ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 311/2019)

 

Ως ετροποποιήθη δυνάμει Διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 25.9.2023

 

 

28 Ιουνίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

         

 

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ

        Εφεσείοντας - Αιτητής

ΚΑΙ

 

1.   ASTROBANK PUBLIC COMPANY LIMITED

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

   Εφεσίβλητων - Καθ' ων η Αίτηση

--------------------------

 

Κ. Χατζηιωάννου για Α. Κ. Χατζηιωάννου & Σία, για Εφεσείοντα.

Χ. Στεφάνου για Σκορδής & Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη αρ. 1.

Τ. Μενοίκου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητο αρ. 2.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Δικαστή Μ. Παπαδοπούλου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ: Με πέντε Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει πρωτόδικη Απόφαση με την οποία επικυρώθηκε απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας (πιο κάτω ο «Διευθυντής») για καθορισμό επιφυλαχθείσας τιμής πώλησης κτημάτων ιδιοκτησίας του Εφεσείοντος.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και που δεν αμφισβητούνται έχουν ως εξής:

 

Ο Εφεσείων είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης δύο ακινήτων στον Στρόβολο (πιο κάτω τα «Ακίνητα») εντός των οποίων το 2001 είχε ξεκινήσει η ανέγερση μίας κατοικίας και τα οποία είχαν υποθηκευτεί προς όφελος της USB Bank Plc, την οποία υποκατέστησε η νυν Εφεσίβλητη αρ. 1. Για σκοπούς της παρούσης αναφορά εφεξής σε «Εφεσίβλητη αρ. 1» θα περιλαμβάνει και τα δύο τραπεζικά ιδρύματα. Την 24.2.2004 εξεδόθη Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπέρ της Εφεσίβλητης αρ. 1 και εναντίον, μεταξύ άλλων, του Εφεσείοντος για ποσό Λ.Κ.1.478.164,84 πλέον τόκους ενώ εξεδόθησαν και Διατάγματα για πώληση των Ακινήτων δια δημοσίου πλειστηριασμού και διάθεσης του προϊόντος της πώλησης προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους. Την 9.5.2005 το Κτηματολόγιο απέστειλε προειδοποιητική επιστολή στον Εφεσείοντα και την συνιδιοκτήτρια των Ακινήτων ότι προτίθετο να προχωρήσει με την πώληση τους, ενώ με επιστολή ημερ. 4.8.2011 ειδοποιήθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη όπως παρευρεθούν σε επιτόπια έρευνα που θα διεξάγετο στις 22.8.2011 για καθορισμό της επιφυλαχθείσας τιμής πώλησης. Η επιφυλαχθείσα τιμή πώλησης καθορίστηκε από το Κτηματολόγιο στα €2.320.000 και για τα δύο Ακίνητα. Ακολούθως το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας απέστειλε στον Εφεσείοντα επιστολή ημερ. 29.5.2012 ενημερώνοντας τον ότι τα Ακίνητα θα πωλούντο με δημόσιο πλειστηριασμό σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου Ν9/1965. Ο Εφεσείων καταχώρισε τότε Αίτηση - Έφεση δυνάμει του Άρθρου 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224, αξιώνοντας Δηλώσεις ότι η απόφαση του Διευθυντή για καθορισμό της επιφυλαχθείσας τιμής σε ποσό €2.320.000 ήταν εσφαλμένη και άκυρη, ότι η απόφαση του Διευθυντή να θέσει τα Ακίνητα σε δημόσιο πλειστηριασμό με την εν λόγω επιφυλαχθείσα τιμή είναι εσφαλμένη και άκυρη, καθώς και Δήλωση ότι η αξία των Ακινήτων ξεπερνά τα €3εκ. Αποτέλεσε επιπλέον παραδεκτό γεγονός ότι ο πλειστηριασμός των δύο Ακινήτων ως ενιαία μονάδα έλαβε χώρα στις 29.7.2012 όπου τα Ακίνητα πωλήθηκαν σε τρίτο πρόσωπο έναντι €2.320.000, ήτοι στην επιφυλαχθείσα τιμή.

 

Κατά τη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντεξετάστηκαν ως πραγματογνώμονες δύο εκτιμητές ακινήτων, ο κ. Μαυρέας που είχε διενεργήσει εκτιμήσεις εκ μέρους του Εφεσείοντος και η κα Χριστοφόρου που είχε εκπονήσει την εκτίμηση εκ μέρους του Κτηματολογίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την μαρτυρία της κας Χριστοφόρου, κατέληξε ότι η εκτίμηση της βάσει της οποίας και είχε καθοριστεί η επιφυλαχθείσα τιμή πώλησης των Ακινήτων ήταν ορθή, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης / έφεσης.

 

Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε εσφαλμένα το ζήτημα της αναθεώρησης της απόφασης του Διευθυντή, αφού δεν κατετέθη αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να εξετάσει ζητήματα αναθεώρησης διοικητικής πράξης, προσέγγισε τα ζητήματα ως αντικείμενο κατ' αντιμωλίαν απόδειξης.

 

Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. 

 

Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι η αναθεώρηση προσβαλλόμενης ενέργειας του Διευθυντή που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου γίνεται με βάση τις αρχές που διέπουν την αναθεώρηση ενεργειών που εμπίπτουν στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου, με τη διαφορά πως το Επαρχιακό Δικαστήριο δικαιούται να αντικαταστήσει την κρίση του Διευθυντή με τη δική του (βλ. Σολωμόντος ν Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906, Peyiotis v Polemidis (1982) 1 C.L.R. 442, Αριστοτέλους ν Χ'Κυριάκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 100, Kafieros v Theocharous (1978) 1 C.L.R. 619). Όπως λέχθηκε στην Αθανάση ν Χ΄Μάμα (1990) 1 Α.Α.Δ. 280:

 

«Δεν περιορίζεται η έρευνα στο εύλογο της απόφασης του διευθυντή αλλά επεκτείνεται και στην ουσία της, όπως έχει επανειλημμένα αναγνωριστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. (Constantinos Nicolaou Georghiou v. Evangelia Hadji-Georghiou Hadjiphesa (1970) 1 C.L.R. 58, Kafieros & Another v. Theocharous Others (1978) 1 C.L.R. 619, Peyiotis v. Polemitis (1982) 1 C.L.R. 442, Λιασίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1 Α.Α.Δ. 185).

 

Στην πραγματικότητα η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου όπως συνάγεται από τη χρήση του όρου "just" στο πλαίσιο του άρθρου 80 επεκτείνεται στην εξέταση κάθε θέματος που άπτεται της απόφασης και των δικαιωμάτων των διαδίκων. Σε αντίθεση με τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 146, η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου κάτω από το άρθρο 80 δεν περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης, αλλά επεκτείνεται στην ορθότητά της και γενικότερα στις ρυθμίσεις των δικαιωμάτων των διαδίκων με γνώμονα το δίκαιο του πράγματος».

 

Τα πιο πάνω νομολογηθέντα υιοθετήθηκαν και πιο πρόσφατα στην Χατζημιχαήλ v. Φιλίππου, Πολιτική Έφεση Αρ.160/2012, 2.6.2021.

 

Τονίζουμε ότι, σύμφωνα και με την πιο πάνω Νομολογία, για να υποκαταστήσει το Δικαστήριο την απόφαση του Διευθυντή με τη δική του πρέπει να υπάρχουν ισχυροί λόγοι, το δε βάρος απόδειξης ότι η απόφαση ήταν λανθασμένη, βρίσκεται στους ώμους του Εφεσείοντος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε και εφάρμοσε με τον ενδεδειγμένο τρόπο τις πιο πάνω αρχές. Εξέτασε όλες τις εισηγήσεις και θέσεις που τέθηκαν από πλευράς του Εφεσείοντος, αλλά δεν τις αποδέχτηκε για λόγους που κατέγραψε με λεπτομέρεια. Δεν μπορεί να μην σημειωθεί ότι ο ίδιος ο πραγματογνώμονας του Εφεσείοντος είχε δεχτεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση που είχε ετοιμαστεί από μέρους του Κτηματολογίου και πως, με δεδομένο ότι η διαφορά μεταξύ της εν λόγω εκτίμησης και της δικής του ήταν εντός πλαισίου συν πλην 20%, θεωρούσε και τις δύο ορθές. Λογικός, συναφώς, ήταν ο πιο κάτω προβληματισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τον οποίο και κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί:

 

«Διερωτώμαι ειλικρινά στη βάση ποιων δεδομένων το δικαστήριο θα αποφασίσει ότι η επιφυλαχθείσα τιμή των €2.320.000 είναι εσφαλμένη,  όταν ο ίδιος ο Αιτητής με τη μαρτυρία που ο ίδιος έχει προσκομίσει, παραδέχεται ουσιαστικά ότι η Εκτίμηση που διενεργήθηκε εκ μέρους του Κτηματολογίου, δεν είναι λαθεμένη επειδή διαφέρει κάπως από την Εκτίμηση που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Αιτητή.».

 

 

Στο πλαίσιο του ίδιου Λόγου Έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα επικαλέστηκε τον Κανονισμό 6 των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών 622/1994 προς υποστήριξη της εισήγησης ότι η μη κατάθεση αιτιολογημένης απόφασης του Διευθυντή θα έπρεπε από μόνη της να οδηγήσει σε κατάληξη ότι η επίδικη απόφαση κατέστη αναιτιολόγητη.

 

Επισημαίνουμε ότι ο συγκεκριμένος Κανονισμός δεν περιλαμβάνετο στην νομική βάση της Αίτησης / Έφεσης. Όντως ο Κανονισμός 6 κάνει πρόβλεψη για παράδοση της αιτιολογημένης απόφασης του Διευθυντή σε επηρεαζόμενο από αυτήν πρόσωπο. Η αποσπασματική παράθεση του Κανονισμού αυτού, όμως, παραγνωρίζει την αρχή ότι η αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί  να συμπληρωθεί και από τα στοιχεία του φακέλου. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Γιασεμίδου Μάρω Μιχαήλ ν Δήμος Στροβόλου (1998) 3 Α.Α.Δ. 223 «.Με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου είναι αρκετή η γενική αιτιολογία η οποία δύναται να κριθεί επαρκής ή άλλως να αναπληρούται από τα στοιχεία του φακέλου».

 

          Εντός του φακέλου υπήρχε, πέραν της αλληλογραφίας που στάληκε από τον Διευθυντή αναφορικά με τα ακίνητα και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε μέχρι τον ορισμό του πλειστηριασμού, η Έκθεση Εκτίμησης της κας Χρ. Χριστοφόρου του Κλάδου Εκτιμήσεων του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου. Στην Έκθεση αυτή καταγράφεται η αιτιολόγηση για την κατάληξη στην επιφυλαχθείσα τιμή πώλησης των €2.320.000, η οποία και υιοθετήθηκε από τον Διευθυντή. Συνεπώς δεν ευσταθεί το ότι δεν υπήρχε αιτιολόγηση για το πως καθορίστηκε η επιφυλαχθείσα τιμή πώλησης. 

 

Ο Πρώτος Λόγος Έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.

 

Τα όσα αναγράφονται πιο πάνω στο πλαίσιο του Πρώτου Λόγου Έφεσης απαντούν εν μέρει και στα όσα αναφέρονται στους Λόγους Έφεσης 2 και 5 περί αναιτιολόγητης απόφασης του Διευθυντή.

 

Στο δεύτερο σκέλος του Λόγου Έφεσης 2 προβάλλεται η θέση ότι, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η Ένσταση που κατατέθηκε από μέρους του Κτηματολογίου περιείχε την αιτιολογία, αυτή δεν περιέχει οποιαδήποτε αιτιολογία αναφορικά με την επιλογή της ημερομηνίας πώλησης. Η ίδια θέση προβάλλεται και με τον Λόγο Έφεσης 4 και άρα θεωρούμε χρήσιμη την ταυτόχρονη εξέταση τους.

 

Επίκληση έγινε από μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα του Κανονισμού 7(1) του περί Πωλήσεων Διαδικαστικού Κανονισμού 1/1994, ο οποίος αναφέρει τα εξής:

 

«7.-(1) Με σκοπό να διασφαλίσει την πιο συμφέρουσα πώληση για το ακίνητο, ο Διευθυντής, όταν ορίζει την ημερομηνία και τον τόπο της πώλησης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλους τους παράγοντες που δυνατόν να είναι ευνοϊκοί ή δυσμενείς για την πώληση.

(2) Αν περιέλθει σε γνώση του Διευθυντή ότι η ημερομηνία που έχει ορίσει για την πώληση δεν είναι ευνοϊκή για τη διασφάλιση της πιο συμφέρουσας πώλησης για το ακίνητο, αυτός δικαιούται να αλλάξει την ημερομηνία της πώλησης ή να αναβάλει την πώληση για ημερομηνία που θα ορίσει αργότερα. Σ' αυτή την περίπτωση οφείλει να δώσει τουλάχιστον επτά ημέρες προειδοποίηση τόσο στους ενδιαφερομένους όσο και στο κοινό, εκτός αν όλοι οι ενδιαφερόμενοι συμφωνούν διαφορετικά ή η αναβολή επιβάλλεται από λόγους ανώτερης βίας ή έκτακτης ανάγκης».

 

          Όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε και αυτός ο Κανονισμός αποτελούσε μέρος της νομικής βάσης της Αίτησης / Έφεσης και άρα δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως η εισήγηση να έχει καταληκτική επίδραση επί του αποτελέσματος. Πέραν τούτου, όμως, συμφωνούμε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το λεκτικό του Κανονισμού 7(2) απλώς παρέχει το δικαίωμα στον Διευθυντή να αλλάξει ημερομηνία πώλησης, δεν δημιουργεί όμως την υποχρέωση σε αυτόν να το πράξει.

 

          Εν πάση περιπτώσει η θέση που τέθηκε από πλευράς Εφεσείοντος περί μείωσης της αξίας των ακινήτων το 2012 λόγω ελλείψεως ρευστότητας στην αγορά, μη δανεισμού από τραπεζικά ιδρύματα ή δανεισμού με υψηλά επιτόκια, δεν είχε αποδειχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, και παρέμεινε στην σφαίρα του ισχυρισμού. Αντιθέτως η κα Χριστοφόρου, της οποίας η μαρτυρία πρωτοδίκως είχε γίνει δεκτή στην ολότητα της, διαφώνησε πως η πορεία της αξίας των Ακινήτων ήταν πτωτική από το 2007, παραθέτοντας και συγκριτικές πωλήσεις οικοπέδων από το 2008 μέχρι το 2011 για να υποστηρίξει ότι οι τιμές παρέμειναν σταθερές. Θέση της αποτέλεσε ότι είτε πωλούνταν το 2008 τα Ακίνητα είτε το 2012 η τιμή θα ήταν η ίδια.

 

Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη Απόφαση με το οποίο και συμφωνούμε:

 

«.Εδώ, δεν έχει αποδειχθεί ότι κατά τον χρόνο που διενεργήθηκε η πώληση των ακινήτων υπήρχε ο,τιδήποτε που επέβαλλε όπως αυτή μη διενεργηθεί τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (τουναντίον αυτή έλαβε χώρα πριν από τα θλιβερά γεγονότα του Μαρτίου του 2013). Όπως ορθά ανέφερε ο κ. Βιολάρης, η πώληση δεν έλαβε χώρα αμέσως μετά την απομείωση των καταθέσεων. Σε τέτοια περίπτωση, πράγματι, ενδεχομένως κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο χρόνος πώλησης δεν ήταν ευνοϊκός για να εξασφαλιστεί η πιο συμφέρουσα τιμή. Χωρίς βεβαίως αυτό να ισοδυναμεί, χωρίς ο.τιδήποτε άλλο, με παραβίαση του Κανονισμού 7, για τον οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω».

 

          Συνακόλουθα οι Λόγοι Έφεσης 2 και 4 απορρίπτονται.

 

          Σημειώνουμε ότι τα όσα προβάλλονται με τον Λόγο Έφεσης 5 έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί στο πλαίσιο των Λόγων Έφεσης 1, 2 και 4 ανωτέρω, με αποτέλεσμα να μην είναι απαραίτητη η εκ νέου ενασχόληση με αυτά.

 

          Με τον Λόγο Έφεσης 3 ουσιαστικά προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνουμε, εν πρώτοις, την καλά εδραιωμένη στη Νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το Πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Παντελής Αναστάση ν Ανδρέα Φυσέντζου, Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5.10.2023 στην Πολ. Εφ. 354/2014). Παραθέτουμε απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση μας Ιωάννου ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 26/21 ημερ. 28.2.2024:

 

«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 300)».

 

         

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς την μη αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Μαυρέα. Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη Απόφαση και βρίσκει έρεισμα και στα πρακτικά της διαδικασίας, ο εμπειρογνώμονας του Εφεσείοντος δεν είχε προβεί σε επιτόπια επιθεώρηση των Ακινήτων για σκοπούς ετοιμασίας της εκτίμησης του 2012, η εκτίμηση του δεν περιείχε καταγραφή των ακινήτων που λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς της συγκριτικής μεθόδου που ισχυρίστηκε ότι εφάρμοσε, δεν εξέτασε το ότι υπήρχε παρανομία στην ανέγερση της κατοικίας μέσα στα Ακίνητα, η μαρτυρία του αναφορικά με το εμβαδό της κατοικίας δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα αλλά ούτε και εξέτασε τα αρχιτεκτονικά σχέδια σε σχέση με τα οποία δόθηκαν οι σχετικές άδειες για ανέγερση της κατοικίας. Έχοντας εντοπίσει τα πιο πάνω θα λέγαμε πως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως αμφότερες οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου εκτιμητή «.διακρίνονται από προχειρότητα.» ήταν αναπόφευκτη και δικαιολογημένη.

 

          Όσον αφορά στην μαρτυρία της κας Χριστοφόρου το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι είχε εξασφαλίσει τις άδειες από τα αρμόδια τμήματα περιλαμβανομένων των κατόψεων του κτιρίου, προέβη σε επιτόπια επιθεώρηση στο πλαίσιο της οποίας σύγκρινε την επιτόπου κατάσταση με τα σχέδια που είχε ως αποτέλεσμα να διαπιστώσει το ακριβές εμβαδό της κατοικίας και του υπογείου αλλά και το ότι αυτή είχε κτιστεί σε άλλο μέρος των Ακινήτων απ' ότι καταγράφετο στις άδειες. Η μάρτυρας, όπως εντόπισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, έδωσε λεπτομερή μαρτυρία σε σχέση με την κατάσταση της οικοδομής και της πισίνας, αλλά και του πως κατέληξε στην εκτίμηση του κόστους με τη χρήση των υπολογισμών της Στατιστικής Υπηρεσίας.

         

          Κατ' επέκταση δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την αξιολόγηση της μαρτυρίας το οποίο να επιτρέπει επέμβαση μας.

 

          Ο Λόγος Έφεσης 3 δεν μπορεί να πετύχει.

 

          Στη βάση όλων των πιο πάνω η Έφεσης απορρίπτεται.

           

          Επιδικάζονται €4.000 έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων αρ. 1 και 2 και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

                                                                                Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

                                                        Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                        Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο