ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. E1/2019)
7 Ιουνίου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ROBERT MUCINIC
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
1. SKY CAC LIMITED
2. ΜΑΡΙΟΥ ΠΟΛΥΒΙΟΥ
Εφεσίβλητων
-----------------------------
Αιτήσεις ημερ. 22/2/24 και 4/3/24 για ασφάλεια εξόδων υπό εφεσίβλητων - αιτητών
-----------------------------
Δέσποινα Χριστοδούλου (κα), για Ηρακλής Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Γιολάντα Ζαχαρίου (κα), για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1.
Χαρίκλεια Μεττή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο 2.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Αμφότεροι οι Εφεσίβλητοι στην παρούσα, καταχώρισαν αίτηση για παροχή ασφάλειας εξόδων από τον Εφεσείοντα, ο οποίος καταχώρισε σχετικές ενστάσεις. Η ακρόαση των δύο αιτήσεων διεξήχθη ταυτοχρόνως λόγω των κοινών γεγονότων και νομικών θεμάτων που πραγματεύονται.
Σημειώνεται εντούτοις ότι η αίτηση για ασφάλεια εξόδων του Εφεσίβλητου 2 παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα την οποία θα εξετάσουμε κατά προτεραιότητα:
Στο σχετικό Έντυπο Αρ. 34 για Αίτηση σε εκκρεμούσα διαδικασία, βάσει του Μέρους 23 (4)(6) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 («οι Κανονισμοί)», που καταχωρίστηκε στο Εφετείο, το σημείο όπου καταγράφεται το αιτητικό του διατάγματος το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο παρέμεινε κενό. Το μέρος δε του εν λόγω εντύπου όπου περιγράφεται η νομική βάση της αίτησης συμπληρώθηκε δεόντως και περιλαμβάνει τους σχετικούς με την αίτηση για ασφάλεια εξόδων Κανονισμούς. Το έντυπο συνοδεύεται από το Παράρτημα Α, τη Δήλωση Μάρτυρα, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης και στις σχετικές με το ζήτημα ασφάλειας εξόδων περιστάσεις της υπόθεσης, περιλαμβάνεται η εξής δήλωση αυτολεξεί: «Υπό το φως το πιο πάνω. θεωρώ ότι είναι ορθό και δίκαιο, όπως το Σεβαστό Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων Διαταγμάτων για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον του Εφεσείοντα.»
Ο Εφεσείοντας καταχώρισε ένσταση αναφορικά με την αίτηση του Εφεσίβλητου 2 όπου με τον πρώτο λόγο ένστασης αναφέρεται ότι αυτή είναι νόμω και/ή ουσία αβάσιμη και αντικανονική. Παρατηρούμε όμως, ότι με τους επόμενους λόγους ένστασης, καθώς και με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, γίνεται ρητή αναφορά στην αίτηση για ασφάλεια εξόδων του Εφεσιβλήτου 2 και παρατίθενται εκτεταμένα ουσιαστικοί λόγοι και γεγονότα για τα οποία, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Σημειώνεται επίσης ότι ενώ η αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντα υποστηρίζει ότι η αίτηση δεν δύναται να προχωρήσει και να εξεταστεί από το Δικαστήριο καθώς δεν υπάρχει αιτητικό που να καταδεικνύει τι είναι αυτό που ακριβώς ζητείται, προσθέτει ότι άνευ βλάβης των ανωτέρω, σε περίπτωση που το Δικαστήριο θα εξετάσει την αίτηση, θα υιοθετήσει τα όσα αναφέρει στην αγόρευση της που δόθηκε αναφορικά με την αίτηση για ασφάλεια εξόδων της Εφεσίβλητης 1.
Εν όψει των πιο πάνω, θα εξετάσουμε επομένως κατά προτεραιότητα, κατά πόσο η πιο πάνω περιγραφόμενη παρατυπία θα πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης του Εφεσίβλητου 2, άνευ εξέτασης της ουσίας αυτής.
Στην απόφασή μας Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd v. Δήμου Πάφου, Πολιτική Έφεση αρ. Ε5/2018, 16/1/2024, εξετάσαμε αίτηση που δεν καταχωρίστηκε με τον σωστό τύπο (Έντυπο Αρ.34) και επίσης δεν συμμορφώθηκε με τις προϋποθέσεις του Μέρους 23.4 των Κανονισμών. Αποφασίστηκαν τα εξής:
«Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης θα εξετάσουμε στην συνέχεια κατά πόσον η εν λόγω παράλειψη του εφεσίβλητου, συνιστά παρατυπία που θα μπορούσε να παραβλεφθεί προκειμένου να διασωθεί η διαδικασία της παρούσας αίτησης. Η συνήγορος του εφεσιβλήτου παρέπεμψε επί του προκειμένου στον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.
Ο χειρισμός των υποθέσεων στο πλαίσιο του Πρωταρχικού Σκοπού περιλαμβάνει μεταξύ άλλων σύμφωνα με το Μέρος 1.2 (2), την εξοικονόμηση δαπανών, τη διασφάλιση ταχείας και δίκαιης μεταχείρισης αλλά βέβαια και την επιβολή συμμόρφωσης με κανονισμούς και διατάγματα. Επίσης συμπεριλαμβάνει σύμφωνα με το Μέρος 1.2 (2) (γ), τον χειρισμό μιας υπόθεσης με τρόπους αναλογικούς, μεταξύ άλλων, ως προς τη σοβαρότητα της υπόθεσης και την πολυπλοκότητα των επιδίκων θεμάτων.
Σχετικές με το θέμα είναι και οι διατάξεις του Μέρους 3.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 που έχουν ως εξής:
3.8 Γενική εξουσία του δικαστηρίου για διόρθωση θεμάτων όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα
(1) Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:
(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από το δικαστήριο∙ και
(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.
(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:
(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό∙και
(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω πρόνοιες και παρά την διαπίστωση μας ότι η επιλογή του εφεσίβλητου να προωθήσει το αίτημα του με τον τύπο των παλαιών Θεσμών δεν ήταν η ενδεδειγμένη, κρίνουμε ότι η ως άνω λανθασμένη δικονομική διαδικασία δεν οδηγεί χωρίς άλλο στον αποκλεισμό και την απόρριψη της αίτησης. Η αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου.
Η διάσωση του διαβήματος κατά τον πιο πάνω τρόπο, συνάδει κατά την κρίση μας με τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ήτοι της διασφάλισης του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό και της ερμηνείας των Κανονισμών προς αποφυγή αχρείαστων διαδικασιών, σε σχέση με διαδικαστικά θέματα. Συνάδει επίσης με το Μέρος 3.8 (1) όπου υποδεικνύεται ότι η παράλειψη διαδίκου να συμμορφωθεί με τους πιο πάνω Κανονισμούς δεν καθιστά τη διαδικασία άκυρη και ότι το Δικαστήριο, σε περίπτωση τέτοιας μη συμμόρφωσης, μπορεί να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.
Επιπλέον δυνάμει των διατάξεων του Μέρους 3.8.(2) δεν ακυρώνεται η διαδικασία εκτός αν το σφάλμα είναι σοβαρό και η ακύρωση είναι αναγκαία προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη και τον Πρωταρχικό Σκοπό. Στην παρούσα περίπτωση για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, όπως το ότι αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την εξέταση της στοιχεία, χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου, κρίνουμε ότι το σφάλμα δεν είναι σοβαρό και η ακύρωση της αίτησης δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς απονομής δικαιοσύνης. Αντιθέτως συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών, θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως μην ακυρωθεί η παρούσα διαδικασία, παρά τον λανθασμένο έντυπο αίτησης με το οποίο προωθείται.
Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση A.G. PAPHITIS & CO, LLC Πολ. Αίτηση 112/2023 ημ. 22.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:D297, που αφορούσε αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης για άδεια προνομιακού εντάλματος Certiorari, η οποία καταχωρίστηκε σε λανθασμένο τύπο και όχι σύμφωνα με τα έντυπα που καθορίζονται στον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018.
Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η πιο πάνω κατάληξη μας να μην ακυρώσουμε την υπό κρίση διαδικασία, σαφώς και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ενθάρρυνση για παραβίαση των διαδικαστικών κανόνων με την χρήση λανθασμένων εντύπων σε δικονομικά διαβήματα. Η παρούσα υπόθεση κρίνεται αυστηρά με τα δικά της περιστατικά όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, και ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την μόλις πρόσφατη εφαρμογή των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και δεν αποτελεί δικαστικό προηγούμενο ενθάρρυνσης οιασδήποτε ανοχής παραβίασης των Κανονισμών αυτών.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων θα προχωρήσουμε στην εξέταση του ουσιαστικού αιτήματος του εφεσίβλητου για παράταση του χρόνου καταχώρισης περιγράμματος αγόρευσης.»
Είμαστε της άποψης ότι εφαρμόζοντας το πιο πάνω σκεπτικό στις περιστάσεις της παρούσας, τις οποίες προαναφέραμε, (κυρίως το ότι ο Εφεσείοντας κατανόησε πλήρως τη φύση του αιτούμενου διατάγματος εξ ου και με την ένστασή του απάντησε ενδελεχώς σε όλες τις θέσεις του Εφεσιβλήτου 2,) είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας της αίτησης του Εφεσίβλητου 2.
Σημειώνουμε εν πρώτοις τα όσα λέχθηκαν αναφορικά με τις γενικές αρχές σχετικά με αιτήσεις ασφάλειας εξόδων κατόπιν της εφαρμογής των Κανονισμών στην YIANNOPLAST LIMITED, μέσω του Εκκαθαριστή της Χριστάκη Ιακωβίδη v. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 242/2022, 18/9/2023:
«Μελέτη της ουσίας του ζητήματος, όμως, οδηγεί στο ότι οι παράγοντες που ισχύουν για την άσκηση της κρίσης του Δικαστηρίου κατά την εξέταση αιτήσεως για παροχή ασφάλειας εξόδων δεν έχουν διαφοροποιηθεί ουσιαστικά με την εισαγωγή των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, εφόσον οι πρόνοιες του Μέρους 26.1 εδάφια (1) και (5) είναι ταυτόσημες με τις πρόνοιες της παλαιάς Δ.60. Εκεί που εντοπίζεται η διαφορά είναι στο λεκτικό της παλαιάς Δ.35 Θ.2 η οποία προβλέπει ότι:
«...such deposit or other security for the costs to be occasioned by any appeal shall be made or given as may be directed under special circumstances by the Court of Appeal».
Είχε τότε εισαχθεί, δηλαδή, με την πιο πάνω πρόνοια το γενικότερο κριτήριο των ειδικών περιστάσεων που, όπως λέχθηκε στην Λεμονιάτης ν Δήμου Λεμεσού, Πολ. Εφ. 436/17, ημερ. 13.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A364:
«Όπως έχει η διατύπωση της υπό εξέταση πρόνοιας της Δ.35 Κ.2 των Κανονισμών ο κανόνας είναι ότι κατά το στάδιο της έφεσης δεν δίδονται οδηγίες για την παροχή ασφάλειας εξόδων. Τέτοιες οδηγίες δίδονται όταν υπάρχουν «ειδικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την άσκηση από το Εφετείο της διακριτικής του ευχέρειας προς τούτο»».
Ενώ αναφορά σε «ειδικές περιστάσεις» δεν υπάρχει στα Μέρη 26 και 41 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, τα Δικαστήρια επιδιώκουν πλέον την υλοποίηση του πρωταρχικού σκοπού που προβλέπεται στο Μέρος 1 των Νέων Κανονισμών κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας τους παρέχεται από τους Κανονισμούς αλλά και κατά την ερμηνεία οποιουδήποτε Κανονισμού. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να πραγματοποιεί οποιοδήποτε άλλο βήμα ή να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα με σκοπό την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού ως προβλέπεται στο Μέρος 3.1(μ). Δυνάμει του Μέρους 1.2(γ)(iv) το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να χειριστεί την υπόθεση με τρόπο αναλογικό προς τις οικονομικές συνθήκες κάθε διαδίκου.
Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου θεωρούμε ότι η μέχρι σήμερα Νομολογία με βάση την οποία είχε κριθεί πως το κριτήριο των «ειδικών περιστάσεων» περιλάμβανε την έλλειψη περιουσίας ή την οικονομική ανικανότητα, παρέχει καθοδήγηση κατά την εξέταση αίτησης για παροχή ασφάλειας εξόδων στο πλαίσιο των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.»
Πέραν των απαντήσεων τους στην ένσταση του Εφεσείοντα, αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων, επισημαίνουν προς υποστήριξη της αίτησής τους ότι είναι παραδεκτό ότι ο Εφεσείοντας είναι κάτοικος ΗΠΑ, ότι δεν αντέκρουσε τη θέση των Εφεσιβλήτων ότι στερείται περιουσίας εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ότι δια επιστολών των δικηγόρων τους προς τους δικηγόρους του Εφεσείοντα προσπάθησαν να ανακτήσουν τα επιδικασθέντα εναντίον του έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας χωρίς να λάβουν καμία απάντηση. Εν όψει των πιο πάνω πληρείται το κριτήριο της συνήθους διαμονής εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπεται στο Μέρος 26.1(1) των Κανονισμών. Στην Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (2011) 1 ΑΑΔ 1314, λέχθηκε ότι η κατοχή περιουσίας από τον Εφεσείοντα εντός της επικράτειας θα μπορούσε να συνηγορήσει εναντίον της παροχής ασφάλειας. Στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχει τέτοια περίσταση.
Επιπλέον των πιο πάνω θέσεων τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων, με τις αγορεύσεις τους απάντησαν στις θέσεις της ένστασης του Εφεσείοντα, οι οποίες αναπτύχθηκαν με την αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντα ως ακολούθως:
Υποστηρίχθηκε πρώτα ότι η αίτηση καταχωρίστηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση, προκαλώντας καταπίεση στον Εφεσείοντα. Σημειώνεται ότι η έφεση καταχωρίστηκε στις 12/12/2018 ενώ οι αιτήσεις ασφάλειας εξόδων καταχωρίστηκαν στο στάδιο της προδικασίας το 2024. Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσιβλήτου 2, υπεστήριξε ότι η όποια καθυστέρηση οφείλεται στην, κατά την ίδια, ολιγωρία του Εφεσείοντα να παραδώσει στους δικηγόρους του Εφεσιβλήτου 2, αντίγραφο της ειδοποίησης έφεσης.
Στην υπόθεση Μοναχή Μαρκέλλα κ.α. v. Αρχιμανδρίτη Σεβαστιανού Σταύρου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 9/2016 ημερ. 29.01.2021, ECLI:CY:AD:2021:A28, με αναφορά στην υπόθεση Genemp, ανωτέρω, λέχθηκε ότι ο χρόνος υποβολής της αίτησης είναι ένα πρόσθετο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη και ότι δεν αποκλείεται η περίπτωση, όπου η καθυστέρηση του διαδίκου να αποταθεί εγκαίρως για ασφάλεια εξόδων, σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες, να οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόρριψη του αιτήματος, βλ. επίσης, Union Des Cooperatives Agricoles De Cereales De Semences v. Apak Agro Industries Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 1170.
Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνουμε άλλο ενισχυτικό παράγοντα που θα μπορούσε σε συσχετισμό με την όποια ισχυριζόμενη καθυστέρηση να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης. Δεν διαπιστώνουμε επίσης ότι η καθυστέρηση αποστέρησε οποιοδήποτε δικαίωμα του Εφεσείοντα ή τον επηρέασε δυσμενώς. Δεν προκύπτει ως εκ τούτου οιαδήποτε καταπίεση στον εφεσείοντα που να δικαιολογεί απόρριψη της αίτησης λόγω καθυστέρησης η οποία εν πάση περιπτώσει έχει δικαιολογηθεί από τους εφεσίβλητους.
Το επόμενο επιχείρημα του Εφεσείοντα υπέρ της απόρριψης της αίτησης είναι ότι σύμφωνα με τον ίδιο, έχει πολύ δυνατή υπόθεση αναφορικά με την έφεση του και μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας ενώ αντίθετα, η πιθανότητα ύπαρξης καλής υπεράσπισης των Εφεσιβλήτων είναι μηδαμινή. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση
DEMETRIS ELIA PROPERTIES LTD v. ΚΩΣΤΑΚΗ Α. ΚΟΥΡΡΗ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 286/19, 18/9/2023, «Έχει νομολογηθεί ότι όπου οι πιθανότητες επιτυχίας είναι μικρές ή αν οι λόγοι έφεσης στηρίζονται κυρίως στην αξιολόγηση, τότε η διακριτική ευχέρεια συνήθως ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης ασφάλειας εξόδων (βλ. Μοναχή Μαρκέλλα κ.α. v. Αρχιμανδρίτη Σεβαστιανού Σταύρου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 9/2016 ημερ. 29.01.2021, ECLI:CY:AD:2021:A28, )».
Στην Genemp, (ανωτέρω), λέχθηκαν τα εξής σχετικά με το ζήτημα αυτό: «Στα ευρύτερα κριτήρια για την παροχή ασφάλειας εξόδων συγκαταλέγεται και η δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα διότι αν έχει καλή υπόθεση, η δε υπεράσπιση φαίνεται να μην ευσταθεί, τότε θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα της δικαιοσύνης να διαταχθεί η καταβολή ασφάλειας εξόδων επιβραβεύοντας έτσι ουσιαστικά τον εναγόμενο και καθυστερώντας την όλη διαδικασία.»
Στην παρούσα υπόθεση, οι λόγοι έφεσης αφορούν τόσο τη νομική πτυχή της υπόθεσης, όσο και ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι οι θέσεις των Εφεσιβλήτων αναφορικά με τις πιθανότητες αποτυχίας της έφεσης έχουν μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας, αν και τονίζουμε ταυτόχρονα ότι στο παρόν στάδιο, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε λεπτομερή εξέταση των πιθανοτήτων επιτυχίας της κάθε πλευράς. Συνεπώς, θεωρούμε ότι στην παρούσα περίπτωση το κριτήριο αυτό δεν συνεισφέρει οτιδήποτε ουσιαστικό που μπορεί να συνυπολογιστεί κατά την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας.
Ο Εφεσείοντας υποστηρίζει περαιτέρω ότι τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, θα αποτελέσει δυσανάλογο εμπόδιο στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του για πρόσβαση στο Δικαστήριο, με παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Genemp, (ανωτέρω):
«Διατείνεται επίσης η εφεσείουσα ότι τυχόν διάταγμα παροχής ασφάλειας εξόδων θα αποτελέσει δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο. Έγινε προς τούτο επίκληση της υπόθεσης Garcia Manibardo v. Spain [2002] 34 E.H.R.R. 6, του ΕΔΑΔ, καθώς και των αναφερομένων στο σύγγραμμα των Clayton and Tomlinson: "The Law of Human Rights", Τόμος 1ος, 2η έκδ. (2009), όπου στη σελ. 745 μνημονεύεται η απόφαση Nasser v. United Bank of Kuwait [2002] 1 W.L.R. 1868, στην οποία κρίθηκε ότι οι πρόνοιες για την παροχή ασφάλειας εξόδων κατ' έφεση θα πρέπει να εξετάζονται υπό το φως των διατάξεων του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το ζητούμενο είναι σε κάθε περίσταση κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη τις όλες συνθήκες, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια.
Παρατηρείται ότι οι πιο πάνω αναφορές δεν έχουν οποιαδήποτε εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση. Στη Nasser λέχθηκε ότι η αναγκαιότητα παροχής ασφάλειας εξόδων δεν θα πρέπει να εμποδίζει την πρόσβαση στο Δικαστήριο, ενώ η παραχώρηση άδειας για έφεση έδειχνε τουλάχιστον «a real prospect» για επιτυχία της έφεσης. Στο ισχύον Κυπριακό σύστημα όμως, η παραχώρηση προηγούμενης άδειας για έφεση δεν υφίσταται και έτσι η καταχώρηση της έφεσης από μόνη της δεν είναι και ένδειξη πιθανής επιτυχίας της. Έπειτα, η επιδιωκόμενη παροχή ενός ποσού ύψους €5.000 δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αποτελέσει βάσιμο στοιχείο που κωλύει την πρόσβαση στο Εφετείο, τη στιγμή μάλιστα που η εφεσείουσα διατείνεται, ως υπεδείχθη προηγουμένως, ότι έχει διαθέσιμο ένα ποσό της τάξης των €537.040 γερμανικών μάρκων. Έπεται ότι δεν μπορεί να αποτελεί και λόγο απαγόρευσης πρόσβασης στο Δικαστήριο, η μη συμμόρφωση με τυχόν διαταγή ασφάλειας εξόδων, εφόσον, όπως λέχθηκε και πριν, οι δικονομικές πρόνοιες δεν μπορούν να εφαρμόζονται μόνο προς όφελος της εφεσείουσας με την απρόσκοπτη δυνατότητα καταχώρησης εκ μέρους της έφεσης, αλλά όχι και προς όφελος της εφεσίβλητης ώστε να μην είναι γι' αυτήν λογικό να αναζητήσει ασφάλεια εξόδων. Αναφέρεται δε στο The White Book Service 2006, Civil Procedure Vol. 1, σελ. 633, στα σχόλια της παρ. 25.15.2, (με παραπομπή και στη Nasser), ότι η ορθή προσέγγιση είναι να εξετάζεται κατά πόσον είναι ορθό για ένα εφεσείοντα να προχωρά με την έφεση του, χωρίς να κινδυνεύει να πληρώσει τα έξοδα της άλλης πλευράς σε περίπτωση αποτυχίας. Ούτε συνάγεται ότι η άδεια και μόνο καταχώρησης έφεσης εξουδετερώνει την αναγκαιότητα έκδοσης διαταγής ασφάλειας εξόδων.»
Σημειώνουμε την εξέλιξη της νομολογίας επί του σημείου τούτου, ειδικά όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, όπως έχει αναλυθεί στην υπόθεση Μοναχή Μαρκέλλα, (ανωτέρω):
«Σε ό,τι αφορά το πιο πάνω ζήτημα η γενική αρχή, όπως αυτή καθιερώθηκε διαχρονικά από τη νομολογία, είναι πως αν η έκδοση διατάγματος για ασφάλεια εξόδων απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο του διάδικου εναντίον του οποίου η διαταγή στρέφεται, τότε το διάταγμα δεν εκδίδεται. Σε μια τέτοια περίπτωση το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο υπερισχύει της ανάγκης προστασίας του διάδικου που ζητά την παραχώρηση ασφάλειας εξόδων.
Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Conway v. Ηλία (2002) 1 Α.Α.Δ. 1653 είναι σχετικό:
«Αντιμετωπίζει, όμως, ο αιτητής - εφεσίβλητος άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα στην προώθηση του αιτήματός του, το οποίο προκύπτει από την οικονομική αδυναμία του καθ' ου η αίτηση - εφεσείοντος να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό.
Η απόφαση στην Continental Ins. Co of Hampshire v. O' Regan (1998) 1 Α.Α.Δ. 1087, διαγράφει το πλαίσιο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου κάτω από τη Δ.60, θ.1, υπό το πρίσμα των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πρόσβασης του ατόμου στη Δικαιοσύνη. Ως υπέδειξε το Δικαστήριο στην Continental Ins. Co of Hampshire v. O' Regan, η ασφάλεια για τα έξοδα παρέχεται υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και των αντίστοιχων διατάξεων του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, οι οποίες κατοχυρώνουν την πρόσβαση του ατόμου στο δικαστήριο ως θεμελιώδες δικαίωμά του. Συναρτάται, τοιουτοτρόπως, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου με τη δυνατότητα του ενάγοντος ή του εφεσείοντος, ως η περίπτωση, ανάλογα με την οικονομική του ευχέρεια, να παράσχει την εξαιτούμενη ασφάλεια. Εφόσον δε διαθέτει τα μέσα, το αίτημα απορρίπτεται. Ο λόγος της απόφασης αυτής συμπυκνώνεται στην πρόταση ότι δε χωρεί διαταγή για την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, όπου η έκδοσή της απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο του ενάγοντος ή του εφεσείοντος».
Πιο πρόσφατα στην υπόθεση G.K. Theonell Building & Construction Ltd v. AIG EUROPE LIMITED, Πολιτική Έφεση αρ. 98/2017, ημερ. 3/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A249, με παραπομπή στην υπόθεση Y. Liasides Developers Ltd v. Μιχαήλ κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 123/2012, ημερ. 2/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A211, επαναλήφθηκε ότι αναφορικά µε φυσικά πρόσωπα, αποκρυσταλλωμένη είναι η αρχή ότι δεν εκδίδεται διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον ενάγοντα ο οποίος στερείται μέσων.
Έγινε δε παραπομπή στην αγγλική υπόθεση Cowell ν. Taylor (1885) 31 Ch D 34, 38, «the general rule is that poverty is no bar to a litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity». Άλλως η διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο.»
Εν όψει των πιο πάνω, για να εξεταστεί το επιχείρημα του Εφεσείοντα περί περιορισμού του συνταγματικού του δικαιώματος θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε τεθεί ενώπιον μας το πραγματικό υπόβαθρο της αδυναμίας του να παράσχει ασφάλεια εξόδων, πράγμα που εν προκειμένω δεν έγινε.
Συνακόλουθα, καταλήγουμε ότι οι λόγοι ένστασης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται, ενώ υπάρχει το υπόβαθρο ενώπιον μας για άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας, υπέρ της έκδοσης διαταγμάτων για ασφάλεια εξόδων.
Σημειώνουμε τέλος, ότι εν όψει της μη καταβολής των εναντίον του Εφεσείοντα εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας, κληθήκαμε με την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσιβλήτου 2 να παράσχουμε ασφάλεια εξόδων για ποσόν που περιλαμβάνει και τα εν λόγω έξοδα, με παραπομπή στην Karaoglanian Ayda και Άλλοι v. Hagop Boyadjian (2016) 1 ΑΑΔ 1526. Εν όψει όμως του ότι το αίτημα δεν συγκεκριμενοποιήθηκε με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, και στην απουσία όπως αναφέραμε του πιο πάνω αιτητικού στην αίτηση του Εφεσιβλήτου 2, κρίνουμε ότι δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως το ζήτημα εξεταστεί, υπό τις περιστάσεις της παρούσας.
Λάβαμε υπόψη τον υπολογισμό καταλόγου εξόδων που κατέθεσε η Εφεσίβλητη 1, σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα της έφεσης υπολογίζονται σε €7.221 και το ότι υποστηρίζεται με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του Εφεσιβλήτου 2, ότι το ποσό των €5.000 θεωρείται ευλόγως λογικό. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και με δεδομένο τα έξοδα που συνήθως επιδικάζονται σε πολιτικές εφέσεις, θεωρούμε εύλογο όπως η ασφάλεια καθοριστεί στο ποσό των €5.000 για έκαστο αιτητή.
Κατά συνέπεια εκδίδονται διατάγματα με τα οποία ο Εφεσείων διατάζεται να καταθέσει στον Πρωτοκολλητή του Εφετείου μέσα σε 30 ημέρες από σήμερα, εγγύηση για το ποσό €5.000 ως ασφάλεια για τα έξοδα της Εφεσίβλητης 1 και εγγύηση για το ποσό €5.000 ως ασφάλεια για τα έξοδα του Εφεσίβλητου 2.
Περαιτέρω εκδίδεται διάταγμα που αναστέλλει κάθε διαδικασία στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεση αναφορικά με έκαστο Εφεσίβλητο, μέχρι κατάθεσης του ως άνω αντίστοιχου ποσού αναφορικά με την αίτηση εκάστου. Σε περίπτωση που η προθεσμία των 30 ημερών παρέλθει χωρίς την κατάθεση του ποσού ασφάλειας εξόδων για τον εκάστοτε Εφεσίβλητο, η έφεση αναφορικά με αυτόν θα θεωρείται απορριφθείσα.
Επιδικάζονται τα έξοδα για τις παρούσες αιτήσεις ύψους €2.000, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, υπέρ εκάστου Εφεσιβλήτου και εναντίον του Εφεσείοντος.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
Μ. Αμπίζας, Δ.