ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

       

(Ποινική Έφεση Αρ. 264/23)

 

19 Ιουλίου 2024


[
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

            

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΤΟΚΚΑΛΛΟΥ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑---------------

 

Λ. Μούζουρου (κα), για τον Εφεσείοντα

Π. Αβρααμίδης για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η


        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων μετά από παραδοχή κρίθηκε ένοχος πρωτοδίκως στις κατηγορίες της (1) Συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και ειδικότερα της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και (2) Διάρρηξης κατοικίας και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλακίσεως 12 μηνών στην 2η Κατηγορία ενώ δεν επέβαλε καμία ποινή στην 1η Κατηγορία. Διατάχθηκε επιπλέον η ενεργοποίηση ποινής φυλάκισης 5 μηνών από ανασταλείσα ποινή φυλακίσεως 18 μηνών στην υπόθεση με αρ. 16080/19.

 

        Με την υπό κρίση Έφεση ο Εφεσείων προσβάλλει με τέσσερεις Λόγους Έφεσης την πιο πάνω ποινή και ειδικότερα προβάλλεται ότι: (1) Η ποινή των 12 μηνών που επιβλήθηκε στη 2η Κατηγορία είναι έκδηλα υπερβολική (Πρώτος Λόγος Έφεσης), (2) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στην αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλακίσεως (Δεύτερος Λόγος Έφεσης), (3) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε διαδοχική έκτιση 5 μηνών της ενεργοποιηθείσας ανασταλείσας ποινής (Τρίτος Λόγος Έφεσης), και, (4) το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία όσον αφορά τη χρόνια εξάρτηση του Εφεσείοντος σε ουσίες σε σχέση με την επιβολή της ποινής (Τέταρτος Λόγος Έφεσης).

 

        Δυστυχώς, αντί παράθεσης γεγονότων με τον ενδεικνυόμενο τρόπο, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντίγραφο της έκθεσης του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, στην οποία δεν περιέχονται μόνο γεγονότα. Η πρακτική αυτή, όπως έχουμε επισημάνει και σε άλλες αποφάσεις (βλ. Φραγκούδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 239/23, ημερ. 11.7.2024) δυσχεραίνει το έργο του Δικαστηρίου, το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν θα έπρεπε να το αποδέχεται.

 

        Έχουμε διεξέλθει την έκθεση του Τ.Α.Ε. από την οποία μπορούν να συναχθούν τα εξής ως γεγονότα:

 

1.    Στις 24.10.2020 και περί ώρα 11:15 καταγγέλθηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού από την Ε.Σ. ότι προ 15λέπτου είχε διαρρηχθεί η οικία της και κλάπηκε από αυτήν περιουσία συνολικής αξίας €2.305.

2.    Η Ε.Σ. ανέφερε ότι ενώ βρισκόταν στο σπίτι μόνη της άκουσε θόρυβο νομισμάτων να πέφτουν στο πάτωμα και ερμάρια να ανοίγουν. Φώναξε και βγήκε από το υπνοδωμάτιο στο οποίο βρισκόταν και είδε νομίσματα στο πάτωμα άλλου υπνοδωματίου. Έτρεξε προς την κεντρική είσοδο του σπιτιού της και αφού άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, είδε έναν άντρα να επιβιβάζεται σε άσπρο αυτοκίνητο μάρκας Toyota Corolla, του οποίου οι τελευταίοι τρεις αριθμοί εγγραφής ήταν .662, και να φεύγει.

3.    Από έλεγχο που διενήργησε η Ε.Σ. διαπίστωσε ότι είχε κλαπεί μία χρυσή καδένα αξίας €2.000, δύο μικρές χρυσές Παναγίες συνολικής αξίας €300 και το χρηματικό ποσό των €5 σε νομίσματα.

4.    Από εξετάσεις που διενήργησαν μέλη του Τ.Α.Ε. διαπιστώθηκε ότι η είσοδος στην οικία επιτεύχθηκε από το αλουμινένιο παράθυρο του ισογείου, αφού πρώτα παραβιάστηκαν τα αλουμινένια φυλλαράκια με τη χρήση βίας και ακολούθως το αλουμινένιο, συρόμενο παράθυρο το οποίο ήταν κλειστό αλλά απασφάλιστο, ανοίγοντας το επίσης με χρήση βίας.

5.    Από εξετάσεις που έγιναν σε δύο κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης που βρίσκονται εγκατεστημένα σε γειτνιάζουσες οικίες, διαπιστώθηκε ότι οι αριθμοί εγγραφής του πιο πάνω αναφερόμενου αυτοκινήτου είναι .662, εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οποίου είναι ο Εφεσείων. Το κλειστό κύκλωμα κατέγραψε το αυτοκίνητο να σταθμεύει λίγα λεπτά πριν τη διάρρηξη σε δρόμο κοντά στο σπίτι της Ε.Σ. και από τη θέση του συνοδηγού να κατεβαίνει άγνωστος άντρας και να κατευθύνεται προς τον δρόμο που βρίσκεται το σπίτι της Ε.Σ. Ο οδηγός του οχήματος αφού προχώρησε με το αυτοκίνητο προς την αντίθετη κατεύθυνση, στη συνέχεια επέστρεψε και κατευθύνθηκε προς την ίδια κατεύθυνση με τον συνοδηγό.

6.    Στις 24.10.2020 εξεδόθη Ένταλμα Σύλληψης εναντίον του Εφεσείοντος ο οποίος αναζητήθηκε, δεν εντοπίστηκε και καταζητείτο. Συνελήφθη στις 25.10.2020 στην οικία του στην Πάφο όπου και αρνήθηκε τις κατηγορίες.

7.    Την ίδια μέρα διενεργήθηκε έρευνα στην οικία του Εφεσείοντος  αλλά και στο όχημα με αριθμούς εγγραφής .662, χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε το ύποπτο. Ο Εφεσείων σε ανακριτική κατάθεση που του λήφθηκε αρνήθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

        Όπως λέχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσείων βαρύνετο με μία προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση με αριθμό 16080/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 17.9.2019 για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, διάρρηξης κατοικίας και κλοπής και τρεις διαρρήξεις. Στην εν λόγω υπόθεση στον Εφεσείοντα είχαν επιβληθεί συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με υψηλότερη την ποινή των 18 μηνών, των οποίων είχε διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης για περίοδο 3 ετών.

 

Ύψος της ποινής - Λόγοι Έφεσης 1 και 4

 

        Μελετώντας τους Λόγους Έφεσης διαφαίνεται ότι οι Λόγοι Έφεσης 1 και 4 ενδείκνυται όπως εξεταστούν ταυτόχρονα, αφού αφορούν ουσιαστικά και οι δύο στο ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

        Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνουμε την καλά γνωστή αρχή πως το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε αλλά απλώς εξετάζει το κατά πόσον αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Εξουσία  επέμβασης παρέχεται μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα υπερβολική είτε έκδηλα ανεπαρκής (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν. Terzelaki, Ποιν. Έφ. 6/23, ημερ. 4.6.2024 και  S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/21, ημερ. 27.10.2022). Όπως λέχθηκε στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525:

 

«Το στοιχείο της υπερβολικότητας της ποινής πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς εξουδετέρωση της υπερβολής και αποκατάσταση της πρέπουσας αναλογικότητας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος, έννοιας που είναι συνυφασμένη και με το άτομο και τις συνθήκες του παραβάτη (Βλ. Nicosia Police and Djemal Ahmed, 3 R.S.C.C. 50) αφενός, και της ποινής η οποία επιβάλλεται, αφετέρου, όπως ορίζει η νομολογία (Philippou v Republic (ανωτέρω), Βλ. επίσης μεταξύ άλλων Demetriou v Republic (1988) 2 C.L.R., 175, Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, και Φιλίππου άλλως "Φαλκονέτι" ν Αστυνομίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 245). Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, δηλαδή να είναι φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου, τη σοβαρότητα του εγκλήματος με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:-

(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και

(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η ομοιομορφία στη μεταχείρηση των παραβατών που συνάδει και με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 28, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου. Το πλαίσιο το οποίο διαγράφεται από τη νομολογία ως προς την τιμωρία συγκεκριμένων τύπων εγκλημάτων είναι απαρέγκλιτα ευρύ ανάλογο με την ανομοιογένεια των γεγονότων που μπορεί να συνθέσουν το ίδιο αδίκημα».

 

        Για το αδίκημα της Διάρρηξης Κατοικίας και Κλοπής στο Άρθρο 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι 7 έτη. Η ίδια ποινή προβλέπεται και για το αδίκημα της Συνωμοσίας προς Διάπραξη Κακουργήματος στο Άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η Νομολογία έχει επανειλημμένα τονίσει τη σοβαρότητα αδικημάτων διαρρήξεων και κλοπών, τονίζοντας ότι η συνήθης ποινή για αδικήματα αυτής της φύσης είναι αυτή της φυλάκισης. Όπως λέχθηκε, μεταξύ άλλων, στην Hussein ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/18, ημερ. 31.5.2019:

 

«Υπάρχει πλούσια νομολογία στην οποία τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.

 

Στην υπόθεση Ahmed Saadi v. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 308/14 ημερ. 24/6/2016, που αφορούσε επίσης σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής:

 

«Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα, (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77, Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824)».

 

Η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα επαναλήφθηκε και στην πρόσφατη υπόθεση Balampanidis v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 210/18 ημερ. 10/5/2019, όπου αναφέρθηκε επίσης ότι σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών «ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής».

 

        Όπως επισημαίνεται σε αριθμό αποφάσεων, οι διαρρήξεις, οι κλοπές και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης (βλ. Bandits v. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 717, Manga Ekole ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 108/21, ημερ. 15.2.2022). Πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαβρώνουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Χαρακτηριστικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Bezanidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785:

 

        «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιφέρει ρήξη στον κοινωνικό ιστό και στην ευόδωση της επίτευξης του στόχου εδραίωσης μιας φιλήσυχης και ειρηνικής κοινωνίας στην οποία δικαιούται να προσβλέπει ο κάθε πολίτης ώστε να νοιώθει ασφάλεια».

 

        Στην υπό κρίση υπόθεση ο Εφεσείων εισήλθε στην οικία της Ε.Σ. ενώ αυτή βρισκόταν στο σπίτι μόνη, αφού παραβίασε με σωματική βία αλουμινένιο παράθυρο. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι «.το αδίκημα της διάρρηξης, παρά του ότι γίνεται σχεδόν πάντα με σκοπό την κλοπή, αφήνει στα θύματα του πέραν της οικονομικής απώλειας, αίσθημα ανασφάλειας και φόβου αφού παραβιάζεται η οικία του, ο πιο προσωπικός του χώρος, το άσυλο του.». Σημειώνουμε επιπλέον ότι η κλοπιμαία περιουσία δεν έχει ανευρεθεί. Υπό αυτά τα δεδομένα οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος είναι ήσσονος σημασίας.

 

        Εντούτοις, σε αντίθεση με την εισήγηση που προβάλλεται από πλευράς Εφεσείοντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του από την Υπεράσπιση. Με παραπομπή στη σχετική Νομολογία έγινε μνεία στην παραδοχή και απολογία του Εφεσείοντος. Καταγράφονται οι προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντος και ότι είναι ηλικίας 60 ετών, περιλαμβανομένης της απώλειας των γονιών του εντός της τελευταίας δεκαετίας. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στις προσπάθειες που ο Εφεσείων καταβάλλει για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά, και το ότι αυτός ακολουθεί επιτυχώς πρόγραμμα απεξάρτησης, καταγράφοντας ότι ακόμη και η προσπάθεια απεξάρτησης από μόνη της θα πρέπει να ανταμείβεται ανάλογα. Δεν συμφωνούμε συνεπώς με την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες προς μείωση της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, αντιθέτως καταγράφεται ότι οι προσπάθειες του για απεξάρτηση «.αποτελούν ένα σοβαρό μετριαστικό παράγοντα, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη προς όφελος του». Η αντιμετώπιση αυτή συνάδει και με τη Νομολογία (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513).

 

        Ταυτόχρονα θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το γεγονός της εξάρτησης του Εφεσείοντος από ουσίες δεν είχε συνδεθεί εν προκειμένω με τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής η απόφαση Pernell Geoffrey Michael John v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 Α.Α.Δ. 417 στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα.

 

        Πέραν των πιο πάνω, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε την ενδεδειγμένη βαρύτητα και στο γεγονός ότι ο Εφεσείων βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη η οποία αφορούσε στη διάπραξη ίδιας φύσεως αδικημάτων, τονίζοντας την καθιερωμένη αρχή ότι η σημασία αυτής έγκειται στο ότι η ύπαρξη της τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέα Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17).

         

        Έχοντας σταθμίσει όλα τα δεδομένα της υπόθεσης θεωρούμε ότι η επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως 12 μηνών όχι μόνο δεν είναι υπερβολική, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως επιεικής.

 

        Οι Λόγοι Έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

        Θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα αποτέλεσε το ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στην αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης αφού το σύνολο των προσωπικών περιστάσεων του, οι μετριαστικοί παράγοντες και τα περιστατικά διάπραξης των αδικημάτων δικαιολογούσαν μία τέτοια αντιμετώπιση.

 

        Σημειώνουμε ότι η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής, και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373). Επαναλαμβάνουμε, στο σημείο αυτό τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση Σώζου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 260:

 

        «Έχουμε εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων επί του υπό κρίση ζητήματος και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας. Όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, με τον Ν.186(1)/2013 η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου. Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Η κάθε υπόθεση βέβαια κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών και η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Όπως δε τονίστηκε στην υπόθεση Ιωσήφ (ανωτέρω) «εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στο συγκεκριμένο κατηγορούμενο» και «κατά την εξέταση του ζητήματος σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Επί του θέματος η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους, την οποία και παραθέτουμε:

 

        «Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και ειδικότερα τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και τις προσπάθειες απεξάρτησης του από εξαρτησιογόνες ουσίες που καταβάλλει αλλά και όλοι οι λοιποί ελαφρυντικοί παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω και τους οποίους λαμβάνω υπόψη κρίνω ότι δεν είναι ικανοί να οδηγήσουν σε αναστολή της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι ο κατηγορούμενος, βαρύνεται ήδη με μια προηγούμενη καταδίκη για ίδιας φύσης αδικήματα και παρά το ότι του δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξει ότι δύναται να είναι νομοταγής πολίτης τούτο δεν έγινε κατορθωτό να τον συνετίσει, κάτι που δεικνύει, κατά την κρίση μου, τη ροπή του κατηγορούμενου στην επίδειξη εγκληματικής συμπεριφοράς. Είναι λοιπόν σαφές ότι προέχει το στοιχείο της αποτροπής όχι μόνο για το κοινό γενικότερα αλλά πρώτιστα για τον ίδιο τον κατηγορούμενο».

 

        Προσθέτουμε δε ότι τα υπό εκδίκαση αδικήματα διαπράχθησαν καθ' όν χρόνο ευρίσκετο σε ισχύ η αναστολή της προηγούμενης ποινής φυλακίσεως που είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα. Έχοντας υπόψη και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τυχόν αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης στην υπό κρίση υπόθεση θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα.

 

        Ισχύουν εν προκειμένω και τα πιο κάτω λεχθέντα στην Φιλιππίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 227/23, ημερ. 20.3.2024:

 

        «Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την υπόθεση στις σωστές διαστάσεις της και ορθά ενέταξε τον αποτρεπτικό παράγοντα της ποινής σε αδικήματα που παρουσιάζουν έξαρση και την ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης τους για αποτροπή παρόμοιων πράξεων ως λόγο για τον οποίο δεν θα έπρεπε να ανασταλούν οι ποινές φυλάκισης που επεβλήθηκαν στον Εφεσείοντα».

 

        Ο Δεύτερος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

        Όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, τα αδικήματα διαπράχθησαν από τον Εφεσείοντα εντός της περιόδου αναστολής της 18μηνης ποινής φυλάκισης που του είχε επιβληθεί στην υπόθεση με αρ. 16080/19. Καθηκόντως, συναφώς, και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 4(1) του περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου 95/72 το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα ενεργοποίησης της ανασταλείσας εκείνης ποινής.

 

        Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Βασιλειάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 409, ποινή φυλάκισης με αναστολή είναι ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς. Η αναστολή αναβάλλει την εκτέλεση της φυλάκισης αλλά δεν αλλοιώνει τη φύση της. Σε περίπτωση παράβασης των όρων αναστολής, το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αποφασίστηκε η αναστολή καταρρέει και ο λόγος για μη ενεργοποίηση της φυλάκισης εξαφανίζεται. Στην Louca v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 141, λέχθηκε ότι όταν γίνεται παράβαση των όρων της αναστολής, το πρωταρχικό ζήτημα που εγείρεται προς εξέταση είναι κατά πόσον η παράβαση αυτή είναι για οποιονδήποτε λόγο δικαιολογημένη ή η βαρύτητα μειώνεται εξαιτίας οποιωνδήποτε περιστατικών. Τονίστηκε ότι το Δικαστήριο δεν εξετάζει εκ νέου την ορθότητα της ποινής φυλάκισης που είχε επιβληθεί, στην απουσία δε κατάλληλων περιστατικών που μειώνουν τη βαρύτητα της παράβασης των όρων της αναστολής, ενεργοποίηση πρέπει να διατάσσεται ως κανόνας. Όπως δε περαιτέρω τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση, ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να παραπονεθεί, διότι παραβαίνοντας τους όρους με τους οποίους η φυλάκιση αναστάληκε, υπολογισμένα ριψοκινδύνεψε την ελευθερία του την οποία και στερείται από δική του εσκεμμένη πράξη. Το Δικαστήριο επίσης οφείλει να λάβει υπόψη ότι η συνολική ποινή, δηλαδή η ποινή για τη βασική υπόθεση και η ενεργοποιημένη ποινή, δεν πρέπει να είναι υπερβολική.

 

        (βλ. και Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62).

 

        Σημειώνουμε επιπλέον ότι στη Χριστοφίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148 όπου κατηγορούμενος είχε διαπράξει αδικήματα παρόμοιας φύσης εντός της περιόδου αναστολής προηγούμενης ποινής φυλακίσεως, λέχθηκε ότι η ενεργοποίηση κάποιου μέρους της ποινής καθίστατο επιβεβλημένη ώστε να μην απωλέσει η φυλάκιση με αναστολή το νόημα της αλλά και για να μην εξασθενήσει ή να εξουδετερωθεί η αποτελεσματικότητα της ως σωφρονιστικό μέτρο.

 

        Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, θεωρούμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει την ενεργοποίηση ποινής φυλάκισης 5 μηνών από την ανασταλείσα 18μηνη ποινή φυλακίσεως ήταν επιβεβλημένη. Ούτε και συμφωνούμε με τη θέση ότι το σύνολο των ποινών ήταν έκδηλα υπερβολικό.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την κρίση του εντός των προβλεπόμενων από τη Νομολογία πλαισίων και δεν παρέχεται οποιοδήποτε πεδίο για επέμβαση μας.

 

        Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

                                                                              

                                                                                                                             Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

                                                                              

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο