ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                           (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2021)

 

19 Σεπτεμβρίου, 2024

 

  [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΔΡ. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ

                                                                                                            Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

                                                                                                        Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 

  Β. Χατζηχάννας, για Εφεσείοντα.

 Κ. Χατζηδημητρίου (κα) εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,    για Εφεσίβλητη.

Μ. Κούρος Λοῒζίδης για Γιώργο Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Ε/Μ, Μ. Κληρίδου.

Κ. Αμβροσίου(κα) & Ε. Παπαμιχαήλ(κα) για Άντης Τριανταφυλλίδης ΔΕΠΕ για Ε/Μ, Α.Στυλιανού.

 

--------------------

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου   

   θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής «ΕΔΥ»), ημερομηνίας 12/8/2016 να διορίσει στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες στην ειδικότητα της Παθολογίας, τα ενδιαφερόμενα μέρη (εφεξής «Ε/Μ») Μ. Κληρίδου και Α. Στυλιανού, καταχωρήθηκαν στο Διοικητικό Δικαστήριο οι Προσφυγές Αρ. 1105/2016, 1183/2016, 1222/2016 και 1249/2016Προσφυγή Αρ. 1105/2016 αφορούσε μόνο το Ε/Μ Μ. Κληρίδου).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφασή του ημερομηνίας 26/11/2020, έκανε αποδεκτές τις Προσφυγές και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Την πρωτόδικη απόφαση προσβάλλει με την παρούσα Έφεση ο επιτυχών αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 1183/2016.  Σημειώνεται, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία η οποία δεν έχει εφεσιβάλει την πρωτόδικη Απόφαση, προέβη σε επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης επαναδιορίζοντας τα ίδια Ε/Μ στην πιο πάνω θέση.  Ο δε Εφεσείων προσέβαλε τη νέα απόφαση στο Διοικητικό Δικαστήριο, με την Προσφυγή Αρ. 693/2021 (συνεκδικάζεται με τις Προσφυγές  Αρ. 378/2021 κ.ά.), η οποία εκκρεμεί.

Με δύο Λόγους Έφεσης (ο Λόγος Έφεσης Αρ.3 απεσύρθη κατά το στάδιο της Ακρόασης), βάλλεται από τον Εφεσείοντα η πρωτόδικη κρίση.

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1 ο Εφεσείων προβάλλει ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε, ούτε απεφάνθη ότι ο ίδιος, ο οποίος διαθέτει εξαίρετες υπηρεσιακές εκθέσεις και  διεκδικούσε τη θέση ως Προαγωγής, έκδηλα υπερέχει στην αρχαιότητα αλλά και στην πείρα από τα Ε/Μ.  Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης Αρ. 2, είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεφάνθη για τη παράλειψη της Εφεσίβλητης να λάβει υπόψη της τα στοιχεία αξίας του φακέλου του Εφεσείοντα και ιδιαιτέρως, τις επιστημονικές εργασίες, ερευνητικά προγράμματα και βραβεία του, ως απαιτεί ο σχετικός Νόμος (Ν.1/1990).

 

Από την πλευρά της Εφεσίβλητης και των Ε/Μ εγείρεται προδικαστική ένσταση, ότι ο Εφεσείων ως επιτυχών διάδικος δεν νομιμοποιείται, υπό τα δεδομένα της περίπτωσης, να προωθεί την παρούσα Έφεση, καθότι δεν επιδιώκει με την έφεσή του την ανατροπή ζητημάτων κριθέντων από το πρωτόδικο Δικαστήριο προς βλάβη του, αλλά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε λόγους ακυρότητας που ο Εφεσείων ανέπτυξε πρωτοδίκως. Συναφώς, ότι δεν προέκυψε από την πρωτόδικη διαδικασία οποιοδήποτε ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του.  Σε σχέση με την ουσία των προβαλλόμενων Λόγων Έφεσης, αυτοί, κατά την Εφεσίβλητη και τα Ε/Μ, θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Προς επίλυση του πιο πάνω προδικαστικού ζητήματος, το οποίο θα εξεταστεί κατά προτεραιότητα, κρίνεται απαραίτητη η παράθεση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση των οποίων διαμορφώθηκε η τελική του κρίση.

 

Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τις πρόνοιες του σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης και τα όσα έλαβαν χώρα κατά την προαγωγική διαδικασία, κατέληξε ως ακολούθως:

«Από την πιο πάνω καταγραφή, προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Στυλιανού κατέχει διδακτορικό τίτλο και η αιτήτρια στην 1105/2016 και οι αιτητές στις 1183/2016 και 1222/2016 κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο. Ενώ γίνεται αναφορά στην κρίση της καθ' ης η αίτηση ως προς τη σχετικότητα του διδακτορικού τίτλου που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος Στυλιανού ως λόγο για να αποκλίνει από τη σύσταση του Διευθυντή ο οποίος σύστησε τον αιτητή στη 1222/2016, δεν γίνεται καμία αναφορά στα πρόσθετα προσόντα των αιτητών στις 1105, 1183 και 1222/2016 και πώς αυτά αξιολογούνται από την καθ' ης η αίτηση τόσο σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Στυλιανού όσο και σε σχέση με τον ενδιαφερόμενο μέρος Κληρίδου σε σχέση με το οποίο δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά. Η ίδια έλλειψη παρατηρείται και στη σύσταση του Διευθυντή ο οποίος δεν αναφέρεται ούτε στα πρόσθετα προσόντα του Στυλιανού.

Φαίνεται, δηλαδή, ότι βαρύνουσας και αποφασιστικής σημασίας για την καθ' ης η αίτηση ήταν η καλύτερη απόδοση των δύο ενδιαφερόμενων μερών στις συνεντεύξεις. Εντούτοις, όπως αποφασίστηκε στην Πούρου κ.ά. ν. Χ΄΄ Στεφάνου κ.ά., Α.Ε. 2847 κ.ά., 30.4.2001, η στάθμιση πρόσθετων μη προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων πρέπει να αξιολογείται και σταθμίζεται η σημασία τους από την αρμόδια αρχή δίδοντάς τους τέτοια σημασία ώστε ούτε να προσδίδουν έκδηλη υπεροχή αλλά ούτε να είναι εντελώς οριακής σημασίας.

Στις υπό κρίση υποθέσεις, η αξιολόγηση, στάθμιση και συλλογισμός της καθ' ης η αίτηση ελλείπουν πλήρως έτσι ώστε να μην μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει εάν εύλογα επιλέγηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη έναντι των αιτητών ιδιαιτέρως όσων κατέχουν πρόσθετα προσόντα.

Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται».

 

Καταρχάς διευκρινίζεται ότι σύμφωνα με τα αποφασισθέντα στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ΑΕ Αρ. 95/2012, ημερομηνίας 6/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:C344 «η αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος προσφυγής ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο (Βλ. άρθρο 3 του Ν. 131(1)/2015 και Χαραλαμπίδης κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 99/2016, ημερ. 4.4.2018)».  Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να υπάρξει από το Εφετείο απόφανση επί ζητημάτων (πλην ζητημάτων δημόσιας τάξης), τα οποία ήγειρε μεν ο Εφεσείων πρωτόδικα, αλλά δεν έτυχαν πρωτόδικης κρίσης.  Εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται να είναι αυτό που επιδιώκει ο Εφεσείων διά των προβαλλόμενων Λόγων Έφεσής του, αλλά την παραπομπή των εν λόγων ζητημάτων στο πρωτόδικο Δικαστήριο προς έκφραση κρίσης και επ' αυτών.

 

Αναφορικά με τη δυνατότητα άσκησης αναθεωρητικής έφεσης από πρωτοδίκως επιτυχόντα διάδικο, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Δρ. Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 128/2018, ημερομηνίας 6/3/2024, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

«Κατά πάγια και σταθερή νομολογία, η άσκηση αναθεωρητικής έφεσης από πρωτοδίκως επιτυχόντα διάδικο (όπως ο Εφεσείων) είναι, υπό προϋποθέσεις, επιτρεπτή. Αυτό, όχι ασφαλώς για να αμφισβητηθεί η ακύρωση της απόφασης την οποία ο όποιος εφεσείων ή εφεσείουσα εξασφάλισε, αλλά για να διαπιστωθεί, όπου υφίσταται επίδικο ζήτημα το οποίο δεν έτυχε εξέτασης και προηγείται του λόγου ακύρωσης που έγινε δεκτός (και εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα ή της εφεσείουσας), να κριθεί αν τα όποια εναπομείναντα προς απόφανση θέματα θα πρέπει να παραπεμφθούν στο πρωτόδικο δικαστήριο για τα σχετικά (Ιακώβου και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 161/13, ημ. 3.11.20, ECLI:CY:AD:2020:C377, ECLI:CY:AD:2020:C377, Δημοκρατία και Άλλων ν. Γεωργίου και Άλλων (2017) 3 Α.Α.Δ. 410, 416, Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) (2008) 3 Α.Α.Δ. 8284, Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, 45, Θεοδούλου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796, 800-803).

          Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης άρτιου πρακτικού, και έτσι η επανεξέταση όφειλε να λάβει χώραν εξ υπαρχής, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που είχαν προβληθεί. Διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας που, εκ της φύσεως του, ανατρέχει στην ρίζα της αφορώσας διοικητικής διαδικασίας. Ο Εφεσείων δεν κατέδειξε ότι υπέστηκε οποιαδήποτε βλάβη ως εκ της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αναφορικώς προς λόγους ακύρωσης που προηγούνταν του λόγου για τον οποίο η Προσφυγή έγινε δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε. Εκ του λόγου αυτού, δεν υπάρχει αντικείμενο προς εφετειακή αναθεώρηση.».

 

Ο Εφεσείων στην υπό εξέταση υπόθεση, διατείνεται ότι τα δεδομένα της περίπτωσής του διαφοροποιούνται από αυτά της πιο πάνω απόφασης.  Ειδικότερα, ότι δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο λόγοι ακύρωσης που είχε θέσει και οι οποίοι προηγούνται του λόγου για τον οποίο έγινε αποδεκτή η Προσφυγή του και προκαλούν σε βάρος του ζημιά.  Όπως υποδεικνύει, οι λόγοι που προηγούνται, είναι η μη διενέργεια δέουσας έρευνας σε σχέση και με την έκδηλη υπεροχή του σε αρχαιότητα και πείρα τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τους ειδικούς του Κλάδου, όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Με κάθε σεβασμό δεν συμμεριζόμαστε τη θέση αυτή.  Όπως έχει λεχθεί, ο Εφεσείων με τους Λόγους Έφεσής του, βάλλει κατά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι (α) δεν αποφάνθηκε για την έκδηλη υπεροχή του σε αρχαιότητα και πείρα και (β) δεν αποφάνθηκε ότι το διορίζον όργανο παρέλειψε να λάβει υπόψη του τα στοιχεία της αξίας των φακέλων του και ειδικότερα τις επιστημονικές εργασίες και βραβεία του.

 

Καταρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι, οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης φαίνεται να συναρτώνται με τον λόγο ακύρωσης που ο Εφεσείων είχε προβάλει πρωτόδικα, περί μη δέουσας έρευνας και πλάνης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αναφορικά με τα νομολογημένα κριτήρια (σελ. 392 των πρακτικών «Η απόφαση της Καθ'ης η Αίτηση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και/η ελλιπούς έρευνας και/η πλάνης περί τα πράγματα»).

 

Πρόκειται για ζήτημα που άπτεται της συγκριτικής αξίας των υποψηφίων και της αξιολογικής κρίσης του διοικητικού οργάνου σε σχέση με τα νομολογημένα κριτήρια.  Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αδυνατούσε να αποφανθεί για το εύλογο της κρίσης του διοικητικού οργάνου για την επιλογή των Ε/Μ ως καταλληλότερων έναντι των αιτητών (μεταξύ αυτών και ο Εφεσείων), επειδή δεν προέκυπτε η αξιολόγηση, στάθμιση και συλλογισμός του διοικητικού οργάνου, ιδιαιτέρως όσων κατέχουν πρόσθετα προσόντα. 

 

Το  πιο πάνω εύρημα του Δικαστηρίου κατέστησε αχρείαστη, και ορθά κατά την άποψη μας, την περαιτέρω εξέταση του ζητήματος υπό την πτυχή την οποία ο Εφεσείων θέτει μέσω των Λόγων Έφεσής του, ενόψει της απόφανσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε, ουσιαστικά, λόγω ελλιπούς δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Επομένως δεν πρόκειται για λόγο ακύρωσης που προηγείται του λόγου για τον οποίο έγινε αποδεκτή η Προσφυγή του Εφεσείοντα, όπως εσφαλμένα διατείνεται, αλλά για λόγο για τον οποίο υπάρχει κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όχι προς βλάβη του, ως επιτυχόντος διαδίκου. 

 

Αλλά ούτε η θέση του Εφεσείοντα, ότι ο λόγος ακύρωσης που προηγείται, αφορά τη μη διενέργεια δέουσας έρευνας από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, μπορεί να γίνει δεκτός.  Ο Εφεσείων δεν προέβαλε πρωτόδικα και ούτε ανέπτυξε με ευκρίνεια όπως προνοείται στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, λόγο ακύρωσης που να αφορά την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαδικασία, στην οποία, όπως προκύπτει από την όλη προαγωγική διαδικασία, αυτός χαρακτηρίστηκε στην τελική αξιολόγηση ως «εξαίρετος» και περιελήφθη στους συστηθέντες υποψηφίους.   Αλλά ούτε και στους Λόγους Έφεσης παρατίθεται οτιδήποτε σχετικό με την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, διαδικασία.

 

Κατά συνέπεια, ο Εφεσείων δεν νομιμοποιείται να προωθεί ως λόγο έφεσης, επιζητώντας αναθεώρηση, ζήτημα το οποίο δεν προεβλήθη και ανεπτύχθη ως λόγος ακύρωσης πρωτόδικα (πλην ζητημάτων δημοσίας τάξης)  (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου-ανωτέρω).

 

Σημειώνεται ότι, τα όσα ο Εφεσείων προβάλλει ως Λόγους Έφεσης, οι οποίοι όπως έχει αναφερθεί άπτονται της συγκριτικής αξίας των διαδίκων, δύνανται να εγερθούν, με τον κατάλληλο δικονομικό τρόπο και να τύχουν εξέτασης, μέσα στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής που ο Εφεσείων κατεχώρησε εναντίον της νέας απόφασης του διορίζοντος οργάνου για επαναδιορισμό των Ε/Μ.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, γίνεται αποδεκτή η συναφής προδικαστική ένσταση.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται 2.500 έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                  

                                                         Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                         Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο