ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 9/2021)
17 Οκτωβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΗΜΟΣ ΠΕΓΕΙΑΣ
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Ξ. Ευγενίου (κα), για ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος Α' της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
Χ. Πιερή (κα) μαζί με Α. Ιωαννίδου (α), ασκούμενη δικηγόρο, για ΣΚΟΡΔΗΣ, ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για το ενδιαφερόμενο μέρος.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 14.12.2020 στην Προσφυγή Αρ. 1420/2017, με την οποία απορρίφθηκε, ως μη παραδεκτή, η προσφυγή του Εφεσείοντα ως προς το αντικείμενο των αιτούμενων θεραπειών Α και Β της προσφυγής, ήτοι, αφ' ενός, της ακύρωσης χορήγησης πολεοδομικής άδειας (εφεξής η «επίδικη άδεια») στο ενδιαφερόμενο μέρος George Vasiliou Ltd και, αφ' ετέρου, της αρνητικής απάντησης της Διευθύντριας του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερομηνίας 18.9.2017 σε επιστολή του Εφεσείοντα ημερομηνίας 8.9.2017, με την οποία απορρίφθηκε, κατά τον Εφεσείοντα, «ενδικοφανή-ένσταση» του εναντίον της χορήγησης της επίδικης άδειας και αίτημα ανάκλησης και επανεξέτασης αυτής, ως μη έχοντας αυτός (ο Εφεσείων) αποδείξει έννομο συμφέρον σε σχέση με τις εν λόγω προσβαλλόμενες αποφάσεις.
Συνολικά προτάθηκαν τρεις λόγοι έφεσης εκ μέρους του Εφεσείοντα εναντίον της πρωτόδικης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης κρίσης περί μη απόδειξης του εννόμου συμφέροντος του (σελ. 17 της πρωτόδικης απόφασης), επιχειρηματολογώντας, συναφώς, ότι, ο Εφεσείων, ως αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης, είχε και έχει συμφέρον χάριν των δημοτών και του περιβάλλοντος να αμφισβητήσει την επίδικη άδεια, αφού το έργο περί του οποίου ο λόγος επιφέρει προφανή δυσμενή επηρεασμό στο φυσικό περιβάλλον και χωροθετείται εντός των διοικητικών ορίων του. Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης του, ο Εφεσείων παραπέμπει στα αποφασισθέντα στην Δημοκρατία v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 210 και ισχυρίζεται ότι, παρέπεμψε στις αγορεύσεις του σε πρακτικό συνάντησης του Υπουργού Εσωτερικών με το Δήμαρχο Πέγειας ημερομηνίας 16.03.2016, κατά την οποία ο εν λόγω Δήμαρχος αμφισβήτησε τη νομιμότητα της επίδικης ανάπτυξης αφού (α) τμήμα αυτής ενέπιπτε εντός της περιοχής Natura 2000, ότι (β) βρίσκεται εκτός ζώνης ανάπτυξης και υδατοπρομήθειας και γ) βρίσκεται σε περιοχή που χαρακτηρίζεται από πολύ απότομα πρανή με αποτέλεσμα πολλοί βράχοι να κινδυνεύουν με αποκόλληση και μετακίνηση τους στην πυκνοκατοικημένη περιοχή του Εφεσείοντα. Η πλευρά του Εφεσείοντα ισχυρίστηκε και ότι, επικαλέστηκε πρωτόδικα Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον (βλ. Παράρτημα 1 της Ένστασης) που διενεργήθηκε σε σχέση με την επίδικη ανάπτυξη, από την οποία, κατά τον ισχυρισμό, προκύπτει ξεκάθαρα ο δυσμενής επηρεασμός του χώρου, επί του οποίου ο Εφεσείων έχει αρμοδιότητα. Τέλος, η πλευρά του Εφεσείοντα επικαλέστηκε σχετικά και τις γραπτές «ενστάσεις» του προς την Εφεσίβλητη ημερομηνίας 18.8.2017 και 8.9.2017, από το περιεχόμενο των οποίων επίσης προκύπτει, κατά τον ισχυρισμό, ο δυσμενής επηρεασμός του περιβάλλοντος χώρου της ανάπτυξης.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης της (ο οποίος στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα αναπτύχθηκε μαζί με τον πρώτο λόγο έφεσης), η πλευρά του Εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο παράκαμψε την με βάση το ανακριτικό σύστημα αρμοδιότητα του, αφού «. δεν έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία των φακέλων και ισχυρισμών βάσει των οποίων προκύπτει σαφώς ο επιβλαβής δυσμενής περιορισμός στο περιβάλλον της περιοχής του Δήμου Πέγειας από την έκδοση της άδειας υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου.». Υποστηρίζεται ο εν λόγω λόγος έφεσης με το επιχείρημα ότι, στις γραπτές αγορεύσεις για τον Εφεσείοντα απαντήθηκε λεπτομερώς η προβληθείσα με την Ένσταση των Εφεσιβλήτων προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος με στοιχεία που παρουσίασε ο Εφεσείων τα οποία, κατά τον ισχυρισμό, θεμελίωναν το έννομο του συμφέρον και αναιτιολόγητα αγνοήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Τέλος, με τον τρίτο λόγο έφεσης του ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε να εξετάσει (όλους) τους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν.
Με τα περιγράμματα αγόρευσης τους οι διάδικοι ανέλυσαν τις θέσεις τους, ο Εφεσείων προς υπόδειξη του εσφαλμένου της πρωτόδικης κρίσης, η δε Εφεσίβλητη και το ενδιαφερόμενο μέρος προς υποστήριξη της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Σημειώνεται ότι, η πλευρά της Εφεσίβλητης ήγειρε, όπως είχε πράξει και πρωτόδικα και ζήτημα ότι ο Εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος λόγω ανεπίτρεπτου ενδοστρεφούς δίκης.
Μελετήσαμε όσα τέθηκαν ενώπιον μας και η θέση του Δικαστηρίου είναι η ακόλουθη:
Στην εκκαλούμενη απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ανάλυση του ζητήματος ύπαρξης ή μή έννομου συμφέροντος της Εφεσείουσας. Παρέθεσε τα ακόλουθα, υπό το φως και της σχετικής ημεδαπής νομολογίας περί του θέματος (Οι τονισμοί είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου):
«Πρώτιστα, θα εξεταστεί η προσβαλλόμενη θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας προσφυγής.
Στην Improvement Board Strovolos v. Republic (1983) 3 C.L.R. 434, εξετάστηκε το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, στην οποία κρίθηκε ως παραδεκτή, προσφυγή αρχής τοπικής διοίκησης για την αναθεώρηση απόφασης αρχής ή οργάνου της Κεντρικής Κυβέρνησης, εφόσον θίγεται ίδιον συμφέρον. Στην υπόθεση εκείνη, κρίθηκε ότι το Συμβούλιο Βελτιώσεως Στροβόλου νομιμοποιείτο να προσβάλει απόφαση οργάνου της Κεντρικής Κυβέρνησης, λόγω του επηρεασμού της λειτουργίας του.
Στην Δημοκρατία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1998) 3 Α.Α.Δ. 210, αναγνωρίστηκε, στις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης που έχουν συμφέρον στην πολεοδομική διαμόρφωση της περιοχής τους η, καταρχήν, δυνατότητα άσκησης προσφυγής, κατά απόφασης με την οποία προκύπτει δυσμενής επηρεασμός στο φυσικό περιβάλλον, όπως αυτό πρόκειται να διαμορφωθεί διαχρονικά.
Θα πρέπει όμως, σε κάθε περίπτωση, να εξετάζεται το κατά πόσον επηρεάζεται δυσμενώς, ίδιον συμφέρον, με αναφορά στα όσα προτείνονται ως στοιχεία που είναι ικανά να συνθέσουν τέτοιον δυσμενή επηρεασμό. Η στοιχειοθέτηση του συμφέροντος, το οποίο νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο Δικαστήριο, βαρύνει τον ίδιο τον προσφεύγοντα.
Στην Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου (ανωτέρω), κρίθηκε ότι τέτοιος δυσμενής επηρεασμός ίδιου και προσωπικού συμφέροντος, δεν δύναται να θεμελιωθεί, στην περίπτωση που γίνεται επίκληση γενικού συμφέροντος διασφάλισης της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης.
Συνεπώς, θα πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσον έχει θεμελιωθεί, στην παρούσα περίπτωση, το αναγκαίο έννομο συμφέρον των αιτητών, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το ενδεχόμενο δυσμενούς τους επηρεασμού. Και όπως υποδείχθηκε στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, αποτελεί τη βάση για τη διαπίστωση ή μη εννόμου συμφέροντος και όχι η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου.
Ανατρέχοντας στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως καταγράφονται στα νομικά σημεία της προσφυγής, τα ακόλουθα:-
«1. Ο Δήμος ως Αιτητής απέβλεψε, συνθετικά με όλες τις άλλες εμπλεκόμενες αρχές, με παραστάσεις και εισηγήσεις ως ενδιαφερόμενη άμεσα για το περιβάλλον, τοπική αρχή αυτοδιοίκησης για να υποδείξει αναγκαίες τροποποιήσεις προς το καλώς νοούμενο συμφέρον των δημοτών και τη εν γένει περιοχής, πλην όμως δεν υπήρξε η δέουσα επί τόπου και/ή ενδελεχής έρευνα και/ή η αναγκαία διαβούλευση, γι' αυτό έτσι η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη. [.]
5. Η εγκριθείσα ενοποίηση διαφόρων τεμαχίων και ο επαναδιαχωρισμός τους σε οικόπεδα, έγινε κατά τρόπο που πλήττει τα συμφέροντα του Δήμου και των δημοτών κατά παραβίαση της ανάγκης διαβούλευσης και αντίθετα στη χρηστή διοίκηση και στην ανάγκη προστασίας της φύσης.
Και στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, αναφέρονται τα εξής:-
«(α) Η αίτηση υποβλήθηκε από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα το 2015 και αφορά επιδιωκόμενη διαφοροποίηση ή ανάπτυξη ιδιοκτησίας που θα επιφέρει σημαντική αλλαγή στη φυσιογνωμία του όλου χώρου.
(β) Ο Αιτητής, ως η Τοπική αυτοδιοίκηση εξέφρασε απόψεις, υπέβαλε εισηγήσεις και απαίτησε όπως γίνουν επιτόπιες από κοινού με όλες τις αρμόδιες αρχές, έρευνας του όλου χώρου και της αιτηθείσης ανάπτυξης.
Τούτο γιατί η ιδιοκτησία είναι δυνατόν να αναπτυχθεί αφού τηρηθούν όλοι οι αναγκαίοι όροι και προϋποθέσεις που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον γενικά με το είδος της ανάπτυξης και/ή τον επηρεασμό, θετικό ή αρνητικό για τους δημότες.
(γ) Καθ' όλη τη διενέργεια της μελέτης από τους καθ' ων η αίτησης (sic), ο Δήμος διατύπωσε σειρά εισηγήσεων ώστε να είναι πιο φιλική προς το περιβάλλον η όλη άδεια. [.]»
Εξετάζοντας το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, διαπιστώνω τη γενικότητα με την οποία προβάλλεται το ζήτημα των δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον. Οι πιο πάνω αναφορές ουδόλως εξειδικεύουν με ποιο τρόπο και γιατί το περιβάλλον θα υποστεί δυσμενείς επιπτώσεις.
Αυτό που παρατηρείται, είναι η επίκληση εκ μέρους των αιτητών στοιχείων που άπτονται πολεοδομικών σχεδιασμών, όπως είναι ο όγκος των κτηρίων και/ή τεχνικών ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την υδροδότηση της ανάπτυξης, αλλά και την παροχή πρόσβασης σε δημόσιο δρόμο, ιδιωτικών τεμαχίων, τη διαχείριση των όμβριων υδάτων και την τοποθέτηση χώρων πρασίνου και οι ισχυρισμοί των αιτητών συναρτώνται και εστιάζονται στην παραβίαση προηγούμενης διαβούλευσης και προηγούμενης επιτόπιας έρευνας του χώρου, ζητήματα, όμως, για τα οποία έχουν ληφθεί από την Πολεοδομική Αρχή οι απόψεις των καθόλα αρμόδιων κυβερνητικών τμημάτων, όπως αυτό προκύπτει από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, καταλήγω ότι στην αίτηση ακυρώσεως δεν γίνεται καμία αναφορά στα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τον άμεσο δυσμενή επηρεασμό του περιβάλλοντος. Αλλά, γίνεται ουσιαστικά επίκληση του γενικού συμφέροντος διασφάλισης της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, στοιχεία που δεν παρέχουν στους αιτητές το απαραίτητο νομιμοποιητικό έρεισμα, όπως αυτό έχει σκιαγραφηθεί νομολογιακά, για έγερση της παρούσας προσφυγής.
Καταλήγω, συνεπώς, ότι παρόλο που αναγνωρίζεται, καταρχήν, η δυνατότητα στις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης να προσβάλουν πολεοδομική ανάπτυξη από την οποία προκαλείται δυσμενής επηρεασμός στο φυσικό περιβάλλον, εντούτοις, σε κάθε περίπτωση, το κατά πόσον επηρεάζεται δυσμενώς, ίδιον συμφέρον, θα πρέπει να αποδειχθεί από τον ίδιο τον αιτητή, σε κάθε περίπτωση. Περίπτωση, που όπως έχω ήδη επεξηγήσει πιο πάνω, δεν είναι η παρούσα, αφού εν προκειμένω, ελλείπουν τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν δυσμενή επηρεασμό των αιτητών, στοιχεία απαραίτητα για τη νομιμοποίησή τους στην έγερση της προσφυγής.
Συνεπώς, η προσφυγή δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως απαράδεκτη.»
Καταρχάς, η παρούσα περίπτωση πρόδηλα δεν αφορά, ως εισηγήθηκε η Εφεσίβλητη, περίπτωση (ανεπίτρεπτης) ενδοστρεφούς δίκης (για τον όρο «ενδοστρεφής δίκη», βλ. Γ.Π. Σιούτη «το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως», 1998, σελ.117-124). Ο Εφεσείων δεν εξέδωσε την επίδικη πολεοδομική άδεια και δεν προβλέπεται η συμμετοχή του νομοθετικά στην διαδικασία έκδοσης της ούτε συμμετείχε υπό τη νομική έννοια του όρου ή συναίνεσε, ώστε να τίθεται βάσιμα ζήτημα κωλύματος του να εγείρει την προσφυγή του κα κατ' επέκταση την παρούσα έφεση. Αντίθετα και σε σχέση, τώρα, με τα ανωτέρω πρωτοδίκως αποφασισθέντα, στη Δημοκρατία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου κ.α. (βλ. ανωτέρω στην πρωτόδικη απόφαση) αναγνωρίστηκε ότι, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν, καταρχήν, έννομο συμφέρον στην πολεοδομική διαμόρφωση της περιοχής τους. Αναφέρθηκε, σχετικά, στην εν λόγω απόφαση (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας):
«Κατά την άποψή μας, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν συμφέρον στην πολεοδομική διαμόρφωση της περιοχής τους εφόσον προκύπτει δυσμενής επηρεασμός στο φυσικό περιβάλλον, ιδωμένο όπως πρόκειται διαχρονικά να διαμορφωθεί. Πρόκειται για συμφέρον εγγενές στη φύση της αποστολής τους και ως εκ τούτου νόμιμο. Η διαπίστωση αυτή καθιστά μη αναγκαία την περαιτέρω διερεύνηση της νομιμοποίησης του εφεσίβλητου Συμβουλίου. Όπως άλλωστε υποδείχθηκε στη Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81:
"Το αντικείμενο του επηρεασμού κάτω από το Άρθρο 146 είναι το συμφέρον και όχι αποκρυσταλλωμένο νομικό δικαίωμα."
Τα εκεί εκτεθέντα παραδείγματα από αποφάσεις του Σ.τ.Ε. απεικονίζουν εναργώς ακριβώς αυτή τη διάσταση. Καταλήγουμε λοιπόν ότι το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου νομιμοποιείται κατ' αρχήν στην προσφυγή.»
Αυτό, όσον αφορά στο παραδεκτό της προσφυγής. Και εννοείται πάντα, στα πλαίσια εξακρίβωσης του παραδεκτού, για (επαρκή) πιθανολόγηση του εννόμου συμφέροντος και όχι απόδειξης του. Ωστόσο, το ζήτημα δεν σταματά εκεί. Η Δημοκρατία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου κ.α. απαιτεί (και ορθώς) και τη θεμελίωση τέτοιου εννόμου συμφέροντος (πλέον, προσθέτουμε, στα πλαίσια εξέτασης του βασίμου της προσφυγής). Αναφέρεται, περαιτέρω, στην εν λόγω απόφαση, για του λόγου το αληθές (με δικό μας τονισμό):
«Εξετάζεται ακολούθως το κατά πόσο θεμελιώνεται εν προκειμένω το επικαλούμενο έννομο συμφέρον με αναφορά στα όσα προτείνονται ως στοιχεία που συνθέτουν δυσμενή επηρεασμό. Το βάρος το έχουν βέβαια οι αιτητές.»
Αυτή η διαφοροποίηση (όχι πάντα με συνέπεια εφαρμοσθείσα, ομολογουμένως, στη νομολογία μας) υιοθετήθηκε ξεκάθαρα, μεταξύ πολλών άλλων και στην απόφαση ημερομηνίας 4.10.2021 στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 164/2018 NEW DIMENSIONS PROPERTY DEVELOPMENTS LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., στην οποία καταγράφηκαν τα εξής (με δικές μας υπογραμμίσεις):
«Στην Χαραλάμπους γίνεται παραπομπή στον Π.Δ. Δαγτόγλου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2η έκδοση, 1994, παρ.537-545, ότι:
«Έννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας .... Έτσι, ο ιδιώτης έχει έννομο συμφέρον στην τήρηση κανόνων δικαίου, π.χ. περί προστασίας του περιβάλλοντος ή πολεοδομίας, οι οποίοι επιβάλλουν υποχρεώσεις στην διοίκηση, χωρίς να του παρέχουν (υποκειμενικά) δικαιώματα, αλλά των οποίων η τήρηση δημιουργεί ή διασφαλίζει μια ευμενή γι' αυτόν κατάσταση .... Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή να ανήκει απευθείας στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα και όχι σε τρίτο πρόσωπο και εμμέσως μόνο στον αιτούντα ... Το έννομο συμφέρον, τέλος, πρέπει να είναι παρόν (ενεστώς), δηλαδή υπαρκτό κατά τον χρόνο ασκήσεως του ένδικου βοηθήματος ... 'Παρόν' όμως θεωρείται και το συμφέρον που απειλείται με βεβαιότητα στο άμεσον μέλλον.»
Και στην παρ.549 ότι:
«Για τη θεμελίωση της εξουσίας ασκήσεως ένδικου βοηθήματος αρκεί ο εύλογος (δηλαδή όχι προφανώς ασύστατος) ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος· δεν απαιτείται δηλαδή απόδειξη, αλλ' αρκεί η πιθανολόγηση, η οποία και αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής. Για την θεμελίωση της νομιμοποιήσεως απαιτείται, αντιθέτως, να αποδειχθεί ότι το θιγόμενο έννομο συμφέρον ανήκει πράγματι στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα (ενεργητική νομιμοποίηση) και ότι εθίγει πράγματι από την εναγομένη διοίκηση (παθητική νομιμοποίηση)· επομένως η νομιμοποίηση ανήκει στην ουσιαστική θεμελίωση της προσφυγής και η έλλειψή της καθιστά το ένδικο βοήθημα όχι απαράδεκτο, αλλά αβάσιμο ...».
(Βλ. και Γ.Π. Σιούτη, ανωτέρω, σελ. 183-192 και την αναφερόμενη στην πιο πάνω απόφαση Χaραλάμπους v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 73)
Προσεγγίζοντας το ζήτημα υπό το φως των ανωτέρω, βρίσκουμε ότι σαφώς προκύπτει από τα ενώπιον μας δικόγραφα και επισυνημμένα αυτών έγγραφα και δεν αποτελεί αμφισβητούμενο γεγονός ότι, ο Εφεσείων είναι αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης και στρέφεται εναντίον χορήγησης πολεοδομικής άδειας για έργο που χωροθετείται στην περιοχή αρμοδιότητας του, κατ' επίκληση δυσμενούς επηρεασμού του φυσικού περιβάλλοντος απ' αυτό (βλ. ιδιαίτερα, παράγραφο 3 της αίτησης ακυρώσεως, αλλά και εκεί 1, 4 και 5, σε συνάρτηση με το Περιεχόμενο Β της αίτησης ακυρώσεως). Συνεπώς, νομιμοποιείται, καταρχήν, ο Εφεσείων στην καταχώρηση της υπό εξέταση προσφυγής του. Ωστόσο, ορθά, βρίσκουμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, τελικώς, ότι ο Εφεσείων δεν έχει τεκμηριώσει το έννομο συμφέρον του στη συγκεκριμένη περίπτωση, καταλήγοντας ότι, « Εξετάζοντας το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, διαπιστώνω τη γενικότητα με την οποία προβάλλεται το ζήτημα των δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον. Οι πιο πάνω αναφορές ουδόλως εξειδικεύουν με ποιο τρόπο και γιατί το περιβάλλον θα υποστεί δυσμενείς επιπτώσεις.» και ότι, «Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, καταλήγω ότι στην αίτηση ακυρώσεως δεν γίνεται καμία αναφορά στα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τον άμεσο δυσμενή επηρεασμό του περιβάλλοντος.». Όντως, συγκεκριμένος (πόσο μάλλον ειδικός) συσχετισμός μεταξύ της επίδικης διοικητικής πράξης και της συγκεκριμενοποιημένης επαπειλούμενης ζημίας από την εκτέλεση αυτής ή συγκεκριμενοποιημένης πτυχής της, ελλείπει παντελώς από την αίτηση ακυρώσεως στην παρούσα περίπτωση. Αυτή η απουσία παρατηρείται όχι μόνο από την αίτηση ακυρώσεως, αλλά ακόμα και αν κάποιος επέλεγε ελαστικότερα κριτήρια από αυτά που έχει περί τούτου θέσει η νομολογία, και από τη γραπτή αγόρευση για τον Εφεσείοντα. Υπενθυμίζεται ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος φέρει πάντοτε ο αιτητής (Μakrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147, βλ. και Δ.Θ. Πυργάκη, «ΤΟ ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ, 2017, σελ. 332) και δεν πρέπει να συγχέεται η (νομολογιακά επιτρεπτή) αυτεπάγγελτη δυνατότητα του (διοικητικού) Δικαστηρίου να ελέγξει την τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος ανά περίπτωση με την (νομολογικά ανεπίτρεπτη) όποια ανάληψη εκ μέρους του της (αποκλειστικής) ευθύνης του εκάστοτε αιτητή να τεκμηριώσει δεόντως το έννομο συμφέρον του ή με καθήκον του Δικαστηρίου να αναζητεί μέσα από το ενώπιον του πραγματικό υλικό τί δυνητικά είναι αυτό που συγκεκριμένα επικαλείται και προωθεί ο αιτητής ως βλάβη του από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και να υποστηλώνει ανεπίτρεπτα την όποια ανεπάρκεια παρατηρείται στην δέουσα επίκληση τέτοιας ζημίας.
Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται, αφού ο Εφεσείων δεν έχει τεκμηριώσει έννομο συμφέρον.
Είναι, περαιτέρω, εμφανές ότι η βασιμότητα του τρίτου λόγου έφεσης διέρχεται και εξαρτάται από την αποδοχή των δύο πρώτων λόγων έφεσης. Συνεπώς, η ανωτέρω απόρριψη τους, συμπαρασύρει σε απόρριψη και τον τρίτο λόγο έφεσης.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3000 υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση, ως προς την κατάληξη απόρριψης της προσφυγής, επικυρώνεται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.