ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ KYΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 118/2023)
17 Ιουλίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσείουσα,
v.
1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΟΥΝΩΤΟΣ
2. ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Εφεσίβλητων.
--------------------
Κ. Παπαδοπούλου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείoυσα.
Δ. Νικολετόπουλος μαζί με Σ. Παρπούνα, για Ε. Κ.Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 1.
Θ. Αντωνίου (κα), για τον Εφεσίβλητο 2.
Θ. Κουσπή (κα), για Α.Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Γ. Γεωργίου.
Καμία Εμφάνιση για τα λοιπά Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Θ. Κουσπή (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Θ. Αρναούτη.
--------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Με την απόφασή του ημερ. 24.7.2014 επί των συνεκδικαζόμενων Προσφυγών Αρ. 1437/12, 1490/12 και 1545/12, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τη διοικητική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως (εφεξής «ο Υπουργός») να προάξει τέσσερα πρόσωπα στη θέση Αστυνόμου Β΄ (εφεξής «η επίδικη θέση»).
Δεδομένου ότι ο Υπουργός έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, την έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης (εφεξής «η Επιτροπή») που συντάχθηκε βάσει του Κανονισμού 22 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών ως τροποποιήθηκαν (εφεξής «η ΚΔΠ 214/2004») και ότι η Επιτροπή αξιολόγησε τόσο τα εκεί τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη όσο και τους εκεί τρεις προσφεύγοντες ισότιμα, ως εξαίρετους στην αξία και πολύ καλούς στα προσόντα, το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η περί προαγωγών προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη, καθότι δεν ήταν αντιληπτό πώς υποψήφιοι με τόσο διαφορετικά προσόντα είχαν αξιολογηθεί όλοι ως πολύ καλοί στον παράγοντα αυτό «Τη στιγμή μάλιστα, που, όπως εύστοχα επισημαίνει ο αιτητής στην Προσφυγή αρ. 1545/2012, σύμφωνα με τον Καν. 3 των Κανονισμών πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σπουδών σε θέματα συναφή με τα καθήκοντα της Δύναμης, όπως των τριών αιτητών, θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν για το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, απαιτείται ειδικός λόγος για την παραγνώρισή τους.».
Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι παράνομα παρεγνωρίσθη η αρχαιότητα των δύο εκ των τριών προσφευγόντων (έναντι τεσσάρων εκ των πέντε ενδιαφερομένων μερών) «ιδίως ενόψει της θεωρηθείσας ισότητάς τους [των δύο προσφεύγοντων με τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη] στους άλλους δύο παράγοντες, της αξίας και των προσόντων, κατάσταση η οποία καθιστά την αρχαιότητα τον καθοριστικό πλέον παράγοντα».
Η προρρηθείσα απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθη, τουναντίον ακολούθησε επανεξέταση για την πλήρωση των επίδικων θέσεων, στο πλαίσιο της οποίας ο Υπουργός επέλεξε για προαγωγή πρόσωπα τα οποία δεν ήταν διάδικοι (ενδιαφερόμενα μέρη ή προσφεύγοντες) στις προηγηθείσες συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 1437/12 κ.ά. Συγκεκριμένα, επέλεξε τα νυν Ενδιαφερόμενα Μέρη Γ. Γεωργίου, Φ. Παπαηλία, Σ. Σπύρου, Ι. Μαυροχάννα και Θ. Αρναούτη (εφεξής «τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη»). Οι κατά την επανεξέταση νέες προαγωγές προσβλήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τις συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 135/17, 226/17, 267/17, 435/17, 436/17, 495/17, 501/17, 507/17, 535/17 και 373/18. Εξ αυτών των Προσφυγών, μόνο η Προσφυγή Αρ. 226/17 καταχωρίστηκε από πρόσωπο που ήταν διάδικος στις προηγηθείσες συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 1437/12 κ.ά., ήτοι από τον Α. Αντωνίου ο οποίος ήταν ένας εκ των πέντε ενδιαφερομένων μερών σε αυτές τις προηγηθείσες Προσφυγές, όπερ σημαίνει ότι ο Α. Αντωνίου επιλέγηκε για προαγωγή κατά την αρχική πλήρωση των επίδικων θέσεων, όχι όμως κατά την επανεξέταση της πλήρωσής τους.
Με την απόφασή του ημερ. 1.9.2023, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τις προαγωγές των πέντε Ενδιαφερομένων Μερών στο Πλαίσιο των Προσφυγών Αρ. 135/17 και 226/17, απορρίπτοντας τις λοιπές συνεκδικαζόμενες Προσφυγές ως άνευ αντικειμένου (ενόψει της προηγηθείσας ακύρωσης).
Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε (στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 135/17) την προαγωγή των Σπύρου και Μαυροχάννα και (στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 226/17) την προαγωγή των Γεωργίου, Παπαηλία και Αρναούτη, αποδεχόμενο τους εξής λόγους ακύρωσης:
(α) δεδομένου ότι η Επιτροπή αξιολόγησε υπέρτερα (ως εξαίρετους) τους 2 Αιτητές (και ενώπιον μας Εφεσίβλητους) στο κριτήριο των προσόντων έναντι των πέντε Ενδιαφερομένων Μερών (που αξιολογήθηκαν ως πάρα πολύ καλοί), παράνομα ο Υπουργός προήγαγε τους τελευταίους λόγω της υπεροχής τους (έναντι των Εφεσίβλητων) σε αρχαιότητα (και σε πείρα που εξάγεται από την αρχαιότητα), διότι η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι και, εν προκειμένω, τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη δεν ήταν ίσοι, αλλά υστερούσαν έναντι των Εφεσίβλητων σε προσόντα, με αποτέλεσμα η αρχαιότητα να μην είναι αποφασιστικής σημασίας·
(β) παράνομα ο Υπουργός δεν τήρησε σταθερό και ενιαίο μέτρο κρίσης, διότι άλλοτε πρόκρινε την αρχαιότητα έναντι των προσόντων και άλλοτε το αντίθετο.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εφεσιβάλλεται από την Εφεσείουσα Δημοκρατία η οποία προβάλλει τους εξής λόγους έφεσης:
Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, «Εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη το σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο, απομόνωσε ως λειτουργικό εύρημα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές με αρ. 1437/12, 1490/12 και 1545/12, μεταξύ Μάριου Χριστοφίδη κ.ά. -ν- Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1. Αρχηγού Αστυνομίας, 2. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, απόφαση ημερ. 24/07/14 (στο εξής «η ακυρωτική απόφαση» (βλ. Παράρτημα Α στην Ένσταση των Καθ'ων η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία), το εγκιβωτισμένο απόσπασμα στις σελ. 12-13 της εκκαλούμενης απόφασης, το οποίο αναφέρεται σε καταργηθέντα Κανονισμό και/ή σε Κανονισμό που δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς να κατευθύνει την προσοχή του στο λειτουργικό εύρημα που προέκυπτε από την σελ. 13 της δακτυλογραφημένης ακυρωτικής απόφασης αναφορικά με την αρχαιότητα.».
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Για να αιτιολογήσει την κρίση του περί του ότι η αρχαιότητα των πέντε Ενδιαφερομένων Μερών δεν υπερκεράζει νόμιμα την υπεροχή των Εφεσίβλητων σε προσόντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο μεταξύ άλλων παραπέμπει σε απόσπασμα της απόφασης ημερ. 24.7.2014 του Ανώτατου Δικαστηρίου επί των συνεκδικαζόμενων Προσφυγών Αρ. 1437/12, 1490/12 και 1545/12 κατά το οποίο ο Κανονισμός 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (εφεξής «η ΚΔΠ 52/1989») προβλέπει ότι πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σπουδών σε θέματα συναφή με τα καθήκοντα της Δύναμης θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν για το οποίο κατά τη νομολογία απαιτείτο ειδικός λόγος για την παραγνώρισή τους.
Κατά την Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα βασίστηκε στο άνω απόσπασμα διότι, αφενός, συνιστά «εν παρόδω λεχθέν» (obiter dictum) και, αφετέρου, η ΚΔΠ 52/1989 (περιλαμβανομένου του Κανονισμού 3) καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την ΚΔΠ 214/2004, οπότε ο εν λόγω Κανονισμός 3 δεν ίσχυε εντός του ουσιώδους χρόνου (2012), βάσει των δεδομένων του οποίου διεξήχθη τόσο η αρχική διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων όσο και η επίδικη επανεξέταση.
Όντως, η ΚΔΠ 214/2004 καταργεί και αντικαθιστά την ΚΔΠ 52/1989 από την 8.4.2004. Όμως, η δικαστική απόφαση ημερ. 24.7.2014 του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφαίνεται ότι η αρχική απόφαση περί πλήρωσης των επίδικων θέσεων ήταν αναιτιολόγητη, διότι εξισώθηκαν άνευ εξήγησης ποικίλα προσόντα, παραπέμποντας στον Κανονισμό 3 της ΚΔΠ 52/1989 για να αιτιολογήσει το άνω εύρημά του.
Συνάγεται ότι η παραπομπή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στον Κανονισμό 3 (και η -στο πλαίσιο αυτής της παραπομπής- κρίση πως η παραγνώριση επιπρόσθετου προσόντος προϋποθέτει ειδική αιτιολογία) εντάσσεται στο λειτουργικό εύρημα (ratio decidendi) το οποίο δημιούργησε δεδικασμένο δεσμεύον την Εφεσείουσα κατά την επανεξέταση, ανεξαρτήτως του κατά πόσο το απορρέον δεδικασμένο αντανακλούσε ορθά ή λάθος το ισχύον δίκαιο. Η ορθότητα του ανακύπτοντος δεδικασμένου θα μπορούσε να προβληματίσει μόνο στο πλαίσιο έφεσης κατά της δικαστικής απόφασης ημερ. 24.7.2014, που δεν έγινε (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 41/2019 Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Μίλλερ, απόφαση ημερ. 31.1.2024).
Ενόψει των ανωτέρω, η ενώπιόν μας εφεσιβαλλόμενη απόφαση ορθά αναφέρεται στο δεδικασμένο της 24.7.2014 ως προς το πρόσθετο προσόν.
Εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στήριξε την κρίση του (περί του ότι η αρχαιότητα δεν υπερκεράζει το πρόσθετο προσόν) μόνο στο δικαστικό απόσπασμα της 24.7.2014 το οποίο παραπέμπει στον Κανονισμό 3.
Επιπροσθέτως, επικαλέστηκε και άλλο απόσπασμα από τη δικαστική απόφαση ημερ. 24.7.2014, το οποίο ρητά αναφέρει ότι η αρχαιότητα καθίσταται καθοριστικός παράγοντας όταν οι συγκρινόμενοι υποψήφιοι είναι ίσοι στους άλλους δύο παράγοντες της αξίας και των προσόντων, επικαλούμενο τη γενικότερη προς τούτο νομολογία η οποία δεν αφορά αποκλειστικά την πλήρωση θέσεων στην Αστυνομία αλλά διέπει επίσης και τα της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, όπερ σημαίνει ότι η άνω νομική αρχή δεν απορρέει αποκλειστικά και μόνο από τον καταργηθέντα Κανονισμό 3.
Αφού το κριτήριο της αρχαιότητας υπερισχύει μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία και προσόντα, τόσο ως γενική αρχή (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 148/2020 Δημοκρατία ν. Κέκκου κ.ά., απόφαση ημερ. 19.10.2021) όσο και ως δεδικασμένο, αδόκιμα η Εφεσείουσα εστιάζει στην αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον Κανονισμό 3, διότι έτσι αντιμετωπίζει την εφεσιβαλλόμενη απόφαση μικροσκοπικά (Π.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ ν. Υπουργείου Οικονομικών, (2015) 3 Α.Α.Δ. 85).
Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης, «Εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη το σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην σελ. 11 της εκκαλούμενης απόφασης ότι: «Ο Υπουργός επικαλέστηκε για την επιλογή των ενδιαφερόμενων προσώπων την διαφορά τους σε αρχαιότητα στην προηγούμενη της επίδικης θέσης έναντι του αιτητή και την πείρα (που αμιγώς και μόνο από αυτή εξάγεται)» και έκρινε στη σελ. 12 της δακτυλογραφημένης απόφασης του ότι «Εδώ ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη, βρίσκω, δεν ήταν «κατά τα άλλα ίσοι», αλλά ο αιτητής υπερτερούσε σε προσόντα των ενδιαφερομένων μερών. Συνεπώς, η αρχαιότητα δεν μπορούσε, σύμφωνα με τη νομολογία, να υπέχει αποφασιστικής σημασίας, ως αυτή, την οποία ο Υπουργός προσέδωσε, στη σύγκριση των ενδιαφερομένων μερών με τον αιτητή».
Περαιτέρω, λανθασμένα και/ή υπό πλάνη το σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη σελ. 13 της δακτυλογραφημένης απόφασης του ότι «Στην παρούσα περίπτωση, κρίνω ότι, σαφώς ο αιτητής υπερείχε σε προσόντα των ενδιαφερομένων μερών, ενώ δεν υστερούσε αυτών σε αξία και λανθασμένα δόθηκε, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών».».
Τα επίδικα γεγονότα έχουν ως εξής:
Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της έκθεσης την οποία συνέταξε κατά τα διαλαμβανόμενα στον Κανονισμό 22 της ΚΔΠ 214/2004, αξιολόγησε-
(α) τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη ως εξαίρετους (σε σχέση με την αξία) και ως πάρα πολύ καλούς (σε σχέση με τα προσόντα), και
(β) τους δύο Εφεσίβλητους ως εξαίρετους (σε σχέση με την αξία) και (κατά πλειοψηφία) ως εξαίρετους (σε σχέση με τα προσόντα).
Εν συνεχεία, ο Αρχηγός Αστυνομίας (εφεξής «ο Αρχηγός»), ο οποίος προέβη σε σύσταση προς τον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 16 των περί Αστυνομίας Νόμων και στον Κανονισμό 23 της ΚΔΠ 214/2004, σύστησε για προαγωγή στις επίδικες θέσεις τόσο τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη όσο και τους Εφεσίβλητους, αξιολογώντας τους ως εξής:
(α) τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη ως εξαίρετους (σε σχέση με την αξία) και ως παρά πολύ καλούς (σε σχέση με τα προσόντα), και
(β) τους δύο Εφεσίβλητους ως εξαίρετους σε σχέση τόσο με την αξία όσο και με τα προσόντα.
Από πλευράς του, ο Υπουργός, με βάση την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασής του-
(α) έκρινε ως εξαίρετους (σε σχέση με την αξία) τόσο τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη όσο και τους δύο Εφεσίβλητους (σελ. 22-23),
(β) διαπίστωσε ότι οι δύο Εφεσίβλητοι υπερτερούσαν σε προσόντα, μεταξύ άλλων, των πέντε Ενδιαφερόμενων Μερών (σελ. 23),
(γ) έλαβε υπόψη ότι η αρχαιότητα συνιστά κριτήριο το οποίο προσμετράται κατά τις προαγωγές στην Αστυνομία και προσδίδει στον υποψήφιο πείρα (ως απορρέει από τη χρονική διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία των υποψηφίων) η οποία ανάγεται στην αξία (σελ. 23-24), και
(δ) αναγνώρισε ότι η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι στην αξία και προσόντα (σελ.24).
Εν συνεχεία, ο Υπουργός επέλεξε για προαγωγή τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη έναντι, μεταξύ άλλων, των δύο Εφεσίβλητων, με το εξής σκεπτικό, ως προς τον συσχετισμό αρχαιότητας και προσόντων:
(α) τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη είναι υποδεέστερα των δύο Εφεσίβλητων σε προσόντα αλλά υπερείχαν σε αρχαιότητα (και στην εξ αυτής συνεπαγόμενη πείρα) στον αμέσως προηγούμενο βαθμό, η οποία αρχαιότητα ήταν αποφασιστικής σημασίας και το εύρος της προσμετρούσε στην αξία, προσδίδοντας στα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη υπεροχή στο τελευταίο αυτό κριτήριο (σελ.24)·
(β) η αρχαιότητα δεν συνιστά αποφασιστικό κριτήριο όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία και προσόντα και δεν υπήρχε τέτοια ισότητα στην προκείμενη περίπτωση (σελ.25)·
(γ) οι επιλεγέντες Παπαηλίας, Σπύρου, Μαυροχάννας και Αρναούτης υστερούσαν σε αρχαιότητα έναντι άλλων υποψηφίων (άλλων από τους δύο Εφεσίβλητους) αλλά προτιμήθηκαν λόγω της υπέρτερης αξιολόγησής τους σε αξία και προσόντα (σελ. 26 και 27).
Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το σκεπτικό του Υπουργού δεν παρουσιάζει συνοχή και ενιαίο μέτρο κρίσης, καθότι επέλεξε τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη έναντι των δύο Εφεσίβλητων με το να βαρύνει την πλάστιγγα υπέρ της υπεροχής σε αρχαιότητα των πρώτων έναντι των τελευταίων (και κατά της υπεροχής σε προσόντα των τελευταίων υπέρ των πρώτων), ενώ εν συνεχεία επέλεξε τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη έναντι άλλων υποψηφίων βαρύνοντας την πλάστιγγα με αντίθετο τρόπο, ήτοι υπέρ της υπεροχής σε προσόντα των πρώτων έναντι των τελευταίων.
Ορθά, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση άνισου μέτρου κρίσης, κατά την επιλογή υποψηφίου προς πλήρωση θέσης, συνιστά λόγο ακύρωσης (Γεωργιάδης ν. Λοϊζίδη, (2013) 3 Α.Α.Δ. 695).
Επιπροσθέτως, διαφαίνεται και η εξής αντιφατικότητα στο πλαίσιο της εκ του Υπουργού σύγκρισης μεταξύ των πέντε Ενδιαφερομένων Μερών και των δύο Εφεσίβλητων:
(α) ενώ έκρινε άπαντες εξαίρετους (και άρα ισάξιους) σε σχέση με την αξία, εν συνεχεία απεφάνθη ότι τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερτερούσαν σε αξία λόγω της υπέρτερης πείρας η οποία απέρρεε από την αρχαιότητά τους·
(β) ενώ ρητά δήλωσε ότι η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία και προσόντα, αποφαινόμενος ότι μεταξύ των πέντε Ενδιαφερομένων Μερών και των δύο Εφεσιβλήτων δεν υφίσταται τέτοια ισότητα (υπονοώντας έτσι ότι η αρχαιότητα δεν καθίσταται αποφασιστικό κριτήριο κατά την μεταξύ τους σύγκριση), τελικώς προήγαγε τα πέντε Ενδιαφερόμενα Μέρη λόγω της υπεροχής τους σε αρχαιότητα έναντι των δύο Εφεσίβλητων.
Ενόψει των ανωτέρω, απορρίπτεται ο δεύτερος λόγος έφεσης. Ομοίως απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης, κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Υπουργός δεν τήρησε σταθερό και ενιαίο μέτρο κρίσης, άλλοτε προκρίνοντας την αρχαιότητα έναντι των προσόντων και άλλοτε το αντίθετο.
Η απόρριψη των άνω λόγων έφεσης συμπαρασύρει σε απόρριψη και τον τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης οι οποίοι συνδέονται και υιοθετούν την αιτιολογία των προηγηθέντων λόγων έφεσης.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζεται το ποσό των 3000 ευρώ (επιπλέον Φ.Π.Α.), ως κατ' έφεση έξοδα, υπέρ έκαστου εκ των δύο Εφεσίβλητων.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.