ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                   (Ποινική Έφεση Αρ.: 9/24)

 

19 Ιουλίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΧΧ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

Εφεσείουσα

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Α. Αλεξάνδρου, για την Εφεσείουσα

Μ. Αντωνίου, για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Στην Εφεσείουσα επιβλήθηκαν από το Ε.Δ. Πάφου κατόπιν παραδοχής, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των 2,5 ετών για διαρρήξεις και κλοπές περιουσίας (οικοδομικών υλικών από συγκεκριμένη αποθήκη) σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, συνολικής αξίας 5.300. Ειδικότερα τής επιβλήθηκαν ποινές 2,5 ετών για διάρρηξη κτιρίου (3η και 10η κατηγορία), 2 ετών για  κλοπή (4η, 7η και 11η κατηγορία), 14 μηνών για κατοχή διαρρηκτικών οργάνων (5η κατηγορία), και 12 μηνών για είσοδο σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη αδικήματος (6η κατηγορία).

 

        Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη 14 άλλες ποινικές υποθέσεις οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τρεις διαρρήξεις, πέντε κλοπές, κατοχή διαρρηκτικών οργάνων, τέσσερεις περιπτώσεις παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, έξι περιπτώσεις απειλών, τρεις περιπτώσεις ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές και δύο περιπτώσεις κατοχής και χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Α. Τα αδικήματα καλύπτουν περίοδο από τον Μάιο του 2020 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023. Με βάση τη νομολογία «όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιόν του μόνο τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο» (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 598).

 

        Η συνήγορος της Εφεσείουσας ανέφερε πρωτοδίκως ότι πλην των αδικημάτων διαρρήξεων και κλοπών, τα λοιπά αδικήματα αφορούν την προβληματική σχέση την οποία είχε στο παρελθόν με τον πατέρα των ανήλικων παιδιών της, η οποία στο μεταξύ αποκαταστάθηκε. Σε ό,τι δε αφορά τη χρήση σκληρών ναρκωτικών, η Εφεσείουσα η οποία ήταν χρόνια χρήστης, κατάφερε να απεξαρτηθεί. Προς τούτο, όταν συνελήφθη για την παρούσα υπόθεση οικειοθελώς ζήτησε να παραπεμφθεί στην Αγία Σκέπη, το οποίο και έγινε με σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου. Εκεί έμεινε για περίοδο τεσσάρων μηνών. Παρότι δεν ολοκλήρωσε το πρόγραμμα, καθότι επέστρεψε στα παιδιά της λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, εντούτοις κατάφερε να παραμείνει μακριά από τα ναρκωτικά μέχρι την επιβολή ποινής.  

 

        Με την έφεση δεν προσβάλλεται το ύψος της ποινής αλλά η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης. Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παρούσας υπόθεσης και δη τις καταστροφικές επιπτώσεις της άμεσης φυλάκισης στα δύο ανήλικα τέκνα της Εφεσείουσας, καθώς και την απεξάρτηση της από τα ναρκωτικά. Υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα άσκησε τη διακριτική του εξουσία περιοριζόμενο στη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία επιβλήθηκε ποινή, παραλείποντας να προσδώσει τη δέουσα σημασία στις προσωπικές της περιστάσεις, με το σκεπτικό ότι αυτές λήφθηκαν υπόψη στον καθορισμό του ύψους της ποινής.

 

        Τα δυο ανήλικα τέκνα της Εφεσείουσας παρουσίασαν ψυχολογικές διαταραχές σύμφωνα με ιατρική βεβαίωση, η οποία παραδόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και παρακολουθούνται από ψυχολόγο. Ο δε πατέρας τους βρίσκεται στη φυλακή εκτίοντας μακροχρόνια ποινή φυλάκισης για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικά. Τη φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων ανέλαβε η γιαγιά τους η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Κατά την ακρόαση μάς δόθηκε ιατρική βεβαίωση από το Γενικό Νοσοκομείο Πάφου ότι η γιαγιά των ανηλίκων, «πάσχει από Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια σταδίου ΙΙ με συχνές λοιμώξεις αναπνευστικού». Συνεπεία τούτου, εισηγήθηκε ο συνήγορος της Εφεσείουσας, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της έναντι των ανηλίκων.  

 

        Είναι παγίως νομολογημένο ότι η απόφαση για αναστολή της ποινής φυλάκισης ανάγεται στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το πεδίο επέμβασης του Εφετείου είναι περιορισμένο. Ό,τι ελέγχεται είναι κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής, ή η εξουσία του δεν ασκήθηκε δικαστικά ή υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου, Ποιν. Έφ. 168/16, ημερ. 19.4.2018, Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποιν. Έφ. 92/17, ημερ. 19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B336). Λεπτομερής αναφορά στη σχετική νομολογία γίνεται στην απόφαση (πλειοψηφίας) μας στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 67/24, ημερ. 26.4.2024. Η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου (βλ. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256).

 

        Στην Αγγλική υπόθεση R v. Cook (1959) 2 QB 340 αποφασίστηκε ότι δεν δικαιολογείται επέμβαση στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός εάν υπέπεσε σε σφάλμα αρχής ή δεν υπήρχε υλικό επί του οποίου θα μπορούσε ορθώς να καταλήξει στην απόφαση του. Στην υπόθεση Quinn [1996] Crim. L.R. 516 το Αγγλικό Εφετείο επιδοκίμασε την αναφορά στην έκδοση του Archbold 1995, ότι σε σχέση με την άσκηση διακριτικής εξουσίας θα επέμβει μόνον εάν υπήρχε παράλειψη άσκησης διακριτικής εξουσίας, ή δεν λήφθηκε υπόψη ουσιώδης παράγοντας ή λήφθηκε υπόψη επουσιώδης παράγοντας (βλ. Archbold 2021, παρ. 7-101). Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο θα εξετάσει πώς θα έπρεπε να ασκηθεί η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δη κατά πόσο δικαιολογείτο το ίδιο ή διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ. Osalami v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 133/24, ημερ. 11.7.2024).

 

        Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφεται η σχετική εισήγηση της τότε συνηγόρου της Εφεσείουσας περί ψυχολογικών διαταραχών των ανηλίκων τέκνων της και παρακολούθησης τους από ψυχολόγο ένεκα της απουσίας των δυο γονέων τους. Στην επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει λεπτομερώς και λαμβάνει σοβαρά υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες προς όφελος της Εφεσείουσας, περιλαμβανομένων των προσωπικών, οικονομικών και οικογενειακών της περιστάσεων, ως περιλήφθηκαν στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και επεξηγήθηκαν από τη συνήγορο της, ιδιαιτέρως το γεγονός ότι είναι μητέρα δυο παιδιών. Λαμβάνεται επίσης υπόψη η απεξάρτηση της Εφεσείουσας από ναρκωτικές ουσίες.

 

        Η ποινή φυλάκισης κρίθηκε επιβεβλημένη εν όψει της σοβαρότητας των κατηγοριών στις οποίες παραδέχτηκε ενοχή και των υποθέσεων οι οποίες λήφθηκαν υπόψη. Προτού εξετάσουμε το ζήτημα αναστολής της ποινής φυλάκισης, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε εν συντομία στις αρχές οι οποίες αφορούν την ποινολογική αντιμετώπιση αδικημάτων διαρρήξεων και κλοπών, καθότι η αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και οι πολλαπλοί σκοποί της τιμωρίας αποτελούν σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

        Μέσα από τη νομολογία τονίζεται η ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών τα οποία δυστυχώς παρουσιάζουν έξαρση, «προκαλώντας ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβρώνουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών» (βλ. Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272, Ilie κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 A.A.Δ. 280, Bezandidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, Gheorghe v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).

 

        Στην υπόθεση Saadi v. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 572, υπογραμμίστηκε ότι «η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις.  Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα» (βλ. Τζιάμα ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 17/17, ημερ. 18.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B468, Ekole v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 108/21, ημερ. 15.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:B62).

 

        Σε τέτοιας φύσης αδικήματα η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου και δη της ανάγκης για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών (βλ. Κάττου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498). Όπως τονίστηκε στην Gheorghe v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) «Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ιδίων των αδικημάτων».

 

        Με την έφεση δεν προσβάλλεται η ποινολογική αντιμετώπιση της Εφεσείουσας κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, στις οποίες γίνεται εκτεταμένη αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο δικαιολογείτο η αναστολή της ποινής φυλάκισης με γνώμονα τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, καταλήγοντας σε αρνητικό συμπέρασμα εν όψει της σοβαρότητας των κατηγοριών σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης και το σύνολο των υποθέσεων οι οποίες λαμβάνονται υπόψη. Τα οποία θεωρεί ως σοβαρότατους λόγους που «δεν θα δικαιολογούσαν σε καμία περίπτωση την έκδοση τέτοιας διαταγής αφού κάτι τέτοιο θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα προς την κοινωνία και τους επίδοξους παραβάτες».

 

        Ακολούθως υπενθυμίζεται ότι: (α) «σε περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων οι προσωπικές περιστάσεις ενός Κατηγορούμενου είναι ήσσονος σημασίας», και (β) στην προκείμενη περίπτωση το σύνολο των μετριαστικών περιστάσεων της Εφεσείουσας «έχουν ήδη ληφθεί σοβαρά υπόψη στον καθορισμό του τελικού ύψους της ποινής που της έχει επιβληθεί».

 

        Δεν συμφωνούμε ότι κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις ψυχολογικές επιπτώσεις στα ανήλικα τέκνα της Εφεσείουσας από τον εγκλεισμό της στη φυλακή ή την προσπάθεια απεξάρτησης της από τις ναρκωτικές ουσίες. Η αναφορά του Δικαστηρίου ότι το σύνολο των μετριαστικών περιστάσεων έχουν ήδη ληφθεί υπόψη στον καθορισμό του ύψους της ποινής δεν εξυπακούει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, ως είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της Εφεσείουσας. Προκύπτει από την απόφαση ότι το Δικαστήριο είχε κατά νου και εφάρμοσε τις αρχές τις νομολογίας οι οποίες διέπουν την άσκηση της υπό συζήτηση διακριτικής εξουσίας, στις οποίες περιλαμβάνεται η εκ νέου θεώρηση των προσωπικών, οικογενειακών περιστάσεων του αδικοπραγούντος, αρκούμενο να αναφέρει ότι εν προκειμένω δεν δικαιολογείτο η αναστολή της ποινής φυλάκισης για τους λόγους τους οποίους εξειδικεύει.

 

        Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην εν λόγω προσέγγιση η οποία συνάδει με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930:

 

        «Ως προς το ζήτημα αναστολής της ποινής, παρατηρούμε ότι μετά την τροποποίηση του περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, (Ν. 95/72), (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 186(Ι)/2003), η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου - (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583). Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        (βλ. και Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 121/17, ημερ. 21.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D311, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μυλωνά, Ποιν. Έφ. 65/2017, ημερ. 14.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B537, Γενικός Εισαγγελέας ν. Καραολή, Ποιν. Έφ. 230/19, ημερ. 27.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B177, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω)).

 

      Κατ΄εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε βαρύνουσα σημασία στην αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία καταδικάστηκε η Εφεσείουσα, περιλαμβανομένων των ποινικών υποθέσεων οι οποίες λήφθηκαν υπόψη. Είναι πρόδηλο ότι η ανάγκη για αυστηρή ποινολογική αντιμετώπιση του συνόλου της εγκληματικής συμπεριφοράς της Εφεσείουσας δεν δικαιολογούσε αναστολή της ποινής φυλάκισης, παρά τις προσωπικές και οικογενειακές της περιστάσεις. Συμφωνούμε με την επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εν προκειμένω η αναστολή της ποινής «θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα προς την κοινωνία και τους επίδοξους παραβάτες».

 

        Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                                                                             Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

                                                                                                                             Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                     Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο