ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 157/2024)

 

30 Σεπτεμβρίου 2024

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v

ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΠΑΤΑΪΣΙΑ

Εφεσιβλήτου

‑‑‑‑‑‑‑-------------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-----

Χ. Κυθραιώτου (κα) και Ε. Κληρίδου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα

Π. Παφίτης, για τον Εφεσίβλητο

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει απόφαση του Κακουργοδικείου Λευκωσίας με την οποία κρίθηκε πως δεν μπορούσε να διαπιστωθεί θετικά ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων από τον Εφεσίβλητο στο πλαίσιο εξέτασης αιτήματος για κράτηση του.

 

        Ο Εφεσίβλητος αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργοδικείου συνολικά 31 κατηγορίες, ειδικότερα 15 κατηγορίες εμπρησμού κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, 15 κατηγορίες πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και μία κατηγορία απόπειρας εμπρησμού κατά παράβαση του Άρθρου 316(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι πιο πάνω κατηγορίες αφορούν σε 16 αδικήματα που κατ' ισχυρισμόν διαπράχθησαν από 13.7.2023 έως 29.4.2024, περιλαμβάνουν έξι διαφορετικές περιπτώσεις όπου ο Εφεσίβλητος κατηγορείται ότι εσκεμμένα έθεσε φωτιά σε κατοικίες (Κατηγορίες 1 έως 10, 25 και 26), εννέα διαφορετικές περιπτώσεις όπου κατηγορείται ότι εσκεμμένα έθεσε φωτιά σε οχήματα (Κατηγορίες 11 έως 24, 27, 28, 30 και 31) και ένα περιστατικό απόπειρας εμπρησμού σε κτίριο (Κατηγορία 29).

 

        Από πλευράς Εφεσείοντος υποβλήθηκε αίτημα για κράτηση του Εφεσίβλητου μέχρι τη δίκη στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας και του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας είχε καταδειχθεί και ενέκρινε το αίτημα σε σχέση με τον λόγο αυτό. Όσον αφορά, όμως, στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων κατέγραψε τα εξής:

 

«Εν προκειμένω, ενώπιον μας υπάρχει μόνο η παρούσα υπόθεση. Δεν έχει αναφερθεί οτιδήποτε σε σχέση με άλλες εκκρεμούσες υποθέσεις ή προηγούμενες καταδίκες. Εδώ έγκειται και κάποια διαφοροποίηση από υποθέσεις όπως η Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 271/23, 24.1.2024 (Εφ) και την Θεμιστοκλέους, ανωτέρω, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως. Έχουμε επίσης κατά νου και τα λεχθέντα της Δ.Α., ανωτέρω, στην οποία επίσης έχουμε αναφερθεί, όπου στην ουσία το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό ώστε να μην παραβιαστεί το Τεκμήριο της αθωότητας Κατηγορουμένου θεωρώντας ότι «οι ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ μέρους των μαρτύρων κατηγορίας [μπορούν] να αποτελέσουν τη βάση της πιθανολόγησης κινδύνου για διάπραξη νέων αδικημάτων ως εάν να επρόκειτο για αποδεδειγμένα γεγονότα».

 

Καταλήγουμε ότι, εν προκειμένω, ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να διαπιστωθεί θετικά, αφού ο Κατηγορούμενος δεν έχει άλλες εκκρεμούσες προς εκδίκαση υποθέσεις ή άλλες προηγούμενες καταδίκες. Αξιολόγηση του αιτήματος θετικά με τον τρόπο που εισηγείται η Κατηγορούσα Αρχή, κρίνουμε, ότι θα παραβίαζε το Τεκμήριο αθωότητας αφού το μαρτυρικό υλικό στο οποίο στηρίζει το αίτημα της είναι το μαρτυρικό υλικό με το οποίο θα βασιστεί και στη δίκη για σκοπούς καταδίκης του».

 

        Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του Κακουργοδικείου. Στη Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.2024 τέθηκαν οι βασικές αρχές που προκύπτουν από τη Νομολογία όσον αφορά στην εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλου αδικήματος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«(1)    Για την κατάληξη σε συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.

(2)       Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, είτε στο ιστορικό του είτε στον χαρακτήρα του είτε στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις.

(3)     Τέτοια πιθανολόγηση δύναται μεταξύ άλλων να στοιχειοθετηθεί: (α) Από το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας, (β) Από το μαρτυρικό υλικό και από τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης, κρινόμενα στην όψη τους (όπως έγινε στην υπόθεση Matznetter v. Austria, Appl. 2178/64, ημερ. 10.11.69 και στις υποθέσεις Κωνσταντινίδη και Χριστούδια, ανωτέρω)».

 

        Το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας επέλεξε, ορθά θα λέγαμε, τη συμπερίληψη όλων των κατηγοριών σε ένα κατηγορητήριο δεν μπορεί να επενεργήσει ώστε να αποστερήσει από αυτόν το δικαίωμα να επικαλεστεί πως υφίσταται κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Ούτε και προκαταβάλλει την τύχη ενός τέτοιου αιτήματος. Πρόκειται για εκκρεμείς υποθέσεις και δεν διαφοροποιείται η φύση τους ως τέτοιων επειδή περιλήφθηκαν όλες σε ένα κατηγορητήριο.

 

        Το ζήτημα έτυχε εξέτασης πρόσφατα στην Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.2024, από την οποία και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων ο οποίος σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση προκύπτει από τον πολύ μεγάλο αριθμό αδικημάτων διαρρήξεων και κλοπών που περιλαμβάνει το κατηγορητήριο, εκτεινόμενες σε δυο Επαρχίες της Κύπρου, σε διαφορετικούς χρόνους, κατά διαφορετικών ατόμων, καλύπτοντας χρονική περίοδο 3,5 ετών, με την φερόμενη κλοπιμαία περιουσία να ξεπερνά το 1,4 εκατομμύρια ευρώ, ο οποίος αριθμός καταδεικνύει εμφανή τάση και ροπή του Εφεσείοντος προς το έγκλημα. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει 33 ποινικούς φακέλους της Αστυνομίας, με σύνολο 135 κατηγορίες, οι οποίες θα μπορούσαν να καταχωριστούν και ως ξεχωριστές υποθέσεις. Επίσης λήφθηκε υπόψη εναντίον του μια εκκρεμούσα ποινική υπόθεση για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Η θέση της νομολογίας επί τούτου με αναφορά και σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ συνοψίζεται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση  Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.2023:

 

«Όπως είχε αναφερθεί στην υπόθεση Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, η εκτίμηση περί της πιθανότητας διάπραξης νέων αδικημάτων στο μέλλον αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, στο ιστορικό του ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία μας τόσον το ποινικό μητρώο ενός κατηγορούμενου όσον και οι τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις, είναι στοιχεία τα οποία δύνανται να ληφθούν υπ΄ όψιν και να συσταθμιστούν (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, Ν.Ι. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 246/22, ημερ. 14.11.22, ECLI:CY:AD:2022:B448). Στη Σιακαλλής (ανωτέρω) διευκρινίστηκε πως η πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος δεν περιορίζεται κατ΄ ανάγκη σε παρόμοιο με το εκδικαζόμενο αδίκημα. Προσθέτουμε πως σε κατάλληλες περιπτώσεις, συμπεράσματα για την τάση ή τη ροπή ενός κατηγορουμένου δύνανται να εξαχθούν ακόμα και στη βάση του μαρτυρικού υλικού (το οποίο ευρίσκεται ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου) για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως ήταν οι υποθέσεις Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, καθώς και η υπόθεση του ΕΔΑΔ Matznetter v. Austria (1969) App. 2178/64».

 

Ιδιαίτερα σχετική εν όψει της φερόμενης εγκληματικής δράσης του Εφεσείοντος με βάση το μαρτυρικό υλικό κρινόμενο στην όψη του, είναι η υπόθεση Matznetter (ανωτέρω), όπου εν σχέσει με την πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος τα Αυστριακά δικαστήρια έλαβαν υπόψη την «πολύ παρατεταμένη συνέχιση των αξιόμεμπτων πράξεων του κατηγορουμένου, την πελώρια έκταση της ζημιάς που είχαν υποστεί τα θύματα, την πονηριά του κατηγορουμένου και το γεγονός ότι η πείρα και μεγάλη δεξιότητα του κατηγορουμένου το καθιστούσαν εύκολο για τον ίδιο να επαναλάβει τις παράνομες δραστηριότητες του». [βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689]. Σχετική είναι και η απόφαση του ΕΔΑΔ στην Assenov v. Bulgaria, Αίτηση Αρ. 24760/94, ημερ. 28.10.98, όπου κρίθηκε εύλογος και δικαιολογημένος ο φόβος των εθνικών αρχών να φοβούνται ότι ο προσφεύγων θα τελούσε και άλλα αδικήματα ενόψει της εναντίον του δίωξης για 16 διαρρήξεις και ληστείες (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Λίνου-Αλέξανδρου Σισιλιάνου, 2η έκδοση, (2016), σελ. 204, παρ. 126).

.........

. Πέραν τούτου με κάθε σεβασμό είμαστε της γνώμης ότι δεν προκύπτει παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας από την εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων ποινικών αδικημάτων στη βάση εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων, καθότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε οριστικά συμπεράσματα ή κρίση επί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου».

       

 

          Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373 το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με τη θέση ότι η εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων με γνώμονα εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας.

 

        (βλ. και Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, Στ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.2024 και Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109).

 

        Στην υπό κρίση περίπτωση ο Εφεσίβλητος αντιμετωπίζει κατηγορίες που αφορούν σε 16 διαφορετικά περιστατικά εμπρησμού που προέκυπταν από 15 διαφορετικούς ανακριτικούς φακέλους και τα οποία φέρονται να διαπράχθησαν σε μία περίοδο μεταξύ της 13.7.2023 και της 29.4.2024, ήτοι εννέα μηνών. Το Κακουργοδικείο έσφαλε θεωρώντας ότι επειδή οι κατηγορίες περιλήφθηκαν όλες σε ένα κατηγορητήριο, η αξιολόγηση του αιτήματος για κράτηση επί του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων θα παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας λόγω του ότι το μαρτυρικό υλικό στο οποίο στηρίζετο το αίτημα ήταν το ίδιο στο οποίο ο Εφεσείων θα βασίζετο και στο πλαίσιο της δίκης για σκοπούς καταδίκης. Το υλικό στον κάθε ανακριτικό φάκελο ήταν διακριτό από πλευράς χώρου και χρόνου φερόμενων εγκληματικών δράσεων. Εξάλλου η διεργασία εξέτασης του μαρτυρικού υλικού είχε ήδη γίνει και για σκοπούς εξέτασης του κινδύνου φυγοδικίας. Ακολουθεί πως η ίδια διεργασία θα μπορούσε να είχε γίνει για τον περιορισμένο σκοπό της εξέτασης του κατά πόσο από το εν λόγω μαρτυρικό υλικό δημιουργείτο η ισχυρή εντύπωση για την ύπαρξη κινδύνου διάπραξης και άλλων αδικημάτων.

 

        Ο Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει. Διατάσσεται η κράτηση και λόγω της ύπαρξης κινδύνου διάπραξης στο ενδιάμεσο διάστημα νέων αδικημάτων.

 

        Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η επιτυχία της Έφεσης δεν θα επιφέρει κάποια ουσιαστική διαφοροποίηση στο καθεστώς του Εφεσίβλητου, εφόσον αυτός βρίσκεται ήδη υπό κράτηση λόγω διαπίστωσης ύπαρξης κινδύνου φυγοδικίας. Παρά το γεγονός αυτό η κα Κυθραιώτου επέμενε στην εκδίκαση της Έφεσης με τη θέση ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας «.σε κάποια στιγμή μπορεί να εξαλειφθεί.». Περιοριζόμαστε στο να αναφέρουμε ότι οι συνήγοροι οφείλουν να επικουρούν το έργο των Δικαστηρίων και να συμβάλλουν στην εξοικονόμηση του πολύτιμου τους χρόνου, ο οποίος εξάλλου αναλώνεται στην εκδίκαση μιας τέτοιας περίπτωσης εις βάρος άλλων υποθέσεων.

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο