ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 41/2022)
30 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
CLINTON TAMOJE NJIMOH
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Μ. Νικολάου, για Δ. Παυλίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 15/7/2020 στην Προσφυγή Αρ. 955/2021 με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 4/3/2021, η οποία απέρριψε το αίτημα του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία.
Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Ο Εφεσείων κατάγεται από το Καμερούν και εισήλθε στις 17/11/2020 στην Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα από τα κατεχόμενα. Στις 18/12/2020 ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας και μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 2/3/2021, η αίτησή του απερρίφθη. Την απορριπτική απόφαση πληροφορήθηκε ο Εφεσείων μέσω επιστολής ημερομηνίας 10/3/2021. Ο Εφεσείων στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο Εφεσείων βάλλει κατά της πρωτόδικης Απόφασης με πέντε Λόγους Έφεσης.
Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι έγινε δέουσα έρευνα από την Εφεσίβλητη. Ειδικότερα, ότι όφειλε η Εφεσίβλητη να διερευνήσει τα λεγόμενα του Εφεσείοντα και όχι απλώς να τα αμφισβητήσει.
Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2, ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Εφεσίβλητη εξέτασε έκαστο εκ των ισχυρισμών του σε σχέση με την απόπειρα απαγωγής του. Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης Αρ. 3 είναι το αναιτιολόγητο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν συντρέχει το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου δίωξης και του Λόγου Έφεσης Αρ. 4, το εσφαλμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν μπορεί να καταδειχθεί το αντικειμενικό στοιχείο πραγμάτωσης του φόβου δίωξης. Τέλος, με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 5, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή του.
Λόγω της συνάφειάς τους, οι Λόγοι Έφεσης θα τύχουν κοινής εξέτασης.
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των αιτιάσεων που ο Εφεσείων προέβαλε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι οποίες συμπίπτουν με τις προβαλλόμενες κατ' έφεση, είναι η ακόλουθη (σελίδα 4 και επόμενες):
«Επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει ότι η ζωή του κινδυνεύει από την οικογένεια του, λόγω του ότι πριν να πεθάνει ο πατέρας του, τον ονόμασε ως τον διάδοχο του. Ισχυρίστηκε ότι οι ετεροθαλείς αδελφοί του χρησιμοποίησαν μαγεία για να προσπαθήσουν να τον σκοτώσουν επειδή είναι ο διάδοχος του πατέρα του και επειδή είναι το μόνο μορφωμένο μέλος της οικογένειας. Ισχυρίστηκε δε ότι έστειλαν ένοπλους ληστές για να τον δολοφονήσουν αρκετές φορές. Για τον λόγο αυτό ο αιτητής έφυγε από την Buea και μετακόμισε στην Douala. Εκεί συνέχισε να έχει κακά όνειρα «οιωνούς» και έτσι, με την οικονομική βοήθεια του θείου του, κατάφερε να φύγει και να ζητήσει άσυλο και, τέλος, αναφέρει ότι εν όσο τα ετεροθαλή αδέλφια του είναι εν ζωή, θα διατρέχει κίνδυνο για τη ζωή του.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ο αιτητής επανέλαβε τα ως άνω και ανέφερε ότι δέκα μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του, στις 15/09/20, όταν ανοίχθηκε η διαθήκη του ενώπιον όλης της οικογένειας, μετά την κηδεία, ανακοινώθηκε ότι ο αιτητής κατονομαζόταν ως ο διάδοχος του πατέρα του και ιδιοκτήτης της γης και των κτημάτων του πατέρα του. Μετά την ανακοίνωση αυτή, τα ετεροθαλή αδέλφια του ήταν έντονα δυσαρεστημένοι και μετά από αυτό ο αιτητής ξεκίνησε να έχει εφιάλτες. Επίσης ένας μοτοσικλετιστής προσπάθησε να τον απαγάγει στην Buea, τρείς μέρες μετά την κηδεία. Ερωτώμενος πως ήξερε ότι η απόπειρα απαγωγής ήταν συνδεδεμένη με τα ετεροθαλή αδέλφια του, ο αιτητής απάντησε ότι το ήξερε γιατί όταν τους διαβάστηκε η διαθήκη είπαν ότι δεν θα την δέχονταν και δεν θα αφήναν κάτι τέτοιο να συμβεί (να κληρονομήσει ο αιτητής την γη του πατέρα τους). Επίσης ανέφερε ότι τους έβλεπε στους εφιάλτες του να προσπαθούν να τον πνίξουν και ότι σκέφτηκε να αναφέρει το περιστατικό στην αστυνομία αλλά ήξερε ότι δεν θα γινόταν οποιαδήποτε έρευνα, γιατί στο παρελθόν δεν διερευνήθηκαν παρόμοια περιστατικά. Ερωτώμενος αναφορικά με τις απειλές που λάμβανε, ο αιτητής ανέφερε ότι όλες οι απειλές του έρχονταν μέσω των ονείρων του, και ότι δεν έγινε οποιαδήποτε πραγματική απειλή ή βίαια επίθεση εναντίον του μετά της απόπειρας απαγωγής τον Σεπτέμβριο του 2020. Ερωτώμενος αναφορικά με το τι απέγινε στην περιουσία του πατέρα του μετά από την αναχώρηση του αιτητή, αυτός ανέφερε ότι δεν γνωρίζει και ότι δεν ρώτησε τι έγινε αφότου έφυγε, ούτε ρώτησε τον μεγάλο του αδελφό, με τον οποίο είναι σε επικοινωνία.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς για την επάρκεια και ποιότητα της συνέντευξης, ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης φαίνεται ότι οι ερωτήσεις και απαντήσεις μεταφράζονταν δεόντως στην μητρική του γλώσσα και αντίστροφα, ως επιμαρτυρείται από την υπογραφή τόσο του ίδιου όσο και του μεταφραστή στο τέλος του πρακτικού όπου δηλώνει ότι το πρακτικό αποτελεί ακριβή καταγραφή των δηλώσεων του και, περαιτέρω, από το ότι, προτού αρχίσει η συνέντευξη, ρωτήθηκε αν αντιλαμβάνεται τον μεταφραστή και απάντησε καταφατικά. Περαιτέρω, προκύπτει ότι δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να παραθέσει την ιστορία του σε ελεύθερη αφήγηση, την οποία ακολούθησαν στοχευμένες διευκρινιστικές ερωτήσεις, όπου και πάλι δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει περαιτέρω το αφήγημα και τους ισχυρισμούς του......................................
Εκ των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι ο αιτητής δεν έχει στερηθεί της ευκαιρίας να παρουσιάσει δεόντως τους ισχυρισμούς του και να δώσει εξηγήσεις/διευκρινήσεις επί όποιων ασυνεπειών ή κενών διαπιστώθηκαν κατά την συνέντευξη.
Σημειώνεται δε ότι από τα πρακτικά των συνεντεύξεων, δεν εντοπίζω οιονδήποτε σημείο, ως και ανωτέρω αναφέρω, που να στερήθηκε ο αιτητής των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται από τα αρ.13Α και 18 του Νόμου.
Προχωρώ με την εξέταση των παρεμφερών ισχυρισμών που αφορούν την μη διενέργεια δέουσας έρευνας αλλά και το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.685/2012, Galina Bindiouk v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ημ.23/04/13, λέχθηκε ότι: «Στη συνέντευξη της τα όσα εκεί δήλωσε και που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Δεν υπήρχε επομένως οποιοσδήποτε λόγος για ιδιαίτερη αιτιολογία ή για περαιτέρω εξέταση ή έρευνα των δεδομένων της αιτήτριας.». Στην Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, ημ.14/03/13, λέχθηκε ότι: «Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.» Στην Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, ημ.28/09/99, λέχθηκε ότι: «Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής. Όμως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, σ. 67 και Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας", σ. 130). Η επάρκεια της κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Ίδε Δημοκρατία v. Σταύρου [1993] 3 Α.Α.Δ. 71).»
Στην προκειμένη οι καθ' ων η αίτηση εξέτασαν έκαστο εκ των ισχυρισμών του αιτητή και, για τους λόγους που καταγράφονται στην σχετική έκθεση, κατέληξαν ότι, από την στιγμή που ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να συνδέσει την απόπειρα απαγωγής του, ως ισχυρίστηκε, με τα ετεροθαλή του αδέλφια δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή τέτοια σύνδεση. Επίσης έλαβαν υπόψη την έλλειψη λεπτομερειών και ευλογοφάνειας σε σχέση με τον πυρήνα του ισχυρισμού του ότι οι απειλές που δέχθηκε σχετίζονται με την διαθήκη του πατέρα του αφού, ενώ, ως ανέφερε, διατηρεί επικοινωνία με τον μεγαλύτερο αδελφό του, εντούτοις δεν γνωρίζει τι έγινε τελικά με την περιουσία του πατέρα του. Περαιτέρω, αναφερόμενοι στους ισχυρισμούς περί απειλών μέσω μαγείας/ονείρων, κατέληξαν, αφού ερεύνησαν το θέμα με αναφορά σε ελληνική επί τούτου βιβλιογραφία, ότι το γεγονός ότι ο ίδιος διατηρεί πίστη σε αυτές τις πρακτικές δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν δεκτές ως υπαρκτές και ότι εξ αυτών δημιουργείται βάσιμος φόβος διώξεως. Συνεπεία τούτου απέρριψαν των ισχυρισμό του στην βάση της παροχής προσφυγικού καθεστώτος ως αναξιόπιστο και, αφότου εξέτασαν την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής, κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν λόγοι για παροχή συμπληρωματικής προστασίας.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή εν προκειμένω συνοψίζονται ως ακολούθως. Ο αιτητής φοβάται ότι, μέσω της χρήσης μαγείας, οι ετεροθαλείς αδελφοί του θα τον βλάψουν, με δεδομένο ότι έχει ήδη βιώσει τέτοια προσπάθεια σε εφιάλτες που είχε. Στην βάση των δικών του πεποιθήσεων, αυτές οι προσπάθειες να τον βλάψουν μέσω της χρήσης μαγείας μπορούν να γίνουν μόνο ενόσω οι αδελφοί του γνωρίζουν το μέρος που βρίσκεται εκείνη την στιγμή. Είναι γι' αυτό που, προτού φύγει από την χώρα καταγωγής του, καθ' ον χρόνο διέμενε στην πόλη Duala δεν φαίνεται να είχε δεχθεί τέτοια επίθεση μέσω μαγείας. Έχει δεχθεί επίθεση από μοτοσικλετιστή στην Buea για την οποία παραδέχεται ότι δεν έχει κανένα στοιχείο ότι συνδέεται με την έχθρα των αδελφών του προς τον ίδιο.
Αναφορικά με τον φόβο του αιτητή ότι οι αδελφοί του θα τον βλάψουν μέσω της χρήσης μαγείας, θα διαφωνήσω με τους καθ' ων η αίτηση καθότι, αποδέχομαι την αξιοπιστία του σχετικά με το ότι ο ίδιος διακατέχεται όντως από τέτοιο φόβο, στη βάση και των πεποιθήσεων του περί τούτου, οι οποίες αποδέχομαι ότι είναι ειλικρινείς και αυθεντικές. Οι επί τούτου απαντήσεις του αιτητή, παρά το ότι ενδεχομένως ξενίζουν κάποιον που δεν ασπάζεται τις πεποιθήσεις του αιτητή επί του ζητήματος, ήταν σαφής και συγκεκριμένες. Εντούτοις, η κατάληξη παραμένει η ίδια καθότι δεν μπορεί εν προκειμένω να συναχθεί αντικειμενικώς πιθανότητα πραγμάτωσης τέτοιας βλάβης.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ)», σελ. 92 αναφέρονται τα εξής:
«Παραδοσιακά, υποστηρίζεται ότι η έννοια του «βάσιμου φόβου» περιλαμβάνει δύο στοιχεία:
1) ένα υποκειμενικό στοιχείο· η ύπαρξη φόβου στη σκέψη του αιτούντος υπό την έννοια του τρόμου· και
2) ένα αντικειμενικό στοιχείο· έγκυρη βάση για τον συγκεκριμένο φόβο λόγω της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και άλλων παραγόντων.
Για παράδειγμα, στο εγχειρίδιο της UNHCR αναφέρονται τα εξής:
Στο στοιχείο του φόβου -πνευματική κατάσταση και υποκειμενική κατάσταση- προστίθεται ο χαρακτηρισμός «βάσιμος». Αυτό σημαίνει ότι το καθεστώς πρόσφυγα δεν καθορίζεται μόνο από την πνευματική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά η εν λόγω κατάσταση πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενική κατάσταση. Επομένως, ο όρος «βάσιμος φόβος» περιέχει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοιχείο και, κατά τον καθορισμό του κατά πόσον υπάρχει βάσιμος φόβος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αμφότερα τα στοιχεία (505).»
Σε COI QUERY του EASO, ημ.27/07/18, αναφέρεται ότι, παρά το ότι η εξάσκηση μαγείας είναι ποινικό αδίκημα στο Καμερούν, εντούτοις, οι πρακτικές αυτές φαίνεται να είναι ευρέως διαδομένες[1]:
«Despite the fact that witchcraft practices are illegal in Cameroon, several sources report that witchcraft practices, including occult ceremonies, are widespread not only in society, but also in political circles16. »
Ενόψει και των ως άνω λοιπόν, παρά το ότι στην παρούσα υφίσταται το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου, δεν μπορεί να καταδειχθεί το αντικειμενικό στοιχείο, ήτοι η αντικειμενικώς θεωρούμενη εύλογη πιθανότητα πραγμάτωσης του φόβου δίωξης ή βλάβης.
Προσθέτω ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε ότι, για να είναι σε θέση ο εξασκών μαγεία να πραγματοποιήσει τέτοιες «επιθέσεις», θα πρέπει να γνωρίζει το που βρίσκεται το υποκείμενο τέτοιων «επιθέσεων», πράγμα απίθανο σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στην πόλη όπου και διέμενε προτού διαφύγει από την χώρα του.
Συνεπώς, παρά το ότι οι καθ' ων η αίτηση προέβηκαν στην δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνας και αιτιολόγησαν την απόφαση τους με αναφορά και στα ενώπιον τους στοιχεία, δεν θα συμφωνήσω επί της ουσίας με την κατάληξη τους για αναξιοπιστία του αιτητή αναφορικά με την πτυχή που αφορά τον φόβο του για εξάσκηση πρακτικών μαγείας με σκοπό να επιφέρουν βλάβη στον ίδιο. Παρά όμως την αξιοπιστία των δηλώσεων του, δεν μπορώ να συνάγω εύλογη πιθανότητα να πραγματωθεί οιοσδήποτε κίνδυνος προς τον αιτητή συνεπεία εξάσκησης μαγείας, για τους λόγους που πιο πάνω καταγράφω.
Απομένει λοιπόν η αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στο μέρος όπου ο αιτητής διέμενε προτού διαφύγει από την χώρα του.
Η Douala είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Καμερούν καθώς και η οικονομική πρωτεύουσα της χώρας, με πληθυσμό άνω των 3 εκατομμυρίων κατοίκων [2]. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Home Office), σε έκθεση Δεκέμβριου 2020, αναφέρεται ότι η κατάσταση στην Douala χαρακτηρίζεται ως σχετικά ασφαλής:
«Areas outside of the conflict zones in the NWSW regions and northern Cameroon are stable and offer relative security. A person returning to these areas, including the main cities of Douala and Yaoundé, will not face a real risk of being subject to a threat to their life or person and a breach of Article 15(c) QD (see Situation of Anglophones outside of the SW and NW regions). » [3]
Σε άρθρο του The Africa Report ημ.20/04/20 αναφορικά με την κατάσταση των εσωτερικά εκτοπισμένων από τις ΒΔ και ΝΔ περιοχές, αναφέρεται ότι παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τα άτομα με τα οποία μίλησε το δίκτυο, ανέφεραν ότι σε αντίθεση με τις ΒΔ και ΝΔ περιοχές, στην Douala δεν φοβούνται για τη ζωή τους, αλλά αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές και βιοποριστικές δυσκολίες, ιδίως οι Αγγλόφωνοι εσωτερικά εκτοπισμένοι. [4] Συμφωνά με το ACLED κατά το 2020 στην περιοχή Littoral σημειωθήκαν 52 περιστατικά όπου σκοτώθηκαν 13 άτομα, σύμφωνα με αναφορές. Μεταξύ των επηρεαζόμενων περιοχών ήταν και η Douala.[5]
Με βάση τα ανωτέρω είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής ως η υγιής ενήλικας, ο οποίος, παρά το ότι κατάγεται από το αγγλόφωνο μέρος του Καμερούν, δεν ανέφερε οιαδήποτε εμπλοκή του στις συγκρούσεις μεταξύ κυβέρνησης και αυτονομιστών και διέμενε προτού φύγει στην πόλη Douala, στην οποία διαμένουν μέλη της οικογένειας του, ήτοι οι αδελφές του και ο θείος του, με τους οποίους έχει επαφή, να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης αλλά ούτε και η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. [6]
Έπεται λοιπόν ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ούτε ότι υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.
Με δεδομένα λοιπόν τα όσα ανωτέρω αναλύονται δεν μπορεί να θεωρείται βεβαίως ότι η επιστροφή του αιτητή θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος του στην μη επαναπροώθηση».
Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στις αναφορές και κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου έτσι ώστε να παρίσταται ανάγκη εφετειακής παρέμβασης.
Ο Εφεσείων στην αίτησή του ανέφερε ότι τα ετεροθαλή αδέλφια του χρησιμοποίησαν μαγεία για να προσπαθήσουν να τον σκοτώσουν, επειδή ο πατέρας τους πριν αποβιώσει τον όρισε διάδοχο του στην περιουσία του. Στη συνέντευξή του αναφέρθηκε σε απόπειρα απαγωγής του, συνδέοντας την με τα ετεροθαλή του αδέλφια, επικαλούμενος τους εφιάλτες που έβλεπε και σύμφωνα με τους οποίους, προσπαθούν τα αδέλφια του να τον πνίξουν. Παραδέχτηκε δε ότι, ουδέποτε κατήγγειλε στην αστυνομία το περιστατικό. Για τις απειλές που, κατ' ισχυρισμό του, ο Εφεσείων δεχόταν από τα ετεροθαλή αδέλφια του και πάλι έγινε από μέρους του επίκληση των ονείρων του. Όταν δε ερωτήθηκε τι απέγινε η περιουσία του πατέρα του μετά από την αναχώρησή του, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει και ούτε ρώτησε τον μεγάλο αδελφό του με τον οποίο είναι σε επικοινωνία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την αξιοπιστία του Εφεσείοντα ότι ο ίδιος διακατέχεται όντως από φόβο, αναγνωρίζοντας του το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου, όχι όμως το αντικειμενικό. Κατέληξε δε ότι σύμφωνα με τις «Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας» (Οδηγία 2011/95/ΕΕ), πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αμφότερα τα στοιχεία.
Συνεπώς, εφόσον ο Εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτησή του για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι η Υπηρεσία υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης. Κατά συνέπεια, ορθά κατά τη διενέργεια του ελέγχου ορθότητας του το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολόγησε το υλικό το οποίο είχε ενώπιόν του και που το οδήγησε σε κρίση της ορθότητας των διαπιστώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου.
Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται €2.000 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.