ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                   (Ποινική Έφεση Αρ.: 59/23)

 

19 Ιουλίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Γ. Θωμά για Yiannakis K. Thoma Law Firm LLC, για τον Εφεσείοντα  

Σ. Χρυσοστόμου, για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία βρέθηκε ένοχος πρωτοδίκως σε δύο Κατηγορίες Σεξουαλικής Παρενόχλησης Εργαζομένου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 12(1), 30(1) και 35 του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Ν.205(Ι)/02 (Κατηγορίες 1 και 3) και σε δύο Κατηγορίες Άσεμνης Επίθεσης Εναντίον Γυναίκας κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 2 και 4).

 

        Η καταδίκη προσβάλλεται με 14 Λόγους Έφεσης, και συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (α) Δεν τήρησε τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης και απώλεσε την αμεροληψία του με παρεμβάσεις στη διαδικασία [Λόγος Έφεσης 1(Β)], (β) Εσφαλμένα επέτρεψε την επανειλημμένη προβολή των δύο βίντεο κατά παράβαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του Εφεσείοντος [(Λόγος Έφεσης 1(Γ)], καθώς και ότι η όλη ακροαματική διαδικασία και σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει μολυνθεί από τις προβολές των βίντεο (Λόγος Έφεσης 2), (γ) Διέπραξε σφάλμα αρχής στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, αφού αποφάσισε εκ προοιμίου ότι αυτή ήταν αξιόπιστη προτού αντιπαραβάλει τη μαρτυρία της με άλλη αντίθετη μαρτυρία (Λόγος Έφεσης 3) και, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της με αυτόν τον τρόπο, αντέστρεψε το βάρος απόδειξης θέτοντας το στους ώμους του Εφεσείοντος (Λόγος Έφεσης 4), και (δ) Αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία (Λόγοι Έφεσης 5 έως 14). Με αυτήν την ομαδοποίηση κρίνουμε χρήσιμο όπως εξεταστούν οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης.

 

Παρεμβάσεις Δικαστηρίου - Λόγος Έφεσης 1(Β)

 

        Αποτελεί ισχυρισμό του Εφεσείοντος ότι κατά την ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο Δικαστήριο εγκατέλειψε «.τον θεσμικό του ρόλο, επενέβη επανειλημμένα στην διαδικασία, εισήλθε στην αρένα της αντιπαράθεσης, εξέτασε και αντεξέτασε μάρτυρες επί ουσιαστικών επίδικων γεγονότων και αντιπαράθεσε τον εαυτό του με τον Κατηγορούμενο και την υπεράσπιση του». Στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα παρέθεσε συγκεκριμένα αποσπάσματα από τα πρακτικά τα οποία κατά την εισήγηση του αποδεικνύουν την πιο πάνω θέση.

 

        Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση ενός εκάστου των αποσπασμάτων στα οποία παρέπεμψε ο συνήγορος, τονίζουμε ότι το κατά πόσον η δίκη ήταν δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της και πως ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται με τρόπο αφηρημένο (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104). Κατηγορούμενος ο οποίος επικαλείται παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη φέρει το βάρος να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεαστεί δυσμενώς (βλ. Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη, Ποιν. Έφ. 19/20 κ.ά., ημερ. 29.7.2022, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 141/23, ημερ. 20.10.2023). Ουσιαστικά αυτό το οποίο αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο από την πλευρά του Εφεσείοντος εν προκειμένω είναι έλλειψη αμεροληψίας.

 

        Στην απόφαση Παπακυριάκου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133  επαναλήφθηκε η θεμελιώδης αρχή ότι ο δικαστής δεν πρέπει απλά να είναι αλλά και να φαίνεται αμερόληπτος, αφού η ύπαρξη προκατάληψης ανατρέπει το θεμέλιο της δίκης και καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητα της (βλ. και Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691). Πρόκειται, προφανώς, για ιδιαίτερα σοβαρή μομφή κατά του πρωτόδικου Δικαστή η οποία δεν θα πρέπει να διατυπώνεται αβασάνιστα. Όπως λέχθηκε στην Αχτάρ ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397, επιχειρήματα προκατάληψης εναντίον Δικαστών πρέπει να αναπτύσσονται μόνο μετά από μεγάλη περίσκεψη και να στοιχειοθετούνται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια και λεπτομέρεια.

 

        Το ζήτημα των παρεμβάσεων από την έδρα έχει απασχολήσει τη Νομολογία. Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση Beechcroft Ventures Ltd (2016) 1 Α.Α.Δ. 737, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Από τα πρακτικά τα οποία τέθηκαν ενώπιον μου, διαπιστώνω, κατ' αρχήν, ότι ο πρωτόδικος δικαστής παρέβαινε συστηματικά κατά το στάδιο της αντεξέτασης, προβαίνοντας σε αχρείαστα σχόλια τα οποία δυνατό να δημιουργούν την εντύπωση ότι κατεβαίνει στην αρένα της δίκης. Ο δικαστής πρέπει να αποστασιοποιείται από οποιαδήποτε διένεξη και να τηρεί μια αυστηρή διαιτητική θέση. (ΒλEvangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41). Στην αγγλική υπόθεση Jones v. National Coal Board [1957] 2 Q.B. 55, ο Λόρδος Denning ανέφερε σε μετάφραση το εξής: «Ο ρόλος του Δικαστή είναι να ακούσει τη μαρτυρία και ο ίδιος να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες όταν αυτό είναι αναγκαίο για να διευκρινιστεί οποιοδήποτε σημείο το οποίο έχει αγνοηθεί ή παραμείνει σκοτεινό για να διασφαλίσει ότι οι δικηγόροι συμπεριφέρονται κόσμια και τηρούν τους κανόνες που έχουν τεθεί από το Νόμο, να αποκλείσει άσχετα ζητήματα και να αποθαρρύνει τις επαναλήψεις, να το καταστήσει βέβαιο με σοφές παρεμβάσεις ότι παρακολουθεί τα σημεία τα οποία θίγουν οι δικηγόροι και μπορεί να αξιολογήσει την αξία τους٠ και στο τέλος να αποφασίσει πού έγκειται η αλήθεια. Εάν τα υπερβεί αυτά, αποβάλλει το μανδύα του Δικαστή και περιβάλλεται τη δικηγορική τήβεννο٠ η αλλαγή δεν του πηγαίνει. Ο Lord Chancellor Bacon μίλησε σωστά όταν είπε «Η υπομονή και το να ακούεται κάποιος με σοβαρότητα είναι απαραίτητα μέρη της δικαιοσύνης, και ένας ομιλητικός Δικαστής είναι ένα μη καλοκουρδισμένο κύμβαλο».

 

        Στην απόφαση Κλεάνθους ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 31, με παραπομπή στην Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41 και στις Αγγλικές αποφάσεις Jones v. National Coal Board (1975) 2 All E.R. 155, Yianni v. Yianni (1966) 1 All E.R. 231 και Duport Steels Ltd and Others v. Sirs and Others (1980) 1 All E.R. 529, επαναλήφθηκαν οι παράμετροι παρέμβασης του Δικαστηρίου. Λέχθηκε ότι ο δικαστής πρέπει μεν να αποστασιοποιείται από τη διένεξη η οποία ξεδιπλώνεται ενώπιον του και να τηρεί την αυστηρή διαιτητική του θέση, όμως μπορεί να παρεμβαίνει ώστε να διασφαλίσει ότι η διαδικασία ακολουθεί την πορεία που υπαγορεύεται από τους κανόνες απόδειξης και δικονομίας. Ο ρόλος του δικαστή είναι να ακούσει τη μαρτυρία και να υποβάλει ο ίδιος ερωτήσεις στους μάρτυρες όταν αυτό είναι αναγκαίο για να διευκρινιστεί οποιοδήποτε σημείο. Δεν πρέπει, όμως, να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες οι οποίες τείνουν να καταδείξουν ότι ο δικαστής είναι ικανοποιημένος ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος (βλ. Archbold 2021, παρ. 8-348, Inns (2018) EWCA Crim. 1081). Όπως λέχθηκε στην Auja (2015) EWCA Crim. 853, το ερώτημα είναι:

 

«.whether the judge's conduct, looked at in the context of the trial as a whole, was such as to lead us to doubt that to let the conviction to stand would risk an injustice being done to the [defendant]».

 

        (βλ. Archbold 2021, παρ. 8-349).

 

        Μελετώντας τα σημεία των πρακτικών στα οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν έχουμε διαπιστώσει ο πρωτόδικος Δικαστής να υπερέβη τα όρια τα οποία θέτει η πιο πάνω Νομολογία. Σίγουρα δεν έχει διαπιστωθεί να προκύπτει οποιαδήποτε έλλειψη αμεροληψίας η οποία να καθιστά την καταδίκη ακροσφαλή.

 

        Ειδικότερα σημειώνουμε ότι στη σελ. 129 η ερώτηση που υπέβαλε το Δικαστήριο στον Μ.Κ.5, ο οποίος να σημειωθεί έδωσε μαρτυρία ως προς τη δικανική εξέταση τεκμηρίων κινητής τηλεφωνίας, αφορούσε ξεκάθαρα σε διευκρίνιση του κατά πόσον από την καταγραφή ημερομηνίας και ώρας στο αρχείο ενός βίντεο μπορεί να διαπιστωθεί η ώρα και η ημερομηνία λήψης αυτού. Όσον αφορά τα λεχθέντα στη σελ. 130 ούτε και εκεί διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε λεχθεί οτιδήποτε για το πρώτο αρχείο από τον Μ.Κ.5, με δεδομένο ότι λίγες γραμμές πιο πάνω καταγράφεται πως ο Μ.Κ.5 είχε ανοίξει αυτό το πρώτο αρχείο. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν από τον δικαστή στη σελ. 131 των πρακτικών, που αφορούν και πάλι σε τεχνικά θέματα.

 

        Δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε τις ατυχείς εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντος στο διάγραμμα του ότι ο πρωτόδικος Δικαστής προέβη στην πιο πάνω αναφορά «.προφανώς ανησυχώντας για τυχούσα παράλειψη του εκπροσώπου της Κ.Α. κατά την απόδειξη της υπόθεσης.», καθώς και ότι υπέβαλε ερωτήσεις στον Μ.Κ.5 «.φροντίζοντας ώστε να μην μείνουν κενά κατά την κυρίως εξέταση του (Μ.Κ.5).». Όπως λέχθηκε και στην Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Π.Ε. 50/2016, ημερ. 19.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B262:

 

«Θα πρέπει οι δικηγόροι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διατυπώνουν παράπονα αυτού του τύπου, που άπτονται της δίκαιης δίκης και έχουν την καταλυτική τους σημασία σε μια ποινική διαδικασία. Η ατεκμηρίωτη προβολή εισηγήσεων περί παραβίασης των θεσμών της δίκαιης δίκης πλήττουν το σύστημα δικαιοσύνης και ουσιαστικώς, θα πρέπει να αποφεύγονται όταν τελικώς δεν έχουν οποιαδήποτε στέρεη βάση, όπως εν προκειμένω».

 

        Ούτε και τα όσα τέθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον Μ.Υ.1 στις σελ. 208 - 218 των πρακτικών είναι εκτός των αποδεκτών ορίων. Ανάγνωση ολόκληρης της κυρίως εξέτασης του μάρτυρα οδηγεί στο ότι οι ερωτήσεις αποσκοπούσαν σε διευκρινίσεις αναφορικά με τα όσα ο Μ.Υ.1 είχε πει. Εν πάση περιπτώσει και στο διάγραμμα του συνηγόρου απλώς επισημαίνεται ότι οι ερωτήσεις τέθηκαν, χωρίς την συσχέτιση του γεγονότος αυτού με οποιοδήποτε περαιτέρω επιχείρημα.

 

        Αβάσιμη είναι και η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «.ουσιαστικά ανάγκασε τον μάρτυρα (Μ.Κ.3) κάτω από το βάρος και την πίεση της έμμεσης αλλά σαφούς επίπληξης του Πρωτόδικου Δικαστή να αλλάξει την απάντηση του.», κάνοντας επιπλέον αναφορά σε «έντονο ύφος» του δικαστή. Λόγω της σοβαρότητας της συγκεκριμένης εισήγησης παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα, το οποίο και καταδεικνύει την προσπάθεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κατανοήσει τη θέση του Μ.Κ.3:

 

        «Ε.       Κύριε μάρτυς αναφέρατε στο Τεκμήριο 5 στην κατάθεση σας δηλαδή ότι ήρθε στο γραφείο σας στις 21.7.2017 η Κ.Θ. Πως ήταν εκείνη την ημέρα κύριε;

        Α.        Εννοείτε ψυχολογικά έτσι;

        Ε.        Ναι.

        Α.        Ήταν όπως συνήθως.

 

        Δικαστήριο:    Τι εννοείτε;

Μάρτυρας:       Εννοώ ότι ήταν όπως ήταν τις άλλες μέρες. Δεν ήταν κάτι που έγινε εκείνην την ημέρα.

 

Δικαστήριο:    Δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Σας ρωτά πως ήταν όταν ήρθε στο γραφείο σας και ζητάτε διευκρίνηση και λέτε ψυχολογικά και λέτε εννοείτε όπως τις άλλες μέρες, δηλαδή ήταν καλά; Πέστε μας. Ήταν καλά, δεν ήταν καλά, δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε».

 

        Όσον αφορά στην αναφορά περί του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέβαλε στον Εφεσείοντα τέσσερεις ερωτήσεις κατά την κυρίως εξέταση του, η θέση αυτή δεν συνοδεύτηκε από κάποια εισήγηση για επηρεασμό της μαρτυρίας αυτής.

 

        Τα πιο πάνω οδηγούν στο ότι ο Λόγος Έφεσης 1(Β) δεν βρίσκει έρεισμα στα πρακτικά και απορρίπτεται.

 

Προβολή Βίντεο - Λόγοι Έφεσης 1(Γ) και 2

 

        Δεδομένου ότι στον Λόγο Έφεσης 1(Γ) προβάλλεται αρχικά η εισήγηση ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει την προβολή των βίντεο είναι πρόδηλα λανθασμένη, κρίνουμε ορθό όπως εξετάσουμε αρχικά τον ισχυρισμό αυτό και όπως ακολουθήσει η εξέταση του Λόγου Έφεσης 2 περί μόλυνσης της διαδικασίας από τις προβολές των βίντεο.

 

        Εν πρώτοις να σημειώσουμε ότι ο ψηφιακός δίσκος που περιείχε τα βίντεο κατατέθηκε από τον Μ.Κ.1 χωρίς να τεθεί οποιαδήποτε ένσταση ή περιορισμός ως προς τον σκοπό της κατάθεσης του από μέρους του συνηγόρου για τον Εφεσείοντα. Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» των κ.κ. Ηλιάδης & Σάντης στη σελ. 393:

 

        «(v) Κατάθεση Εγγράφου Για Περιορισμένο Σκοπό

         

Έγγραφο μπορεί να κατατεθεί για περιορισμένο σκοπό αναλόγως της επιθυμίας των διαδίκων και της όποιας απόφασης του Δικαστηρίου σε περίπτωση διαφωνίας των μερών. Όταν το έγγραφο κατατεθεί για περιορισμένο σκοπό, δεν μπορεί να αξιολογηθεί για οτιδήποτε άλλο πέραν του περιορισμένου σκοπού για τον οποίο κατατέθηκε (βλ. Κατ' αναλογίαν, Galip v Suleyman (1963) 2 CLR 129), εκτός και αν ο σκοπός αυτός διευρυνθεί σε κατοπινό στάδιο (Ανθίμου ν Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 56.

 

          Ο ψηφιακός δίσκος, λοιπόν, εντάχθηκε δεόντως στο αποδεικτικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η μη υποβολή ένστασης στην κατάθεση του ψηφιακού δίσκου δεν συνεπήγετο αυτομάτως και την αποδοχή του περιεχομένου του από μέρους της Υπεράσπισης (βλ. Δαμιανού ν. White Knight Holdings Limited και Άλλων (2012) 1 Α.Α.Δ. 699). Όμως η δεκτότητα του ψηφιακού δίσκου ως εγγράφου εν τη εννοία του Άρθρου 2 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 είχε ήδη κριθεί και το περιεχόμενο είχε γίνει δεκτό ως μέρος του αποδεικτικού υλικού κατά την κατάθεση του δίσκου χωρίς ένσταση, αφού δεν τέθηκε από μέρους της Υπεράσπισης περιορισμός κατά την κατάθεση του ότι αυτό γινόταν δεκτό μόνο ως προς το ότι είχε ληφθεί.

 

        Όπως λέχθηκε στην Κυριάκου ν. Γρίβα (2002) 2 Α.Α.Δ. 825:

 

«Θα εξετάσουμε αυτό το ζήτημα τώρα.  Εν πρώτοις ο συνήγορος δεν έφερε ένσταση στην προσαγωγή και κατάθεση του ως τεκμηρίου.  Δεν είναι επομένως επιτρεπτό να εγείρεται με την έφεση και να επιτρέπεται η συζήτηση ένστασης αναφορικά με το παραδεκτό του εγγράφου.  Η δικονομική πρακτική, όπως ενσωματώθηκε στην Δ.38, θθ. 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, είναι ότι τέτοιες ενστάσεις εγείρονται και αποφασίζονται όταν επιχειρείται η κατάθεση εγγράφου.  Επομένως δεν είναι εξεταστέα η ένσταση.  Όμως προκύπτει από τη μαρτυρία - και το επισημαίνει ιδιαίτερα ο δικαστής - ότι ο Μ.Ε.7 (υπάλληλος της εταιρείας με δεκάχρονη πείρα στον τομέα αυτό) θυμόταν τη συγκεκριμένη πώληση που πραγματοποίησε ο ίδιος. Περαιτέρω, ήταν το πρόσωπο που διοχέτευσε στον υπολογιστή τις σχετικές πληροφορίες και επίσης εκτύπωσε το τεκμ. 3.  Υποδείχθηκε δε ότι για την αξία των εξαρτημάτων υπήρχε (και είναι ορθό) άλλη "συντριπτική μαρτυρία, που επιβεβαιώθηκε από τους Μ.Υ.1 και 3" (λογιστή της εν λόγω εταιρείας).  Άρα νόμιμα έχει γίνει δεκτό το έγγραφο».

 

        Συναφώς η κατάθεση του ψηφιακού δίσκου που περιείχε τα δύο βίντεο είχε γίνει νόμιμα. Ένσταση υποβλήθηκε κατά τη μαρτυρία της Παραπονούμενης όταν ζητήθηκε για πρώτη φορά η προβολή των βίντεο. Στο στάδιο εκείνο η Υπεράσπιση προέβαλε θέμα παραβίασης των προσωπικών δεδομένων του Εφεσείοντος, παραπέμποντας στην απόφαση Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186. Το Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι δεν είχε υποβληθεί οποιαδήποτε ένσταση κατά την κατάθεση του ψηφιακού δίσκου, το οποίο και αποτελούσε πλέον τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, κατέληξε στο λογικό συμπέρασμα ότι αφ'ης στιγμής ο δίσκος είχε κατατεθεί χωρίς ένσταση, συνεπάγεται ότι  ο λόγος για τον οποίο κατατέθηκε ήταν για να προβληθεί.

 

        Σημειώνουμε στο στάδιο αυτό ότι στην υπόθεση Parris (ανωτέρω) λέχθηκε πως οι αρχές του αγγλικού κοινοδικαίου οι οποίες σχετίζονται με τη δεκτότητα μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε με τρόπο παράνομο τυγχάνουν εφαρμογής και στην Κύπρο, επιτρέποντας υπό κάποιες περιστάσεις την προσαγωγή μαρτυρίας που λήφθηκε παράνομα, με μόνη επιφύλαξη το ότι όπου η εξασφάλιση της μαρτυρίας αυτής συνεπάγεται και παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων τότε αυτή είναι απαράδεκτη.

 

        Τα δεδομένα που (στην τελική απόφαση) οδήγησαν στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η βιντεογράφηση του Εφεσείοντος την συγκεκριμένη χρονική στιγμή και υπό τις περιστάσεις και στον χώρο που έγινε παραβίαζαν συνταγματικά του δικαιώματα, τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αποδοχής των βίντεο στο στάδιο της απόφασης. Εξάλλου, όπως καταγράφεται και στο Σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» (πιο πάνω) στη σελ. 123:

 

«.το Δικαστήριο ασκεί την εξουσία του (για αποκλεισμό της μαρτυρίας) όταν έχει ενώπιον του όλα τα δεδομένα που δικαιολογούν τον αποκλεισμό μαρτυρίας ανεξαρτήτως του χρόνου υποβολής του σχετικού αιτήματος».

 

        Κατ' επέκταση ο Λόγος Έφεσης 1(Γ) δεν μπορεί να πετύχει.

 

        Έχοντας κατά νουν το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα βίντεο προβλήθηκαν κατά τη μαρτυρία των Μ.Κ.2, Μ.Κ.3, Μ.Κ.4, Μ.Κ.5, Εφεσείοντος και Μ.Υ.1, καθίσταται απαραίτητη η εξέταση του κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει όντως επηρεαστεί από το περιεχόμενο των βίντεο, που τελικώς κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Σημειώνουμε ότι στην επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα προβάλλεται η θέση ότι λόγω των προβολών των βίντεο «.στη σκέψη του Π.Δ. παρείσφρησε και κυριάρχησε η σκέψη για την ενοχή του Κατηγορούμενου». Προς υποστήριξη της θέσης του αυτής παραπέμπει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, της μη αντιπαραβολής αυτής με την εκδοχή του Εφεσείοντος, την αντιστροφή του βάρους απόδειξης και την απόρριψη της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από την Υπεράσπιση.

 

        Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τα πρακτικά της διαδικασίας και την πρωτόδικη Απόφαση. Με όλο το σέβας προς τον συνήγορο οι πιο πάνω θέσεις δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παρέθεσε με λεπτομέρεια την αξιολόγηση των Αστυφυλάκων Μ.Κ.1, 4 και 5 η οποία αφορούσε στις πράξεις που έκαστος προέβη στο πλαίσιο της υπηρεσιακής του ιδιότητας. Προχώρησε σε πολυσέλιδη παράθεση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης μαζί με αξιολόγηση των όσων αυτή είχε πει, παραλείποντας οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο των βίντεο ή συσχέτιση της αξιολόγησης του με αυτό. Το ίδιο έπραξε και σε σχέση με τον Μ.Κ.3, σε σχέση με την αξιολόγηση της οποίας μαρτυρίας θεώρησε ότι το ουσιαστικό της μέρος αφορούσε στο ότι η Παραπονούμενη τού είχε εκφράσει παράπονο για τη συμπεριφορά του Εφεσείοντος από πριν, πράγμα που δεν σχετίζετο με οποιονδήποτε τρόπο με το περιεχόμενο των βίντεο. Ούτε, όμως, και τα όσα κατέγραψε αξιολογώντας τη μαρτυρία του ίδιου του Εφεσείοντα συσχετίστηκαν με οποιονδήποτε τρόπο με το περιεχόμενο των βίντεο, ενώ αναλυτικά επεξηγεί το πρωτόδικο Δικαστήριο τους λόγους για τους οποίους θεώρησε αυτόν ανειλικρινή.

 

        Σημαντική θεωρούμε και την πιο κάτω αναφορά από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Όπως διαφάνηκε μέσα από την αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα των θέσεων της παραπονούμενης, όσο και κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του Κατηγορούμενου, το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 το οποίο αποτελεί την βιντεογράφηση τόσο με εικόνα όσο και με ήχο που εξασφαλίστηκε από την παραπονούμενη μέσω της κάμερας του κινητού της τηλεφώνου.».

 

        Η δήλωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντανακλά την προσοχή που επέδειξε για το θέμα κατά την αξιολόγηση και συνάδει με την αιτιολόγηση της Απόφασης. Κατάληξη μας αποτελεί ότι η καταδίκη του Εφεσείοντος δεν ήταν το αποτέλεσμα επηρεασμού του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το περιεχόμενο των βίντεο αλλά μόνο της αξιολόγησης της λοιπής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του.

 

        Ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Μη αντιπαραβολή της μαρτυρίας της Παραπονούμενης και Αντιστροφή του Βάρους Απόδειξης - Λόγοι Έφεσης 3 και 4

 

        Όπως έχει λεχθεί πιο πάνω η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης υπήρξε ενδελεχής. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε εκ προοιμίου ότι η Παραπονούμενη ήταν αξιόπιστη με αποτέλεσμα την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού αντιθέτως υπέβαλε τη μαρτυρία αυτής σε λεπτομερή εξέταση. Από την αξιολόγηση προκύπτει ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης αντιπαραβλήθηκε με τη λοιπή μαρτυρία, καθώς, και με τις θέσεις της Υπεράσπισης. Συγκεκριμένα, καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κατά την αντεξέταση η Παραπονούμενη αμφισβητήθηκε έντονα και αντεξετάστηκε με απώτερο σκοπό να πληγεί ο χαρακτήρας και το ήθος της, σε σχέση με τα οποία η Υπεράσπιση παρουσίασε και μάρτυρες. Επεσήμανε ότι η σειρά των προσώπων που ακολούθησε η Παραπονούμενη για να αποκαλύψει τη σεξουαλική παρενόχληση που δεχόταν από τον Εφεσείοντα επιβεβαιώθηκε από τον Μ.Κ.3, ο οποίος επίσης επιβεβαίωσε τη θέση της ότι δεν είχε αναφερθεί σε συγκεκριμένο ποσό όταν είχε ζητήσει χρήματα από τον Εφεσείοντα για να βοηθήσει τρίτο πρόσωπο που αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας. Αναφορά έγινε και στη θέση της Υπεράσπισης περί προσπαθειών της Παραπονούμενης να προκαλέσει σεξουαλικά άλλους συναδέλφους της, η οποία σημειώνουμε αποτέλεσε το αντικείμενο της μαρτυρίας των Μ.Υ.4, Μ.Υ.5 και Μ.Υ.7.   Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη θέση της Παραπονούμενης πως δεν είχε ζητήσει δανεικά από συναδέλφους της, αποδεχόμενο τη θέση της υπεράσπισης περί τούτου.

 

        Τα πιο πάνω οδηγούν στο ότι δεν ευσταθούν τα όσα επικαλείται ο Εφεσείων με τους Λόγους Έφεσης 3 και 4.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας - Λόγοι Έφεσης 5 έως 14

 

Με τους Λόγους Έφεσης 5 έως 14 αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης (Λόγοι Έφεσης 5, 6 και 7), ο αποκλεισμός ως άσχετης της μαρτυρίας των Μ.Υ. και του Κατηγορούμενου για το ήθος της Παραπονούμενης και τη συμπεριφορά της γενικότερα (Λόγος Έφεσης 8), η αξιολόγηση του Εφεσείοντος  και των Μ.Υ.1, 3 και 2 (Λόγοι Έφεσης 9, 10, 11 και 14) και η παραγνώριση της μαρτυρίας των Μ.Υ.4, 5, 6 και 7 (Λόγοι Έφεσης 12 και 13).

 

Όπως φαίνεται, όλοι οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνουμε την καλά εδραιωμένη στη νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Αναστάση ν. Φυσέντζου, Πολ. Έφ. 354/14 ημερ. 5.10.2023, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.2024). Παραθέτουμε απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας, Πολ. Έφ. 26/21 ημερ. 28.2.2024:

 

«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 300.

 

        Έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε το οποίο να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τις αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας, επισημαίνοντας ότι αυτή δεν κρίνεται μικροσκοπικά, ενώ προέβη σε λεπτομερή και ενδελεχή καταγραφή των λόγων για τους οποίους είτε αποδέχετο είτε δεν αποδέχετο συγκεκριμένη μαρτυρία.

 

        Όσον αφορά στην Παραπονούμενη, σημείωσε πως δεν εντόπισε οποιαδήποτε αντίφαση μεταξύ της γραπτής της κατάθεσης και της προφορικής της μαρτυρίας, ότι σημαντικό μέρος της μαρτυρίας της επιβεβαιώθηκε από τον Μ.Κ.3, ότι οι λόγοι που έδωσε για την καθυστέρηση στην υποβολή του παραπόνου της ήσαν δικαιολογημένοι με βάση τη Νομολογία και το γεγονός ότι η Υπεράσπιση δεν κατόρθωσε να πλήξει την αξιοπιστία της όσον αφορούσε στον ισχυρισμό περί δήθεν προκλητικού ντυσίματος της.

 

        Για τον Εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε την διαπίστωση ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να καταθέσει με ειλικρίνεια αλλά πως ο πυρήνας της εκδοχής του είχε θεμελιωθεί στο να καταδείξει τον κακό χαρακτήρα και έλλειψη ήθους της Παραπονούμενης. Σημείωσε ότι η υπεράσπιση του δεν χαρακτηρίζετο από σταθερότητα ή συνοχή, έκρινε μη πειστική τη θέση του πως η Παραπονούμενη κατέστρωσε πλεκτάνη για να τον εκδικηθεί επειδή της είχε πει ότι θα την κατήγγελλε για το ότι πήρε ένα υπηρεσιακό όχημα χωρίς άδεια, αφού διαπίστωσε ότι αυτή διαψεύδεται από τον Μ.Κ.3, η δε καταγγελία της Παραπονούμενης για σεξουαλική παρενόχληση από τον Εφεσείοντα είχε προηγηθεί χρονικά του περιστατικού με το υπηρεσιακό όχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων έκανε αναφορές σε φήμες για το πρόσωπο της Παραπονούμενης χωρίς να έχει προσωπική γνώση περί της αλήθειας τους, ενώ είπε ψέματα πως ο ανακριτής της υπόθεσης τον είχε εμποδίσει από το να αναφέρει οτιδήποτε περαιτέρω στην κατάθεση του. Ενώ επιχείρησε να πείσει ότι σπανίως έβλεπε την Παραπονούμενη, αντεξεταζόμενος παραδέχτηκε ότι επικοινωνούσε μαζί της και τηλεφωνικώς, καθώς και ότι την μετέφερε με το αυτοκίνητο στο σπίτι της και σε χώρους εργασίας. Πλείστες δε εκ των θέσεων που προέβαλε ο Εφεσείων στο Δικαστήριο δεν είχαν υποβληθεί στους μάρτυρες τους οποίους αφορούσαν για να τοποθετηθούν.

 

        Για τον Μ.Υ.1 το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν είχε αποκαλύψει την αλήθεια για τη συνάντηση που είχε στο γραφείο του με την Παραπονούμενη, αφού διαψεύστηκε από τον Μ.Κ.3, ο οποίος ήταν επίσης παρών. Έκρινε ότι ήταν μεροληπτικός εναντίον της Παραπονούμενης με φανερή προσπάθεια να πλήξει το ήθος και τον χαρακτήρα της.

 

        Αναφορικά με τον Μ.Υ.3 το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως είχε αναφέρει ότι για το επίδικο περιστατικό δεν είχε αντιληφθεί προσωπικά οτιδήποτε. Ειδικότερα, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι τα όσα ο Μ.Υ.3 είχε ισχυριστεί σε σχέση με ένα περιστατικό που αφορούσε τον ίδιο και την Παραπονούμενη δεν είχαν τεθεί στην Παραπονούμενη για να μπορέσει να απαντήσει, δεν ήταν δε σχετικό με τα επίδικα θέματα.

 

        Κατ' ακολουθία, προσεκτική ανάγνωση της Απόφασης και των πρακτικών δείχνει μίαν καθόλα ικανή και πειστική αξιολόγηση της μαρτυρίας, ενώ δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε που να παρέχει ευχέρεια για επέμβαση μας.

 

        Σημειώνουμε, επιπλέον, ότι συμφωνούμε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στη μαρτυρία των Μ.Υ.2, Μ.Υ.4, Μ.Υ.5, Μ.Υ.6 και Μ.Υ.7 δεν μπορούσε να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού δεν προσέθετε οτιδήποτε στα επίδικα θέματα. Η μαρτυρία των πιο πάνω αφορούσε είτε σε φήμες για την Παραπονούμενη, είτε σε περιγραφή περιστατικών που δεν είχαν σχέση με τα επίδικα και ορθά κρίθηκε ως άσχετη.

 

        Συνεπώς ούτε και οι Λόγοι Έφεσης 5 έως 14 μπορούν να πετύχουν.

 

        Η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο