ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 36/2022)

 

30 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                            CHUKWUJI FESTUS UZU

 

                                                                                                                       Εφεσείων,

   v.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

-------------------

Δ. Α. Παυλίδης, για ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

­­--------------------

  

 

 

 

     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Η ενώπιον μας έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 7.6.2022 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή Αρ. 60/2021, με την οποία η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε, επικυρώνοντας την επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 9.12.2020 σε σχέση με τον Εφεσείοντα. Με την εν λόγω διοικητική απόφαση είχε απορριφθεί αίτημα του Εφεσείοντα για παραχώρηση σ' αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Οι τέσσερεις λόγοι έφεσης, οι οποίοι εγέρθηκαν και προωθήθηκαν από την πλευρά του Εφεσείοντα, καθώς και η αιτιολογία τους, έχουν αυτολεξεί ως ακολούθως:

 

«1ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι στον Αιτητή δεν είχε συμβεί κάτι προσωπικά στον ίδιο από τις επιθέσεις που έλαβαν μέρος στην κοινότητα που διέμενε.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ 1ου ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε στη σελ. 4 της πρωτόδικης απόφασης ότι:

 

«χωρίς εντούτοις να έχει συμβεί κάτι που τον αφορά προσωπικά».

 

 

 

 

2ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε ότι η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ 2ου ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και/ή αποφάσισε στη σελίδα 7 της πρωτόδικης απόφασης ότι;

 

«η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη». Ειδικότερα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε και/ή έκρινε ως πλήρης αιτιολογία τον ισχυρισμό των Καθ' ων η Αίτηση στη σελ. 6 του παραρτήματος 5 της Ένστασης ότι:

 

«Πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν ότι ενώ παρατηρούνται στην πολιτεία Delta ένοπλες συγκρούσεις και περιστατικά αδιάκριτης βίας, δεν φτάνουν στο βαθμό που ενεργοποιούν τις πρόνοιες και να συνάδουν με την έννοια του άρθρου 15(γ) της οδηγίας».

 

3ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ανέφερε ποιες είναι οι αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία όπου διέμενε ο Αιτητής.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ 3ου ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ανέφερε στη σελίδα 10 της πρωτόδικης απόφασης ότι:

 

«σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία όπου διέμενε ο Αιτητής με την οικογένεια του μέχρι το 2020»

 

 

 

4ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε σε μαρτυρία που δεν προσκομίσθηκε από την πλευρά των καθ' ων η Αίτηση τόσο στην Ένσταση τους όσο και στη Γραπτή τους Αγόρευση.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ 4ΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στη σελ 10 της πρωτόδικης Απόφασης ανέφερε και/ή στηρίχθηκε στη μαρτυρία ότι: «σύμφωνα με στοιχεία του ACLED, κατά το 2020 καταγράφηκαν μεμονωμένα περιστατικά βίας, εκ των οποίων προέκυψαν 120 θάνατοι σε σύνολο πληθυσμού που υπερβαίνει τα 51/2 εκατομμύρια, ήτοι 2 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκων. Στην αναφορά δε αυτή δεν περιλαμβάνονται περιστατικά με την οργάνωση Boko Haram. Σημειώνεται δε ότι, ως καταγράφεται, η κυβέρνηση έχει και συνεχίζει να αναπτύσσει ένοπλες δυνάμεις στην επαρχία ώστε να υποβοηθήσει το έργο των τοπικών σωμάτων ασφαλείας οι οποίες έχουν περιορισμένες δυνατότητες λόγω, μεταξύ άλλων, ελλείψεως προσωπικού.» »

 

Πριν ασχοληθούμε με τους ανωτέρω λόγους έφεσης, οφείλουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Η πλευρά του Εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης της, το οποίο καταχωρήθηκε στις 25.6.2024, επανέλαβε, καταρχάς, κατά λέξη τους πιο πάνω λόγους έφεσης και την αιτιολογία τους. Ακολούθως,  προχώρησε σε ανάπτυξη διάφορων επιχειρημάτων υπό τον τίτλο «ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ», χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε διασύνδεση εκάστου εξ αυτών με τους συγκεκριμένους λόγους εφέσεως ή οποιοδήποτε εξ αυτών που επιχειρεί αιτιολογικά να υποστηρίξει. Μάλιστα, υπό τον εν λόγω τίτλο τίθενται και ισχυρισμοί πέραν και έξω από το πλαίσιο που καθόρισαν οι λόγοι εφέσεως και η αιτιολογία αυτών, όπως λ.χ. ο ισχυρισμός περί παραβίασης των διαδικαστικών εγγυήσεων του Άρθρου 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, οι οποίοι, ως εκ τούτου, δεν δύνανται να εξεταστούν. Πέραν από το ότι, τέτοια αδόκιμη πρακτική δυσχεραίνει σε μείζονα βαθμό τη μελέτη της υπόθεσης από το Δικαστήριο και την κατανόηση και οριοθέτηση των επίδικων ζητημάτων, έρχεται και σε ευθεία σύγκρουση με τις απαιτήσεις του Κανονισμού 41.16(8)(α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι τέθηκαν και βρίσκονται σε ισχύ ήδη από την 1.9.2023 και ο οποίος Κανονισμός ορίζει ότι (με δικές μας υπογραμμίσεις):

 

«(8) Στον καταρτισμό του περιγράμματος αγόρευσης τηρούνται οι ακόλουθες αρχές:

 

(α) Προσδιορίζονται τα ουσιώδη σημεία στα οποία και επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία. Οι λόγοι έφεσης αναπτύσσονται ξεχωριστά, εκτός αν είναι επάλληλοι ή συναφείς.»

 

Εν πάση περιπτώσει, μελετώντας τους λόγους εφέσεως και την αιτιολογία τους, καταλήγουμε ότι, αυτοί δεν ευσταθούν. Επεξηγούμε:

 

Όσον αφορά, καταρχάς, στον τρίτο λόγο εφέσεως (βλ. ανωτέρω) αυτός πρόδηλα δεν βρίσκει έρεισμα στα πραγματικά γεγονότα. Από την όλη παράγραφο στην επίδικη απόφαση, στην οποία εμπεριέχεται και η πρόταση, την οποία αποσπασματικά επέλεξε να παραθέσει η πλευρά του Εφεσείοντα, σαφώς προκύπτουν οι  αξιόπιστες

πηγές πληροφόρησης, τις οποίες επικαλείται το πρωτόδικο δικαστήριο και οι οποίες παρατίθενται συγκεκριμένα στις υποσημειώσεις 1 και 2 της σελίδας 10 της δικαστικής απόφασης (βλ. και υποσημειώσεις 3 έως και 7 περαιτέρω), όπως και πού είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Οι υποσημειώσεις είναι μέρος του δικαστικού λόγου της απόφασης. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω λόγος εφέσεως απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο έφεσης, ούτε αυτός ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι διοικητικό δικαστήριο στη φύση του, με ευρείες εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης και της εξουσίας να αναζητεί ex proprio motu και να αποδέχεται μαρτυρία και εμπειρογνωμοσύνη (βλ. τα συναφώς αναφερόμενα στην πολύ πρόσφατη απόφαση του  Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.9.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/20 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ Δ/ΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ ν. GURDHIAN SINGH). Βεβαίως, η δυνατότητα χρήσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, για σκοπούς έκδοσης της απόφασης του, πηγών πληροφόρησης για την κατάσταση στη χώρα και τόπο καταγωγής του προσφεύγοντος, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, εκτός από αυτές που προσκομίστηκαν από τα μέρη, συνάδει και με την ιδιαιτερότητα της δικαιοδοσίας του ως δικαστήριο ουσίας (βλ. ενδεικτικά Άρθρο 11 (3)(α)(i) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018), «(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και»). Δικαστικά ευρήματα στη βάση τέτοιων πηγών πληροφόρησης δύνανται, αυτονόητα, να αμφισβητηθούν και να ελεγχθούν δευτεροβάθμια, ως προς λ.χ. την αξιοπιστία των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν, το επίκαιρο αυτών ή την ορθότητα τους. Στην παρούσα περίπτωση, τέτοιος ή άλλος παρόμοιος ισχυρισμός δεν τέθηκε από την πλευρά του Εφεσείοντα (βλ. ανωτέρω αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης). Ακόμη, όμως και αν αυτό εννοούσε ο Εφεσείων, ως επιχείρησε να ερμηνεύσει ενώπιον μας κατά την προφορική ακρόαση του θέματος η πλευρά του Εφεσείοντα, δεν αναφέρει κάτι τέτοιο η αιτιολογία του υπό εξέταση λόγου έφεσης και ουδέν επιχείρημα προσφέρθηκε στην εν λόγω αιτιολογία, γιατί τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν από την πηγή πληροφόρησης ACLED (σημ. Δικαστηρίου: το ACLED είναι τα ακρωνύμια των λέξεων «Armed Conflict Location & Event Data») δεν είναι αξιόπιστα και δεν ανταποκρίνονται στα γεγονότα. Συνεπώς, ως απόρροια των προαναφερθέντων, ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ούτε ο πρώτος λόγος εφέσεως ευσταθεί. Καταρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε και/ή αποφάσισε στη σελ. 4 της πρωτόδικης απόφασης  ως το απόσπασμα που παραθέτει στην αιτιολογία ο Εφεσείων («χωρίς εντούτοις να έχει συμβεί κάτι που τον αφορά προσωπικά»), αλλά παρέθεσε στο εν λόγω σημείο της δικαστικής απόφασης το περί τούτου εύρημα της Υπηρεσίας Ασύλου. Για του λόγου το αληθές, το σχετικό απόσπασμα στην ολότητα του έχει ως εξής (οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου):

 

«Κατά  τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ο αιτητής επανέλαβε τα ως άνω και ανέφερε ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani επιτέθηκαν στην κοινότητα που διέμενε. Η επίθεση έγινε στις 15/02/20, ως ανέφερε, όπου σκοτώθηκαν 8 άτομα και καταστράφηκαν πολλές περιουσίας, μεταξύ των οποίων και της οικογένειας του. Επίσης, το 2016, σκότωσαν τον πατέρα του και ήταν τότε που έφυγε από το χωριό που γεννήθηκε και πήγε στο χωριό όπου έλαβε χώρα η ως άνω ισχυριζόμενη επίθεση το 2020. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με τα πιο πάνω ο αιτητής ανέφερε ότι και η Boko Haram προέβαινε σε επιθέσεις, χωρίς εντούτοις να αναφέρει κάποιο συγκεκριμένο συμβάν, παραδεχόμενος τελικά ότι οι αναφορές του ήταν σε γενικό επίπεδο, χωρίς εντούτοις να έχει συμβεί κάτι που τον αφορά προσωπικά. Ερωτώμενος αναφορικά με την διαδρομή που ακολούθησε όταν, ως ισχυρίστηκε, μετοίκησε από το χωριό που γεννήθηκε στο χωριό όπου και έγινε η επίθεση από τους κτηνοτρόφους Fulani, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει καμία απολύτως λεπτομέρεια σε σχέση με την διαδρομή και δεν ήταν σε θέση να αναφέρει γειτνιάζουσες με το χωριό όπου, ως ανέφερε, δέχθηκε επίθεση περιοχές.»

 

Συνεπώς, στο εν λόγω σημείο δεν υπήρξε κρίση (ακόμα) του πρωτόδικου Δικαστηρίου επιδεκτική ελέγχου και ανατροπής υπό τον εν λόγω (πρώτο) λόγο έφεσης, ο οποίος και, συνεπώς, απορρίπτεται, με την ακόλουθη επιφύλαξη: Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, εν τέλει, να αποδεχθεί ως νόμιμες και εύλογες τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, συμπεριλαμβανομένης και της διαπίστωσης από την Υπηρεσία Ασύλου του γεγονότος περί παραδοχής του ότι δεν είχε συμβεί κάτι που να τον αφορά προσωπικά. Αυτή η πτυχή του πρώτου λόγου έφεσης, ωστόσο, ορθότερο είναι να ελεγχθεί σε συνάρτηση με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος άπτεται της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία που δόθηκε για την επίδικη απόφαση ήταν πλήρης και εμπεριστατωμένη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχόλησε αυτό το ζήτημα εν εκτάσει στην απόφαση του. Οι σχετικές αναφορές του έχουν ως ακολούθως:

 

«Προχωρώ στην εξέταση των νομικών ισχυρισμών του αιτητή.

Επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει ότι η χώρα καταγωγής του δεν είναι ασφαλής και η κυβέρνηση, ως αναφέρει, «δεν κάνει τίποτα γι' αυτό». Προσθέτει ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani και η οργάνωση Boko Haram έχουν επιτεθεί στην οικογένεια του όταν και καταστράφηκε η οικία του και σκοτώθηκε ο πατέρας του, ενώ ο ίδιος και η μητέρα του γλύτωσαν.

Κατά  τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ο αιτητής επανέλαβε τα ως άνω και ανέφερε ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani επιτέθηκαν στην κοινότητα που διέμενε. Η επίθεση έγινε στις 15/02/20, ως ανέφερε, όπου σκοτώθηκαν 8 άτομα και καταστράφηκαν πολλές περιουσίας, μεταξύ των οποίων και της οικογένειας του. Επίσης, το 2016, σκότωσαν τον πατέρα του και ήταν τότε που έφυγε από το χωριό που γεννήθηκε και πήγε στο χωριό όπου έλαβε χώρα η ως άνω ισχυριζόμενη επίθεση το 2020. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με τα πιο πάνω ο αιτητής ανέφερε ότι και η Boko Haram προέβαινε σε επιθέσεις, χωρίς εντούτοις να αναφέρει κάποιο συγκεκριμένο συμβάν, παραδεχόμενος τελικά ότι οι αναφορές του ήταν σε γενικό επίπεδο, χωρίς εντούτοις να έχει συμβεί κάτι που τον αφορά προσωπικά. Ερωτώμενος αναφορικά με την διαδρομή που ακολούθησε όταν, ως ισχυρίστηκε, μετοίκησε από το χωριό που γεννήθηκε στο χωριό όπου και έγινε η επίθεση από τους κτηνοτρόφους Fulani, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει καμία απολύτως λεπτομέρεια σε σχέση με την διαδρομή και δεν ήταν σε θέση να αναφέρει γειτνιάζουσες με το χωριό όπου, ως ανέφερε, δέχθηκε επίθεση περιοχές.

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς για την επάρκεια και ποιότητα της συνέντευξης, ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης φαίνεται ότι οι ερωτήσεις και απαντήσεις μεταφράζονταν δεόντως στην μητρική του γλώσσα και αντίστροφα, ως επιμαρτυρείται από την υπογραφή τόσο του ίδιου όσο και του μεταφραστή στο τέλος του πρακτικού όπου δηλώνει ότι το πρακτικό αποτελεί ακριβή καταγραφή των δηλώσεων του και, περαιτέρω, από το ότι, προτού αρχίσει η συνέντευξη, ρωτήθηκε αν αντιλαμβάνεται τον μεταφραστή και απάντησε καταφατικά. Περαιτέρω, φαίνεται να δόθηκε δεόντως η ευκαιρία να παραθέσει την ιστορία του σε ελεύθερη αφήγηση την οποία ακολούθησαν σχετικές ερωτήσεις όπου και πάλι δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να εξηγήσει τις όποιες αντιφάσεις και κενά διαπιστώθηκαν στο αρχικό του αφήγημα.

Στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι η τήρηση εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση της βασικής υποχρέωσης που απορρέει από το Νόμο και εστιάζεται στην διεξαγωγή της συνέντευξης σε γλώσσα καταληπτή από τον αιτητή. Έχει υποχρέωση η διοίκηση να βεβαιώνεται ότι, ο διερμηνέας, τον οποίο έχει επιλέξει για να βοηθήσει στη συνέντευξη, είναι γνώστης της γλώσσας στην οποία υποβάλλονται οι ερωτήσεις και δίδονται οι απαντήσεις. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.

Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Εκ των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι ο αιτητής δεν έχει στερηθεί της ευκαιρίας να παρουσιάσει δεόντως τους ισχυρισμούς του και να δώσει εξηγήσεις/διευκρινήσεις επί όποιων ασυνεπειών ή κενών διαπιστώθηκαν κατά την συνέντευξη.

Προχωρώ με την εξέταση των παρεμφερών ισχυρισμών που αφορούν την μη διενέργεια δέουσας έρευνας αλλά και το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης.

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.685/2012, Galina Bindiouk v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ημ.23/04/13, λέχθηκε ότι: «Στη συνέντευξη της τα όσα εκεί δήλωσε και που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της  αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας.  Δεν υπήρχε επομένως οποιοσδήποτε λόγος για ιδιαίτερη αιτιολογία ή για περαιτέρω εξέταση ή έρευνα των δεδομένων της αιτήτριας.». Στην Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, ημ.14/03/13, λέχθηκε ότι: «Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.» Στην Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, ημ.28/09/99, λέχθηκε ότι: «Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής.  Όμως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, σ. 67 και Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας", σ. 130). Η επάρκεια της κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Ίδε Δημοκρατία v. Σταύρου [1993] 3 Α.Α.Δ. 71).»

Στην προκειμένη οι καθ' ων η αίτηση εξέτασαν έκαστο εκ των ισχυρισμών του αιτητή και, για τους λόγους που λεπτομερώς καταγράφονται στην σχετική έκθεση, κατέληξαν ότι, συνεπεία των αντιφάσεων στις οποίες υπέπεσε, τις ελλείψεις που παρουσίαζε το αφήγημα του αλλά και τον γενικό και αόριστο τρόπο με τον οποίο απάντησε στις σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, οι ισχυρισμοί του στερούνται αξιοπιστίας και ευλογοφάνειας και  απέρριψαν την αίτηση του. Συγκεκριμένα ο αιτητής δεν ήταν σε θέση, ως και ανωτέρω καταγράφεται, να δώσει απαντήσεις αναφορικά με την διαδρομή που ακολούθησε όταν μετοίκησε σε άλλο χωριό, δεν έδωσε εύλογα αναμενόμενα στοιχεία και λεπτομέρειες αναφορικά με την ισχυριζόμενη επίθεση που, ως ισχυρίστηκε, δέχθηκε από τους κτηνοτρόφους Fulani και κανένα στοιχείο για το πως προέκυψε ο θάνατος του πατέρα του 4 έτη προηγουμένως της επίθεσης. Σε κανένα σημείο της συνέντευξης δεν έδωσε σαφείς ισχυρισμούς περιοριζόμενος σε ασαφείς και, εν πολλοίς, μονολεκτικές επί τούτου απαντήσεις (ερ.12-24).

Σημειώνεται δε ότι από τα πρακτικά των συνεντεύξεων, δεν εντοπίζω οιονδήποτε σημείο, ως και ανωτέρω αναφέρω, που να στερήθηκε ο αιτητής των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται από τα αρ.13Α και 18 του Νόμου.

Καταλήγω ότι οι καθ' ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς και υπαγωγή τους στη σχετική νομοθεσία. Έπεται ότι δεν μπορώ να διαπιστώσω πλάνη περί τα πράγματα.

Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο αιτητής ήταν ενήμερος για το περιεχόμενο της συνέντευξης, και στην απουσία περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου που θα εξηγούσε τις αντιφάσεις και ελλείψεις των δηλώσεων του ως διαπιστώθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό των καθ' ων η αίτηση, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς θεωρήθηκε ότι οι ισχυρισμοί του δεν παρουσιάζουν την αναμενόμενη λεπτομέρεια, εσωτερική συνοχή και δια τούτο, ως επιβεβαιώνεται και από αξιόπιστες εξωτερικές πηγές στις οποίες οι καθ' ων η αίτηση δεόντως ανέτρεξαν κατά την διάρκεια της συνέντευξης, θεωρώ ότι η αξιοπιστία των λεγομένων του έχει τρωθεί σε σημείο που αποδοχή των ισχυρισμών αυτών θα ήταν ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση τους.

Θα πρέπει να τονισθεί πως δεν αναμένεται από τον αιτητή  να έχει πάντοτε στην κατοχή του αποδεικτικά στοιχεία των όσων ισχυρίζεται ούτε και να είναι σε θέση να δώσει λεπτομερείς απαντήσεις σε κάθε ερώτηση που του υποβλήθηκε, θα αναμενόταν όμως να αναφέρει με εύλογη λεπτομέρεια και συνέπεια τα γεγονότα που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του, όπως ορισμένες αναμνήσεις, μικρές λεπτομέρειες ή συναισθήματα που βίωσε, οι οποίες θα προσέδιδαν την απαιτούμενη αληθοφάνεια και βιωματική διάσταση στο αφήγημα του.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System» αναφέρεται στην σελίδα 87, παράγραφος 4.5.3 ότι θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («[.] a balanced and objective assessment is needed of whether the account presented by an applicant reflects what can be expected from someone in his/her particular circumstances, who is relating a genuine personal experience.»). Περαιτέρω, στην ίδια σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («[.] Generally it is reasonable to expect that a claim for international protection be substantively presented and sufficiently detailed, at least in respect of the most material facts of the claim. Insufficiency of detail may also constitute what is referred to in Article 4(5)(b)

QD (recast) as a lack of 'relevant elements. »). Στην σελ.91 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι η κρίση επί της αξιοπιστίας θα πρέπει να διέρχεται μέσα από την αξιοποίηση τον λεγόμενων «δεικτών αξιοπιστίας», όπως η εσωτερική και εξωτερική συνοχή, η επάρκεια της λεπτομέρειας που αυτοί περιέχουν καθώς και η ευλογοφάνεια τους, ιδωμένη εν συνόλω και χωρίς να μπορεί εκ των προτέρων η κρίση επί αξιοπιστίας να περιοριστεί σε αυστηρά κριτήρια και καθοριστικές προϋποθέσεις, είτε προς την κατεύθυνση της αποδοχής αυτών είτε της απόρριψης τους και πρέπει να γίνεται με την απαιτούμενη ευαισθησία και αμεροληψία ώστε να αποφεύγονται λανθασμένες και απλουστευμένες απορρίψεις αλλά ούτε και να υπάρχει αποδοχή αυτών των ισχυρισμών χωρίς την προηγούμενη υποβολή τους στην απαιτούμενη κριτική θεώρηση. («As noted earlier, indicators of credibility are just that: they are indicators, not strict criteria or conditions. Whilst the four indicators identified above (internal and external consistency, sufficiency of detail and plausibility) reflect those applied in practice by courts and tribunals, none can be treated as determinative. Their significance in any particular case will vary considerably. It will always be necessary to consider their cumulative impact (305). In this regard, the Administrative Court of the Republic of Slovenia has introduced a structured approach to credibility assessment in its case-law (306). The above analysis discloses that there is no simple answer to the question of how to assess credibility in international protection cases, save to repeat that the assessment must be carried out on the basis of the evidence as a whole taking into account the principles, methods and indicators set out in this analysis. These need to be applied sensitively (307), objectively and impartially to avoid either an ill-considered and simplistic rejection, or a naïve and unquestioning acceptance, of an account. »)

Σχετικά είναι και τα όσα ανέφερε η Γενική Εισαγγελέας Εleanor Sharpston, στις προτάσεις ημ.17/07/14 που υπέβαλε στα πλαίσια των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων  A (C‑148/13), B (C‑149/13) και C (C‑150/13), όπου ανέφερε στις παρ.74,75 και 79 σε σχέση με το αρ.4 της οδηγίας 2004/83/ΕΚ, επαναδιατύπωση της οποίας είναι η 2011/95/ΕΕ (Qualification Directive), που καθορίζει τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, τα εξής:

«Η διαδικασία συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αναγνώριση δεν συνιστά δίκη. Αντ' αυτού, προσφέρει μια ευκαιρία στον μεν αιτούντα να παρουσιάσει τους ισχυρισμούς του και να προσκομίσει τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία, στις δε αρμόδιες αρχές να συλλέξουν πληροφορίες, να δουν και να ακούσουν τον αιτούντα, να αξιολογήσουν τη συμπεριφορά του και ενδεχομένως να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία και τη συνοχή των ισχυρισμών του. Η λέξη «συνεργασία» υποδηλώνει ότι αμφότερα τα μέρη εργάζονται για έναν κοινό στόχο (77). Είναι αλήθεια ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαιτούν από τον αιτούντα να υποβάλλει τα στοιχεία που χρειάζονται για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι το άρθρο 4 της οδηγίας για την αναγνώριση επιτρέπει την εφαρμογή απαιτήσεων ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται για τον αιτούντα πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής (για παράδειγμα, μέσω επιβολής υψηλού επιπέδου αποδείξεως, όπως είναι η πεποίθηση πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας ή το επίπεδο ποινικής ή οιονεί ποινικής διαδικασίας) η προσκόμιση των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση του αιτήματός του στο πλαίσιο της οδηγίας για την αναγνώριση (78). [.] Είναι συχνά απαραίτητο η ενδεχόμενη αμφιβολία να αποβαίνει υπέρ αυτών, όταν πρόκειται για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών τους και των εγγράφων που υποβάλλονται προς στήριξη των δηλώσεων αυτών. Αυτή θεωρώ ότι είναι η αρχή που διαπνέει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για την αναγνώριση. Ωστόσο, όταν προσκομίζονται πληροφορίες από τις οποίες προκύπτουν σοβαροί λόγοι για να αμφισβητηθεί το αληθές των ισχυρισμών του αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις προβαλλόμενες ασυμφωνίες (79). [.] Αναλόγως με τις περιστάσεις της υποθέσεως, η παράλειψη i) να ενημερωθεί ο αιτών ότι η αίτησή του πιθανότατα θα απορριφθεί, επειδή οι αρμόδιες αρχές αμφισβητούν την αξιοπιστία του, ii) να γνωστοποιηθούν στον αιτούντα οι λόγοι για την ανωτέρω διαπίστωση και iii) να του δοθεί ευκαιρία να θίξει αυτά τα συγκεκριμένα ζητήματα, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση του εν λόγω γενικού διαδικαστικού όρου.»

Υπογράμμιση από τον γράφοντα

Στην παρούσα ο αιτητής γνώριζε και ενημερώθηκε δεόντως για τις αντιφάσεις και τις ελλέιψεις που παρατηρήθηκαν στα στοιχεία που υπέβαλε και οι οποίες οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας αυτής. Ενώπιον του Δικαστηρίου του δόθηκε η ευκαιρία, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής (ex nunc) έλεγχο τόσο της νομικής πτυχής αλλά και των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, να παρουσιάσει περαιτέρω στοιχεία ή και μαρτυρία αλλά, εντούτοις, ουδέν έπραξε. Εκ τούτου είναι λοιπόν αναπόφευκτο ότι οι ελλείψεις και αντιφάσεις ως υποδείχθηκαν από τους καθ' ων η αίτηση, τις οποίες θεωρώ ορθές, παραμένουν.

Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία όπου διέμενε ο αιτητής με την οικογένεια του μέχρι τo 2020, επιβεβαιώνεται ότι, παρά το ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani συνέχισαν να δρουν στη Νιγηρία, καταστρέφοντας και κατάσχοντας αγροτικές εκτάσεις και φάρμες, ωστόσο η επαρχία του αιτητή δεν συμπεριλαμβάνεται στις περιοχές που έχουν πληγεί σημαντικά από την κρίση σε σχέση με τους κτηνοτρόφους Fulani, η δράση των οποίων επικεντρώνεται στην κεντρική και βόρεια ζώνη της Νιγηρίας[1]. Παρότι υπάρχουν αναφορές για επιθέσεις στην εν λόγω επαρχία, αυτές φαίνεται να είναι μεμονωμένες. [2]

Όσον αφορά την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην επαρχία, σύμφωνα με έκθεση του Ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών εκδοθείσα τον Μάρτιο του 2021,

«the south of Nigeria is more stable than the north. Although the South-East zone is considered relatively safe, various types of violent incidents still took place there, such as cult violence, election-related violence in 2019, and incidents in which violent mobs took the law into their own hands against alleged homosexuals and adulterers». [3]

Περαιτέρω,  σύμφωνα με στοιχεία του ACLED, κατά το 2020 καταγράφηκαν μεμονωμένα περιστατικά βίας, εκ των οποίων προέκυψαν 120 θάνατοι, σε σύνολο πληθυσμού που υπερβαίνει τα 5 ½ εκατομμύρια, ήτοι 2 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκων. Στην αναφορά δε αυτή δεν περιλαμβάνονται περιστατικά με την οργάνωση Boko Haram. Σημειώνεται δε ότι, ως καταγράφεται, η κυβέρνηση έχει και συνεχίζει να αναπτύσσει ένοπλες δυνάμεις στην επαρχία ώστε να υποβοηθήσει το έργο των τοπικών σωμάτων ασφαλείας οι οποίες έχουν περιορισμένες δυνατότητες λόγω, μεταξύ άλλων, ελλείψεως προσωπικού. [4]  [5]

Επιπροσθέτως, όπως αναφέρεται και σε έκθεση του Συμβουλίου Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά, κύριο κίνητρο κτηνοτρόφων Fulani αποτελεί η πρόσβαση στη γη για βόσκηση των ζώων τους, ενώ δεν φαίνεται να δρουν οργανωμένα. Αναφορικά με τον τρόπο δράσης τους, σημειώνεται ότι δεν αποτελούν οργανωμένη ομάδα ή οργάνωση η οποία δρα με οργανωμένη στρατηγική και με κάποιο κοινό πολιτικό σκοπό, αλλά οι διάφορες ομάδες Fulani δρουν ανεξάρτητα χωρίς κάποια ιεραρχία.[6]

Ενόψει των ως άνω πληροφοριών, παρά το ότι αναμφισβήτητα, ως και από τις αναφορές του αιτητή στις αγορεύσεις του, στη χώρα καταγωγής του ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι στην καθημερινότητα, αυξημένοι ίσως σε σχέση με κάποιο αναπτυγμένο κράτος, τούτοι δεν μπορεί να λεχθεί ότι φτάνουν στο σημείο ώστε να θεωρείται ότι δεν υπάρχει προστασία από τις Αρχές κατά τέτοιων επιθέσεων. Άλλωστε «[κ]αμία χώρα δεν μπορεί να παράσχει 100 % προστασία, και ορισμένα επίπεδα κακομεταχείρισης ενδέχεται να υπάρχουν, ακόμη και αν η κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα για την αποτροπή της». Το πρακτικό μέτρο για την εκτίμηση του κατά πόσον λαμβάνονται εύλογα μέτρα από το κράτος επιβεβαιώνεται επίσης από το ΕΔΔΑ. Βλέπε, για παράδειγμα, απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Οκτωβρίου 1998, Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, Osman κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προσφυγή αριθ. 23452/94, σκέψεις 115-116.» [7]

Με βάση τα ανωτέρω είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα άτομα με χαμηλό προφίλ, ως ο εδώ αιτητής, να αντιμετωπίσουν κατά την επιστροφή τους δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης αλλά ούτε και η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε ο αιτητής, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. [8]

Έπεται ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά ούτε και ότι υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Με δεδομένα λοιπόν τα όσα ανωτέρω αναλύονται δεν μπορεί να θεωρείται βεβαίως ότι η επιστροφή του αιτητή θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος του στην μη επαναπροώθηση. Στην προκειμένη δεν έχει τεκμηριωθεί κάποιο στοιχείο ή πληροφορία εκ των οποίων θα ανατρεπόταν το τεκμήριο ασφαλούς χώρα καταγωγής, ως έχει καθοριστεί δυνάμει των Κ.Δ.Π. 225/2021 και 202/2022, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, τη στιγμή που ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη του αρ.12Βτρις (6).

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.»

 

Δεν εντοπίζουμε νομική παθογένεια στις πιο πάνω αναφορές και κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα συμπεράσματα του σε σχέση με το αιτιολογημένο της επίδικης διοικητικής απόφασης από την Εφεσίβλητη (συμπεριλαμβανομένων και των διαπιστώσεων από την συνέντευξη του Εφεσείοντα), είναι εύλογα, η δε κατάληξη του σε σχέση με την ασφάλεια της χώρας και τόπου καταγωγής του Εφεσείοντα ιδιαίτερα, θα λέγαμε, εμπεριστατωμένη κατ' επίκληση διάφορων πηγών πληροφόρησης, η οποία δεν έχει επιτυχώς (και δικονομικώς αποδεκτά, με την προσκόμιση κατάλληλης μαρτυρίας) αντικρουστεί από τον Εφεσείοντα. Συνεπώς, τόσο ο δεύτερος λόγος έφεσης, όσο και ο πρώτος, εξεταζόμενος  στο βαθμό που ανωτέρω επεξηγήθηκε, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, η έφεση αποτυγχάνει στην ολότητα της, με έξοδα ύψους €2000 υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

Η πρωτόδικη απόφαση και, κατ' επέκταση η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνονται ως ορθές.

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο