ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 33/2023)

 

28 Ιουνίου 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

AHMED GHONIMA

 

                                                                                                                        Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ MEΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.

  ---------------------

Κ. Κουπαρή (κα), για τον Εφεσείοντα.

Ν. Τζιρτζιπή (κα), για  Γενικό  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

----------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την υποφαινόμενη. 

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο Εφεσείων με την Προσφυγή Αρ. 1070/2021 αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 24/2/2021, με την οποία η αίτησή του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απερρίφθη.

 

Λόγω μη εμφάνισης του δικηγόρου του Εφεσείοντα στις 12/12/2022, ημερομηνία Ακρόασης της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή, λόγω μη προώθησής της. Στις 15/12/2022, ο Εφεσείων διόρισε νέο δικηγόρο, ο οποίος στις 23/12/2022 κατεχώρησε αίτηση επαναφοράς της Προσφυγής με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«1. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου διατάσσον ή/και επιτρέπον την ακύρωση ή/και παραμερισμό (Set Aside Judgement) της αποφάσεως η οποία εξεδόθη εναντίον του ως άνω αιτητή στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή.

2. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου διατάσσον την επαναφορά της εν λόγω υπόθεσης.

3. Οποιοδήποτε άλλο διάταγμα ή/και θεραπεία την οποία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαια και πρέπουσα υπό τας περιστάσεις».

 

Η αίτηση συνάντησε την ένσταση της Εφεσίβλητης και το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της αίτησης, την απέρριψε, με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Εκ πρώτης οφείλω να παρατηρήσω ότι από απλή ανάγνωση της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση, προωθείται η θέση ότι η προσφυγή του Αιτητή απορρίφθηκε ενώσω αυτός ήταν παρόν στο Δικαστήριο και δεν του επετράπηκε να ακουστεί. Από αυτό και μόνο είναι φανερό ότι η υπό εξέταση αίτηση υποβλήθηκε από την νυν συνήγορο του Αιτητή χωρίς να ασκηθεί η δέουσα επιμέλεια, χωρίς να προηγηθεί έρευνα στο φάκελο του Δικαστηρίου ώστε να πληροφορηθεί για τους πραγματικούς λόγους απόρριψης της προσφυγής, που όπως ξεκάθαρα διαφαίνεται από τα πρακτικά η προσφυγή απορρίφθηκε λόγω του ότι τόσο ο Αιτητής όσο και οι διορισμένοι από αυτόν δικηγόροι του δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου για προώθηση της υπόθεσης παρά το ότι δόθηκε χρόνος στον Αιτητή να επικοινωνήσει με τους δικηγόρους του και να εμφανιστούν μαζί για σκοπούς προώθησης της προσφυγής.

 

Η υποχρέωση του δικηγόρου να εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ενόσω αυτός είναι διορισμένος από τον Αιτητή συνιστά μια σοβαρή ευθύνη που σχετίζεται άμεσα με την απονομή της δικαιοσύνης και δεν αποτελεί απλά τυπικό ζήτημα αλλά ζήτημα ουσίας. Παραπέμπω στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ξενοφώντος ν Χατζηάραπη (1999) 1 ΑΑΔ 221 και Βαρδιάνος ν Richards (1998) 1 ΑΑΔ 698, στις οποίες τονίζεται η επιτακτική ανάγκη συμμόρφωσης με τις οδηγίες του Δικαστηρίου και τον κανόνα ότι λάθος ή παράλειψη του δικηγόρου δεν νοείται να προβάλλεται ως υπερφαλάγγιση των προθεσμιών ή την αναγέννηση των διαδικασιών.

 

Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι δικηγόρος δεόντως διορισθείς από διάδικο δεσμεύεται έναντι του Δικαστηρίου και του πελάτη του και συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του μέχρι την τυχόν αντικατάστασή του με την καταχώρηση εγγράφου αλλαγής δικηγόρου (βλ. Διάταξη 3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας) ή την παροχή άδειας από το Δικαστήριο για την απόσυρσή του από τη διαδικασία.

 

Στην παρούσα υπόθεση, από το φάκελο του Δικαστηρίου παρατηρώ ότι η δικηγορική εταιρεία Χρ. Θεοδώρου & Σια ΔΕΠΕ, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο εκπροσωπούσαν τον Αιτητή στη προσφυγή του και υπείχαν υποχρέωση εμφάνισης στο Δικαστήριο για προώθηση της υπόθεσης ακόμα και για υποβολή τυχόν αιτήματος τους για απόσυρση από την εκπροσώπιση του Αιτητή, πράγμα που δεν έπραξαν.

    

Επί της ουσίας της υπό κρίση αίτησης, θεωρώ σκόπιμο όπως εξεταστεί πρώτα ο ισχυρισμός των Καθ' ων η αίτηση ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη δεδομένου ότι αυτή στηρίζεται σε λανθασμένη νομική βάση.

 

Είναι γεγονός ότι η υπό εξέταση αίτηση στηρίζεται στην Δ.17 Θ. 10 και Δ.48 Θ. 1-4, 8 και 9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η Διάταξη 17 Θ. 10 αφορά παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης η δε Δ.48 αφορά σε αιτήσεις γενικά.

 

Είναι πάγια θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας ότι στο σώμα μιας αίτησης, θα πρέπει να αναγράφονται ρητά και συγκεκριμένα οι νομικές και δικονομικές διατάξεις επί των οποίων αυτή βασίζεται (βλ. Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 1) (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 643).

 

Η αναγκαιότητα αναγραφής ορθής νομικής βάσης της αίτησης είναι δεδομένη, εφόσον αυτό το οποίο επιδιώκεται με την υπό εξέταση αίτηση είναι η επαναφορά της απορριφθείσας λόγω μη προώθησης προσφυγής του Αιτητή και όχι ο παραμερισμός εκδοθείσας απόφασης. Η Δ.48 Θ. 2 προνοεί μεταξύ άλλων ότι κάθε αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει «το ειδικό άρθρο του νόμου ή τους ειδικούς κανόνες του Δικαστηρίου στους οποίους στηρίζεται». Από την διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης με βάση το οποίο θα αποφασίσει το Δικαστήριο, αποτελεί απαράβατο όρο της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου της αίτησης (βλ. Koza Michael David κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 208/12, ημερομηνίας 24/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A415.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι όπου μια αίτηση δεν εδράζεται στην ορθή νομική βάση οι συνέπειες είναι καταλυτικές. (Βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Εgiazaryan κ.α. ν Denero Investments Limited (2013) 1 ΑΑΔ 409).     

 

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι η εμβέλεια της Δ.17 Θ. 10 στην οποία στηρίζεται η αίτηση του Αιτητή, περιορίζεται σε παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης και δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει Διάταγμα επαναφοράς της προσφυγής ως το αντικείμενο της υπό εξέταση αίτησης.

 

Επισημαίνω ότι στην απόφαση Μ. Κουλέρμου ν. Ξ. Κουμπαρίδου (2000) 1 ΑΑΔ 493, η οποία αφορούσε αίτηση για απόρριψη αγωγής λόγω μη προώθησης της το Εφετείο έκρινε ότι καμιά από τις θεσμικές διατάξεις, που επικαλέστηκε η εφεσίβλητη δεν προσέδιδε έρεισμα στο αίτημά της και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σειρά θεσμικών διατάξεων, περιλαμβανομένων και διατάξεων τις οποίες δεν επικαλέστηκε η εφεσίβλητη, παραλείποντας να διαπιστώσει ότι σε καμία από αυτές το αίτημα εύρισκε έρεισμα. Υπό το φως αυτών των δεδομένων το Εφετείο, εγκρίνοντας την Έφεση, με αναφορά στην απόφαση Μαχλουζαρίδης πιο πάνω κατέληξε ότι η έκβαση της αίτησης συναρτάτο προς θεσμικές διατάξεις οι οποίες δεν έδιναν έρεισμα στο αίτημα της εφεσίβλητης ως εκ τούτου η αίτηση έπρεπε να είχε απορριφθεί.

Στην βάση όλων των πιο πάνω, και σε πλήρη συμφωνία με την θέση των Καθ' ων η αίτηση, η αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη δεδομένου του λανθασμένου δικαιοδοτικού πλαισίου της αίτησης. Δεν θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω σε εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης αφού κρίνω ότι δεν παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο με βάση τις δικονομικές διατάξεις επί των οποίων εδράζεται η αίτηση να διαταχθεί η επαναφορά της προσφυγής του Αιτητή.».

 

 

 

Ο Εφεσείων με δύο Λόγους Έφεσης βάλλει κατά της πρωτόδικης κρίσης.  Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αίτηση δεν εδράζεται επί ορθής νομικής βάσης και ότι δεν παρήχετο εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα επαναφοράς.  Με τον Δεύτερο Λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τοποθετήθηκε ότι δεν είχε πρόθεση ο Εφεσείων να προωθήσει την υπόθεσή του και ότι δεν ήταν παρών στις 12/12/2022, αφού η πραγματικότητα ήταν ότι δεν εισακούστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έδρασε χωρίς καλή πίστη.

 

Εξετάζοντας κατά προτεραιότητα τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1, που αφορά το δικαιοδοτικό πλαίσιο της επίδικης αίτησης, διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η επίδικη αίτηση για επαναφορά της Προσφυγής βασίστηκε στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Δ.17 Θ.10 και Δ.48 Θ.1-4, 8 και 9.  Αυτό δεν αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα, ο οποίος μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αγνοεί ότι η συνέπεια του παραμερισμού της πρωτόδικης Απόφασης είναι η επαναφορά της Προσφυγής και ότι με βάση την Δ.17Θ.10,  το Δικαστήριο έχει την εξουσία να τροποποιήσει την απόφαση του και να εκδώσει διάταγμα επαναφοράς.  Πρόσθετα ο Εφεσείων προβάλλει ότι δεν υπάρχει πρόνοια στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, που εφαρμόζονται με βάση τον Κανονισμό 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962,  για επαναφορά όταν η αγωγή ή η προσφυγή, απορρίπτεται.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιβάλλουν την περίπτωση, όπως αυτά αποτυπώνονται στα πρακτικά που τηρήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οποία σύμφωνα με τη νομολογία, συνιστούν τη μόνη αυθεντική εικόνα δικαστικής διαδικασίας και στα οποία εφαρμόζεται το τεκμήριο της κανονικότητας (βλ. Μορφίτης ν. Δήμου Λεμεσού (2002) 2 Α.Α.Δ. 375), ο Εφεσείων στις 12/12/2022, ημερομηνία κατά την οποία ήταν ορισμένη η Προσφυγή για Ακρόαση/Διευκρινίσεις, στην παρουσία μεταφραστού, δήλωσε τα εξής:

«Άλλαξα δικηγόρο και μου είπε να εμφανιστώ και να παραλάβω την απόφαση και μετά που θα παραλάβω την απόφαση να πάω πίσω στο δικηγόρο για να δω τι θα κάμω.  Εδώ είναι ο φάκελος».

 

 

Το Δικαστήριο υπέδειξε στον Εφεσείοντα να μιλήσει με το δικηγόρο του και να του πει ότι η υπόθεση του ήταν ορισμένη για Διευκρινίσεις και όχι για απόφαση και θα ανέμενε να έρθει ο ίδιος πίσω με τον δικηγόρο του.  Η συνεδρία του Δικαστηρίου διεκόπη και όταν το Δικαστήριο επανήλθε στις 10:30 π.μ., δεν εμφανίστηκε ούτε ο Εφεσείων ούτε ο συνήγορός του.  Αφού ζητήθηκε από την συνήγορο της Εφεσίβλητης η απόρριψη της Προσφυγής, το Δικαστήριο την απέρριψε λόγω μη προώθησής της.

 

Εκ των ανωτέρω διαπιστώνεται ότι η Προσφυγή του Εφεσείοντα απερρίφθη λόγω μη εμφάνισης του συνηγόρου του αλλά και του ιδίου (μετά από τη διακοπή και την επανέναρξη της συνεδρίας του Δικαστηρίου) κατά τη ημερομηνία Ακρόασης της υπόθεσης.  Πρόκειται επομένως για περίπτωση που εφαρμογής τυγχάνει η Διαταγή 33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που αφορά περιπτώσεις στις οποίες εξασφαλίζεται απόφαση ύστερα από παράλειψη διαδίκου να εμφανιστεί (βλ. Παναγίδης κ.ά. ν. Κουρούσιη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1583, Βερεγγάρια Παπακόκκινου κ.ά. ν. Χριστόφορος Πελεκάνος Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1275).

Συνεπώς δεν ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν υπάρχει δικαιοδοτικό πλαίσιο στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας για επαναφορά προσφυγής και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στη Βερεγγάρια Παπακόκκινου (ανωτέρω) είναι χαρακτηριστικό  επί του ζητήματος.

«Στη Mesolongitis v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161 αποφασίστηκε ότι η επαναφορά αγωγής η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησής της και χωρίς αναφορά στην ουσία της, μπορεί να γίνει δυνάμει της Διαταγής 33, θ.5, μόνο από το ίδιο το δικαστήριο που την απέρριψε μετά από αίτημα του διαδίκου ο οποίος επηρεάστηκε από την απορριπτική απόφαση. Ανάλογη ήταν και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Evagorou v. Christodoulou and Another (1982) 1 C.L.R. 771  αναφορικά με την ερμηνεία της Διαταγής 26, θ. 14 η οποία διέπει την επαναφορά αγωγής η οποία απορρίφθηκε, ερήμην της άλλης πλευράς, όχι επί της ουσίας, αλλά λόγω παράλειψης διαδίκου να πράξει τα δέοντα. Βλ. επίσης Toumbouros Est. Ltd v. Ιωαννίδου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1512.

Στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση ημερ. 30.6.2005 δεν εκδόθηκε επί της ουσίας της διαφοράς. Το δικαστήριο, απορρίπτοντας την αγωγή, δεν αξιολόγησε μαρτυρία ούτε προέβη σε διαπιστώσεις επί νομικών ή πραγματικών ζητημάτων αναφορικά με την ουσία της διαφοράς. Προδήλως, η αγωγή απορρίφθηκε ερήμην των εφεσειουσών επειδή αυτές παρέλειψαν να εμφανιστούν κατά την ορισθείσα δικάσιμο και να προωθήσουν την υπόθεσή τους.».

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατά παραδοχή του Εφεσείοντα, στη νομική βάση της επίδικης αίτησης δεν γίνεται επίκληση και αναγραφή της Διαταγής 33, ούτε όμως και των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), σύμφωνα με τους οποίους (Καν.9) εφαρμόζονται «κατά το δυνατόν και τηρουμένων των αναλογιών» ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) του 1962 και ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015.

Ούτε βεβαίως αρκεί η επίκληση και αναγραφή στην αίτηση επαναφοράς, της Δ.17 Θ.10.  Όπως πολύ ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η διαταγή αυτή περιορίζεται σε παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης και δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα επαναφοράς προσφυγής.  Είναι πάγια δε η θέση της νομολογίας μας, ότι είναι δεδομένη η αναγκαιότητα επίκλησης και αναγραφής στο σώμα μιας ενδιάμεσης αίτησης της νομικής βάσης επί της οποίας αυτή εδράζεται, όπως απαιτεί εξάλλου η Διαταγή 48 (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Badjinder Brav κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε. 235/2015, ημερομηνίας 25/7/2023).  Προς επίρρωση των πιο πάνω παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Γιαννάκης Φλουρέντζου κ.ά. ν. Cashgrove Betting Ltd κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 393:

«Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Σάββα ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1992) 1 Α.Α.Δ. 1146 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λ. Ιορδάνους Λτδ. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 743) μια ενδιάμεση αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει τις δικονομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζεται.  Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει η αίτηση να στηρίζεται στην ορθή δικονομική και/ή νομική διάταξη. Αν η διάταξη στην οποία στηρίζεται είναι εντελώς άσχετη, τότε η νομική της βάση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. 

Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση δεν έχει στηριχθεί στην ορθή δικονομική διάταξη και επομένως αυτός είναι αρκετός λόγος για απόρριψή της.».

 

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνουμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασής μας στα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε περί λανθασμένου δικαιοδοτικού πλαισίου της αίτησης.

 

H πιο πάνω διαπίστωσή μας, η οποία σφραγίζει την τύχη της επίδικης αίτησης, καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση του Δικαστηρίου με τον Λόγο Έφεσης Αρ.2.

 

Κατά συνέπεια, η Έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη Απόφαση επί της αίτησης επαναφοράς επικυρώνεται, με 1000 ευρώ έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

 

                                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο