ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 42/2021)
2 Οκτωβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
NOVA HOMES LIMITED
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Σ. Φλουρέντζος, για Κ. Π. Δημητριάδη Δ.ΕΠ.Ε., για Εφεσείουσα.
Κ. Παπαδοπούλου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: To Διοικητικό Δικαστήριο, με απόφασή του ημερoμηνίας 1/3/2021, απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 1688/2017 της Εφεσείουσας. Η Προσφυγή στρεφόταν εναντίον της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 22/9/2017 να ανακαλέσει την απόφασή της ημερομηνίας 2/3/2016, με την οποία είχε εγκρίνει την αίτηση της Εφεσείουσας για άδεια οικοδομής. Η αίτηση αφορούσε την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών στο τεμάχιο 619, Φ/Σχ. 41/22W1 στην περιοχή του Κοινοτικού Συμβουλίου Ορμήδειας. Εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Εφεσείουσα κατεχώρησε την παρούσα Έφεση και προβάλλει τέσσερις Λόγους Έφεσης.
Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1, η Εφεσείουσα προβάλλει ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εστίασε στο κατά πόσο η έγκριση της αίτησης της για άδεια οικοδομής συνιστούσε αυτή καθεαυτή εκτελεστή διοικητική πράξη. Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2 ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η έγκριση της άδειας οικοδομής δεν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα καθοριστικά για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Εφεσείουσας. Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης Αρ. 3, είναι το εσφαλμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και του Λόγου Έφεσης Αρ. 4, ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Οι Λόγοι Έφεσης εμφανίζουν κοινά και αλληλένδετα σημεία και ως εκ τούτου θα εξεταστούν σωρευτικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή της Εφεσείουσας κρίνοντας ότι η ανάκληση της έγκρισης της άδειας οικοδομής ημερομηνίας 22/9/2017 δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Διαπιστώνω, συνεπώς, πως εν προκειμένω, δεν είχε εκδοθεί η άδεια οικοδομής σε σχέση με τη νέα υποβληθείσα αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής με αρ. Β557/2009 ημερομηνίας 2.10.2015. Η αίτηση, όπως ενημερώνεται η αιτήτρια δια της επιστολής ημερομηνίας 2.3.2016, είχε εγκριθεί. Δεν είχε όμως ακόμα εκδοθεί, ούτε και διατυπώθηκε εγγράφως οποιαδήποτε άδεια για ανάπτυξη στην οποία να περιλαμβάνονται ως αναπόσπαστο μέρος όροι για την υλοποίησή της. Αλλά, η έκδοσή της, τελούσε υπό τον όρο πληρωμής των τελών / δικαιωμάτων έκδοσης.
Το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 2.3.2016, δεν εμπεριείχε απόφαση καθοριστική των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της αιτήτριας, αφού δεν έχει παραχθεί κατ' εκείνο το χρονικό σημείο οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα σε σχέση με την αιτήτρια. Δεν υπήρξε, εξ αυτής, γένεση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η έκδοση της εκτελεστής διοικητικής πράξης, ήτοι αυτής καθ' αυτής της άδειας οικοδομής, στην οποία θα περιλαμβάνονται και οι αναπόσπαστοι όροι αυτής, τελούσε εν προκειμένω, υπό τον όρο πληρωμής των τελών που γνωστοποιήθηκαν προς την αιτήτρια και τα οποία δεν καταβλήθηκαν, αδιάφορο, εν προκειμένω, για ποιόν λόγο.
Στη βάση των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, καταλήγω πως δεν είχε στην ουσία εκδοθεί η αιτούμενη από την αιτήτρια άδεια οικοδομής. Πληροφορήθηκε η αιτήτρια την έγκριση της αιτήσεως, η έκδοση της οποίας, τελούσε υπό τον όρο καταβολής εκ μέρους της, των καθορισθέντων τελών. Με δεδομένη τη μη καταβολή των τελών, η άδεια οικοδομής δεν είχε εκδοθεί.
Υπό αυτά ως δεδομένα, δεν μπορούμε να ομιλούμε περί ανάκλησης άδειας οικοδομής, ως διατείνεται η αιτήτρια. Δεν είχε εκδοθεί οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξη, η ανάκληση της οποίας θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο της υπό εκδίκαση προσφυγής.
Η αιτήτρια, με την επιστολή ημερομηνίας 2.3.16 πληροφορήθηκε για μία κατάσταση πραγμάτων, ήτοι για την έγκριση της αίτησης που υπέβαλε, η οποία δεν παρήγαγε ακόμα οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα. Επομένως, η διοίκηση, είχε κάθε δικαίωμα να ανακαλέσει την έγκριση που είχε δώσει, αφού αυτή δεν είχε ακόμα μετουσιωθεί σε εκτελεστή διοικητική πράξη.».
Το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 2/3/2016, μέσω της οποίας γνωστοποιήθηκε στην Εφεσείουσα η έγκριση της αίτησης της για έκδοση άδειας οικοδομής στο επίδικο τεμάχιο έχει καταγραφεί στην πρωτόδικη Απόφαση και είναι το ακόλουθο:
«Η αίτηση σας ημερομηνίας 2 Οκτωβρίου 2015, για έκδοση άδειας οικοδομής, για την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών μέσα στο τεμ. με αρ. 619, Φ./Σχ. 41/22W1 στην περιοχή του Κοινοτικού Συμβουλίου Ορμήδειας, εγκρίθηκε.
2. Για να εκδοθεί η σχετική άδεια παρακαλείστε να πληρώσετε τα ακόλουθα δικαιώματα και να παρουσιάσετε στον κλάδο έκδοσης αδειών οικοδομής του Γραφείου μου τις σχετικές αποδείξεις, μαζί με χαρτόσημο αξίας €0.43:
[...]
3. Ακολούθως, θα πρέπει να καταβάλετε δικαιώματα έκδοσης άδειας ύψους €12.625,94 τα οποία θα πρέπει να πληρωθούν στο Γραφείο μου, είτε με μετρητά είτε με τραπεζική επιταγή [.]
4. Υπενθυμίζεται ότι δεν επιτρέπεται η έναρξη οποιωνδήποτε οικοδομικών εργασιών πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής [.]»
Στις 22/9/2017, ήτοι μετά παρέλευση ενός και πλέον έτους, η Εφεσίβλητη απέστειλε προς την Εφεσείουσα την ακόλουθη επιστολή, η οποία επίσης καταγράφεται στην πρωτόδικη Απόφαση:
«Αναφέρομαι στην επιστολή μου που σας στάληκε με τον ίδιο αριθμό φακέλου και ημερομηνία 02 Μαρτίου 2016, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται και παρατηρώ ότι παρόλο το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει, δεν έχετε συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της επιστολής αυτής, με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί άδεια οικοδομής.
2. Ενόψει των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εργασίες για την ανέγερση της οικοδομής δεν έχουν αρχίσει, πληροφορείστε ότι δεν ισχύει πλέον το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής μου.
3. Σε περίπτωση που εξακολουθείτε να ενδιαφέρεστε για τη συγκεκριμένη ανάπτυξη, θα πρέπει να υποβάλετε νέα αίτηση στο Γραφείο μου.»
Την νομιμότητα της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 22/9/2017 «να ανακαλέσουν την απόφασή τους (για την οποία ενημερώθηκε η Αιτήτρια μέσω επιστολής ημερομηνίας 2/3/2016) να εγκρίνουν την αίτησή της για έκδοση άδειας οικοδομής.» αμφισβήτησε η Εφεσείουσα με την Προσφυγή της.
Αποτελεί γεγονός, ότι η Εφεσείουσα αιτήθηκε έκδοση άδειας οικοδομής για την επίδικη ανάπτυξη. Η αίτηση, σύμφωνα με το περιεχόμενο της επιστολής της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 2/3/2016, εγκρίθηκε. Στην εν λόγω επιστολή, η Εφεσείουσα πληροφορείτο ότι «για να εκδοθεί» η σχετική άδεια, έπρεπε να καταβάλει δικαιώματα έκδοσης άδειας ύψους €12.625,94. Πληροφορήθηκε επίσης η Εφεσείουσα, ότι πριν την έκδοση της άδειας δεν επιτρεπόταν η έναρξη οικοδομικών εργασιών στο επίδικο τεμάχιο.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη επιστολή ημερομηνίας 22/9/2017, «να μην εκδοθεί η άδεια οικοδομής» και αν η Εφεσείουσα ενδιαφερόταν για τη συγκεκριμένη ανάπτυξη, να υπέβαλλε νέα αίτηση.
Αναδεικνύεται ως επίμαχο ζήτημα στην υπό εξέταση υπόθεση, το κατά πόσο, υπό τα δεδομένα όπως αυτά έχουν εκτεθεί ανωτέρω, η έγκριση για έκδοση άδειας οικοδομής (και κατ' αντανάκλαση, η «ανάκληση» της επίδικης) συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.
Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029, με παραπομπή και σε προηγούμενη νομολογία, ερμηνεύθηκε ο όρος «εκτελεστή διοικητική πράξη» ως ακολούθως:
«Η έννοια του όρου "εκτελεστή διοικητική πράξη" έχει επεξηγηθεί στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:
"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους».
Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της "εκτελεστής διοικητικής πράξεως" είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170).
Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων".
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."
(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", εκ. τρίτη, σελ. 120-121: "Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως".)
Η δική μας νομολογία έχει θέσει το θέμα της πληροφοριακής πράξης ως εξής:
Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (Βλ. Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C.L.R. 219, Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου 'Εγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208, Phylaktides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328, Kεφάλα ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 133, Economides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474 και Μιχαήλ Φρειδερίκου και Σχολές Φρειδερίκου Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1451). Βλ. και Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται «ως στερουμένη εκτελεστού χαρακτήρος, καθ' όσον αύτη πληροφορίας απλώς παρέχει προς την αιτούσαν, μη δυναμένη να δημιουργήση ίδιον έννομον αποτέλεσμα».
Σημαντική για το ζήτημα κρίνεται η ακόλουθη αναφορά στο «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Έκδοση Τέταρτη, σελ. 173:
«3. ΄Αλλαι πράξεις, χαρακτηριζόμεναι ως προπαρασκευαστικαί, ήτοι ως τείνουσαι εις την προπαρασκευήν της μελλούσης να εκδοθή εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Τοιαύται είναι αι πληρούσαι συνήθως διαδικαστικούς τύπους, καθοριζομένους υπό του νόμου, ως:
α) .................................................. .....................................
β) αι προκαταρκτικαί προσκλήσεις προς παροχήν πληροφοριών και αι συναφείς προκαταρκτικαί ανακοινώσεις προς τους ενδιαφερομένους.»
Σχετικό είναι επίσης και το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας σελ. 239:
γγ) Πράξεις προηγούμεναι της εκτελεστής ή προπαρασκευαστικαί. Πράξεις τινές εκδίδονται εν συναρτήσει προς την έκδοσιν εκτελεστής πράξεως, προπαρασκευάζουσαι καθ' οιονδήποτε τρόπον ταύτην, χωρίς να επάγωνται αυτοτελώς άμεσα έννομα αποτελέσματα έναντι των διοικουμένων. Ούτω δεν είναι εκτελεσταί πράξεις [...] Επίσης αι πράξεις, δι' ων ανακοινούται η γνώμη διοικητικής τινος αρχής επί τινός θέματος προς ετέραν, έστω και υφισταμένην αρχήν, μή ούσαι πάντως υποχρεωτικαί δι' αυτήν, η δι' ων εκτίθενται απλώς αι γνώμαι της Διοικήσεως προς διοικούμενον ή αι προθέσεις αυτής άνευ άμεσων αποτελεσμάτων».
Τέλος, αξιοσημείωτη είναι επίσης η ακόλουθη αναφορά στο σύγγραμμα της Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκη «Πρόσθετοι ή παρεπόμενοι ορισμοί στην διοικητική πράξη» Έκδοση 1993» (με δική μας υπογράμμιση):
«β. Αίρεση εκδόσεως της πράξης
Δεν υπάρχει επίσης αληθής αίρεση, όταν από το υπόψη αβέβαιο γεγονός εξαρτάται όχι μόνον η ουσιαστική, αλλά και η τυπική ισχύς της διοικητικής πράξης, όταν δηλαδή η διοικητική πράξης εξαρτά την ίδια την έκδοση της πράξης από την προηγούμενη εκπλήρωση ορισμένων νομίμων υποχρεώσεων.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την υποχρέωση του αποδέκτη της πράξης να προβεί σε ορισμένες προκαταρκτικές ενέργειες που είναι απαραίτητες, προκειμένου κατά την στιγμή της εκδόσεως της πράξης να συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες νόμιμες προϋποθέσεις. Είναι προφανές ότι σε σύγκριση με την αναβλητική αίρεση η αίρεση εκδόσεως της πράξης εξυπηρετεί καλύτερα την αρχή της νομιμότητας».
Από το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 2/3/2016 είναι σαφές ότι, η Εφεσίβλητη πληροφόρησε την Εφεσείουσα ότι, προκειμένου να της εκδοθεί άδεια οικοδομής θα έπρεπε να καταβάλει τα δικαιώματα έκδοσης (τα οποία δεν αμφισβητήθηκε από την Εφεσείουσα ότι η σχετική νομοθεσία απαιτεί) για να μπορούσε να ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης της άδειας οικοδομής. Εξέφρασε δηλαδή η διοίκηση την πρόθεσή της να εκδώσει την άδεια οικοδομής, προπαρασκευάζοντος ουσιαστικά την μέλλουσα να εκδοθεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Η έγκριση στην προκείμενη περίπτωση, δεν παρήγαγε «ευθέως και αμέσως με την εκτέλεσή της έννομες συνέπειες» (ανωτέρω- σχετική βιβλιογραφία) για την Εφεσείουσα, αλλά για την ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης της άδειας οικοδομής απαιτείτο η εκπλήρωση από την Εφεσείουσα της νόμιμης υποχρέωσής της για καταβολή των δικαιωμάτων έκδοσης.
Κατά συνέπεια, ουδέποτε εξεδόθη άδεια οικοδομής προς όφελος της Εφεσείουσας, έτσι ώστε να θεωρηθεί ως ανάκληση εκτελεστής διοικητικής πράξης η προσβαλλόμενη επιστολή ημερομηνίας 22/9/2017. Ενδεχομένως το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής να συνιστά απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας για έκδοση άδειας οικοδομής, την οποία όμως η Εφεσείουσα δεν προσέβαλε ως τέτοια.
Τέλος, σε σχέση με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες η Εφεσείουσα παραπέμπει προς υποστήριξη των θέσεών της, διαπιστώνουμε ότι τα δεδομένα τους διαφοροποιούνται από αυτά της εξεταζόμενης. Ειδικότερα, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό μονομελή σύνθεση) στην Καπάταης ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1570, είχε επισυναφθεί στην επιστολή του Δήμου προς τον δικηγόρο του αιτητή «απόφαση με την οποία παραχωρείτο άδεια οικοδομής υπό τον όρο» ότι ο αιτητής θα αναπροσάρμοζε αρχιτεκτονικά σχέδια ενώ στην εξεταζόμενη, ουδέποτε εξεδόθη άδεια οικοδομής. Στη δε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό μονομελή σύνθεση) στην C. HARALCO Ltd κ.ά. ν. Δήμου Εγκωμης, Υπόθ. Αρ. 22/2002, ημερ. 12/2/2003, οι αιτητές μετά την έγκριση της αίτησής τους για έκδοση άδειας οικοδομής, κατέβαλαν τα σχετικά δικαιώματα και προχώρησαν σε εργασίες επί του τεμαχίου που αφορούσε η αίτηση. Κρίθηκε ότι: «Οι αιτητές διά της πληρωμής των δικαιωμάτων μέσα στην ταχθείσα προθεσμία και εφόσον δεν υπήρχαν άλλοι όροι ή προϋποθέσεις από το Νόμο για την έκδοση της άδειας, κατέστησαν δικαιούχοι της άδειας. Αυτό που είχε απομείνει ήταν η τυπική ενέργεια της έκδοσης της άδειας από τον καθ' ου η αίτηση.».
Αλλά ούτε η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δήμος Αραδίππου ν. Έλλης Θεοδούλου (2001) 3 Α.Α.Δ. 778, είναι ενισχυτική των θέσων της Εφεσείουσας. Επρόκειτο για περίπτωση που ο Δήμος «απέρριψε την αίτηση της Εφεσίβλητης ως αποτέλεσμα υποκατάστασης της κρίσης της Πολεοδομικής Αρχής ως προς την σκοπούμενη ανάπτυξη, με τη δική του» καθ' υπέρβαση εξουσίας, ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να συσχετιστεί με τα προβαλλόμενα στην υπό εξέταση υπόθεση.
Συνεπώς, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αιτιολογημένη απόφαση (αυτό απαντά στον Λόγο Έφεσης Αρ. 4 περί αναιτιολόγητης απόφασης, ο οποίος απορρίπτεται) έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι Λόγοι Έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Η Έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται 3000 έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.