ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 338/2019)

 

30 Σεπτεμβρίου, 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

 

ΣΕ ΟΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ Ε. Ε. Α.,

Εφεσείουσα/Καθ' ης η Αίτηση,

 

v.

 

ΣΕ ΟΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ Κ. Κ.,

Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.

 

____________________

 

 

Χρ. Πουργουρίδης για Χρήστος Πουργουρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Δ. Μιχαήλ για Δημήτρης Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

TOYMAZH, Δ.:  Η εφεσείουσα - καθ' ης η αίτηση  (στο εξής εφεσείουσα),        σύζυγος  του  αποβιώσαντος     Α.Α.       (στο          εξής αποβιώσας), προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 31.7.2019, με την οποία εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης του πιστοποιητικού κληρονόμων με την προσθήκη σ' αυτό του ονόματος της εφεσίβλητης - αιτήτριας (στο εξής εφεσίβλητης), ως κληρονόμου.

 

Η εφεσίβλητη, με Γενική Αίτηση, ζήτησε διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να τροποποιεί το πιστοποιητικό κληρονόμων, το οποίο εκδόθηκε στις 30.3.2017, στα πλαίσια Αίτησης Διαχείρισης, με την προσθήκη του ονόματος της ως κληρονόμου, ανιούσα συγγενής τρίτου βαθμού, ήτοι θεία του αποβιώσαντος.  Η αίτηση της εφεσίβλητης συνοδευόταν από την ένορκο δήλωση του Δ.Μ., εγγονού της.  Βασικός ισχυρισμός του Δ.Μ. ήταν πως κατά το θάνατο του, στις 15.2.2017, ο αποβιώσας δεν άφησε τέκνα ή οποιονδήποτε κατιόντα ή ανιόντα πέραν της εφεσίβλητης, η οποία ήτο συγγενής τρίτου βαθμού, θεία του, αδελφή της μητέρας του και η οποία, εκ του νόμου, θεωρείται νόμιμη κληρονόμος στην περιουσία του.  Σύμφωνα με τον Δ.Μ., σε συνομιλία του ιδίου με τον αδελφό της εφεσείουσας, τον Δ.Ε., διεφάνη η δόλια πρόθεση μη συμπερίληψης της εφεσίβλητης ως κληρονόμου, με μοναδικό σκοπό η εφεσείουσα να καρπωθεί ολόκληρη την περιουσία του αποβιώσαντος.

 

Ήτο αναντίλεκτο, στην πρωτόδικη διαδικασία, ότι ο  αποβιώσας γεννήθηκε στις 7.7.1959 και ήταν το βιολογικό παιδί της Μ.Η., καθώς επίσης και πως υιοθετήθηκε από το ζεύγος Λ.Α. και Μ.Λ. (στο εξής Μ.), δυνάμει διατάγματος υιοθεσίας, ημερομηνίας 25.7.1960. Δηλώθηκαν, επίσης, από τους διαδίκους, ως παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, τα ακόλουθα:

 

1.    Σε πιστοποιητικό γέννησης της Μ., αναγράφεται ως πατέρας της ο Κ.Χ. (στο εξής Κ.) και μητέρα της η Ρ.Ν. (στο εξής Ρ.) και ως ημερομηνία γέννησης της η 12.5.1917.

2.    Η Ρ. συνήψε γάμο με τον Κ. στις 15.7.1917, σύμφωνα με το πιστοποιητικό γάμου ημ. 27.10.2017.

3.    Ο Κ. έλαβε διαζύγιο από τη Ρ., παντρεύτηκε ξανά και απέκτησε από τον δεύτερο αυτό γάμο την εφεσίβλητη.

4.  Ο αποβιώσας απεβίωσε στις 15.2.2017, χωρίς να αφήσει τέκνα.  Η εφεσείουσα ήταν η σύζυγος του.

5.    Στις 30.3.2017 εκδόθηκε πιστοποιητικό κληρονόμων του αποβιώσαντος και ακολούθως η εφεσείουσα καταχώρισε  Αίτηση Διαχείρισης. Στο πιστοποιητικό κληρονόμων συμπεριλήφθηκε μόνο η εφεσείουσα.  Στις 6.6.2017, στα πλαίσια της Αίτησης, ο Πρωτοκολλητής Επικύρωσης Διαθηκών εξέδωσε διαχειριστικό διάταγμα με το οποίο ορίστηκε ως διαχειρίστρια η εφεσείουσα.

6.    Στα πλαίσια της Διαχείρισης, περιουσιακό στοιχείο το οποίο άφησε ο αποβιώσας ήτο ακίνητο, εντός του οποίου υπήρχαν δύο ημιανεξάρτητες κατοικίες.

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως, συνοδευόμενη από ένορκο δήλωση του αδελφού της, Δ.Ε., ο οποίος, αναφερόμενος σε γεγονότα από τη γέννηση της μητέρας του αποβιώσαντος (της Μ.) στις 12.5.1917, μέχρι και το γάμο της το 1947, ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ότι ήτο η θεία του αποβιώσαντος.  Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Δ.Ε., η Μ. ήτο το εξώγαμο τέκνο της Ρ. και με τα όσα του διηγήθηκε η Μ., ο πατέρας της Ρ. «έπιασε» την Ρ. να έχει σεξουαλική επαφή με τον Κ. και τον ανάγκασε να την παντρευτεί.  Ο γάμος έγινε μετά τη γέννηση της Μ και ήταν όλο καβγάδες, λόγω του ότι ο Κ. είχε αμφιβολίες κατά πόσο αυτός ήταν ο πατέρας της Μ..  Λόγω των καβγάδων, ο Κ. και η Ρ. έδωσαν τη Μ. για υιοθεσία στο ζεύγος Χ.Π. και Ε.Π..  Η Ρ., μητέρα της Μ., η οποία δεν ήταν σύμφωνη με την υιοθεσία, εγκατέλειψε τον σύζυγο της και μετέβη στη Λεμεσό για να βλέπει την κόρη της.  Παρόλο που το ζεύγος Π. τελικά δεν υιοθέτησε επίσημα τη Μ, την κράτησε κοντά του ως ψυχοκόρη, την πάντρεψε και της έδωσε προίκα η οποία ακολούθως, δωρήθηκε στον αποβιώσαντα. Όταν μεγάλωσε η Μ., ζήτησε από τη μητέρα της να μάθει αν οι υποψίες του Κ. ήταν βάσιμες και αυτή της είπε «ήταν δύσκολοι τζαιροί τότε κόρη μου όπου φτωχός και η μοίρα του. Όποιου πήγαινες να δουλέψεις, έπρεπε να κοιμηθείς τζιαι μαζί του».  Η Μ. θεωρούσε το ζεύγος Π. ως γονείς της και οι σχέσεις της με τη βιολογική της μητέρα και τον Κ. ήταν πολύ περιορισμένες, όπως και οι σχέσεις της με τα υπόλοιπα παιδιά του Κ. και της Ρ.  Μετά που η Μ. παντρεύτηκε, προσπάθησε να έρθει σε πιο στενή επαφή με τον Κ. τον οποίο μέχρι το τέλος της ζωής της θεωρούσε ως τον βιολογικό της πατέρα, αλλά δεν κατόρθωσε και πολλά.  Ο Κ. πέθανε με την υποψία ότι η Μ. δεν ήταν δικό του παιδί.  Όταν παντρεύτηκε η Μ., το 1947, ο Χ.Π. επικοινώνησε με τον Κ. και του ζήτησε να της δώσει προίκα και ο Κ. της δώρισε ένα κτήμα.  Κατά τη μεταβίβαση στο Κτηματολόγιο, ο Κ. της είπε: «χαλάλι έστω τζιαι αν δεν είσαι κόρη μου».  Κατά τον Δ.Ε., σύμφωνα με έρευνες των δικηγόρων του, δεν υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία για υιοθεσία ή αναγνώριση της Μ. από τον Κ..

 

Στη συνέχεια, η ίδια η εφεσίβλητη καταχώρισε συμπληρωματική ένορκο δήλωση με την οποία αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του Δ.Ε. και ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της, ο Κ., αναγκάστηκε να παντρευτεί τη Ρ. λόγω του ότι αυτή είχε μείνει έγκυος και έτσι ξεκίνησαν να διαμένουν μαζί, και μετά τη γέννηση της αδελφής της, της Μ., παντρεύτηκαν.  Σύμφωνα με την εφεσίβλητη, ο πατέρας της δεν είχε αμφιβολίες κατά πόσο ήταν ο πατέρας της Μ. και η εφεσείουσα γνώριζε πολύ καλά τη στενή σχέση της ίδιας (της εφεσίβλητης), με την αδελφή της και με τον αποβιώσαντα, καθώς επίσης και ότι ο Κ. ήταν ο πατέρας της Μ..  Σύμφωνα, επίσης, με την εφεσίβλητη, η Μ. έλαβε το όνομα της από τη γιαγιά της, μητέρα του Κ. και έμοιαζε πάρα πολύ στον Κ..  

 

Από τις θέσεις των δύο πλευρών προέκυπτε ότι ο μεν ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι ήταν θεία του αποβιώσαντος, στηριζόταν στο ότι η μητέρα του αποβιώσαντος και η ίδια, ήσαν παιδιά του ίδιου πατέρα, του Κ., η δε θέση της εφεσείουσας ήτο ότι αμφισβητούσε τη νομιμοποίηση της σχέσης συγγένειας της εφεσίβλητης με τον αποβιώσαντα, λόγω του ότι η μητέρα του γεννήθηκε εκτός γάμου. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, ανέφερε ότι οι ισχυρισμοί του Δ.Ε. δεν δείκνυαν τίποτε περισσότερο από ισχυριζόμενες αμφιβολίες του Κ, κατά πόσο αυτός ήταν ο πατέρας της Μ., βασιζόμενες κυρίως και στα όσα του είχε αναφέρει τρίτο πρόσωπο και ότι οι ισχυρισμοί του, εν πάση περιπτώσει, αντικρούστηκαν επαρκώς από την εφεσίβλητη, μέσω της συμπληρωματικής της ένορκης δήλωσης.  Το Δικαστήριο ανέφερε ότι η εφεσίβλητη είχε προσωπική γνώση των γεγονότων και επομένως βρισκόταν σε καλύτερη θέση να αναφερθεί σε αυτά.  Οι ισχυρισμοί της έγιναν πλήρως δεκτοί από το Δικαστήριο, εφόσον, όπως ανεφέρθη, αυτοί παρέμειναν αδιαμφισβήτητοι, καθότι η εφεσείουσα δεν καταχώρισε συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ούτε και ζήτησε την αντεξέταση της εφεσίβλητης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακολούθως, ανέφερε ότι κατά τον χρόνο θανάτου του αποβιώσαντος, στις 15.2.2017, σύμφωνα με το Άρθρο 44 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195:

 

«44. Όταv πρόσωπo απoβιώσει αφήvovτας σύζυγo, η σύζυγoς αυτή ή o σύζυγoς αυτός δικαιoύvται, μετά τηv απoπληρωμή τωv χρεώv και υπoχρεώσεωv με τα oπoία βαρύvεται η κληρovoμιά, σε μερίδα βάσει τoυ vόμoυ στo μη διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς και στo τυχόv αδιάθετo μέρoς της κληρovoμιάς ως ακoλoύθως, δηλαδή-

 

Αv αυτός πoυ απεβίωσε ή αυτή πoυ απεβίωσε, εκτός από τo σύζυγo ή από τη σύζυγo-

..............................

 

(β) δεv άφησε τέκvo, oύτε κατιόvτα τoυ αλλά άφησε αvιόvτα ή κατιόvτα τoυ μέχρι και τoυ τρίτoυ βαθμoύ συγγέvειας με τo πρόσωπo πoυ απεβίωσε, η μερίδα αυτή είvαι τo ήμισυ βάσει τoυ vόμoυ τoυ μη διαθέσιμoυ μέρoυς της κληρovoμιάς και τoυ αδιάθετoυ μέρoυς της κληρovoμιάς.»

 

 

Το Δικαστήριο, προέβη στη συνέχεια, σε λεπτομερή ιστορική αναδρομή του κληρονομικού δικαίου και του δικαίου που αφορά στην αναγνώριση τέκνου.  Το Δικαστήριο, με αναφορά στο σύγγραμμα Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο, Α.Κ. Αιμιλιανίδη, 3η έκδοση, ανέφερε ότι κατά την Οθωμανική περίοδο στην Κύπρο μέχρι το 1878 οι υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής διέποντο από το μουσουλμανικό ιερό δίκαιο, ενώ μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Αμυντικής Συμμαχίας που έγινε στις 4 Ιουνίου 1878 και την έναρξη της Αγγλοκρατίας, το μουσουλμανικό ιερό δίκαιο έπαψε να εφαρμόζεται για τους Χριστιανούς και μη Μουσουλμάνους.  Για τους μη Μουσουλμάνους τέθηκε σε ισχύ ο περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμος 20/1895, που παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1946, όταν τέθηκε σε ισχύ ο περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμος 25/1945, ο οποίος σημειώνεται κατάργησε τον Ν. 20/1895

 

Το Δικαστήριο καταλήγοντας, έκανε δεκτή την αιτούμενη θεραπεία της εφεσίβλητης, για συμπερίληψη της ως κληρονόμου της περιουσίας του αποβιώσαντος.

 

Με τρεις λόγους έφεσης, η εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την πιο πάνω απόφαση.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι εβάσισε την απόφαση του σε λανθασμένο νομικό καθεστώς και ή σε νόμο που καταργήθηκε, με αποτέλεσμα η απόφαση του να πάσχει αθεράπευτα. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία λανθασμένα και ως εκ τούτου οδηγήθηκε στο λανθασμένο εύρημα ότι η Μ. ήταν το νόμιμο παιδί της Ρ. και του Κ., και ότι η εφεσίβλητη ήταν ετεροθαλής αδελφή της Μ. και επομένως θεία του αποβιώσαντος, ανιούσα συγγενής τρίτου βαθμού, και νόμιμη κληρονόμος της περιουσίας του. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε και ενήργησε πάνω στη βάση ότι και οι δύο πλευρές αναγνώριζαν ότι το καθεστώς της Μ. θα έπρεπε να αποφασιστεί με βάση το τότε ισχύον νομικό καθεστώς.

 

Θα ξεκινήσουμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος προσβάλλει την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας παρέπεμψε στο εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 1932 και στην αναφορά της εφεσίβλητης, στην ένορκο της δήλωση, ότι είχε προσωπική γνώση των γεγονότων που κατέθετε, και προέβαλε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αγνοήσει τους ισχυρισμούς της εφόσον, με βάση την ημερομηνία γέννησης της, ήτο αδύνατο να έχει προσωπική γνώση για γεγονότα που έγιναν πριν το 1917, δηλαδή πριν τη γέννηση της Μ., ούτε και αποκάλυψε την πηγή των πληροφοριών της.  Προβλήθηκε, επίσης, ότι οι νομικοί σύμβουλοι της εφεσείουσας έκριναν ότι εφόσον οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης ότι είχε προσωπική γνώση για γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν το 1917 ήταν εξωπραγματικοί, η οποιαδήποτε προσπάθεια να απαντηθούν με συμπληρωματική ένορκο δήλωση, θα συνιστούσε σπατάλη του δικαστικού χρόνου.  Αντιθέτως, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή τη μαρτυρία της εφεσίβλητης διότι αυτή παρέμεινε αναντίλεκτη, αλλά και γιατί αυτή προερχόταν από δική της γνώση και/ή από τον πατέρα της, τον Κ. 

 

Θα θέλαμε, κατ' αρχήν, να τονίσουμε ότι η απόφαση πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά (Kanika Hotels Plc v. Χρυσάνθου, Πολιτική Έφεση Αρ. 305/2015, ημερομηνίας 11.01.2024).  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη ήτο σε καλύτερη θέση από τον Δ.Ε. να αναφερθεί σε γεγονότα, είναι εύλογο. Όλα όσα ανέφερε ο Δ.Ε προέρχοντο κατ' ισχυρισμό από πληροφορίες που πήρε από τρίτο άτομο, τη Μ., τις οποίες πληροφορίες της είπε η μητέρα της Ρ., χωρίς να έχει ζήσει ο ίδιος κάποια γεγονότα που να συνδέονται με την υπόθεση.  Σημειώνεται ότι όπως αναφέρει ο Δ.Ε. στην ένορκο του δήλωση, η Μ. δόθηκε για υιοθεσία στο ζεύγος Π. όταν ήτο δύο χρόνων.  Αντιθέτως, η εφεσίβλητη, θυγατέρα του Κ., απάντησε σε όλους τους ισχυρισμούς του Δ.Ε..  Παρόλο που δεν αναφέρει ρητά ότι έλαβε πληροφορίες από τον πατέρα της, εντούτοις προκύπτει από το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως της λέγοντας ότι «Ο πατέρας μου, ο Κ. αναγκάστηκε να παντρευτεί την Ρ. για το λόγο ότι αυτή είχε μείνει έγκυος.  Λόγω αυτού ξεκίνησαν να διαμένουν μαζί και μετά τη γέννηση της αδελφής μου  Μ., παντρεύτηκαν»   και    «Σε   καμμιά   περίπτωση  ο  πατέρας μου Κ.       

δεν είχε αμφιβολίες αν ήταν ο πατέρας της Μ.», ήτο ξεκάθαρο ότι ο πατέρας της Κ., ήτο η πηγή της πληροφόρησης της.  Περαιτέρω, η εφεσίβλητη έδωσε λεπτομέρειες για τη σχέση της ίδιας με τη Μ., για τις επισκέψεις της και για τις σχέσεις της κόρης της και του εγγονού της με τη Μ., ο οποίος την αποκαλούσε «γιαγιά Μ.» και για το γεγονός ότι όταν απεβίωσε ο Κ., τόσο η ίδια (η εφεσίβλητη), όσο και η Μ., πήραν από τον λογαριασμό του σε Συνεργατικό από £100,00 έκαστη.  Επιπλέον, όλες οι θέσεις της εφεσίβλητης δεν αμφισβητήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο, είτε με συμπληρωματική ένορκο δήλωση, είτε με αντεξέταση της, επομένως παρέμειναν αναντίλεκτες. 

 

Περαιτέρω, επαναλαμβάνουμε τη νομολογία ότι μόνο εκεί που τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας, αντικειμενικά κρινόμενα, δεν είναι εύλογα επιτρεπτά, ή αντιστρατεύονται τη κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή κρίνονται ανυπόστατα, το Εφετείο επεμβαίνει (Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, Γ.Μ.Β v. T.A Έφεση Αρ. 15/2020, 24.11.22 ECLI:CY:DOD:2022:32, Σαμαρά v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 355/2014, ημερομηνίας 26.09.2023). 

 

Στην υπό κρίση έφεση, κρίνουμε ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα και ότι δεν δικαιολογείται παρέμβαση μας.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο βάσισε την κρίση του αναφορικά με τη συγγένεια της εφεσίβλητης με τον αποβιώσαντα, σε ανύπαρκτο νομοθετικό πλαίσιο.

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, στην εκκαλούμενη απόφαση, συνόψισε τη νομική πτυχή της διαφοράς των δύο πλευρών ως ακολούθως:

 

«Αποτελεί βασική θέση της Αιτήτριας πως κατά τον ουσιώδη χρόνο γέννησης της Μ και με βάση το τότε ισχύον δίκαιο, η Μ θεωρείται το γνήσιο τέκνο του Κ και της Ρ και επομένως η Αιτήτρια θεωρείται νόμιμα (ετεροθαλής) αδελφή της και συνακόλουθα θεία του αποβιώσαντος. Αντίθετη θέση προβάλλει η Καθ΄ ης, ήτοι πως με βάση το Αγγλικό τότε εν ισχύι δίκαιο, η Μ κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν νόθο και μη αναγνωρισμένο παιδί και επομένως, ο Κ δεν μπορούσε να αφήσει συγγενείς αυτής και συνακόλουθα του αποβιώσαντος. Σύμφωνα με την Καθ΄ ης, τότε ίσχυε το Αγγλικό κοινοδίκαιο μέχρι και το 1945.

 

Βασικό αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών αποτελεί το ποιο νομικό καθεστώς εφαρμόζεται για σκοπούς καθορισμού του καθεστώτος της Μ σε σχέση με τον Κ, ήτοι κατά πόσο αυτή θεωρείται κόρη του. Παρόλο που και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν ότι το καθεστώς της Μ θα πρέπει να αποφασιστεί με βάση το τότε ισχύον νομικό καθεστώς, εντούτοις διαφωνούν ως προς το ποιο νομικό καθεστώς ίσχυε τότε στην Κύπρο.»

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας, στο περίγραμμα αγόρευσης του, αποδέχεται τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το 1917, όταν γεννήθηκε η Μ., το θέμα της νομιμοποίησης τέκνου που γεννήθηκε εκτός γάμου διέπετο από το Κανονικό Δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με βάση το οποίο τέκνο θεωρείτο νόμιμο με τον μετέπειτα γάμο των γονέων του, ως επίσης και από τις πρόνοιες του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου του 1895 (Ν. 20/1895).  Είναι, όμως, η θέση του ότι με αδιαμφισβήτητο γεγονός πως ο αποβιώσας, του οποίου η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι είναι θεία, απεβίωσε στις 15.2.2017, θα έπρεπε να εξεταστεί αν, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 13(1) του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991 (Ν. 187/1991) η Μ. έχει αναγνωριστεί ως τέκνο του Κ. μετά την τέλεση του γάμου των Κ. και Ρ., το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«13.-(1) Το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του αποκτά αναδρομικά από τη γέννησή του, τη νομική κατάσταση και τα δικαιώματα τέκνου γεννημένου σε γάμο απέναντι στους γονείς και τους συγγενείς τους, αν οι γονείς τελέσουν μεταγενέστερα γάμο μεταξύ τους και το τέκνο είχε αναγνωρισθεί ή αναγνωρίζεται μετά την τέλεση του γάμου εκούσια ή δικαστικά ως τέκνο του συζύγου.»

 

Εφόσον, κατά το επιχείρημα του δικηγόρου της εφεσείουσας, δεν έχει αποδειχθεί ότι ο Κ. είναι ο βιολογικός πατέρας της Μ. και δεν έχει αναγνωρισθεί μετά την τέλεση του γάμου εκούσια ή δικαστικά ως τέκνο του Κ. με βάση τον Ν. 187/1991, δεν έχει νομιμοποιηθεί ως τέκνο του.  Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν κατά το χρόνο του θανάτου του αποβιώσαντος, η Μ. και η εφεσίβλητη δεν ήσαν ετεροθαλείς αδελφές και η εφεσίβλητη δεν ήταν θεία του αποβιώσαντος και ούτε νόμιμη κληρονόμος της περιουσίας του.  Επιπροσθέτως, κατά τη θέση του, ο περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμος του 1945 (Ν. 25/1945), ο οποίος κατάργησε τον περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμο του 1895, δεν διατήρησε σε ισχύ τις όποιες νομιμοποιήσεις τέκνων έγιναν δυνάμει του Νόμου του 1895.  Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν να διατηρήσει σε ισχύ τις όποιες νομιμοποιήσεις εξωγάμων έγιναν, θα το έλεγε ρητά, όπως το λένε ρητά όλοι οι μεταγενέστεροι νόμοι.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού, μέσα από την αξιολόγηση των αντικρουόμενων ισχυρισμών διαπίστωσε τα πρωτογενή γεγονότα, ανέλυσε το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη γέννηση της Μ. και αφορούσε τη νομιμοποίηση Κυπρίων Ορθοδόξων τέκνων.  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Στην υπόθεση The heirs of Nikola. Hadji Dimitri, deceased v. Hadji Nikolaki and others (1894) (V3) 1 C.L.R. 1, αποφασίστηκε ότι η νομιμοποίηση των τέκνων ενός Κύπριου Ορθόδοξου διέπεται από το Κανονικό δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας, με βάση το οποίο τέκνα θεωρούνται νόμιμα με τον μετέπειτα γάμο των γονέων τους και επομένως, στην προκειμένη περίπτωση είχαν δικαίωμα στην κληρονομιά του αδελφού του πατέρα, θείου, τους.

 

Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η υπόθεση Sava Christodoulou and others v. Michael Christinas and others (1921) (V11) 1 C.L.R. 42. Σε εκείνη την υπόθεση οι Ενάγοντες διεκδικούσαν ως νόμιμοι κληρονόμοι του Α την εγγραφή επ΄ ονόματι τους των περιουσιών οι οποίες ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του Α. Οι Εναγόμενοι είχαν ένσταση στη βάση του ότι εκείνοι ήταν οι νόμιμοι κληρονόμοι του C ως νόμιμου τέκνου του Α. Οι Ενάγοντες αρνούντο ότι ο C ήταν νόμιμο τέκνο και το μόνο ζήτημα προς απόφαση ήταν κατά πόσο ο ήταν νόμιμο τέκνο του Α. Το Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

 

«Where a man and a woman have cohabited together and during that period a child was born and subsequently these people have married, there is a presumption that the child was the child of the husband and therefore by Canon Law became legitimate by the subsequent marriage; and anybody who seeks to gain a benefit from the supposed illegitimacy of such child, must assume the burden of proving such illegitimacy and adduce the clearest evidence of denial of parentage on the part of the husband, which alone can rebut the presumption. In this case the burden of proving legitimacy was wrongly placed on the Defendants, and notwithstanding two documents which were produced to support their case, the District Court found they were not satisfied that legitimacy had been proved, and they gave judgment for Plaintiffs. We, therefore, reverse the decision of the District Court and enter judgment for the Defendants (Appellants) with costs.»

 

Τέλος, στην υπόθεση Della and others v. Sava Haji Michaeli and others (1902) (V6) 1 C.L.R. 22, το Δικαστήριο εφάρμοσε το Κανονικό δίκαιο της Ορθόδοξης εκκλησίας ώστε να διαπιστώσει ότι τα τέκνα που γεννήθηκαν από γονείς που ήταν συγγενείς μέχρι πέμπτου βαθμού δεν μπορούσαν να νομιμοποιηθούν, εφόσον υφίσταται κώλυμα λόγω συγγενείας για τέλεση παρόμοιου γάμου. Είναι χρήσιμη η παρατήρηση του Δικαστηρίου πως στην υπό κρίση περίπτωση το Κανονικό δίκαιο δεν παρουσίαζε διαφορές με το Τουρκικό, και πως σύμφωνα με το Κανονικό δίκαιο τέκνο το οποίο γεννήθηκε εκτός γάμου έχει σε κάποιες περιπτώσεις δικαίωμα κληρονομιάς από τον πατέρα του, ενώ αν επρόκειτο για μουσουλμάνους, κάτω από το Οθωμανικό δίκαιο δεν έχει.

 

Όπως επισημαίνεται από τον Δρα Α. Αιμιλιανίδη στη Διδακτορική Διατριβή του Το Κυπριακό Δίκαιο του Γάμου και του Διαζυγίου στη Διελκυνστίνδα Εκκλησίας και Πολιτείας, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 69:

 

«Το καθεστώς αναφορικά με το εφαρμοστέο από τα πολιτειακά δικαστήρια δίκαιο παρέμεινε το ίδιο κατά τη ψήφιση του περί Δικαστηρίων Νόμου 38/1935 και των τροποποιητικών του νόμων. Το άρθρο 34(c) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Κεφάλαιο 8 προβλέπει ότι καμιά διάταξη του νόμου δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο που να καταργεί τις αρχές του Οθωμανικού δικαίου, οι οποίες ίσχυαν στην αποικία της Κύπρου πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου, σύμφωνα με την οποία τα ζητήματα του γάμου και των οικογενειακών θεσμών διέπονται από το δίκαιο της θρησκευτικής κοινότητας στην οποία ανήκουν τα μέρη. Ως αποτέλεσμα τα επαρχιακά δικαστήρια εξακολούθησαν να εφαρμόζουν το κανονικό δίκαιο της Ορθόδοξης εκκλησίας κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους αναφορικά με οικογενειακά ζητήματα των Κυπρίων Ορθοδόξων, όπως η νομιμοποίηση, η κηδεμονία των τέκνων και η διατροφή.»»

 

Το Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, προκύπτει πως κατά τον ουσιώδη χρόνο της γέννησης της Μ, ήτοι το 1917, το εφαρμοστέο δίκαιο για οικογενειακά ζητήματα ήταν το Κανονικό δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας αναφορικά με την αναγνώριση τέκνου, και όχι το κοινοδίκαιο που εφαρμόζετο στην Αγγλία ως η εισήγηση της Καθ΄ ης. Με βάση το Κανονικό δίκαιο, παιδί εκτός γάμου καθίστατο νόμιμο με τον μετέπειτα γάμο των γονέων του και θεωρείτο νόμιμο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.20/1895

 

Στην παρούσα περίπτωση, με βάση τη μαρτυρία της Αιτήτριας η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, η Μ είναι παιδί της Ρ και του Κ, οι οποίοι είχαν σχέσεις και ζούσαν τόσο κατά την εγκυμοσύνη της Ρ όσο και κατά τον χρόνο γέννησης της, ενώ τρεις μήνες μετά τη γέννηση της τέλεσαν γάμο. Σύμφωνα με την Αιτήτρια, ο Κ πάντοτε αναγνώριζε τη Μ ως τέκνο του και παρόλο που η Μ δόθηκε σε κάποιο στάδιο για υιοθεσία, αυτή ουδέποτε από νομικής  πλευράς  υιοθετήθηκε  από  το  ζεύγος   Π..   Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, η Μ ως τέκνο της Ρ και του Κ, κατέστη νόμιμο τέκνο από γεννήσεως της με τον μετέπειτα γάμο των γονέων της.

 

Σύμφωνα με την ως άνω νομολογία, το βάρος απόδειξης μη νομιμοποίησης τέκνου το φέρει αυτός που το επικαλείται, ήτοι στην παρούσα η Καθ΄ ης, και με βάση τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης η Καθ΄ ης δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος που είχε αλλά αντιθέτως οι ισχυρισμοί του ΔΕ αντικρούστηκαν με επάρκεια από την πλευρά της Αιτήτριας.

 

Δεν μου διαφεύγει ακόμα ότι στο Πιστοποιητικό Γεννήσεως, Τεκμήριο 1, αναγράφεται ως πατέρας της Μ, ο Κ. Αυτό αποτελεί δημόσιο έγγραφο ως μέρος αρχείου δημόσιας αρχής και δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω απόδειξη, σύμφωνα με το άρθρο  35(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο.  Ορθά και σε βάθος το Δικαστήριο εξέτασε το ισχύον νομικό δίκαιο κατά την ημερομηνία γέννησης της Μ., ως προς το θέμα νομιμοποίησης της, χρόνο τον οποίο θεώρησε ως ουσιώδη.  Το εφαρμοστέο δίκαιο τότε ήτο το Κανονικό Δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας αναφορικά με τη νομιμοποίηση Κυπρίων Ορθοδόξων (Βλ. Hadji Dimitri v. Hadji Nikolaki and Others (1894) (V3) 1 CLR 1).  Ορθά το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες του Ν. 187/1991.  Παραπέμπουμε επίσης στο σύγγραμμα Το Κυπριακό Δίκαιο του Γάμου και του Διαζυγίου στη Διελκυστίνδα Εκκλησίας και Πολιτείας, 2006, Α. Αιμιλιανίδη, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με την απόφαση Christodoulou and others v. Michael Christinas and others (1921) (V11) 1 CLR 42, στην οποία παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο (σελ. 55):

 

«Εξάλλου, στην υπόθεση Christodoulou, το Δικαστήριο εφάρμοσε το κανονικό δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας, ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όταν ένας άνδρας και μια γυναίκα αποκτούν τέκνο ενόσω συζούν, τεκμαίρεται ότι το τέκνο είναι του άνδρα και επομένως νομιμοποιείται με τον επακόλουθο γάμο.»

 

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης, απορρίπτεται.

 

Απορριπτέος κρίνουμε ότι είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης με τον οποίο η εφεσείουσα παραπονείται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι και οι δύο πλευρές αναγνώριζαν πως το καθεστώς της Μ. θα έπρεπε να αποφασιστεί με βάση το τότε ισχύον νομικό καθεστώς.  Κρίνουμε ότι το Δικαστήριο εξέτασε με λεπτομέρεια τις θέσεις των δύο πλευρών στη σωστή τους διάσταση και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασης μας. 

Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ως συνέπεια των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο