ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ- ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E144/2019)

 

 

20 Σεπτεμβρίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                             
  1. ΒΑΡΝΑΒΑΣ (ΑΛΛΩΣ ΒΑΚΗΣ) ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ

 2. VAKIS ASSOCIATES LIMITED

Εφεσείοντες/Ενάγοντες

και

1.   ΑΝΝΑ ΚΙΠΝΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ

ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ

ΤΟΥ ANDREY PODGREBENKOV

2.   ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι

 

-----------------------------

 

Εύη Τσολάκη (κα) για Γεώργιος Λ. Σαββίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Γιώργος Τριλλίδης για Πολάκης Σαρρής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

Ο εφεσείων 1 κ. Βαρνάβας Χατζηκυριάκου είναι παρών.

 

     ----------------------------

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Με την αγωγή 515/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, οι ενάγοντες/εφεσείοντες διεκδικούσαν από τους εναγόμενους/εφεσίβλητους ποσό €90.162,49 σεντ, ως επίσης  κάποιες άλλες αποζημιώσεις και θεραπείες. Η βάση της αγωγής, συμφώνως της Έκθεσης Απαίτησης, ήταν συμφωνία με την οποία η εφεσίβλητη 1 ανέθεσε στους εφεσείοντες την ετοιμασία αρχιτεκτονικών και στατικών σχεδίων καθώς και την επίβλεψη εργασιών σε οικοδομές. Στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής, οι εφεσείοντες καταχώρησαν και αίτηση ημερ.22.2.2016 με την οποία ζητούσαν την έκδοση ενδιάμεσων απαγορευτικών διαταγμάτων.

Ως προκύπτει από τα γεγονότα, τα μέρη συνυπέγραψαν συμφωνία ημερ.3.1.2013 (Εξουσιοδότηση Εντολέα Σε Εγγεγραμμένους Μηχανικούς Για Παροχή Υπηρεσιών) στην οποία υπήρχε όρος ότι σε περίπτωση οποιασδήποτε διαφοράς, αυτή θα παραπέμπετο για επίλυση σε διαδικασία διαιτησίας και συγκεκριμένα σε μονομελή ή τριμελή επιτροπή που θα οριζόταν ειδικά για τον σκοπό από τη διοικούσα επιτροπή του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (εφεξής το ΕΤΕΚ). Ενόψει της διαιτητικής αυτής ρήτρας, η εφεσίβλητη 1 καταχώρησε αίτηση για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας. Στην αίτηση αυτή οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση, αλλά κατόπιν ακρόασης, το Δικαστήριο (σύνθεση Φ. Τιμοθέου Ε.Δ.) με απόφαση του ημερ.22.5.2018, εξέδωσε, άνευ όρων, διάταγμα αναστολής της δικαστικής διαδικασίας.    

Ακολούθησαν διάφορα διαβήματα από μέρους των εφεσειόντων προς το ΕΤΕΚ για έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας, όπως και η από μέρους τους καταβολή ποσού €2.000 που αποτελούσε το σύνολο της προκαταβολής που ζήτησε το ΕΤΕΚ, αλλά αυτή ουδέποτε ξεκίνησε. Οι απόψεις για την κατάληξη αυτή διίστανται. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το ΕΤΕΚ μεροληπτεί, δηλώνει αναρμόδιο και ότι δεν έχει εξουσία να επιλύσει τη διαφορά. Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι οι δέουσες διαδικασίες για διεξαγωγή της διαιτησίας με τον κανονικό τρόπο (όπου μπορεί να υποβάλει και την ανταπαίτηση της) δεν έχουν εξαντληθεί. Ο λόγος που τούτο δεν επιτεύχθηκε, είναι η επιμονή των εφεσειόντων να διεξαχθεί η διαιτησία με συνοπτικό τρόπο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο από την άλλη, αντλώντας πληροφόρηση από τα ενώπιον του στοιχεία, κλίνει υπέρ την άποψης ότι ο λόγος μη έναρξης της διαιτητικής διαδικασίας για επίλυση της διαφοράς, οφείλεται στην έλλειψη επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων μερών.

Κατ' ακολουθία της μη διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας και ενόψει του κινδύνου, ως οι ίδιοι τον αντιλαμβάνονται, η απαίτηση τους να παραμείνει μετέωρη, οι εφεσείοντες, στηριζόμενοι κυρίως σε διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 αποτάθηκαν εκ νέου στο Δικαστήριο, ζητώντας αφενός ακύρωση του συνυποσχετικού ή και του όρου της διαιτησίας και αφετέρου διάταγμα συνέχισης της αγωγής 515/2016. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση στην πιο πάνω αίτηση.

Το Δικαστήριο (σύνθεση Λ. Μουγής Ε.Δ.) (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο), με την εκκαλούμενη απόφαση του ημερ.13.6.2019 απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων, αποφαινόμενο κατά προεξάρχοντα λόγο, ότι κωλυόταν να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ενόψει του γεγονότος ότι το προηγηθέν διάταγμα αναστολής της δικαστικής διαδικασίας ημερ.22.5.2018 παρέμενε αμετάβλητο. Δεν μπορούσε να παρακάμψει το διάταγμα αυτό, ούτε ήταν δυνατόν να υπάρχουν δύο διατάγματα επί του ιδίου ουσιαστικά θέματος, τα οποία ενδεχομένως να ήταν και αντιφατικά μεταξύ τους.

Οι εφεσείοντες, δυσαρεστημένοι με την πιο πάνω απόφαση, την προσβάλουν με εννέα λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης
είναι ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και ως απόλυτα καθοριστική για τα δικαιώματα των εφεσειόντων, εφέσιμη, αφού η μόνη επιλογή που απομένει στους εφεσείοντες για εκδίκαση της υπόθεσης τους είναι η διαδικασία διαιτησίας του ΕΤΕΚ. Το ΕΤΕΚ επιμένει στην εφαρμογή των Κανονισμών διαιτησίας του ΕΤΕΚ που δεν αποτελούν Νομοθεσία και όχι του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 ως προνοεί το συνυποσχετικό. Επιπλέον, από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία προκύπτει ξεκάθαρα ότι το ΕΤΕΚ μεροληπτεί υπέρ των εφεσίβλητων. Επιπλέον, από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία προκύπτει ότι το ΕΤΕΚ δεν είναι διατεθειμένο να επιληφθεί του επίδικου θέματος της νομιμότητας και/ή εγκυρότητας του πληρεξουσίου εγγράφου ημερομηνίας 11.11.2015 της εφεσίβλητης 1 προς τον εφεσίβλητο 2. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αναφέρθηκε και δεν έλαβε υπόψη τον όρο του συνυποσχετικού για εφαρμογή του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 κατά τη διαδικασία διαιτησίας με αποτέλεσμα να θεωρεί λανθασμένα ότι μπορούν να εφαρμοστούν οι κανονισμοί διαιτησίας του ΕΤΕΚ. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι  
ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αναφέρθηκε και δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσείοντες, με την αίτηση τους προς το ΕΤΕΚ για παραπομπή της επίδικης διαφοράς στη διαδικασία διαιτησίας, ζήτησαν όπως αυτή διέπεται από τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την επιστολή του ΕΤΕΚ ημερομηνίας 12.12.2018 προς τους εφεσείοντες, σύμφωνα με την οποία δεν έχει οποιαδήποτε εξουσία ή αρμοδιότητα επί του θέματος. Σύμφωνα με τον πέμπτο λόγο έφεσης  το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι αφού δεν προωθήθηκε οποιοδήποτε ένδικο μέσο ή/και τυχόν άλλο δικονομικό διάβημα για προσβολή του Διατάγματος αναστολής της διαδικασίας της αγωγής, δεν μπορούσε να εκδιδόταν Διάταγμα ακύρωσης του συνυποσχετικού. Με τον έκτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του σχετικά με την άρνηση της εφεσίβλητης 1 να ανταποκριθεί στην αίτηση των εφεσειόντων για παραπομπή της επίδικης διαφοράς στη διαδικασία διαιτησίας του ΕΤΕΚ ή και την άρνηση της να παραπέμψει τη δική της κατ' ισχυρισμό ανταπαίτηση στη διαδικασία διαιτησίας του ΕΤΕΚ και γενικά την άρνηση της να εκδικαστεί η υπόθεση. Στο λόγο έφεσης 7 οι εφεσείοντες καταλογίζουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στο ότι δεν έλαβε υπόψη την προσαχθείσα μαρτυρία που είχε ενώπιον του σχετικά με τη μεροληπτική στάση και συμπεριφορά του ΕΤΕΚ υπέρ των εφεσίβλητων, η οποία προμήνυε τη μη δίκαιη και μεροληπτική διεξαγωγή της διαδικασίας διαιτησίας σε βάρος των εφεσειόντων. Με τον λόγο έφεσης 8 οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αναφέρθηκε και δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του ότι το ΕΤΕΚ δεν έλαβε καθόλου υπόψη ως επίδικο θέμα τη νομιμότητα και/ή εγκυρότητα του πληρεξουσίου εγγράφου ημερομηνίας 11.11.2015 της εφεσίβλητης 1 προς τον εφεσίβλητο 2 ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή η επίδικη διαφορά δεν μπορεί να παραπεμφθεί στη διαδικασία διαιτησίας του ΕΤΕΚ και ως εκ τούτου να εκδώσει Διάταγμα ακύρωσης του συνυποσχετικού και συνέχισης της διαδικασίας της αγωγής. Τέλος, με τον λόγο έφεσης 9 οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του αναφορικά με την αίτηση των εφεσειόντων για έκδοση ενδιάμεσων απαγορευτικών Διαταγμάτων, η οποία δεν προχώρησε λόγω της έκδοσης του Διατάγματος αναστολής της διαδικασίας της αγωγής και αναφορικά με την προσπάθεια της εφεσίβλητης 1 να αποξενώσει περιουσία της που θα έχει ως αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να παρεμποδιστούν να εισπράξουν το λαβείν τους στην περίπτωση που εκδοθεί απόφαση υπέρ τους και εναντίον της εφεσίβλητης 1.

Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, κα Τσολάκη και κ. Τριλλίδης, υιοθετήσαν τα κατατεθέντα περιγράμματα αγόρευσης και εστίασαν, αγορεύοντας  προφορικά σε κάποια κύρια σημεία της επιχειρηματολογίας τους. Η κα Τσολάκη μάλιστα, παρέδωσε νέο, συνοπτικό [απαντητικό] κείμενο αγόρευσης.  Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι πέραν των αγορεύσεων, με την παρότρυνση του Δικαστηρίου μας, αφού ήταν παρόν στην αίθουσα και ο εφεσείοντας 1, καταβλήθηκε επίπονη προσπάθεια προς επίτευξη λύσης, υπό την έννοια να συμφωνηθεί ο τρόπος ορισμού της Επιτροπής Διαιτησίας, αλλά και η διαδικασία εκδίκασης της μεταξύ τους διαφοράς. Δυστυχώς, τα μέρη δεν κατέληξαν πάλι σε συμφωνία, εμμένοντας, ως είχαν κάθε δικαίωμα, στην έκδοση δικαστικής απόφασης.

 

Έχουμε διεξέλθει τα περιγράμματα με κάθε προσοχή, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το εν γένει περιεχόμενο, όσο και τα όσα μας υποδείχθηκαν ειδικά (προφορικώς και γραπτώς) από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους κατά την ακρόαση.   

 

Στη συντριπτική πλειοψηφία των λόγων έφεσης, οι εφεσείοντες στρέφονται κατά της κατ' ισχυρισμό στάσης, συμπεριφοράς και απαιτήσεων του ΕΤΕΚ, της κατ' ισχυρισμό στάσης και συμπεριφοράς κωλυσιεργίας και καταστρατήγησης των αντιδίκων τους και στα συνακόλουθα κατ' ισχυρισμό σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να συνεκτιμήσει σωστά ή και καθόλου τους προαναφερθέντες αυτούς παράγοντες στην απόφαση του. Όπως όμως υποδείξαμε προηγουμένως, ο προεξάρχων, ίσως και ο αποκλειστικός λόγος που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων, ήταν το προηγηθέν διάταγμα αναστολής της δικαστικής διαδικασίας ημερ.22.5.2018. Ο μόνος λόγος έφεσης που στρέφεται κατά της κατάληξης αυτής είναι ο λόγος έφεσης 5, ο οποίος, ως καταλυτικής σημασίας, θα πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία εξέτασης της έφεσης.

Υπενθυμίζουμε τα δεδομένα. Στις 22.5.2018 πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα αναστολής της δικαστικής διαδικασίας στην αγωγή 515/2016 του Ε.Δ. Λεμεσού, λόγω ρήτρας διαιτησίας που υπήρχε στο συνυποσχετικό των μερών ημερ.3.1.2013. Το διάταγμα αυτό δεν εφεσιβλήθηκε, ούτε και πάρθηκε οποιοδήποτε διάβημα για μεταβολή του. Παραμένει συνεπώς σε ισχύ. Εξουσία για αναστολή διαδικασίας όταν υπάρχει συνυποσχετικό παρέχει το άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ.8, το οποίο προβλέπει τα εξής:  

«Εξουσία για αναστολή διαδικασίας όταν υπάρχει συνυποσχετικό

 

Αν οποιοσδήποτε συμβαλλόμενος σε συνυποσχετικό ή οποιοδήποτε πρόσωπο που προβάλει αξίωση μέσω του ή βάσει οδηγιών του, αρχίζει οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου που είναι συμβαλλόμενος στο συνυποσχετικό ή κατά οποιουδήποτε προσώπου που προβάλλει αξίωση μέσω ή βάσει οδηγιών του, αναφορικά με οποιοδήποτε από τα θέματα που συμφωνήθηκε να παραπεμφθούν σε διαιτησία, τότε οποιοσδήποτε από τους διαδίκους στην εν λόγω διαδικασία δύναται οποτεδήποτε μετά την εμφάνιση, και πριν παραδώσει οποιεσδήποτε γραπτές προτάσεις ή προβεί σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της διαδικασίας, να αποταθεί στο Δικαστήριο για αναστολή της διαδικασίας και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για αναστολή της διαδικασίας αν ικανοποιηθεί ότι δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη παραπομπή του θέματος σε διαιτησία σύμφωνα με το συνυποσχετικό και ότι ο αιτητής ήταν, όταν άρχισε η διαδικασία, και εξακολουθεί να είναι έτοιμος και πρόθυμος να πράξει οτιδήποτε το αναγκαίο για την κανονική διεξαγωγή της διαιτησίας

 

Η υπογράμμιση είναι δική μας για να τονιστεί μια σημαντική προϋπόθεση που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο εκδίδοντας ένα τέτοιο διάταγμα αναστολής. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, το εκδικάζον Δικαστήριο στη σελ.12 της απόφασης του ημερ.22.5.2018 επισημαίνει σχετικά τα εξής:

«Εν όψει δε των ανωτέρω κρίνω ότι το γεγονός ότι η Αιτήτρια [η εδώ εφεσίβλητη 1] διόρισε τον Εναγόμενο 2 [ο εδώ εφεσίβλητος 2] σαν πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της "για να λύσει τις ισχυριζόμενες διαφορές της με τον Ενάγοντα 1", ως αναφέρουν οι Καθ' ων η αίτηση [οι εδώ εφεσείοντες], κάτι που ως φαίνεται από το τεκμήριο Δ της ένορκης δήλωσης που επισυνάπτεται στην ένσταση, έγινε στις 11.11.15, δεν δείχνει απροθυμία της Αιτήτριας να πράξει όλα τα αναγκαία για την δέουσα διεξαγωγή της διαιτησίας. Ως προκύπτει άλλωστε από την σχετική νομολογία, αυτό καθ' αυτό το γεγονός της καταχώρησης αίτησης όπως η παρούσα καθιστά πρόδηλη την προθυμία του εκάστοτε Αιτητή για το θέμα (βλ. Λελιάνα Τούριστ Σέρβις Λτδ ανωτέρω) ακόμα και εάν δεν λήφθηκε προηγουμένως κανένα σχετικό μέτρο από τον Αιτητή (βλ. Balfracht ανωτέρω).»

 

Στη συνέχεια και προτού καν οριστεί Διαιτητής ή Διαιτητές από το ΕΤΕΚ που θα συνέθεταν τη Διαιτητική Επιτροπή για επίλυση της διαφοράς των μερών, οι εφεσείοντες, κρίνοντας από την ανταλλαγήσασα αλληλογραφία, θεώρησαν ότι επήλθε «ρήξη» και ότι η διαιτησία δεν θα προχωρούσε. Ενόψει τούτου, οι εφεσείοντες αποτάθηκαν εκ νέου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (η  σύνθεση του οποίου είχε αλλάξει στο μεσοδιάστημα) και ζήτησαν την ακύρωση του συνυποσχετικού, του όρου της διαιτησίας και την έκδοση διατάγματος για συνέχιση της δικαστικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια ζητούσαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όχι απλώς να διαφοροποιηθεί από προηγούμενο διάταγμα ομόβαθμου Δικαστηρίου, αλλά κατ' ουσία να το ακυρώσει, διατάσσοντας κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο. Δηλαδή, το πρώτο πρωτόδικο Δικαστήριο ανέστειλε τη δικαστική διαδικασία της αγωγής λόγω της ρήτρας διαιτησίας στο συνυποσχετικό και καλούσαν το δεύτερο πρωτόδικο Δικαστήριο να ακυρώσει το συνυποσχετικό, τη ρήτρα διαιτησίας και να επαναφέρει τη δικαστική διαδικασία της αγωγής.

            Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. Κανένα Δικαστήριο, θεσμικά, δεν δύναται να ακυρώνει, αναθεωρεί, ανατρέπει ή διαφοροποιεί - αμέσως ή εμμέσως - αποφάσεις ή διατάγματα ομόβαθμων Δικαστηρίων. Η δικαιοδοσία αυτή ανήκει αποκλειστικά στα Δικαστήρια της επόμενης ή των επόμενων βαθμίδων, εκδίκασης. 

 

            Στη Λοϊζίδης v. Περατικού, Πολ. Έφεση 32/2019, ημερ.17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:D149 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά: (σελ.5)

 

«Επί της ουσίας, η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου συγκλίνει στο ότι δεν είναι δυνατό για ένα Δικαστήριο να αναθεωρεί αποφάσεις ομόβαθμου Δικαστηρίου με δεδομένο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο θεωρείται ενιαίο για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης και δεν έχει σχέση, ούτε και θα μπορούσε νόμιμα να αποτελούσε παράγοντα που επηρεάζει μια απόφαση, η κατά περίπτωση σύνθεση του κατωτέρου Δικαστηρίου. Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, εφόσον έχει αποφασιστεί ένα ορισμένο ζήτημα κατά ένα τρόπο, στη συνέχεια ένα άλλο ομόβαθμο Δικαστήριο στο οποίο αναλόγισε η υπόθεση στην πορεία της διαδικασίας, να αποφασίζει κατά άλλο τρόπο. Στην πρόσφατη απόφαση στη Mikis+Markos Sideris Holdings Limited v. Χρίστου Τριανταφυλλίδης, διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Φάνης Σιδέρη, τέως από τη Λευκωσία, κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 21/2013, ημερ. 23.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:A14, επαναβεβαιώθηκε η πιο πάνω αρχή σε διαδικασία που αφορούσε την ορθότητα της χρήσης της εναρκτήριας κλήσης ως δικονομικό μέτρο προς επίλυση ορισμένων θεμάτων εντός της διαχείρισης. Στην υπόθεση έγινε αναφορά στην προηγηθείσα απόφαση Νικόλα Σιδέρη κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 286, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο στη δικαιοδοσία προνομιακών ενταλμάτων, έκρινε ότι εφόσον η ορθότητα της επιλογής του δικονομικού διαβήματος της εναρκτήριας κλήσης είχε ήδη αποφασιστεί με σχετική ενδιάμεση απόφαση ενός Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, δεν μπορούσε στη συνέχεια άλλος ομόβαθμος Δικαστής να έκρινε διαφορετικά διότι η πρώτη απόφαση εφόσον δεν είχε αμφισβητηθεί με τη διαδικασία της έφεσης, παρέμενε αλώβητη στο νομικό στερέωμα και δεν ήταν δυνατό το θέμα της δικαιοδοσίας να εγείρεται κάθε φορά που προωθείται νέο δικονομικό διάβημα. Όπως λέχθηκε επί λέξει:

 

"Οπωσδήποτε η αναίρεση της προηγούμενης απόφασης από ισόβαθμο δικαστήριο, θα συνιστούσε έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας πράγμα που θα εξουδετέρωνε την αποτελεσματικότητα της απονομής της δικαιοσύνης".»

 

Στην προκειμένη περίπτωση όπως προαναφέραμε το διάταγμα ημερ.22.5.2018 δεν μεταβλήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο, ούτε ασκήθηκε επ' αυτού έφεση. Ομοίως, το διάταγμα δεν τελούσε υπό οποιουσδήποτε όρους, ώστε να τίθετο θέμα μη εφαρμογής του λόγω μη εκπλήρωσης των όρων. Οι καθ' ων η αίτηση (εφεσείοντες) είχαν ζητήσει να τεθούν όροι, αλλά το εκδικάζον Δικαστήριο έκρινε στη σελ.18 της απόφασης του ότι,

«Όσον δε αφορά την επιβολή όρων, ενόψει της έκδοσης του προαναφερόμενου διατάγματος, λαμβάνοντας υπόψην τις περιστάσεις της παρούσας, οι οποίες άλλωστε διαφοροποιούνται από εκείνες της υπόθεσης Κεφάλας v. Petevis & Georgiades Associates κ.α. (2011) 1Γ Α.Α.Δ. 1916, στην οποία με παρέπεμψε η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, κρίνω ότι η διακριτική μου ευχέρεια δεν ενδείκνυται να ασκηθεί υπέρ της επιβολής οποιονδήποτε όρων.»

 

Συνακόλουθα, οι εφεσείοντες, προτού οριστεί Διαιτητής ή Διαιτητές, κωλύονταν να αποταθούν εκ νέου στο Δικαστήριο, στη βάση της υποκειμενικής άποψης, εκτίμησης και εντύπωσης που αποκόμισαν κατά κύριο λόγο από την αλληλογραφία με το ΕΤΕΚ και να ζητούσαν την εξουδετέρωση του προηγούμενου διατάγματος αναστολής της διαδικασίας που διέταξε το ίδιο Δικαστήριο σε προγενέστερη ημερομηνία. Ορθώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο  απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων γι' αυτόν και μόνον τον λόγο.

Ο λόγος έφεσης 5 επομένως απορρίπτεται.

Απορρέει από τα πιο πάνω, ότι οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης είναι ανυπόστατοι και απορριπτέοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε  λόγο, αλλά και αρμοδιότητα να πραγματευτεί τα όσα οι εφεσείοντες καταλόγιζαν στο ΕΤΕΚ, αλλά και στους εφεσίβλητους, αφού το διάβημα τους ήταν εγγενώς καταδικασμένο σε απόρριψη ως αντιστρατευόμενο, προηγούμενο, τελεσίδικο, δεσμευτικό και εν ισχύ διάταγμα του ιδίου Δικαστηρίου.

Κλείνοντας, να πούμε και αυτό. Είναι πρόδηλο ότι υπάρχει δυσπιστία από πλευράς εφεσείοντα 1 προς το ΕΤΕΚ. Η δυσπιστία αυτή ήταν διάχυτη στις δύο προηγηθείσες πρωτόδικες διαδικασίες, αλλά και στη διεξαχθείσα διαδικασία ενώπιον μας. Αναδεικνύεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο στην πιο κάτω δήλωση του ιδίου του εφεσείοντα 1 που έγινε ενώπιον μας στις 3.6.2024,

«εγώ δεν συμφωνώ γιατί η μη εμπιστοσύνη στο ΕΤΕΚ είναι από μέρους μου, είναι μη επαγγελματική και πάει πίσω 10 χρόνια πίσω και η άλλη πλευρά είναι διαιτητής. Είναι στην ίδια παρέα.» 

 

          Δεν γνωρίζουμε αν ο εφεσείοντας 1 έχει δίκαιο ή όχι στα όσα  ισχυρίζεται πιο πάνω. Γνωρίζουμε όμως ότι προτρέχει. Δεν είναι το ΕΤΕΚ [ως σώμα], η Διαιτητική Επιτροπή που θα επιλύσει τη διαφορά. Απλώς, η διοικούσα επιτροπή του ΕΤΕΚ θα ορίσει τη Διαιτητική Επιτροπή (μονομελή ή τριμελή) που θα το πράξει. Συνεπώς, θα πρέπει, με την έμπρακτη συνεργασία και της άλλης πλευράς, να οριστεί το συντομότερο δυνατό Διαιτητής ή Διαιτητές που θα απαρτίζουν τη Διαιτητική Επιτροπή για επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς. Αν τότε ή στην πορεία της διαδικασίας, οι εφεσείοντες μπορούν να αποδείξουν ότι υπάρχει έλλειψη αμεροληψίας συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων Διαιτητών, το άρθρο 9(1) του Κεφ.4 παρέχει τη δυνατότητα, να αποταθούν στο Δικαστήριο και να ζητήσουν θεραπεία.      

          Εν όψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.  

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο