτου της με την εφεσίβλητη 2 Εταιρεία.

 

Προς υποστήριξη της θέσεώς του, αναφέρθηκε στις υποθέσεις CIarke ν. Grant and Another (1949) 1 AΙΙ ER. 768, Schiza and Another ν. Gavrias and Others 21 CLR 177, Maconochie Bros Ltd v. Brand and Others (1946) 2 ΑII E.R. 778 και υπέβαλε στο Δικαστήριο ότι δεν αποδείχτηκε ότι η πρόθεση αμφοτέρων των μερών ήταν να δημιουργηθεί νέα ενοικίαση.

 

Συμφωνούμε με τον κανόνα δικαίου ότι η αποδοχή ενοικίου δεν καταδεικνύει ότι δημιουργεί νέα ενοικίαση. Το κατά πόσο η αποδοχή ενοικίου δημιουργεί νέα ενοικίαση, εξαρτάται από την πρόθεση των μερών και τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Στο Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 23, παράγραφος 1417, αναφέρεται:

 

"Receipt of rent from a person in possession maybe evidence of the landlord's acceptance of him ας tenant, whether he is a stranger, οτ whether he was already in possession ας subtenant.".

 

.................................

 

Από τα γεγονότα της παρούσας έφεσης και σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η εφεσείουσα αποδεχόταν τα ενοίκια τα οποία πρόσφερε η εφεσίβλητη 2 Εταιρεία για πολλά χρόνια, τα ενοίκια πληρώνονταν στην ίδια όχι μέσω Τράπεζας και με επιταγή που εκδιδόταν από την Εταιρεία και η ίδια υπόγραφε πάντα αποδείξεις εξοφλήσεως ενοικίων στο όνομα της Εταιρείας, γνωρίζοντας, όπως είπε, τί υπέγραφε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανάφερε ότι σε κανένα στάδιο η εφεσείουσα έθεσε οποιοδήποτε θέμα για την αλλαγή αυτή, παρά μόνο όταν συνειδητοποίησε την ανάγκη όπως διεκδικήσει δικαιώματα λόγω του χαμηλού ύψους του ενοικίου και του γεγονότος ότι αποφάσισε αργότερα να ανακτήσει την κατοχή των υποστατικών για οικοδομικές εργασίες και ιδιοκατοίκηση.

 

Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη μαρτυρία, όπως την έχει αποδεχτεί, με το οποίο συμφωνούμε, είναι ότι η εφεσείουσα έλαβε γνώση της αλλαγής στην ενοικίαση, αδιαφόρησε πλήρως για την αλλαγή αυτή, τη νομική της σημασία και τα επακόλουθά της, και από το 1977 οπότε ανάλαβε την κατοχή και ευθύνη καταβολής ενοικίου η εφεσίβλητη 2 Εταιρεία, η εφεσείουσα δέχτηκε την Εταιρεία σαν νέο ενοικιαστή.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι ο μεν εφεσίβλητος 1 προσωπικά εγκατέλειψε και αποξένωσε την κατοχή των υποστατικών, την οποία είχε ως θέσμιος ενοικιαστής και την κατοχή αυτή την παράδωσε στην εφεσίβλητη 2 Εταιρεία, η οποία και την παρέλαβε χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση της εφεσείουσας. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος εφεσίβλητος έπαυσε να είναι θέσμιος ενοικιαστής των επίδικων υποστατικών από το έτος 1977 και κατά τον ίδιο χρόνο η εφεσίβλητη 2 Εταιρεία κατέστη νέος ενοικιαστής των υποστατικών. Συμφωνούμε με τα ανωτέρω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.»

 

Έχοντας κρίνει ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ενοικιαστής, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε αναγκαίο να αποφανθεί επί του ζητήματος της εγκυρότητας της συμφωνίας λόγω της ιδιότητας του εφεσίβλητου ως αστυνομικού αλλά ούτε και σε σχέση με ποιες θεραπείες-αξιώσεις θα δικαιούτο η εφεσείουσα να επιδικαστούν υπέρ της. 

 

Συνεπεία των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.

 

Η εφεσείουσα προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση αρχικά με δέκα λόγους έφεσης τους οποίους στη συνέχεια περιόρισε σε επτά, αφού οι λόγοι έφεσης υπ΄αρ. 8, 9 και 10 δεν προωθήθηκαν. 

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, ενώ άρχισε η ακρόαση της αγωγής και ολοκληρώθηκε η εξέταση του πρώτου και σημαντικότερου μάρτυρα της εφεσείουσας και πριν την αντεξέταση του επέτρεψε με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 29/8/2016 την τροποποίηση της υπεράσπισης του εφεσίβλητου παραβιάζοντας τις αρχές της δίκαιης δίκης.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά επέτρεψε στον εφεσίβλητο εφόσον άκουσε την μαρτυρία της εφεσείουσας επί όλων των ουσιωδών γεγονότων, να επαναπροσδιορίσει τα επίδικα θέματα και να προβεί σε αναδόμηση της υπόθεσης του. Περαιτέρω λανθασμένα δικαιολόγησε την καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης με την αιτιολογία ότι εφόσον άρχισε η ακροαματική διαδικασία η πλευρά του εφεσίβλητου προέβηκε σε νεότερη μελέτη και συζήτηση της υπόθεσης.  Υποστηρίζεται επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αίτηση τροποποίησης δεν προκαλούσε ουσιαστική αδικία στην πλευρά της εφεσείουσας που να μην αποζημιώνεται με έξοδα από τη στιγμή που επιτράπηκε, αφού ο εφεσίβλητος είχε ακούσει όλη ουσιαστικά την μαρτυρία της εφεσείουσας και ολοκληρώθηκε η εξέταση του ουσιαστικότερου μάρτυρα της χωρίς να τεθούν στον μάρτυρα τα θέματα που εγείρονταν με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις με αποτέλεσμα να επηρεαστούν τα δικαιώματα της εφεσείουσας με τρόπο που δεν μπορούσε να αποζημιωθεί με έξοδα. 

 

Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να σημειωθεί ότι ως προς το τελευταίο επιχείρημα της πλευράς της εφεσείουσας, ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.  Η κύρια εξέταση συνεχίστηκε μετά την τροποποίηση και ο ΜΕ1 κατέθεσε, για να καλύψει τα θέματα που προέκυψαν από την τροποποίηση, δεύτερη γραπτή δήλωση μαρτυρίας ημερομηνίας 21/10/2016 - Τεκμήριο Χ1.  Παραθέτουμε μέρος των πρακτικών της 21/10/2016 το οποίο αντικατοπτρίζει πλήρως τα πιο πάνω:

 

«κ. Νικηφόρου: Θα ήθελα να αναφέρω ότι είχαμε διακόψει στο στάδιο όπου είχε ολοκληρωθεί η κύρια εξέταση του μάρτυρα, μεσολάβησε η αίτηση του συνάδελφου για τροποποίηση όπου και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο και καταχωρήθηκαν τα σχετικά δικόγραφα και μετά από την τροποποίηση θα ήθελα να καταθέσω μια μικρή συμπληρωματική δήλωση η οποία ετοιμάστηκε από το μάρτυρα και να μπορώ να τον παραδώσω για σκοπούς αντεξέτασης.

.............................

 

κ. Δαμιανού: . Δεν έχω καμία ένσταση.

...............................

 

Δικαστήριο: Γραπτή δήλωση Αντρέα Ευθυμίου σημερινής ημερομηνίας σημειώνεται και κατατίθεται ως Τεκμήριο Χ1.

 

κ. Νικηφόρου: Να σε παρακαλέσω να την διαβάσεις.

 

(Ο ΜΕ1 διαβάζει το Τεκμήριο Χ1)

 

κ. Νικηφόρου: Δεν υπάρχει άλλη ερώτηση.  Αυτή είναι η κύρια εξέταση.»

 

          Όσον αφορά τον ισχυρισμό για αναδόμηση της υπόθεσης του εφεσίβλητου ούτε αυτός μπορεί να γίνει αποδεκτός. Η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε την 27/5/2016 και βασιζόταν, μεταξύ άλλων, στις Δ.19 και Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως ίσχυαν τότε.  Το αίτημα για τροποποίηση αφορούσε την προσθήκη της παραγράφου 6Α η οποία είχε ως ακολούθως:

 

«6Α.  Παρά τους πιο πάνω ισχυρισμούς της υπεράσπισης, άνευ βλάβης ή και διαζευκτικά τούτων είναι η θέση του εναγομένου 1 ότι αν εγίνετο ή γίνει δεκτή η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του ιδίου υπό της προσωπικής του ιδιότητας και της ενάγουσας (ισχυρισμό που σε κάθε περίπτωση αρνείται) τέτοια συμφωνία είναι παράνομη αφού ο εναγόμενος 1 ήταν καθόλο το σχετικό χρόνο δημόσιος υπάλληλος.  Επιπλέον, υπό την ίδια επιφύλαξη, ο εναγόμενος 1 αναφέρει ότι η ενάγουσα κωλύεται ή και εμποδίζεται από προηγούμενες δηλώσεις της ή και γραπτές παραστάσεις της από του να ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος 1 ήταν ενοικιαστής της ενώ επιπλέον η αξίωση ενοικίων από μέρους του θα είναι παράνομη ή και ενάντια στη δημόσια πολιτική και σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα κωλύεται ή εμποδίζεται στο να αξιώνει δήθεν οφειλόμενα ενοίκια από μέρους του (τα οποία ο εναγόμενος 1 εν πάση περιπτώσει αρνείται).»

 

          Δεν διαπιστώνουμε ότι η προσθήκη της πιο πάνω παραγράφου επαναπροσδιόρισε τα επίδικα θέματα ή αναδόμησε τη γραμμή υπεράσπισης του εφεσίβλητου.  Αυτό που ουσιαστικά προστέθηκε στην υπεράσπιση του εφεσίβλητου, ήταν ο ισχυρισμός ότι ενδεχόμενη συμφωνία ενοικίασης του εφεσίβλητου με την εφεσείουσα θα ήταν παράνομη από τη στιγμή που ο πρώτος ήταν δημόσιος υπάλληλος (αστυνομικός). Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έλαβε καθοδήγηση από την υπόθεση Κώστας Παφίτης & Υιοι Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 745 στην οποία μνημονεύονται η Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1991) 1 A.A.Δ. 934 όπου λέχθηκε ότι η τάση της νομολογίας δείχνει φιλελεύθερη προσέγγιση εκτός στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται κακοπιστία και ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα και η Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation (1989) 1(Ε) A.A.Δ. 33, όπου λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, ότι στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου, ότι η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο, δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευτεί με την κατάλληλη διαταγή ως προς τα έξοδα και ότι η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην τροποποίηση της υπεράσπισης.  Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ.

 

          Όσον αφορά το ζήτημα της προσθήκης της νέας βάσης υπεράσπισης το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε το ακόλουθο απόσπασμα από την Παφίτης (ανωτέρω):

 

«Οι Εφεσείοντες προβάλλουν επίσης στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να επιτρέψει την τροποποίηση, εφόσον με αυτή προστίθεντο νέες βάσεις υπεράσπισης. Συνήθως η συγκεκριμένη ένσταση εγείρεται σε περιπτώσεις που γίνεται προσπάθεια να προστεθούν νέες βάσεις αγωγής εντελώς διαφορετικές από τις αρχικές, κάτι το οποίο θεωρείται ότι τείνει να περιπλέξει τα επίδικα θέματα. Ορισμένες φορές μάλιστα, οι νέες αιτίες αγωγής ενδέχεται να έχουν παραγραφεί.  Όμως η προσθήκη νέων υπερασπίσεων, δεν έχει την ίδια δυναμική, εφόσον ο ενάγων έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αντικρούσει τους όποιους ισχυρισμούς, με την Απάντησή του στην Υπεράσπιση (βλ. Σύγγραμμα Annual Practice 1958, σελ. 627). Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής, η οποία δεν έχει παραγραφεί, η οποία θεωρείται πολύ πιο σοβαρή δικονομική ενέργεια από την εισαγωγή νέας βάσης υπεράσπισης, η αίτηση τροποποίησης δεν οδηγείται χωρίς άλλο σε απόρριψη, αλλά ο παράγοντας αυτός συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στοιχεία (βλ. Χρίστου ν. Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704707).»

 

          Κρίνουμε ότι το Δικαστήριο αντιμετώπισε το εν λόγω ζήτημα στο ορθό πλαίσιο και ότι η αντίθετη περί τούτου θέση της εφεσείουσας δεν γίνεται αποδεκτή.

 

          Σε σχέση με το ζήτημα της καθυστέρησης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι αυτή υποβλήθηκε στο αρχικό στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, δεν είχε ξεκινήσει η αντεξέταση του ΜΕ1 και ότι παρά το γεγονός ότι θα προκαλείτο αναπόφευκτα περαιτέρω καθυστέρηση λόγω της αίτησης τροποποίησης, δεν προκαλείτο ουσιαστική αδικία στην πλευρά της εφεσείουσας κατά τρόπο ώστε να βλάπτονται τα δικαιώματα της και να  μην μπορούσε κανονικά  αυτή να αποζημιωθεί υπό μορφή εξόδων για τα έξοδα που θα δημιουργούνταν από την καθυστέρηση.  Κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρισε και το ζήτημα αυτό.

         Όσον αφορά τον λόγο που επικαλέστηκε η πλευρά του εφεσίβλητου, ότι δηλαδή η ανάγκη για τροποποίηση προέκυψε μετά από νεότερη μελέτη και συζήτηση της υπόθεσης, υποδεικνύουμε ότι σύμφωνα με τη νομολογία, ένας τέτοιος λόγος δεν είναι απαγορευτικός ως προς την προώθηση αιτήματος τροποποίησης, όπου εγκρίθηκαν αιτήματα τροποποίησης που οφείλονταν σε λάθος ή παραδρομή του συντάκτη του δικογράφου ακόμη και σε αμέλεια και καθυστέρηση από διάδικο, όταν το απαιτούσε το συμφέρον της δικαιοσύνης (βλ. μεταξύ άλλων Χρίστου ν. Αζά (ανωτέρω) και Νικολάου ν. Μιλτιάδους κ.α. (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1005). Ο πιο πάνω ισχυρισμός της πλευράς του εφεσίβλητου δεν αμφισβητήθηκε, αφού η ακρόαση της αίτησης  διεξάχθηκε μέσω αγορεύσεων χωρίς να προηγηθεί  αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων στην αίτηση και την ένσταση.

      

          Όπως έχει υποδειχθεί στην  SABA & CO (T.M.P.) v. T.M.P. AGENTS, (1994) 1 ΑΑΔ 426:

 

«Mένει το ερώτημα της δικαιολόγησης της καθυστέρησης.  H σημασία του ποικίλλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης κυρίως σε συσχετισμό προς τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης.  Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει γίνει τέτοιος ή άλλος ανάλογος ισχυρισμός και δε συμφωνούμε πως καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης θα πρέπει να απορριφθεί επειδή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή.  Aπό την άλλη, η ανάπτυξη επιχειρημάτων σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί πως δεν μπορεί να οφείλεται η καθυστέρηση σε τέτοιους λόγους χωρίς να έχει προηγηθεί αμφισβήτηση της αλήθειας του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης που συνόδευσε την αίτηση για τροποποίηση, είναι ατελέσφορη. [Bλ. Aθηνόδωρος Bασιλειάδης και Άλλοι ν. Πετρολίνα Λτδ. (1994) 1 A.A.Δ. 16].»

 

Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία, εκτίμησε στη σωστή τους διάσταση όλα τα σχετικά γεγονότα και κατέληξε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς την ορθή κατεύθυνση.

 

 Η πλευρά της εφεσείουσας πέραν από γενικές αναφορές και τοποθετήσεις δεν έχει υποδείξει οποιαδήποτε σημείο που να καταδεικνύει βάσιμα ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα, με βάση τα στοιχεία και δεδομένα που είχε ενώπιον του (Agini v. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1(Α) ΑΑΔ 11 και Παπόρη ν. Maskinfabriken «SIO» A/S, (1996) 1(B) A.A.Δ. 1037).

 

          Με βάση τα πιο πάνω, ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ένσταση του δικηγόρου της εφεσείουσας αναφορικά με τις παραγράφους 3-10 της γραπτής δήλωσης του εφεσίβλητου (Τεκμήριο Χ2) ότι δεν ήταν σύμφωνες με τις δικογραφημένες θέσεις του και επέτρεψε την προσαγωγή της εν λόγω μαρτυρίας παρόλο που δεν ήταν δικογραφημένη παραβιάζοντας τις αρχές της δίκαιης δίκης.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποβάλλεται ότι ο τρόπος που είχε συνταχθεί η υπεράσπιση του εφεσίβλητου ήταν γενικός και εν πολλοίς απόλυτος χωρίς να εξειδικεύει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς περί εξουσιοδότησης του ιδίου από την εναγόμενη 2 εταιρεία για σύναψη συμφωνίας ενοικίασης εκ μέρους της και να δίδει ανάλογες λεπτομέρειες στερώντας τη δυνατότητα της εφεσείουσας να γνωρίζει από πριν τις θέσεις του, τις οποίες πρόβαλε για πρώτη φορά κατά τη δίκη και του επέτρεπε να ελίσσεται κατά το δοκούν.

 

          Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε ότι τόσο στον λόγο αυτό έφεσης όσο και στην αιτιολογία του, αλλά και στο περίγραμμα αγόρευσης  της πλευράς της εφεσείουσας δεν συγκεκριμενοποιείται ποιες αναφορές του εφεσίβλητου στο Τεκμήριο Χ2 ήταν εκτός δικογράφου της υπεράσπισης, πέραν από την θέση ότι δεν υπήρχε στην Υπεράσπιση του ισχυρισμός για εξουσιοδότηση του εφεσίβλητου από την εναγόμενη 2 εταιρεία για σύναψη συμφωνίας εκ μέρους της.  Παρόμοια ήταν και η ένσταση που τέθηκε πρωτόδικα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση με αναφορά στην Δ.19 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως ίσχυαν τότε, η οποία προνοούσε ότι κάθε δικόγραφο πρέπει να περιέχει έκθεση γεγονότων σε συνοπτική μορφή ώστε να παρατίθενται ουσιώδη γεγονότα στα οποία ένα μέρος στηρίζει την υπεράσπιση ή απαίτηση και όχι τη μαρτυρία με την οποία αυτοί οι ισχυρισμοί θα αποδειχθούν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου στη γραπτή δήλωση του (Τεκμήριο Χ2) καλύπτονταν γενικά από τους ισχυρισμούς του στην Υπεράσπιση και υποστήριζαν τη γενικότερη εκδοχή του ως επίσης αφορούσαν μαρτυρία που είχε ήδη δοθεί.  Κάποιες ιδιαίτερες λεπτομέρειες που περιέχονταν στη γραπτή δήλωση,  το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε στο στάδιο που βρισκόταν η υπόθεση να αποκλείσει την όποια σχετικότητα τους  και υπέδειξε ότι οποιαδήποτε αντίθεση ή αντίφαση με δικογραφημένες θέσεις και αν παρατηρείτο κατά το στάδιο της έκδοσης της απόφασης,  θα αξιολογείτο δεόντως.

 

Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 3/2/2017, το οποίο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λαμβάνοντας όλους τους παράγοντες υπόψη του. 

 

          Στην παράγραφο 4 της Υπεράσπισης ο εφεσίβλητος ισχυριζόταν ότι προσωπικά ή με την προσωπική του ιδιότητα ουδέποτε συμφώνησε ενοικίαση ή και δεσμεύτηκε σε ενοικίαση με την εφεσείουσα και ουδέποτε η εφεσείουσα είχε σχέση ενοικίασης μαζί του ενώ στη συνέχεια ισχυριζόταν ότι αν υπήρξε σχέση ενοικίασης αυτή ήταν με την εναγόμενη 2 εταιρεία. 

 

          Παρατηρούμε επίσης ότι δεν υποδεικνύεται είτε μέσω του λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του, είτε μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της πλευράς της εφεσείουσας πως η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου παραβίασε τις αρχές της δίκαιης δίκης.  Υπενθυμίζουμε ότι μέρος της μαρτυρίας του εφεσίβλητου δεν έγινε αποδεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ειδικότερα αυτό που αφορούσε το τί ανέφερε στον ΜΕ1 όταν τον προσέγγισε για την ενοικίαση του επίδικου υποστατικού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενες αναφορές κατά τη μαρτυρία του αφού ισχυρίστηκε αρχικά ότι ανέφερε στον ΜΕ1 ότι ενεργούσε εκ μέρους του κουνιάδου και της συζύγου του και σε άλλο σημείο ότι ενεργούσε εκ μέρους της εναγόμενης 2 εταιρείας ενώ στην γραπτή του δήλωση ανέφερε ότι ο ενοικιαστής του υποστατικού  θα ήταν η εναγόμενη 2 εταιρεία που ήταν ιδιοκτησία της συζύγου του και του κουνιάδου του.  Έκρινε ότι οι πιο πάνω αναφορές ήταν αντίθετες και με τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσίβλητου και επομένως δεν τις θεώρησε αξιόπιστες. Επομένως δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης.   

 

          Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

 

          Οι λόγοι έφεσης 1 έως 5 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.

 

          Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου  ότι από τον Ιούνιο του 2010 λάμβανε χώρα από μήνα σε μήνα ενοικίαση με ενοικιαστή την εναγόμενη 2 και ιδιοκτήτη την εφεσείουσα, που είχε ως αποτέλεσμα να απορρίψει την αγωγή της εφεσείουσας εναντίον του εφεσίβλητου, είναι λανθασμένο, αναιτιολόγητο, αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία και δεν παρέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ αποφάσισε ότι έλαβε αρχικά χώρα προφορική συμφωνία μεταξύ του εφεσίβλητου και του ΜΕ1 εκ μέρους της εφεσείουσας κατέληξε ότι ενοικιαστής ήταν όχι ο εφεσίβλητος αλλά η εναγόμενη 2, ήτοι λανθασμένα αποφάσισε ότι από τον Ιούνιο του έτους 2010 λάμβανε χώρα ενοικίαση από μήνα σε μήνα με ενοικιαστή την εναγόμενη 2. Προβάλλεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας καταλήγοντας σε λανθασμένα συμπεράσματα αλλά και ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συμφωνούν με την κατάληξη του ότι ενοικιαστής ήταν η εναγόμενη 2 και οι διαπιστώσεις του αντιφάσκουν μεταξύ τους. Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι η αιτιολόγηση της απόρριψης της εκδοχής της εφεσείουσας δεν είναι ικανοποιητική και ότι σε σχέση με την κατάληξη του δεν υπάρχει η απαραίτητη δικαστική κρίση ενώ δεν αποφάσισε αναφορικά με όλα τα αμφισβητούμενα θέματα.

 

          Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα αντιφατικά με την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

          Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του προέβηκε σε λανθασμένη ερμηνεία της νομολογίας που βασίστηκε και κατέληξε σε λανθασμένα αποτελέσματα.

 

          Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα και άνευ επαρκούς ή και  ορθής αιτιολογίας το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου και δεν έλαβε υπόψη για την έκδοση της απόφασης του μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ή και δεν αξιολόγησε ορθά την μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και τα ευρήματα του είναι απαράδεκτα και λανθασμένα και δεν δικαιολογούνται από την προσαχθείσα μαρτυρία και τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων. Προβάλλεται από πλευράς εφεσείουσας ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι ο ΜΕ1 δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι η ενοικίαση έλαβε χώρα από τον εφεσίβλητο και  ότι η προσπάθεια του να εμπλέξει τον εφεσίβλητο και να τον παρουσιάσει ως αντισυμβαλλόμενο του δεν μπορεί να πείσει για τους λόγους που εξηγεί στην σελίδα 14 της απόφασης του, εντούτοις διαπίστωσε ότι έλαβε αρχικά χώρα προφορική συμφωνία ενοικίασης μεταξύ του εφεσίβλητου και του ΜΕ1 εκ μέρους της εφεσείουσας (σελίδα 18) προφανώς αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ΜΕ1 και επομένως αναφορικά με αυτό το κομμάτι της μαρτυρίας του τον έκρινε αξιόπιστο. Επομένως λανθασμένα έκρινε ότι η ενοικίαση έγινε από μήνα σε μήνα από τον Ιούνιο του έτους 2010 με ενοικιαστή την εναγόμενη 2 αφού από τη στιγμή που ο εφεσίβλητος έλαβε κατοχή του υποστατικού στη βάση προφορικής συμφωνίας στις αρχές Απριλίου του έτους 2010, τότε αυτός καθίσταται ενοικιαστής από μήνα σε μήνα. Περαιτέρω ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστους τον εφεσίβλητο και τον ΜΥ3, λανθασμένα κατέληξε ότι ενοικιαστής δεν ήταν ο εφεσίβλητος αλλά η εναγόμενη 2 χωρίς να έχει μαρτυρία ενώπιον του που να την κρίνει αξιόπιστη και η οποία να καταδεικνύει την πρόθεση των μερών για νέα συμφωνία μεταξύ της εφεσείουσας και της εναγόμενης 2. Είναι περαιτέρω η θέση της εφεσείουσας ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου δεν συνάδει με την δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου και τη μαρτυρία που παρουσίασε στο Δικαστήριο. Η αποδοχή ενοικίου δεν δημιουργεί αφ' εαυτής σχέση ιδιοκτήτη - ενοικιαστή και το κατά πόσο η αποδοχή ενοικίου δημιουργεί νέα ενοικίαση εξαρτάται από την πρόθεση των μερών και τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και στην παρούσα υπόθεση δεν ήταν η θέση του εφεσίβλητου ότι δημιουργήθηκε νέα ενοικίαση με την εναγόμενη 2 λόγω της αποδοχής του ενοικίου αλλά ότι από την αρχή η συμφωνία ενοικίασης ήταν με την εναγόμενη 2. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε κάτι το διαφορετικό από τις δικογραφημένες θέσεις των μερών και χωρίς να αποδεχθεί ως αξιόπιστη σχετική μαρτυρία. Σύμφωνα ακόμα με την εφεσείουσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την μαρτυρία αφού η θέση της εφεσείουσας ότι το επίδικο υποστατικό το ενοικίασε στον εφεσίβλητο και πρώτα στάλθηκε επιστολή στον εφεσίβλητο (Τεκμήριο 7) αλλά όταν  αυτός αρνήθηκε, με επιστολή του Δικηγόρου του, ότι είναι ενοικιαστής (Τεκμήριο 15), τότε έμαθε για την εναγόμενη 2 και στάλθηκε επιστολή και στην εναγόμενη 2 (Τεκμήριο 20). Τέλος υποστηρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση διέπεται από σύγχυση και τα ευρήματα του δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία και δεν συνάδουν με τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων.     

 

          Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσείουσας και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και εσφαλμένα κατέληξε στα συμπεράσματα του χωρίς να τα αξιολογήσει επαρκώς ή και ορθά ή και καθόλου και έδωσε λανθασμένη αιτιολογία αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων της εφεσείουσας.

 

       Οι λόγοι αυτοί έφεσης δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.

Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου  τα όσα έχουν λεχθεί στην Χ΄ Μάρκου vWidehorizon (Capital MarketLtd (2010) 1 Α.Α.Δ 108:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367).»

 

     Υποδεικνύουμε περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 12 της απόφασης του αφού έχει προηγουμένως παραθέσει τις αρχές της νομολογίας που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας αναφέρει, ορθά, ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ' ολοκλήρου είτε μερικώς παραπέμποντας στη Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 454 και Mustafa ν. Κακουρή κ.α. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 13-21 της απόφασης του εξηγεί με επάρκεια και λεπτομέρεια την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τις διαπιστώσεις/ευρήματα του. Εξηγεί γιατί δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ1 εκτός από τα μέρη της που ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσίβλητο όπως αυτό που αφορούσε το κατά πόσον ενημέρωσε τον εφεσίβλητο ότι εκπροσωπούσε την σύζυγο του - εφεσείουσα όταν συζητούσε με τον εφεσίβλητο για την ενοικίαση του υποστατικού ως επίσης το μέρος της που αφορούσε την μη πληρωμή των ενοικίων. Εξηγεί επίσης γιατί δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου εκτός από κάποιες παραδοχές γεγονότων που δεν ήταν θετικά για τον ίδιο ως επίσης γιατί δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ3 αλλά και γιατί δέχθηκε τη μαρτυρία των ΜΕ2 και ΜΥ2.

 

          Βέβαια θα πρέπει στο σημείο αυτό να υποδείξουμε ότι η μερική αποδοχή της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, σε αντίθεση με το σύνολο της δεν αποτελεί διάβημα δικανικά μεμπτό, αντινομικό ή απαράδεκτο. Τουναντίον το δικαίωμα αυτό ανάγεται στην ευχέρεια αξιολόγησης της μαρτυρίας και της δυνατότητας για ορθολογιστική εκτίμηση της. Προϋπόθεση βέβαια είναι ο πυρήνας της μαρτυρίας να κριθεί ως αυθεντικός και ο μάρτυρας εν γένει αξιόπιστος. Δεν νοείται να απορρίπτεται μια μαρτυρία ως αναξιόπιστη και στη συνέχεια να διασώζονται μέρη αυτής της μαρτυρίας (βλ.Georghiades v. The Police (1985) 2 C.L.R. 56, Kades v. Nicolaou and another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panagiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207, Καρεκλά v. Κλεάνθους  (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1199, Ιωάννου v. Koυννίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1215 και Χρίστου v. Khoreva (ανωτέρω).

 

Συναφώς, δεν επιτρέπονται καταλήξεις αμφίσημες, όπως  «κάπως αξιόπιστος/ αναξιόπιστος», «μερικώς αξιόπιστος/ αναξιόπιστος» και ου τω καθεξής. Ο δικαστικός λόγος απαιτεί ευκρίνεια και βεβαιότητα ως προς την κατάληξη τόσο σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων όσο και των υπολοίπων πτυχών της υπόθεσης.

 

          Στην προκειμένη περίπτωση παρά την ατυχή αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εντόπισε «σημαντικές αντιφάσεις» και δεν μπορούσε έτσι να κρίνει «πλήρως αξιόπιστο» τον ΜΕ1, δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Τα μέρη της μαρτυρίας του μάρτυρα που αποδέχθηκε, είτε τελικώς δεν αμφισβητήθηκαν είτε προέκυπταν εν πάση περιπτώσει από άλλο μαρτυρικό υλικό που προσκομίστηκε. Την υπόλοιπη μαρτυρία ουσιαστικά την απέρριψε ως αναξιόπιστη. Με άλλα λόγια η μαρτυρία του ΜΕ1 απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, με υπόδειξη ότι κάποια μέρη της μαρτυρίας συνάδαν με άλλη υπάρχουσα μαρτυρία ή δεν ήταν αμφισβητούμενα.    

 

     Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη αρχικά σε εύρημα ότι έλαβε αρχικά χώρα προφορική συμφωνία ενοικίασης του επίδικου υποστατικού  μεταξύ του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας δεν εμπόδιζε το Δικαστήριο να προχωρήσει σε περαιτέρω ευρήματα. Προέβη περαιτέρω σε εύρημα ότι η ενοικίαση τελικά κατέστη ενοικίαση από μήνα σε μήνα έναντι τιμήματος με ενοίκια που άρχισαν να καταβάλλονται από τον Ιούνιο του έτους 2010. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η ενοικίαση ήταν από μήνα σε μήνα ήταν εύλογο έχοντας υπόψη το περιεχόμενο του άρθρου 77(1) του Κεφ. 149. Περαιτέρω ήταν δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας στην Απάντηση της. Όσον αφορά το πότε έλαβε χώρα η ενοικίαση έναντι τιμήματος, αυτό προέκυπτε από τη δικογραφία και από το μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ1 και τα Τεκμήρια 4A-4Η που δεν αμφισβητήθηκαν. 

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στη συνέχεια σε εύρημα ότι από τον Ιούνιο του έτους 2010 λάμβανε χώρα ενοικίαση από μήνα σε μήνα με ιδιοκτήτη την εφεσείουσα και ενοικιαστή την εναγόμενη 2. Το εύρημα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογο αφού η εφεσείουσα έλαβε από την τελευταία 8 διαφορετικές επιταγές σε 8 διαφορετικούς μήνες για καταβολή ενοικίου (Τεκμήρια 4Α-4               Η) αλλά και απέστειλε προς αυτή  τρεις επιστολές για πληρωμή ενοικίων (Τεκμήρια 10,14 και 20). Ιδιαίτερα στο Τεκμήριο 20 που είναι η ίδια επιστολή με το Τεκμήριο 8, η εφεσείουσα απευθυνόμενη στην εναγόμενη 2, αναφερόταν σε ενοικίαση από μήνα σε μήνα του επίδικου υποστατικού εκ μέρους της εναγομένης 2.  Το γεγονός ότι το Τεκμήριο 20 στάλθηκε μετά που λήφθηκε επιστολή εκ μέρους του εφεσίβλητου με την οποία ισχυριζόταν ότι δεν είχε σχέση με την ενοικίαση, δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα, από τη στιγμή μάλιστα που ο εφεσίβλητος δεν κατονόμαζε στην επιστολή του την εναγόμενη 2 ως ενοικιαστή.  Περαιτέρω υπήρχε πινακίδα στο υποστατικό με το όνομα της εναγομένης 2 εταιρείας, στοιχείο που παρέπεμπε στο εύλογο συμπέρασμα ότι η εναγόμενη 2 εταιρεία λειτουργούσε το περίπτερο. Εύλογα ήταν και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 17 (έγγραφο από σύστημα της Α.Η.Κ) παρόλο που ήταν περιορισμένης βαρύτητας. Η πιο πάνω μαρτυρία, όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν αμφισβητούμενη. Τα τεκμήρια 4Α-4Η κατατέθηκαν από τον ΜΕ1 όπως και η επιστολή ημερομηνίας 14/2/2012 - Τεκμήριο 8, το δε Τεκμήριο 20 που είναι η ίδια επιστολή κατατέθηκε από τον ΜΥ1. Ο ΜΕ1 δέχθηκε κατά τη μαρτυρία του, όπως επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι το όνομα της εναγομένης 2 εταιρείας βρισκόταν σε πινακίδα του περιπτέρου. Η εφεσείουσα στην Απάντηση της δέχεται «ότι το περίπτερο λειτουργούσε στο όνομα της εναγόμενης 2 αφού είχε ονομασία P.S. KIOSK και τα ενοίκια πληρώνονταν με επιταγές της Εναγόμενης 2». Η πλευρά της εφεσείουσας δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι το  εύρημα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο (βλ. μεταξύ άλλων Χ' Μάρκου (ανωτέρω),  T.J.S.  Enterprises  Ltd  v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ  (2005) 1 Α.Α.Δ.108, Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150). Η υπόθεση Λιμνατίτη και άλλη ν. Σύννου και άλλων (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 817 απόσπασμα της οποίας παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, είναι απόλυτα σχετική.

 

Περαιτέρω το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αντιφατικό με προηγούμενα του ευρήματα ούτε έρχεται σε αντίθεση με τις θέσεις του εφεσίβλητου στην Υπεράσπιση του ή την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει τα όσα αναφέρονται στην Υπεράσπιση του εφεσίβλητου, δεν απάλλασσαν την πλευρά της εφεσείουσας από τη γενικότερη υποχρέωση της να αποδείξει την υπόθεση της.  Αποτελεί σχήμα οξύμωρο από τη μια η πλευρά της εφεσείουσας να αποστέλλει επιστολή (Τεκμήριο 20) στην εναγόμενη 2 στην οποία την αναφέρει ως ενοικιαστή του υποστατικού και να απαιτεί από αυτή καθυστερημένα ενοίκια αλλά και να καταχωρεί εναντίον της αγωγή από την οποία αξίωνε τα ενοίκια αυτά, το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος του υποστατικού, διαφυγόντα κέρδη ή αποζημιώσεις και διάταγμα παράδοσης κατοχής του επίδικου υποστατικού και από την άλλη να παραπονείται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τον Ιούνιο του έτους 2010 λάμβανε χώρα ενοικίαση από μήνα σε μήνα μεταξύ της εφεσείουσας και της εναγόμενης 2 είναι λανθασμένο. Στην Έκθεση Απαίτησης η εφεσείουσα αναφέρεται σε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, ότι σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου εκ μέρους των εναγόμενων 1 και 2, θα δικαιούτο στην άμεση ακύρωση και τερματισμό της συμφωνίας και ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 καθυστερούσαν  ή και παρέλειπαν να καταβάλουν ενοίκια για τους μήνες Φεβρουάριο του έτους 2011 - Ιούνιο του έτους 2012 και ποσό που αντιστοιχούσε στον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2012. 

 

           Δεν φαίνεται από το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας να αναπτύσσεται και να προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε αναφορικά με όλα τα αμφισβητούμενα θέματα. Παρόλα αυτά βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη στιγμή που προέβηκε σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ο ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού, εύρημα το οποίο δεν κρίθηκε λανθασμένο, δεν απέμειναν άλλα αμφισβητούμενα θέματα για να αποφασιστούν. 

 

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 1 έως 5 επίσης απορρίπτονται.

 

Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με €2400 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.

  

                                                          ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                          Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

______________________

1

77.-(1) Σύμβαση που αφορά τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο που υπερβαίνει το ένα έτος δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή εκτός αν-

(α) είναι γραπτή~ και

(β) υπογράφεται στο τέλος αυτής, από το κάθε πρόσωπο που βαρύνεται από τη σύμβαση ή από πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι και το οποίο έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει εκ μέρους του πιο πάνω προσώπου στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι και προσυπογράφουν τη σύμβαση ως μάρτυρες.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο