ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 297/2019)
16 Οκτωβρίου, 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΜΠΡΟ ΞΕΝΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ (ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΑ)
Εφεσείοντα/Καθ' ου η αίτηση
-και-
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΑ ΛΑΜΠΡΟΥ ΞΕΝΗ
Εφεσίβλητου/Αιτητή
--------------------
Δρ. Α. Ποιητής με Φ. Χατζηνικολή (κα), για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Στ. Βασιλακκάς για Ε. Φλουρέντζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη επί του αποτελέσματος της έφεσης, και θα δοθεί από την δικαστή Ι. Στυλιανίδου η οποία θα δώσει ξεχωριστό σκεπτικό ως προς τους λόγους έφεσης 2 και 15.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση προσβάλλει απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία αποφασίστηκε, κατόπιν ακρόασης αίτησης για παρακοή διατάγματος στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας, ότι ο εφεσείοντας ηθελημένα παραβίασε διάταγμα του ίδιου Δικαστηρίου. Η αίτηση καταχωρίστηκε από τον εφεσίβλητο, διαχειριστή της περιουσίας του εφεσείοντα, ο οποίος ήταν πτωχεύσας. Το επίδικο διάταγμα διέτασσε τον εφεσείοντα και την καθ' ης η αίτηση 2 η οποία είναι αδελφή του, όπως παραδώσουν στον εφεσίβλητο την κατοχή συγκεκριμένων ακινήτων.
Επισημαίνουμε αρχικά ότι οι λόγοι έφεσης 12, 14 και 18 εγκαταλείφθηκαν ρητώς δια του περιγράμματος της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα και ως εκ τούτου απορρίπτονται. Οι λόγοι έφεσης 3 - 6 δεν αναφέρθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα, ούτε και ενώπιον μας κατά την ακροαματική διαδικασία και ως εκ τούτου θεωρούμε ότι έχουν σιωπηρά εγκαταληφθεί και απορρίπτονται, βλ. Αυστριακές Αερογραμμές ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 764.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε διότι δεν εφάρμοσε ορθά τη διαδικασία και τα εχέγγυα που εφαρμόζονται σε ποινικές υποθέσεις. Με την αιτιολογία ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με το κλείσιμο της υπόθεσης των αιτητών δεν επέτρεψε στον εφσείοντα, ως όφειλε, να αγορεύσει για το αν υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή όχι, ούτε και του εξήγησε τα δικαιώματα που έχει κατηγορούμενος σε ποινικές υποθέσεις στο στάδιο αυτό. Επικαλείται σχετικά το Άρθρο 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 το οποίο υποστηρίζει ότι εφαρμόζεται στην υπό εξέταση διαδικασία. Διαφωνούμε με αυτή τη θέση του εφεσείοντα. Όπως αναφέρθηκε στην Krashias Shoe Factory Ltd. Also Trading As "K" Shoes v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier Kg (1989) 1Ε Α.ΑΔ. 750, η διαδικασία για ανυπακοή διατάγματος είναι πολιτική. Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ κ.α. v. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΘΩΜΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. E215/2021, 13/3/2024, επισημάνθηκε ότι το Άρθρο 42Α του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν14/60, ως δικαιοδοτικό, προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την τιμωρία προσώπων για παρακοή Δικαστικών Διαταγμάτων. Λέχθηκε, επίσης, πως είναι ξεκάθαρο από την Κυπριακή Νομολογία ότι η διαδικασία της παρακοής διατάγματος εντάσσεται στο πεδίο της αστικής δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
«Όπως δε ρητά αναφέρθηκε στην Ελισάβετ Θεοφάνους ν CCC Laundries (Paphos) Ltd (2009) 2 Α.Α.Δ. 634 «τα τιμωρητικά μέσα στη διάθεση του πολιτικού δικαστηρίου για πειθαναγκασμό σε υπακοή σε διατάγματα του, δεν μεταβάλλουν τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας ή τον στόχο στον οποίο σκοπεί, την εξασφάλιση συμμόρφωσης προς τη διαταγή του δικαστηρίου».
Εν όψει όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι η θέση του εφεσείοντα αναφορικά με την εφαρμογή του ως άνω Άρθρου του Κεφ.155 δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία και απορρίπτεται.
Με την αγόρευση του ο συνήγορος του εφεσείοντα ανέπτυξε, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης, και αιτιάσεις αναφορικά με τα σχόλια του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την άσκηση του δικαιώματος της σιωπής από πλευράς του εφεσείοντα. Παρατηρούμε ότι οι ως άνω αιτιάσεις σχετίζονται με το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, δεν καλύπτονται από τον πρώτο λόγο έφεσης ούτε και από την αιτιολογία αυτού, και ως εκ τούτου δεν χρήζουν εκτενούς εξέτασης. Παραπέμπουμε σχετικά στην ALKIS H HADJIKYRIACOS (FROU FROU BISCUITS) PUBLIC LTD v. ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.322/2013, 16/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A305 όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Όπως είναι νομολογημένο, ένα θέμα που δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, όπως στο προκείμενο, αλλά παρείσφρησε ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, δεν εξετάζεται. (Βλ. Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης αποτελούν το περιοριστικό πλαίσιο της έφεσης. Δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται, και είναι απαραίτητο όπως με την αιτιολογία προσδιορίζονται τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης που καθιστούν μια απόφαση τρωτή.»
Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε πως αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι «δύναται να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα εκ της σιωπής του Καθ' ου η αίτηση», εντούτοις, δεν παραβίασε το συνταγματικό δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, εφόσον αναφέρθηκε ρητώς σε αυτό και στην εμβέλεια του. Επίσης, καθοδηγήθηκε ορθά στο έργο της αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας του εφεσείοντα με ρητή αναφορά στις αρχές της νομολογίας και ορθή εφαρμογή τους, ήτοι, θεώρησε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αντικρούσει, ως όφειλε, με προφορική μαρτυρία, τα όσα τέθηκαν με την προφορική μαρτυρία του εφεσιβλήτου (βλ. Παπαχρυστοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 ΑΑΔ 309 και Μιχαηλίδης Δρόσος v. Margita Μιχαηλίδου Poliakova (Αρ.1) (2011) 1 ΑΑΔ 356.)
Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης και η αιτιολογία του διατυπώνονται πολύ συγκεκριμένα ως ακολούθως:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, αντινομικά και/ή κατά παράβαση των αρχών της δικονομίας, και/ή χωρίς καμία απολύτως δικαιολογία, αγνόησε και δεν έλαβε υπόψιν του μαρτυρία, γραπτή και προφορική, της Βαρβάρας Ξενή.
Αιτιολογία:
(α) Νοοουμένου ότι εκδικάσθηκε μια και μόνο αίτηση, εναντίον δύο προσώπων, δεν υπήρχε καμία απολύτως νόμιμη δικαιολογία ή οποιοσδήποτε λόγος αποκλεισμού αυτής της μαρτυρίας.
(β) Η μαρτυρία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Κρίνουμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία που δόθηκε από την Βαρβάρα Ξενή, Καθ' ης η Αίτηση 2, στην πρωτόδικη διαδικασία, και πως μέσα από την εν λόγω μαρτυρία υπήρχαν στοιχεία που θα έπρεπε να οδηγήσουν στην αθώωση του, δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου δεν το αποδεχόμαστε. Κατ' αρχήν, ήταν ξεκάθαρο, αφού δεν δηλώθηκε κάτι αντίθετο πριν την έναρξη της ακρόασης, ότι η Καθ' ης η Αίτηση 2 δεν θα ήταν μάρτυρας για την ένσταση του Καθ' ου η Αίτηση 1 - εφεσείοντα. Οι δύο Καθ' ων η Αίτηση καταχώρισαν ξεχωριστή ένσταση, και με ξεχωριστό δικηγόρο. Συνεπώς, ελλείψει αντίθετης δήλωσης ενώπιον του Δικαστηρίου, η μαρτυρία της τελευταίας ήταν μόνο για υποστήριξη της δικής της ένστασης. Ξεκάθαρα η μαρτυρία της δεν προσφέρθηκε προς υποστήριξη της ένστασης του Καθ' ου η Αίτηση 1 - εφεσείοντα. Άρα η μαρτυρία της ουδέποτε ήταν μαρτυρία για την ένσταση του εφεσείοντα. Περιπλέον, όταν η Καθ' ης η Αίτηση 2 παραδέχθηκε ενοχή στην παρακοή του διατάγματος, ουσιαστικά εγκατέλειψε και/ή ανακάλεσε την όποια μαρτυρία είχε δώσει, προς υποστήριξη της ένστασης της κατά το στάδιο που διεξαγόταν η ακρόαση. Κατά δεύτερο λόγο, προκύπτει εύλογα το αντικειμενικό συμπέρασμα πως μετά την παραδοχή της Καθ' ης η Αίτηση 2, όπου ανέτρεψε ουσιαστικά την εκδοχή της, ως την προέβαλε στην ένσταση της, η όποια μαρτυρία της, που είχε δώσει για τη δική της εκδοχή, προέβαλλε, εκ των πραγμάτων, μηδαμινής αποδεικτικής αξίας ή βαρύτητας. Σημειωτέον πως η εν λόγω μαρτυρία, μετά την παραδοχή της Καθ' ης η Αίτηση 2, δεν μπορούσε να ήταν το υπόβαθρο γεγονότων για να της επιβληθεί ποινή, αλλά προς τούτο, ορθά, τέθηκαν συγκεκριμένα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, οπότε, προκύπτει το ερώτημα πως αυτή η μαρτυρία θα ήταν επιτρεπτό να τύχει αξιολόγησης προς όφελος ή εναντίον άλλου Καθ' ου η Αίτηση χωρίς η Καθ' ης η Αίτηση 2 να ήταν μάρτυρας για την ένσταση του.
Η επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αγνοήσει, όπως αναφέρει ρητά στην απόφαση του, για σκοπούς απόδειξης της παρακοής, εναντίον του εφεσείοντα, τη μαρτυρία που έδωσε η Καθ' ης η Αίτηση 2 για σκοπούς της δικής της ένστασης, πριν την παραδοχή της, είναι ορθή.
Υιοθετούμε τα προαναφερόμενα μας και για σκοπούς εξέτασης του δέκατου πέμπτου λόγου έφεσης αναφορικά με την αιτιολογία υπό το στοιχείο (α). Όσον αφορά στην αιτιολογία υπό στοιχεία (β), (γ), (δ) και (ε) θεωρούμε ότι έχει εγκαταληφθεί αφού καμία προώθηση της γίνεται στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα.
Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης 2 και 15 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η προφορική μαρτυρία του εφεσίβλητου έπρεπε να αγνοηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθότι δεν ήταν ο ενόρκως δηλών στην αίτηση παρακοής.
Με την αγόρευση του συνηγόρου εφεσείοντα, η πιο πάνω θέση υποστηρίζεται με αναφορά στο Άρθρο 7(2) του Κεφ.155. Με το ίδιο σκεπτικό που αναφέραμε πιο πάνω θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του Κεφ.155 δεν εφαρμόζεται στην υπό εξέταση διαδικασία.
Ο εφεσείων υποστηρίζει επίσης, γενικότερα, ότι η μόνη μαρτυρία που μπορούσε να ληφθεί υπόψη είναι η ένορκη δήλωση των αιτητών, διότι έτσι διασφαλίζεται το δικαίωμα του καθ' ου η αίτηση να γνωρίζει εκ των προτέρων τη μαρτυρία που αντιμετωπίζει. Διαφωνούμε με τη θέση αυτή. Θεωρούμε ότι το δικαίωμα του καθ' ου η αίτηση σε αιτήσεις παρακοής διατάγματος να γνωρίζει εκ των προτέρων την υπόθεση εναντίον του διασφαλίζεται όπως συνοψίζεται στο σύγγραμμα Διατάγματα, Ερωτοκρίτου και Αρτέμη, έκδοση 2016, στη σελίδα 411, με παραπομπή σε σχετική νομολογία: «Η περιγραφή των πράξεων που συνιστούν παρακοή έχει μεγάλη σημασία, εφόσον κατά κάποιο τρόπο η αίτηση επενεργεί ως δικόγραφο ή ως «κατηγορητήριο» και το δικαστήριο θα κρίνει την παρακοή αυστηρώς με βάση τις ενέργειες του καθ' ου η αίτηση που περιγράφονται στην αίτηση και όχι με βάση οτιδήποτε άλλο.».
Εν προκειμένω, ο εφεσείοντας δεν παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, έλαβε υπόψη ενέργειες που δεν αναφέρονται στην αίτηση. Η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι αυτός έχει καταληφθεί εξ απήνης παραμένει ατεκμηρίωτη και απορρίπτεται.
Συνεπώς, ο έβδομος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα, με σειρά ενδιάμεσων αποφάσεων του, απεφάνθη ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει ή να εγείρει ενστάσεις κατά την αντεξέταση της καθ' ης η αίτηση 2 από τον δικηγόρο του εφεσίβλητου -αιτητή, παραβιάζοντας έτσι την ορθή ή/και νόμιμη διαδικασία. Με τη γραπτή αγόρευση του, ο συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρεται σε νομολογία αναφορικά με το δικαίωμα κατηγορουμένου να αντεξετάσει συγκατηγορούμενο και υποστηρίζει αυτολεξεί τα πιο κάτω:
«Επομένως, υπήρξε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του εφεσείοντος να αντεξετάσει μάρτυρα στην παρούσα υπόθεση (βλ. Άρθρο 30 (3) (γ) του Συντάγματος.»
Η πιο πάνω θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα καταρρίπτεται από τα πρακτικά της δίκης από όπου φαίνεται ότι ο δικηγόρος που τον εκπροσωπούσε στην πρωτόδικη διαδικασία, αντεξέτασε και τους δύο μάρτυρες, ήτοι τον εφεσίβλητο και την καθ' ης η αίτηση 2. Η θέση αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην πρωτόδικη διαδικασία.
Δεν παραβλέπουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε στον συνήγορο του εφεσείοντα να υποβάλει ένσταση σε ερώτηση που τέθηκε στην καθ' ης η αίτηση 2 κατά την αντεξέταση της από τον συνήγορο του εφεσίβλητου. Το σημείο όμως αυτό, είναι εντελώς διαφορετικό από την εισήγηση ότι παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντα να αντεξετάσει μάρτυρα.
Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τα πρακτικά στα οποία μας παραπέμπει ο συνήγορος του εφεσείοντα, η ερώτηση για την οποία παραπονείται ότι δεν εγκρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η υποβολή ένστασης, όχι μόνο δεν είχε καμία επίδραση στην έκβαση της δίκης, αλλά και η απάντηση που δόθηκε από την καθ' ης η αίτηση 2, δεν ήταν κατ' οποιοδήποτε τρόπο επιβαρυντική για την υπεράσπιση του εφεσείοντα. Θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε την εν λόγω ερώτηση προς την καθ' ης η αίτηση 2, καθώς και την απάντησή της, για να αναδείξουμε το ατελέσφορο του επιχειρήματος του συνηγόρου του εφεσείοντα.
Ερώτηση: «Επίσης κυρία μάρτυς εάν γνωρίζετε, ο αδελφός σας κατά τη συμπλήρωση της κατάστασης των περιουσιακών στοιχείων, της περιουσίας δηλαδή που θα αποτελούσε μέρος της διαχείρισης, δήλωσε τούτα τα διαμερίσματα;»
Μάρτυρας: «Δεν ξέρω τι δήλωσε. Δεν ήμουν μαζί του για να ξέρω.»
Εν όψει των πιο πάνω παρατηρήσεων μας, δεν διαπιστώνεται να έχει παραβιαστεί οποιοδήποτε συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντα. Ο όγδοος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο λόγοι έφεσης 9 και 10 προωθούνται μαζί στην αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε σχετικά με δύο ξεχωριστά θέματα που έθεσε ο εφεσείοντας πρωτοδίκως: Το πρώτο θέμα ήταν ότι η υπόθεση δεν μπορούσε να προχωρήσει λόγω της «πολύ μακράς», όπως υποστηρίζεται, καθυστέρησης από τις 04.11.2016 που καταχωρίστηκε η αίτηση, μέχρι τις 18.03. 2019 που ο εφεσίβλητος ζήτησε να προσκομισθεί ένορκη μαρτυρία. Το δεύτερο θέμα ήταν ότι λανθασμένα, λόγω του ότι η υπόθεση είναι οιονεί ποινική, λήφθηκε μαρτυρία μετά που η υπόθεση είχε ορισθεί για αγορεύσεις.
Όσον αφορά το πρώτο θέμα της καθυστέρησης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το εξέτασε στην τελική του απόφαση παρά το ότι τέθηκε με την τελική αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα. Εξετάσαμε τα όσα λέχθηκαν κατά την τελική αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα. Είμαστε της άποψης ότι η καθυστέρηση δεν προωθήθηκε με την τελική αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα ως αυτοτελής λόγος για την απόρριψη της αίτησης αναφορικά με την περίοδο μεταξύ της καταχώρισης της αίτησης και της περιόδου όπου δηλώθηκε η πρόθεση του εφεσιβλήτου να προσκομίσει προφορική μαρτυρία, αλλά ως λόγος για τον οποίο έπρεπε να είχε απορριφθεί το εν λόγω αίτημα του.
Τέλος σημειώνουμε ότι με την προφορική αγόρευση του ο συνήγορος του εφεσείοντα, μας υπέδειξε σε σχέση με την καθυστέρηση ότι με τη μαρτυρία του ο εφεσίβλητος, ανέφερε ότι από το 2016 που εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα που αποτέλεσε το αντικείμενο της αίτησης παρακοής, προσπαθούσε να πάρει κατοχή από την καθ' ης η αίτηση 2 με διάφορους τρόπους. Δεν θεωρούμε ότι η ως άνω μαρτυρία δεικνύει τέτοια καθυστέρηση που να δικαιολογούσε την απόρριψη της αίτησης, βλ. κατ' αναλογία, Θεοχάρους Κρίνος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα περί καθυστέρησης για την οποία δεν μπορούσε να συνεχίσει η υπόθεση, κρίνεται απορριπτέα.
Όσον αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν ήταν επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας επειδή η υπόθεση είχε ήδη ορισθεί για αγορεύσεις σημειώνουμε ότι, όπως καταγράφεται στην τελική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στις 22.03.2019 έγινε κοινή δήλωση των διαδίκων ως προς τη διεξαγωγή της ακρόασης. Ουσιαστικά, συμφωνήθηκε όπως η κάθε πλευρά δύναται να παρουσιάσει περαιτέρω προφορική μαρτυρία συμπληρωματικά των ισχυρισμών στις ένορκες δηλώσεις που είχε έκαστη καταχωρίσει.
Θεωρούμε ότι η πιο πάνω δεύτερη θέση του συνηγόρου δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στον νόμο ούτε στη νομολογία, ιδίως εν όψει της ως άνω κοινής δήλωσης των διαδίκων και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Συνεπώς, εν όψει όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 9 και 10 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τον εντέκατο λόγο έφεσης, προβάλλεται πως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα κατέληξε ότι αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας παρακοή διατάγματος από τον εφεσείοντα. Με την αιτιολογία επισημαίνονται κάποιες πτυχές της μαρτυρίας που σύμφωνα με τον εφεσείοντα δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να προβεί σε λανθασμένα ευρήματα.
Έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί στο πεδίο επέμβασης του Εφετείου σε ζητήματα που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε αυτό αφορά την αξιοπιστία αυτής είτε το βαθμό που αυτή κρίνεται ότι αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του εφεσιβλήτου στο εκάστοτε εφαρμόσιμο μέτρο απόδειξης. Στην ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ v. ΖΕΝΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 241/2018, 16/4/2024 λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Είναι χρήσιμο σ' αυτό το στάδιο, δεδομένου του περιεχομένου των λόγων έφεσης, να υποδείξουμε πως, όσον αφορά στον έλεγχο, εκ μέρους του Εφετείου, για ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας, διατηρούμε κατά νου τις αρχές της σχετικής νομολογίας, ως προς το πότε δικαιολογείται η επέμβαση, από το Εφετείο, στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Ειδικά, παραπέμπουμε στα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση Χατζηχαραλάμπους v. A. CH. TRAVEL & TOURS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. 70/2018, ημερομηνίας 24.10.2023 και παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ' εξοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο κατά κανόνα σπάνια επεμβαίνει. Η επέμβαση του στην αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας καθώς επίσης στα ευρήματα στα οποία αυτό έχει οδηγηθεί δικαιολογείται μόνο, όταν τα ευρήματα είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, Γ.Μ.Β v. T.A Έφεση Αρ. 15/2020 ).»
(Η υπογράμμιση έγινε από εμάς)
Είμαστε της άποψης ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στην ενώπιον του μαρτυρία, ενώ αντίθετα τα όσα υποδεικνύονται από τον εφεσείοντα δεν οδηγούν σε συμπέρασμα ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα.
Δεν μας διαφεύγει ότι με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα εγείρεται, επιπλέον, το ζήτημα ότι το διάταγμα το οποίο αποτελούσε το αντικείμενο της αίτησης παρακοής πάσχει λόγω μη καθορισμού χρόνου συμμόρφωσης. Είναι θεωρούμε πασιφανές ότι η σχετική επιχειρηματολογία ξεφεύγει από το πλαίσιο του παρόντος λόγου έφεσης και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστεί (βλ. ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, ανωτέρω).
Συνεπεία των πιο πάνω, ο εντέκατος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και/ή κατέληξε σε ευρήματα και/ή συμπεράσματα που δεν υποστηρίζονταν από την ενώπιον του μαρτυρία.
Τα ζητήματα που εξειδικεύονται με την αιτιολογία του παρόντος λόγου έφεσης έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί στο πλαίσιο των πιο πάνω λόγων έφεσης 1 και 11, πλην ενός, που συνίσταται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη του έκφραση γνώμης. Ο συνήγορος του εφεσείοντα μας υπέδειξε κατά την προφορική του αγόρευσή ενώπιον μας, ότι η μαρτυρία που, κατά την άποψή του, λανθασμένα λήφθηκε υπόψη, εφόσον αποτελούσε μαρτυρία γνώμης, συνίσταται στην εξής στιχομυθία:
«Ερώτηση: «Ένας πτωχεύσας δικαιούται να ανανεώνει συμβάσεις επ' ονόματι του;»
Απάντηση: «Είναι ποινικό αδίκημα.»»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη την πείρα και τα προσόντα του μάρτυρα όπως τα περιέγραψε στη γραπτή του δήλωση. Συνοπτικά σημειώνεται ότι, όπως δήλωσε, έφερε κατά τον ουσιώδη χρόνο άδεια ασκήσεως επαγγέλματος συμβούλου αφερεγγυότητας και κατά τη διάρκεια των τελευταίων 35 ετών είχε διοριστεί εκκαθαριστής/διαχειριστής στην Κύπρο. Εν όψει τούτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ως εμπειρογνώμονας επί θεμάτων διαχειρίσεων περιουσιών και αφερεγγυότητας επιτρεπόταν να εκφέρει την ως άνω γνώμη.
Παραπέμπουμε σχετικά στα πιο κάτω λεχθέντα από τον Μαλαχτό Δ. στην ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ AG ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS, Συνεκδικαζόμενες Πολιτικές Αιτήσεις Αρ. 178/2022, κ.ά., 12/1/2023:
«Ως προς την εφαρμογή του ημεδαπού δικαίου και ό,τι αυτό περιλαμβάνει, είναι απαράδεκτη η προσκόμιση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα.»
Όμως, τονίζουμε ότι η πιο πάνω γνώμη αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο εφεσείοντας δεν λήφθηκε εν τέλει υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξαγωγή των συμπερασμάτων του επί της ενοχής του, επομένως θεωρούμε το εγερθέν ζήτημα ατελέσφορο.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο δέκατος τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον δέκατο έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι απεδείχθη ότι ο εφεσείων είχε ένοχη διάνοια. Με την αιτιολογία εξειδικεύεται ότι το ισχυριζόμενο λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι ενώ η ένοχη διάνοια (mens rea) πρέπει να αποδεικνύεται από τα γεγονότα και τις περιστάσεις της υπόθεσης, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην Stancompe v. Trowbridge UDC (1910) 2 Ch. 190, αποφάσισε τα εξής:
«Εξάλλου, όταν διάταγμα Δικαστηρίου διατάζει τη διενέργεια συγκεκριμένης πράξης, όπως εν προκειμένω την παράδοση κατοχής των επίδικων διαμερισμάτων, η ίδια η παράλειψη τέλεσης της πράξης αυτής συνιστά την αναγκαία ένοχη διάνοια (βλ. κατ' αναλογία Stancombe (ανωτέρω)).»
Υποστηρίζεται από τον εφεσείοντα ότι το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένο, εφόσον, σύμφωνα με τον ίδιο, η παρούσα υπόθεση δεν αφορά εκτέλεση πράξης που απαγορευόταν, ήτοι, θετική ενέργεια, αλλά παράλειψη.
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην ως άνω αναφορά εκ του περισσού και συμπληρωματικά του σαφούς ευρήματος του που προηγήθηκε του πιο πάνω αποσπάσματος, ήτοι ότι ο εφεσείων «με πρόθεση» και «προς εξυπηρέτηση των δικών του σκοπών» παράβαινε το επίδικο διάταγμα. Επομένως, το ζήτημα δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Ο δέκατος έκτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον δέκατο έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι απεδείχθη η επίδοση του διατάγματος στον εφεσείοντα εφόσον, όπως υποστηρίζεται, στην ένορκη δήλωση που καταχωρίστηκε από τον επιδότη σχετικά με αυτή, δεν επισυνάπτεται το εν λόγω διάταγμα. Με την αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό μη επίδοσης συνδέεται με τον δέκατο έκτο λόγο έφεσης, με το επιχείρημα ότι εφόσον δεν είχε αποδειχθεί η επίδοση του διατάγματος, δεν απεδείχθη και η ένοχη διάνοια για παρακοή αυτού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στο εύρημα ότι αποδείχθηκε η επίδοση του διατάγματος στηριζόμενο σε σχετικό με το ζήτημα τεκμήριο που επισυνάφθηκε στην αίτηση παρακοής. Το εν λόγω τεκμήριο δεν ήταν ωστόσο ολόκληρη η ένορκη δήλωση του δικαστικού επιδότη που επέδωσε προσωπικά το επίδικο διάταγμα στον εφεσείοντα, αλλά το έντυπο που αφορούσε τη σχετική χρέωση προς τον δικηγόρο των αιτητών και επ' αυτού δεν ήταν επισυνημμένο αντίγραφο του επιδοθέντος διατάγματος. Παρατηρούμε ότι κατά τη διαδικασία ακρόασης, επισημάνθηκε δια της γραπτής δήλωσης του εφεσίβλητου που κατέθεσε δια ζώσης, η ύπαρξη της πρωτότυπης ένορκης δήλωσης στον φάκελο του δικαστηρίου. Το Εφετείο εντόπισε πράγματι στον φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας την πρωτότυπη ένορκη δήλωση του δικαστικού επιδότη που επέδωσε το επίδικο διάταγμα στον εφεσείοντα προσωπικά, ημερομηνίας 13.07.2015, στην οποία επισυνάπτεται και αντίγραφο του επίδικου διατάγματος. Εν όψει αυτής μας της διαπίστωσης ο παρών λόγος έφεσης καθίσταται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Με τον δέκατο ένατο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρακοή του διατάγματος εκ μέρους της καθ' ης η αίτηση 2, εναπόθεσε στους ώμους του εφεσείοντα αυξημένη υποχρέωση να εξηγήσει γιατί δεν είχε καμία ανάμειξη με την υπόθεση. Με την αιτιολογία του λόγου αυτού εξειδικεύεται το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε λανθασμένα βάρος απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντα, βασιζόμενο στην παραδοχή της καθ' ης η αίτηση 2.
Θεωρούμε ότι τα σχετικά σχόλια και προβληματισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την επίδραση της παραδοχής της καθ' ης η αίτηση 2, αφορούσαν στο βάρος που όντως είχε στους ώμους του ο εφεσείων να αποδείξει τη θέση του ότι η συμμόρφωση του με το διάταγμα ήταν αδύνατη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού διατυπώσει τους εν λόγω προβληματισμούς, αναφέρθηκε ορθά στις πιο κάτω νομικές αρχές:
«Στο σύγγραμμα των Borrie & Lowe's Law of Contempt σελ. 401, αναφέρεται, σχετικά, ότι όταν εγείρεται θέμα παρακοής σε θετική διαταγή τότε: «.it is the duty of the defendants to find out the proper means of obeying the order and although it may be a defence to show that compliance with the order was impossible, the burden of proving such impossibility is upon the defendants.» (A-G v. Walthamstow UDC (1985) 11 TLR 533) ».
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο.)
Σημειώνουμε ότι το πιο πάνω απόσπασμα από το εν λόγω σύγγραμμα καθώς και η εν λόγω αγγλική νομολογία, υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, ανωτέρω.
Παραπέμπουμε, επίσης, συναφώς και στα εξής από το σύγγραμμα Διατάγματα, ανωτέρω, σελ. 413: «Όμως, σε περίπτωση που ο καθ' ου η αίτηση προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του στο δικαστικό διάταγμα, αυτός έχει και το βάρος να αποδείξει ότι η δικαιολογία είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.» (Βλ. Κωνσταντίνου Ελένη ν. Κώστα Ξιούρου (Αρ. 2) (2014) 1 ΑΑΔ 922).
Είναι υπό το φως το πιο πάνω αρχών που το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε ότι ο εφεσείοντας απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης για την εκδοχή που ο ίδιος προώθησε. Θεωρούμε ότι η αναφορά που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παραδοχή της καθ' ης η αίτηση 2, δεν συνέβαλε στη διαμόρφωση της τελικής του κρίσης. Αντιθέτως, αναφορικά με την ενοχή του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέφερε ρητώς και ουσιωδώς, ότι είχε ως γνώμονα τα γεγονότα που παρατέθηκαν από πλευράς αιτητή.
Δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένη καθοδήγηση αναφορικά με το βάρος απόδειξης στην παρούσα υπόθεση, επομένως, ο δέκατος ένατος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με την αγόρευσή του, ο συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τον εικοστό και τον εικοστό πρώτο λόγο έφεσης ως ενιαία θέση, συνοψίζοντας την ως εξής:
«Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η εκκένωση των διαμερισμάτων δεν εξαρτάτο μόνο από τον εφεσείοντα, αλλά και από τους ίδιους τους ενοικιαστές. Θα έπρεπε πρώτα να εξετασθεί αν οι ενοικιαστές ήταν ενοικιοστασιακοί ή αν είχαν τη θέληση να παραδώσουν ελεύθερα τα υποστατικά μέχρι την ημερομηνία που καθόριζε το διάταγμα. Αν το εξέταζε, ήταν πιθανό να καταλήξει στο ότι αυτό ήταν αδύνατο. Αυτό αμέσως αθωώνει τον εφεσείοντα, ο οποίος δεν θα μπορούσε να αναλάβει βιαίως την κατοχή τους.»
Κρίνουμε τη θέση αυτή λανθασμένη, εφόσον δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στον νόμο ούτε στη νομολογία. Αντιθέτως με την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα, θεωρούμε ότι, όπως ορθά αναφέρεται στο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που παραθέσαμε πιο πάνω κατά την εξέταση του δέκατου ένατου λόγου έφεσης, ο εφεσείων έφερε το βάρος απόδειξης να αποδείξει ότι ήταν αδύνατη η συμμόρφωση του. Επομένως, εάν η θέση του ήταν ότι αυτό συνέβαινε λόγω της νομοθεσίας σχετικά με το ενοικιοστάσιο, ο ίδιος είχε το βάρος να αποδείξει τη θέση αυτή, πράγμα που δεν έπραξε. Το δε Δικαστήριο δεν έχει ρόλο εξεταστικό σε τέτοιες υποθέσεις επομένως η θέση ότι έπρεπε να εξετάσει αυτοβούλως το ζήτημα κρίνεται ανυπόστατη. Εν όψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 20 και 21 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2.400 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ του εφεσιβλήτου.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Αναφορικά με την απόρριψη του δεύτερου και δέκατου πέμπτου λόγου έφεσης, με κάθε σεβασμό, καταλήγω στην απόρριψη αυτών, με διαφορετικό σκεπτικό, όπως αυτό παρατίθεται στη συνέχεια:
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα και αντινομικά και/ή κατά παράβαση των αρχών της δικονομίας και/ή χωρίς καμία απολύτως δικαιολογία, αγνόησε και δεν έλαβε υπόψη τη γραπτή και προφορική μαρτυρία της καθ' ης η αίτηση 2, αδελφής του εφεσείοντα, (κατωτέρω αναφερομένη και ως «η ΒΞ»). Συναφώς, με τον δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και/ή κατέληξε σε ευρήματα ή και συμπεράσματα που δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. Με τη γραπτή αγόρευση του, ο συνήγορος του εφεσείοντα περιορίστηκε, αναφορικά με τον δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης, μόνο στην εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία της καθ' ης η αίτηση 2. Ως εκ τούτου, οι ως άνω λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί.
Με την αγόρευσή του, ο συνήγορος του εφεσείοντα εστίασε στο ότι η καθ' ης η αίτηση 2 έδωσε μαρτυρία αντεξεταζόμενη από την πλευρά του εφεσείοντα, πως ο εφεσείοντας δεν είχε κατοχή των επίδικων διαμερισμάτων, και πως είχε κάνει συμφωνία με τον εφεσείοντα, βάσει της οποίας έλαβε αποκλειστική κατοχή αυτών και τα διαχειριζόταν η ίδια χωρίς καμία συμμετοχή του εφεσείοντα στην εν λόγω διαχείριση. Ουσιαστικά η θέση του εφεσείοντα, συνοψίζεται στο ότι εάν η εν λόγω μαρτυρία είχε ληφθεί υπόψη, «θα μπορούσε να δώσει εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα στην απόφαση.»
Με κάθε σεβασμό, διαφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση για τον εξής λόγο: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη θέση της υπεράσπισης ότι η συμμόρφωση του εφεσείοντα με το διάταγμα ήταν αδύνατη, επειδή δεν είχε στην κατοχή του τα επίδικα διαμερίσματα, εφόσον τέθηκε και πρωτοδίκως. Την απέρριψε όμως, ρητώς και αιτιολογημένα, και τα σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εφεσιβάλλονται.
Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας διαπιστώσει ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα ότι ήταν ο ιδιοκτήτης των επίδικων διαμερισμάτων, ανέφερε τα εξής, σχετικά με τη θέση ότι ο εφεσείοντας δεν είχε την κατοχή των επίδικων διαμερισμάτων: «Η θέση αυτή είναι απορριπτέα, αφού δεν δόθηκε οποιοσδήποτε λόγος, γιατί ο ίδιος ως ιδιοκτήτης τους, δεν μπορούσε να αναλάβει, κατά τη λήξη της περιόδου ενοικίασης, δηλαδή την 30.9.2016, την κατοχή τους από τη ΒΞ, ώστε να τα παραδώσει στον αιτητή.»
Όσον δε αφορά στη θέση ότι ο εφεσείοντας δεν θα μπορούσε να έχει σχέση με τη διαχείριση των διαμερισμάτων, ως πτωχεύσας που ήταν, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ως εξής: «Στη βάση όλων των ενώπιον μου στοιχείων, θεωρώ ότι εντέχνως κρύφτηκε πίσω από αυτή, την κατά τα άλλα αληθοφανή, θέση, ώστε να προωθήσει τους παράνομους σκοπούς του σε συνεργασία με την αδερφή του ΒΞ.»
Επομένως, κρίνω ότι η μαρτυρία που επικαλείται ο εφεσείοντας, δεν θα μπορούσε να προσθέσει οτιδήποτε στη διαμόρφωση της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έπεται πως και να είχε ληφθεί υπόψη η ως άνω μαρτυρία της καθ' ης η αίτηση 2, αυτή δεν θα επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο, την έκβαση της υπό κρίση υπόθεσης. Εν όψει τούτου, οι πιο πάνω λόγοι έφεσης κρίνονται άνευ αντικειμένου και απορρίπτονται.
Περαιτέρω, με την αγόρευση του ο συνήγορος του εφεσείοντα ανέπτυξε, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου έφεσης, την εισήγηση ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν βρίσκουν έρεισμα στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση και ότι δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία που δόθηκε «είτε από τους κατηγόρους είτε από την υπεράσπιση». Η όλη επιχειρηματολογία είναι εντελώς διακριτή από το περιεχόμενο του δεύτερου λόγου έφεσης και της αιτιολογίας αυτού. Ως εκ τούτου, με βάση τα όσα αναφέρονται στην ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, ανωτέρω, δεν θα εξεταστούν σε όλη τους την έκταση. Είναι όμως θεωρώ ενδεικτικό και χρήζει σχολιασμού ότι ενώ με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα υποστηρίζεται ότι ο εφεσείων δεν είχε κατοχή των επίδικων διαμερισμάτων και ως εκ τούτου ήτο αδύνατη η παράδοση κατοχής τους, ως το διάταγμα, εντούτοις, στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα που συνοδεύει την ένστασή του, αυτός ορκίζεται ότι «οι καθ' ων η αίτηση είναι κάτοχοι των επίδικων διαμερισμάτων και ουδέν ιδιοκτησιακό καθεστώς και συμφέρον έχουν επ' αυτού». Εν όψει τούτου και μόνον, ο κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου, καθίσταται ανεδαφικός. Επομένως, και αυτή η πτυχή του δεύτερου λόγου έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Παρά τα ως άνω, θεωρώ χρήσιμο να σημειώσω αναφορικά με τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα και τα εξής:
Στην υπόθεση Χριστοδούλου Διαμάντω v. Πανίκου Χριστοδούλου (2003) 1 ΑΑΔ 1085, λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής:
«Η διαδικασία για τη διαπίστωση της ευθύνης ατόμου για παρακοή διατάγματος δικαστηρίου είναι ιδιόμορφη. Ενώ η διαδικασία εντάσσεται στο πεδίο της αστικής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η στοιχειοθέτηση και απόδειξη της κατηγορίας συναρτώνται με τα θέσμια και τους κανόνες της ποινικής δίκης.»
Θα εξετάσω επομένως την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της ενώπιον του μαρτυρίας της καθ' ης η αίτηση 2, στη βάση των αρχών του δικαίου της απόδειξης όπως εφαρμόζονται στην ποινική δίκη σε σχέση με τη μαρτυρία συγκατηγορούμενου, εφόσον θεωρώ ότι οι κανόνες του δικαίου της απόδειξης που εφαρμόζονται σε αυτές, δύνανται να τυγχάνουν, κατ' αναλογία, εφαρμογής και σε υποθέσεις όπως η παρούσα.
Το σύγγραμμα Cross & Tapper on Evidence, Oxford University Press, 12η έκδοση, σελ. 254 αναφέρεται στη μαρτυρία συγκατηγορούμενου που δίδεται με σκοπό τη δική του υπεράσπιση και περιγράφεται ως ανάλογη με τη μαρτυρία κάθε άλλου μάρτυρα. Παρατίθεται δε, με επιδοκιμασία, το εξής απόσπασμα από την R v Rudd (1948) 32 Cr App Rep 138 :
«.if the co-defendant goes into the witness box and gives evidence in the course of a joint trial, then what he says becomes evidence for all purposes of the case including the purpose of being evidence against his co-defendant. »
(Η υπογράμμιση έγινε από το παρόν Δικαστήριο)
Το ζήτημα του χειρισμού της μαρτυρίας συγκατηγορουμένου, αναπτύσσεται με περισσότερη λεπτομέρεια στο σύγγραμμα Andrews & Hirst on Criminal Evidence, Fourth edition, Jordans, σελ. 227:
«Since D can be called a witness only at his own application, it follows that he is competent, but not compellable, as a witness for any co-accused. He is also competent at any stage of the proceedings. In practice, however, if D (1) is willing to testify at all, he will almost invariably choose to do in his own defence. What he says in his own defence, may either help or damage D (2)'s case; and having testified in his own defence, he will be liable to cross-examination by D (2)'s advocate as well as the prosecution.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το παρόν Δικαστήριο)
Η μαρτυρία συγκατηγορούμενων, σε περίπτωση που καταθέσουν ενόρκως, είναι αποδεκτή μαρτυρία εναντίον συγκατηγορουμένων τους, και στο κυπριακό δίκαιο της απόδειξης, εξ ου και η σχετική νομολογία αναφορικά με την αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που ο συγκατηγορούμενος θεωρείται και συναυτουργός (βλ. Ευάγγελου v. Αστυνομίας (Αρ.1) (1992) 2 ΑΑΔ 24).
Στρεφόμενη στον σκοπό για τον οποίο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία στο πλαίσιο μίας ενιαίας δίκης, θεωρώ ότι αυτός, δεν επηρεάζει, κατά κανόνα, τη δεκτότητα της. Παραπέμπω, σχετικά στην Ανδρονίκου Ιωάννης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, όπου η εισήγηση ότι μαρτυρία που είχε προσφερθεί για κατηγορίες σε σχέση με τις οποίες οι εφεσείοντες απαλλάχθηκαν, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να στοιχειοθετήσει άλλες κατηγορίες, απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με το πιο κάτω σκεπτικό:
«(i) Η δυνατότητα αναφοράς στη μαρτυρία επί κατηγοριών στις οποίες οι εφεσείοντες αθωώθηκαν (λόγος έφεσης αρ. 1).
Ο κ. Γεωργίου έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το λόγο έφεσης, καθοριστικό κατά την άποψη του, στη βάση του ότι δεν ήταν νομικά επιτρεπτό για την πλειοψηφία να λάβει υπόψη της για την καταδίκη των εφεσειόντων στις κατηγορίες 21 και 24 τη μαρτυρία εκείνη που είχε προσφερθεί από την Κατηγορούσα Αρχή για τις κατηγορίες 1-20 και στις οποίες οι εφεσείοντες απαλλάχθηκαν ομόφωνα. Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση η αθώωση στις κατηγορίες 1-20 δεν απέκλειε τη λήψη της μαρτυρίας εκείνης υπόψη για σκοπούς απόδειξης των υπολοίπων κατηγοριών.
Ο κ. Γεωργίου εισηγήθηκε ότι οι υποθέσεις Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 295 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 259, έχουν καθιερώσει την αρχή ότι η αθώωση ενός κατηγορουμένου από ορισμένες κατηγορίες έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των γεγονότων πάνω στα οποία στηρίζονται αυτές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκ νέου για άλλες κατηγορίες.
Με όλο το σεβασμό προς τη θέση του συνηγόρου, κρίνεται ότι δεν αντλείται τέτοια αρχή από τις εν λόγω υποθέσεις ή ακόμη και από την υπόθεση Plain v. R. 51 Cr. App. R. 91, στην οποία επίσης παρέπεμψε. Είναι αυταπόδεικτο ότι η μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη ενός κατηγορητηρίου το οποίο περιέχει πολλές συναφείς και αλληλένδετες κατηγορίες, προσφέρεται πάντοτε για να θεμελιώσει το κατηγορητήριο στην ολότητα του ή εν μέρει και η προσφερόμενη μαρτυρία δεν στοχεύει κατ' ανάγκην στην θεμελίωση μιας και μόνο συγκεκριμένης κατηγορίας σε αποκλεισμό άλλης. Όπου τα γεγονότα είναι αλληλένδετα και πρέπει να ιδωθούν ως σύνολο για να καταταχθεί η ενδεχόμενη εγκληματική ενέργεια σε συγκρεκριμένες παράνομες πράξεις, οποιαδήποτε θεώρηση στη βάση της εισήγησης του κ. Γεωργίου, δεν είναι παρά πλασματική και χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο.
Η ορθή αρχή, κρίνεται, που απορρέει από το ακολουθητέο σύστημα στην ποινική δίκη, είναι ότι δεν εξαφανίζεται η μαρτυρία αυτή καθαυτή, αλλά μόνο ότι οι κατηγορίες στις οποίες αθωώνεται ενδιαμέσως ο κατηγορούμενος απογυμνώνονται από τα υποστηρικτικά τους γεγονότα.»
( Η υπογράμμιση και ο τονισμός έγινε από το παρόν Δικαστήριο)
Εν όψει των πιο πάνω, θεωρώ πως στο βαθμό που η μαρτυρία της καθ' ης η αίτηση 2, η οποία ακούστηκε στο πλαίσιο της κοινής, ενιαίας δίκης εναντίον των δύο καθ' ων η αίτηση, αποτελούσε μαρτυρία σχετική με το ζήτημα της παρακοής του εφεσείοντα, καθ' ου η αίτηση 1, θα μπορούσε να είχε αποκλειστεί μόνο εάν προσέκρουε σ' οποιοδήποτε κανόνα του δικαίου της απόδειξης (βλ. σύγγραμμα Η Απόδειξη, Γιώργου Π. Κακογιάννη, 1983, σελ.16).
Στο σύγγραμμα, Το Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδης & Σάντης, 2014, σελ. 66, αναφέρονται τα εξής αναφορικά με τη «δεκτότητα μαρτυρίας»:
«Μια μαρτυρία είναι νομικώς αποδεκτή (admissible), όταν προσφέρεται για απόδειξη επίδικων γεγονότων ή συναφών με αυτά γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου, πάντα όμως στα πλαίσια που οριοθετούν, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η νομοθεσία, οι δικονομικοί θεσμοί και το δίκαιο της απόδειξης (βλ. κατ' αναλογίαν, Αστυνομία v Ησαΐα άλλως Μπλάκκη (1997) 2 ΑΑΔ 177.»
Ο αποκλεισμός μαρτυρίας (σε αντιδιαστολή με τη μη αποδοχή της, κατόπιν αξιολόγησής της), γίνεται μόνο όταν αυτή διαφαίνεται απαράδεκτη, «κατά το δίκαιο», όπως προκύπτει από τα όσα στην Σάκκος v Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 510, έστω αναφορικά με διαφορετικό είδος μαρτυρίας:
«Η αρχή, η οποία υιοθετείται, αντανακλά την ευρύτερη αρχή που διέπει τα θέσμια της δίκης - ότι η διαπίστωση αμφισβητούμενων γεγονότων, που άπτονται του επίδικου θέματος, γίνεται υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας και, κατά κανόνα, στο τέλος της δίκης.Ο αποκλεισμός μαρτυρίας, η οποία διαφαίνεται ως απαράδεκτη, αποτελεί αξίωμα της δίκης στο δικό μας σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και απόρροια των αρχών της δίκαιης δίκης, ως διαγράφονται στο Άρθρο 30.2 και 3 και στο Άρθρο 12.5 του Συντάγματος, που συναρτούν το αντικείμενο της υπεράσπισης με την παραδεκτή, κατά το δίκαιο, μαρτυρία.»
Επίσης, στην Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172, όπου μαρτυρία αποκλείστηκε εσφαλμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λέχθηκαν τα εξής:
«Η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, δε μπορεί να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει εκ προοιμίου την ευχέρειά του να αξιολογήσει κατά τον τρόπο που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που καταθέτει ενώπιόν του. Τούτο θα ήταν δυνατό μόνο αν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις.»
(Η υπογράμμιση και ο τονισμός έγινε από το παρόν Δικαστήριο)
Επισημαίνεται ότι τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, αναφορικά με την προσαγωγή μαρτυρίας, εφαρμόζονται και σε υποθέσεις όπου μαρτυρία που προσάγεται γίνεται δεκτή, όμως, το Δικαστήριο, αναθεωρεί κατά το πέρας της δίκης την απόφαση του ως προς το παραδεκτό της μαρτυρίας και αγνοεί το περιεχόμενο της, ως απαράδεκτο, όπως στην Καττής Στέλιος Γεωργίου και Άλλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 262.
Στην ενώπιον μας υπόθεση, το γεγονός ότι η καθ΄ ης η αίτηση 2, προέβη, μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της και αφού αντεξετάστηκε από τους συνηγόρους όλων των διαδίκων, σε παραδοχή, δεν συναρτάται με οποιοδήποτε γνωστό στο κοινοδίκαιο κανόνα αποκλεισμού μαρτυρίας ο οποίος να ισχύει στην Κύπρο όπως π.χ. αποφασίστηκε στην Petrov v. Αστυνομία, Ποινική Έφεση Αρ. 162/20, 8/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:B241. Δεν εντοπίζεται κανόνας δικαίου σύμφωνα με τον οποίο παραδοχή ενός συγκατηγορούμενου να εξαφανίζει τη μαρτυρία του που δόθηκε στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας για σκοπούς κατάληξης επί της ενοχής των συγκατηγορουμένων του.
Πέραν τούτου, δεν διαπιστώνω ως θέμα αρχής ή πρακτικής, την ανάγκη διαμόρφωσης νομολογίας που να δημιουργεί νέο κανόνα αποκλεισμού μαρτυρίας, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ειδικά επειδή, η καθ' ης η αίτηση 2, επέλεξε να προβεί σε παραδοχή αφότου έδωσε μαρτυρία και αντεξετάστηκε. Η παραδοχή δεν διαφοροποιεί, κατά την άποψή μου, την περίπτωση από τον γενικό κανόνα σχετικά με τη δεκτότητα μαρτυρίας συγκατηγορουμένου, ώστε η μαρτυρία που δόθηκε μετά από παραδοχή να πρέπει να αποκλειστεί. Εξάλλου δεν θα μπορούσε να επαφίεται στον συγκατηγορούμενο που επέλεξε να καταθέσει κατά τη δίκη, να τροχοδρομήσει τον αποκλεισμό της, κατά των αρχών του δικαίου της απόδειξης, αποδεχτή μαρτυρίας του, με το να επιλέξει να προβεί σε παραδοχή.
Το γεγονός της παραδοχής της καθ' ης η αίτηση 2, ενδεχομένως να επηρέαζε τη βαρύτητα της μαρτυρίας της, σε κάποιες ή όλες τις εκφάνσεις της, όμως, όπως αναφέρεται στο ως άνω σύγγραμμα Κακογιάννη, Απόδειξη, σελ. 16, «το θέμα της δεχτότητας ή του επιτρεπτού της μαρτυρίας πρέπει να διαχωριστεί από το θέμα της βαρύτητας που θα δοθεί στη μαρτυρία.».
Η νομολογία που ερμηνεύει το άρθρο 137 του Κεφ. 155, διασαφηνίζει τον ως άνω διαχωρισμό, μεταξύ της έννοιας του αποκλεισμού μαρτυρίας και της βαρύτητας της μαρτυρίας (βλ. Στην ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 15/2018, 31/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B203).
Σημειώνω τέλος, ότι η παρούσα περίπτωση διαφέρει από αυτήν όπου εάν συγκατηγορούμενος παραδεχθεί, η αναφορά στα γεγονότα από την κατηγορούσα αρχή ή την υπεράσπιση κατά την αγόρευση για μετριασμό, δεν μπορεί να επηρεάσει το τεκμήριο της αθωότητας του συγκατηγορουμένου (βλ. Χρίστου v Δημοκρατίας, (2012) 2 ΑΑΔ). Στην παρούσα υπόθεση, αποκλείστηκε μαρτυρία που δόθηκε στο πλαίσιο της ενιαίας ακροαματικής διαδικασίας εναντίον των δύο καθ' ων η αίτηση και τέθηκε στη βάσανο της αντεξέτασης.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.