ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 152/24)

 

25 Ιουνίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΗ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Λ. Νεοφύτου, για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για Εφεσείοντα

Ν. Νεοκλέους, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 6.6.2024, το οποίο εκδόθηκε εναντίον του μετά την παραπομπή του σε απευθείας δίκη από το Μόνιμο Κακουργοδικείο Πάφου, ένεκα των κινδύνων μη προσέλευσης του στη δίκη και διάπραξης άλλων αδικημάτων. Το εναντίον του κατηγορητήριο απαρτίζεται από 135 κατηγορίες (ορισμένες εκ των οποίων αντιμετωπίζει από κοινού με άλλα δυο συγκατηγορούμενα πρόσωπα), οι οποίες κατά κύριο λόγο αφορούν μεγάλο αριθμό διαρρήξεων και κλοπών και συναφή αδικήματα που διαπράχθηκαν στις Επαρχίες Πάφου και Λεμεσού, σε χρονικό διάστημα 3,5 περίπου χρόνων (από Νοέμβριο του 2020 μέχρι Απρίλιο του 2024), με τη συνολική αξία της κλαπείσας περιουσίας να ξεπερνά το 1,4 εκατομμύρια ευρώ. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, 5 κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, 24 κατηγορίες κλοπής από κατοικίες και ισάριθμες κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, 26 κατηγορίες διάρρηξης κατοικιών, 15 κατηγορίες κατοχής διαρρηκτικών οργάνων και 2 κατηγορίες παράνομης κατοχής περιουσίας.

 

        Το διάταγμα κράτησης προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης. Οι τρεις πρώτοι άπτονται της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας. Ο τέταρτος αφορά τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Έκαστος λόγος έφεσης θα εξεταστεί με τη σειρά που προβάλλεται, λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα έχουν λεχθεί ενώπιον μας κατά τις αγορεύσεις των συνηγόρων .

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στην εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης επειδή:

 

        (Α) Ελήφθη υπόψη η αναφορά στην κατάθεση του Λοχία Σιμιλλίδη (Ε111Β) περί αναγνώρισης του Εφεσείοντος από μεγάλο τατουάζ που φέρει στην πλάτη το οποίο φαίνεται να είναι το ίδιο με εκείνο του κουκουλοφόρου διαρρήκτη της κατοικίας του Β.Α. (κατηγορία 48), ως διαπίστωσε κατόπιν προσεκτικής μελέτης του ΚΚΒΠ. Μέρος του τατουάζ του διαρρήκτη αποκαλύπτεται όταν φεύγοντας πήδηξε από το μπαλκόνι της κατοικίας και προσγειώθηκε στο έδαφος λυγίζοντας τα γόνατα, με αποτέλεσμα να σηκωθεί το πίσω μέρος του φούτερ που φορούσε. Η ταυτοποίηση του τατουάζ έγινε από βίντεο αναρτημένο στο Facebook, παραδοθέν στην αστυνομία από πληροφοριοδότη, όπου φαίνεται ο Εφεσείων γυμνός από τη μέση και πάνω να συμμετέχει σε αγώνες τατουάζ, με ολόκληρη την πλάτη του καλυμμένη από το συγκεκριμένο τατουάζ, το οποίο σύμφωνα με την κατάθεση του δερματοστίκτη (E-96) είναι μοναδικό, αποτελούμενο από δυο ξεχωριστές εικόνες, τις οποίες συνένωσε όταν το αποτύπωσε.

 

        Η θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντος είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιπαρέβαλε την εν λόγω κατάθεση με καταθέσεις άλλων ατόμων τα οποία επιθεώρησαν τα ΚΚΒΠ και αναφέρουν κατ΄ ισχυρισμό διαφορετική εικόνα, ούτε τη συνάρτησε με το περιεχόμενο των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης του Εργαστηρίου Φωτογραφίας, Εικόνας και Γραφικών. Ούτε απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο ότι πλείστες από τις θέσεις που καταγράφονται στην κατάθεση του Λοχία Σιμιλλίδη στηρίζονται σε εξ ακοής μαρτυρία από πληροφοριοδότες εκ των οποίων ουδεμία κατάθεση ελήφθη.

 

        Πέραν τούτου δεν παραδόθηκε στην Υπεράσπιση το εν λόγω στιγμιότυπο από το ΚΚΒΠ βάσει του οποίου έγινε η αναγνώριση του Εφεσείοντος, όπως και η φωτογραφία του τατουάζ που φέρει στην πλάτη, ώστε η Υπεράσπιση να δύναται να ελέγξει και αμφισβητήσει τα όσα επί του προκειμένου ανέφερε ο Λοχίας Σιμιλλίδης, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα ισότητας των όπλων που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ. Επίσης, η μη παράδοση του εν λόγω μαρτυρικού υλικού αποστέρησε από το πρωτόδικο Δικαστήριο την ευκαιρία επιθεώρησης και ασφαλούς κατάληξης εν σχέσει με την εκτίμηση της πιθανολόγησης καταδίκης.

 

        (Β) Εσφαλμένα δόθηκε σημασία στο ότι σε καταγραφές πολλών διαρρήξεων και κλοπών από ΚΚΒΠ που επιθεωρήθηκαν από τον Λοχία Σιμιλλίδη, περιλαμβανομένου του προαναφερθέντος, ο δράστης, ο οποίος πάντοτε φέρει φούτερ με ενσωματωμένη κουκούλα χρώματος μαύρου στο κεφάλι με φερμουάρ, φαίνεται να είναι του ίδιου γυμνασμένου σωματότυπου, ίδιου αναστήματος και ίδιου τρόπου βαδίσματος. Επίσης, εσφαλμένα απεδόθη βαρύτητα σε γενικόλογη αναφορά στην κατάθεση του Λοχία Αποστόλου ότι «ο τρόπος δράσης του δράστη των διαρρήξεων που έγιναν στην Πάφο ήταν ο ίδιος με τον τρόπο δράσης του δράστη των διαρρήξεων στην Λεμεσό». Ούτε σε αυτή την περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του τα ΚΚΒΠ των διαρρήξεων της Λεμεσού, για να καταλήξει με ασφάλεια στα δικά του συμπεράσματα επί της πιθανολόγησης καταδίκης.

 

        (Γ) Δεν δόθηκε η δέουσα σημασία και βαρύτητα στην προοπτική αθώωσης του Εφεσείοντος η οποία επενεργεί ενάντια στον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

        Συμφώνως της πάγιας νομολογίας, η πιθανολόγηση καταδίκης είναι ένα από τα τρία αντικειμενικά κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του αδικήματος και το ύψος της επιβληθησόμενης ποινής σε περίπτωση καταδίκης, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και συνεκτιμώντας τα υποκειμενικά δεδομένα του υποδίκου προερχόμενα από τους δεσμούς του με τη χώρα, τις προσωπικές του περιστάσεις και το ιστορικό του (βλ., μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.2023).

 

        Η σημασία της πιθανολόγησης καταδίκης και το περιορισμένο πεδίο επέμβασης του Εφετείου εξηγούνται, μεταξύ άλλων, στην πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 78/24, ημερ. 8.4.2024, όπου αναφέρονται τα εξής: 

 

        «Ως προς την ισχύ της μαρτυρίας, στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ούτε το Δικαστήριο προβαίνει σε οποιαδήποτε κρίση επί της δεκτότητας ή αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού, ούτε σε τελική διαπίστωση γεγονότων ή εξαγωγή συμπερασμάτων. Περί πιθανολόγησης και μόνον ο λόγος (βλ. Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54). Το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσον η πιθανότητα καταδίκης προκύπτει από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του, έστω και αν διαπιστώνεται εύλογη προσδοκία αθώωσης. 

 

        Η εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, ούτως ώστε οι όποιες παρατηρήσεις ή σχόλια για την ισχύ του μαρτυρικού υλικού να μην επηρεάσουν ή προκαταλάβουν οτιδήποτε το οποίο ανάγεται στη δίκη (βλ. Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 131/20 κ.α., ημερ. 20.8.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi  v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 103/20, ημερ. 3.9.2020). Κατ' εξοχήν αρμόδιο να εκτιμήσει την πιθανολόγηση καταδίκης είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου το μαρτυρικό υλικό στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή (βλ. Georgi  Tasev v. Αστυνομίας (Αρ.1) (2016) 2 Α.Α.Δ. 418, Κασίρ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 146/21, ημερ. 29.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:B431, Ύψου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/22)».

 

        Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τις θέσεις και εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιθανολόγηση καταδίκης το οποίο να δικαιολογεί τη δική μας παρέμβαση. Το προαναφερθέν μαρτυρικό υλικό κρίθηκε στην όψη του από το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς τελικές διαπιστώσεις ή συμπεράσματα. Όπως τονίζει η νομολογία «περί πιθανολόγησης και μόνον ο λόγος», μη αποκλειομένης της εύλογης προσδοκίας αθώωσης. Το κριτήριο της πιθανολόγησης καταδίκης είναι σαφώς χαμηλότερο από εκείνο της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Αυτό δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για το Δικαστήριο να προβεί σε οποιεσδήποτε διαπιστώσεις ή συμπεράσματα ως προς την ισχύ του μαρτυρικού υλικού, προκαταλαμβάνοντας ή επηρεάζοντας αφεύκτως τα όσα φυσιολογικώς ανάγονται στη δίκη. Η οποιαδήποτε κρίση ως προς την ύπαρξη αντιφάσεων, συγκρούσεων ή ανακολουθιών μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, προϋποθέτει την εξαγωγή συμπερασμάτων ή διαπιστώσεων η οποία εκφεύγει της πιθανολόγησης καταδίκης. Δεν επιθυμούμε να πούμε οτιδήποτε περισσότερο επί του μαρτυρικού υλικού στο οποίο μας έχει παραπέμψει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα για να μην επηρεάσουμε καθ' οιονδήποτε τρόπο την κρίση του Κακουργοδικείου που θα εκδικάσει την υπόθεση. Αρκούμεθα να πούμε ότι η ισχύς του υπό συζήτηση μαρτυρικού υλικού δεν είναι έκδηλα πτωχή ούτε στερείται αποδεικτικής δύναμης ώστε μην αναδύεται ευλόγως η πιθανότητα καταδίκης.

 

        Δεν συμφωνούμε επίσης με την εισήγηση για παραβίαση του δικαιώματος ισότητας των όπλων, το οποίο για σκοπούς κράτησης διασφαλίζεται από το Άρθρο 5(4) της ΕΣΔΑ [βλ. Human Rights and Criminal Justice, 3η έκδοση, Ben Emmerson Q.C., Andrew Ashworth Q.C. etc, παρ. 8-96. Ως προς την εμβέλεια των διαδικαστικών εγγυήσεων του Άρθρου 5(4), στον Οδηγό του Άρθρου 5 (Guide on Article 5) της ΕΣΔΑ, ο οποίος ετοιμάζεται από Πρωτοκολλητείο του ΕΔΑΔ (ενημερωμένος μέχρι 29.2.2024), στην παράγραφο 264 αναφέρεται:

 

        "The requirement of procedural fairness under Article 5 § 4 does not impose a uniform, unvarying standard to be applied irrespective of the context, facts and circumstances. Although it is not always necessary that an Article 5 § 4 procedure be attended by the same guarantees as those required under Article 6 for criminal or civil litigations, it must have a judicial character and provide guarantees appropriate to the type of deprivation in question (A. and Others v the United Kingdom [GC]. 2009, § 203; Idalov v Russia [GC], 2012, § 161".  

[Έμφαση δοθείσα]

 

        Επί του δικαιώματος ισότητας των όπλων μεταξύ των δυο πλευρών, στη Nikolova v. Bulgaria (2011) 3 EHRR 3 (Grant Chamber), παρ. 58, αναφέρεται ότι: "Equality of arms is not ensured if counsel is denied access to those documents in the investigation file which are essential in order effectively to challenge the lawfulness of his client's detention".

 

        Σύμφωνα με το Άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 154:

 

        «Πρόσωπο που παραπέμπεται σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου δικαιούται να λάβει χωρίς καθυστέρηση αντίγραφο του κατηγορητηρίου και αντίγραφα των καταθέσεων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το αδίκημα για το οποίο παραπέμπεται σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου».

 

        Εν προκειμένω υπήρξε πλήρης συμμόρφωση, σε βαθμό μάλιστα που ξεπερνά τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω άρθρο. Από το πρακτικό της πρωτόδικης διαδικασίας προκύπτει ότι παραδόθηκε στον Εφεσείοντα αντίγραφο του ογκώδους φακέλου αστυνομικής διερεύνησης όλων των επιμέρους υποθέσεων, περιλαμβανομένων καταθέσεων, αριθμού επιστημονικών εκθέσεων και άλλων εγγράφων. Το μαρτυρικό υλικό το οποίο πρέπει να παραδίδεται σε πρόσωπο το οποίο παραπέμπεται σε απευθείας δίκη ενώπιον Κακουργοδικείου δεν περιλαμβάνει αντίγραφα της ενσώματης μαρτυρίας (real evidence) της υπόθεσης, όπως είναι τα ΚΚΒΠ. Πέραν τούτου ως προκύπτει από το πρακτικό της διαδικασίας, λόγω της απαιτούμενης προεργασίας για ετοιμασία και παράδοση αντιγράφων των ΚΚΒΠ αλλά και του τεράστιου όγκου του μαρτυρικού υλικού, δεν κατέστη δυνατό να ετοιμαστούν και παραδοθούν αντίγραφα στην Υπεράσπιση όπως δεν παραδόθηκαν ούτε στην Κατηγορούσα Αρχή. Από την άλλη, ο Εφεσείων είχε τη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσει, όπως και έπραξε, επί του ζητήματος της αναγνώρισης του Εφεσείοντος, από το υπάρχον μαρτυρικό υλικό στον φάκελο της υπόθεσης, με αναφορά σε καταθέσεις άλλων μαρτύρων και εκθέσεις φωτογραφίας και γραφικών, όπως έπραξε και ενώπιον μας.

 

        Η νομολογία του ΕΔΑΔ την οποία έχουμε μελετήσει αναφέρεται σε μη παράδοση εγγράφων (documents) του ανακριτικού ή αστυνομικού φακέλου στον προσφεύγοντα κατά τη διαδικασία κράτησης [(βλ. Lamy v. Belgium (1989) 11 EHRR 529, par. 29, Nikolova v. Bulgaria (ανωτέρω), Mooren v. Germany (2010) 50 EHRR 23 (Grant Chamber), παρ. 121-126]. Στις υποθέσεις Lamy και Nikolova δεν παραδόθηκε κανένα έγγραφο, ενώ στην Mooren παραδόθηκαν μόνο τέσσερεις σελίδες από τον ογκωδέστατο φάκελο της Φορολογικής Αρχής. Δεν έχουμε εντοπίσει υπόθεση στην οποία το ΕΔΑΔ διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 5(4) της ΕΣΔΑ, επειδή ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση στην ενσώματη μαρτυρία της υπόθεσης για σκοπούς αμφισβήτησης της κράτησης (βλ. Human Rights and Criminal Justice, 3η έκδοση (ανωτέρω), παρ. 8-97 - 8-101).

 

        Δεν θεωρούμε ότι η μη παράδοση των ΚΚΒΠ στο υπό συζήτηση στάδιο της διαδικασίας παραβιάζει υπό τις περιστάσεις το Άρθρο 5(4) της ΕΣΔΑ. Πρώτον φαίνεται να υπήρχε πρακτική αδυναμία παράδοσης στην Υπεράσπιση σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας.  Δεύτερον, ο σκοπός για τον οποίο η Υπεράσπιση επιζητούσε τα ΚΚΒΠ ήταν για να αμφισβητήσει τις προαναφερθείσες διαπιστώσεις του Λοχία Σιμιλλίδη ως προς την ταυτοποίηση ή αναγνώριση του Εφεσείοντος. Αυτό όμως είναι θέμα το οποίο φυσιολογικά ανάγεται στη δίκη. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο εξέτασης της πιθανολόγησης καταδίκης να αντιπαραβάλει το περιεχόμενο των ΚΚΒΠ με τις αναφορές του μάρτυρα, το οποίο εκφεύγει του περιορισμένου πεδίου εκτίμησης του μαρτυρικού υλικού στην όψη του. Τα ίδια κατ' αναλογίαν ισχύουν για τη χορήγηση στην Υπεράσπιση αντιγράφων των ΚΚΒΠ τα οποία σχετίζονται με την προαναφερθείσα τοποθέτηση του Λοχία Αποστόλου.

 

        Για σκοπούς της πιθανολόγησης καταδίκης από το μαρτυρικό υλικό στον φάκελο της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν σε θέση να στηριχθεί στην εξ ακοής μαρτυρία των Λοχιών Σιμιλλίδη και Αποστόλου, οι οποίοι είδαν τα σχετικά ΚΚΒΠ, (βλ. Τζιοβάννη κ.ά. ν. Αστυνομίας, ημερ. 18.1.2024, Taylor v. Chief Constable of Cheshire (1986) 1 All E.R. 225, Blackstone's Criminal Practice 2023, F.62).

 

        Παραπονείται ο Εφεσείων ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη η προοπτική αθώωσης. Διαφωνούμε. Όπως εξηγήσαμε, το μαρτυρικό υλικό ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρινόμενο στην όψη του δεν στερείτο αποδεικτικής δύναμης ώστε να εξαλείφεται η πιθανότητα καταδίκης.

 

        Τονίζεται ότι το μαρτυρικό υλικό στο οποίο επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντος αποτελεί μόνο μέρος εκείνου που ελήφθη υπόψη κατά την εξέταση της πιθανολόγησης καταδίκης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιερώνει εννέα πυκνογραμμένες σελίδες στην πιθανολόγηση καταδίκης με πολύ λεπτομερή αναφορά στο σύνολο του μαρτυρικού υλικού κατά του Εφεσείοντος, στο οποίο πέραν των προαναφερθέντων, επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

·               Στην κατοικία του Εφεσείοντος και της συζύγου του κατηγορούμενης 3, εντοπίστηκαν μεταξύ άλλων, διαρρηκτικά εργαλεία, φούτερ με ενσωματωμένη κουκούλα όπως αυτό που φαίνεται να φορούσε ο διαρρήκτης στα ΚΚΒΠ τα οποία επιθεωρήθηκαν από τον Λοχία Σιμιλλίδη.

·               Σε τραπεζική θυρίδα η οποία ανήκει στη σύζυγο του Εφεσείοντος (κατηγορούμενη 3) με συνδεόμενο πρόσωπο τον ίδιο, εντοπίστηκαν περί τα 83 χρυσά νομίσματα, 4 χρυσά ορθογώνια νομίσματα, 35 διαμάντια διαφόρων μεγεθών και 2 διαμαντένια δακτυλίδια. Αναγνωρίστηκαν ως κλοπιμαία αντικείμενα, 56 χρυσά νομίσματα, 3 ορθογώνιες  χρυσές πλάκες και 1 διαμάντι.

·                Στην οικία του Εφεσείοντος και της συζύγου του εντοπίστηκαν, χρήματα, ρολόγια, κοσμήματα, τσάντες κ.ά., τα οποία εκτιμήθηκαν περί τις 276.000.

·               Ο Εφεσείων είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης οχημάτων μεγάλης αξίας, καθώς και οχήματος BMW X5 το οποίο αγόρασε τοις μετρητοίς σε 12 δόσεις, για ποσό 83.000 αλλά ενεγράφη στο όνομα του Κατηγορούμενου 2, μετά που το ζήτησε ο Εφεσείων, και το χρησιμοποιεί η σύζυγος του τελευταίου, η Κατηγορούμενη 3.

·               Διαπιστώθηκε επίσης η αγορά από τον Εφεσείοντα διαμερίσματος αξίας 85.000.

 

        Σύμφωνα με το μητρώο κοινωνικών ασφαλίσεων ο εργοδότης του Εφεσείοντος από το 2021 μέχρι σήμερα είναι συγκεκριμένη εταιρεία και ο ίδιος δηλώνεται με μέσο όρο μισθού  1.000 μηνιαίως.

 

        Η πιθανολόγηση καταδίκης στη βάση του ανωτέρω μαρτυρικού υλικού δεν αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

        Στον δεύτερο λόγο έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι «[Η] Κυπριακή νομολογία και η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζουν κατάφωρα την νομολογία του ΕΔΑΔ». Τα όσα όμως αναφέρονται στην αιτιολόγηση του λόγου έφεσης εν σχέσει με τον κίνδυνο διαφυγής, αντανακλούν πλήρως τη θέση της Κυπριακής νομολογίας, η οποία, ως πολλάκις τονίστηκε, είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του ΕΔΑΔ (βλ. Κωνστανινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Cazanjian v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 326, Adnan v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 183, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Δ.Δ. 54, Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/20 κ.ά., ημερ. 3.9.20, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.2023). Σύνοψη των αρχών της νομολογίας περιέχεται στο κάτωθι απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω):

 

        «. Ως θέμα αρχής συνταγματικά κατοχυρωμένης σε κάθε αίτημα για κράτηση υποδίκου η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση υπό όρους. Η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (βλ. Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130).

 

        Κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης λόγω κινδύνου φυγοδικίας το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη (α) τη σοβαρότητα των υπό κατηγορία αδικημάτων, (β) την πιθανολόγηση καταδίκης βάσει του διαθέσιμου μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του, και (γ) την αυστηρότητα της επιβληθησομένης ποινής σε περίπτωση καταδίκης (βλ. μεταξύ άλλων, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48). Η σοβαρότητα των υπό κατηγορία αδικημάτων αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου (βλ. Θεοδωρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139).

 

        .................................

 

        Το κίνητρο φυγοδικίας αυξάνεται αναλόγως της σοβαρότητας της υπόθεσης την οποία ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει. Όσο σοβαρότερες είναι οι κατηγορίες, τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο του κατηγορούμενου να αποφύγει τη δίκη του (βλ. Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 600, Σπανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 281).

 

        Με βάση τη νομολογία η εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας ουδέποτε εξετάζεται με κατά απομόνωση αναφορά στα εν λόγω αντικειμενικά κριτήρια. Πάντοτε λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται υποκειμενικά δεδομένα προερχόμενα από το ιστορικό του υποδίκου, τον χαρακτήρα, την κατοικία, το επάγγελμα, την οικονομική του κατάσταση, τους οικογενειακούς ή άλλους δεσμούς του με την Κύπρο και τις προσωπικές του περιστάσεις (βλ. Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Οι δεσμοί ενός κατηγορούμενου με την Κύπρο δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος ή αδικημάτων για τα οποία διώκεται. «Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του υπόπτου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του» (βλ. Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, Μemic κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/19 κ.α., ημερ. 16.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B314, Τζιοβάννη κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252, ημερ. 18.1.2024).

 

Εάν κατόπιν συνεκτίμησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών δεδομένων, ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί ευλόγως να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων εγγύησης, δικαιολογείται η κράτηση του υποδίκου (βλ. Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Cazanjian  v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 423, Αdnan v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 183, Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130). Σε τέτοια περίπτωση «οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υποδίκου δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» (βλ. Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7)».

 

        Η μη υπερφαλάγγιση του δημοσίου συμφέροντος για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην οποία γίνεται ειδική αναφορά στην αιτιολογία του Εφεσείοντος, δεν αποτελεί μετατόπιση του βάρους απόδειξης στον κατηγορούμενο ενάντια στο δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, ως εσφαλμένα προβάλλεται. Το δημόσιο συμφέρον στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης υπερισχύει του δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας οποτεδήποτε, κατόπιν συνεκτίμησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών δεδομένων, ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων εγγύησης.  

 

        Τις πιο πάνω αρχές εφήρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση του κινδύνου φυγοδικίας ως προκύπτει σαφώς από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, με αναφορά σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων, περιλαμβανομένης της θεμελιακής απόφασης του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Neumeister v. Austria (No.1) (1979-80) 1 EHRR 91, παρ. 10.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

        Στον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τους δεσμούς του Εφεσείοντος με την Κύπρο και ούτε αναφέρθηκε στις εγγυήσεις που προτάθηκαν, οι οποίες κατά τον συνήγορο του επαρκούσαν για την εξασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη. Επίσης υποστηρίζεται ότι στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας δεν αποδόθηκε η πρέπουσα σημασία στο ότι ο Εφεσείων, πληροφορηθείς ότι η αστυνομία βρισκόταν στην κατοικία του για την εκτέλεση εντάλματος σύλληψης, «έθεσε οικειοθελώς τον εαυτό του στη διάθεση της τελευταίας».

 

        Διαφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντος και τους δεσμούς του με την Κύπρο, κρίνοντας ότι δεν μπορούσαν να εξαλείψουν του κίνδυνο φυγοδικίας εν όψει της σοβαρότητας των κατηγοριών που αντιμετωπίζει, της πιθανολόγησης καταδίκης και το ύψος της επιβληθησόμενης ποινής σε περίπτωση καταδίκης. Μάλιστα εξέτασε με πολλή προσοχή το ενδεχόμενο ο Εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος με τους περιοριστικούς όρους που είχε εισηγηθεί ο συνήγορος υπεράσπισης, κρίνοντας πως ούτε αυτοί θα μπορούσαν να διασφαλίσουν την παρουσία του στη δίκη.

 

        Η οικειοθελής μετάβαση του Εφεσείοντος στην κατοικία του, όταν επληροφήθη ότι εκεί βρισκόταν η αστυνομία με ένταλμα σύλληψης, εναντίον του, δεν εξαλείφει την πιθανότητα φυγοδικίας λόγω της περιορισμένης πιθανότητας διαφυγής. Ίδια υπήρξε και η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο μάλιστα ορθώς επισήμανε ότι κατά τον χρόνο παράδοσης, ο Εφεσείων δεν γνώριζε τη φύση και σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων για τα οποία εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης. Η περίπτωση σαφώς διαφέρει από τα γεγονότα στην Παρασκευά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, όπου ο Εφεσείων πληροφορηθείς ότι διερευνάτο εναντίον του σοβαρή υπόθεση ναρκωτικών, επέστρεψε στην Κύπρο από το εξωτερικό, θέτοντας εαυτόν στη διάθεση της αστυνομίας. Εν προκειμένω ισχύουν, κατ' αναλογία, τα κάτωθι από την απόφαση μας στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω):

 

«Με το ίδιο θέμα είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε πρόσφατα στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 1/24, ημερ. 2.2.2024, όπου τα γεγονότα ήταν πολύ παρόμοια. Εκρίθη ότι οι συνθήκες παράδοσης του Εφεσείοντος στην Αστυνομία διαφοροποιούντο από την Παρασκευά (ανωτέρω), βάσει των αποφασισθέντων στη Νικήτα (ανωτέρω). Στην Παρασκευά ο κατηγορούμενος, πληροφορηθείς ότι διεξαγόταν έρευνα εναντίον του για σοβαρή υπόθεση ναρκωτικών η οποία τον αφορούσε, επέστρεψε από το εξωτερικό θέτοντας εαυτόν στη διάθεση της αστυνομίας. Ενώ στη Νικήτα εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης του κατηγορούμενου «μετά που αυτός εντοπίστηκε από αστυνομικό στη σκηνή και, συνεπώς, οι δυνατότητες διαφυγής του ήταν περιορισμένες», πράγμα το οποίο ισχύει και στην παρούσα.Η εθελούσια παράδοση στην Αστυνομία δεν εξαλείφει τον κίνδυνο φυγοδικίας προσώπου εναντίον του οποίου εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης, εν όψει της περιορισμένης δυνατότητας διαφυγής του. Σχετική είναι επίσης η παρατήρηση του Κακουργοδικείου ότι κατά τον χρόνο παράδοσης ο Εφεσείων τελούσε υπό το καθεστώς υπόπτου μη γνωρίζοντας την πλήρη έκταση και σοβαρότητα των κατηγοριών που εν τέλει προσάφθηκαν εναντίον του».

 

        Τέλος θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε το περιορισμένο πεδίο επέμβασης μας στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε θέματα κράτησης υποδίκου η οποία «δεν αναθεωρείται με γνώμονα «την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου» (βλ. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256), παρά μόνο σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι «η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα» (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Bourel κ.ά. Ποιν. Έφ. 306/21). Γενικά, «[τ]ο Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις» (βλ. Σάρρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/23, ημερ. 10.5.2023).

 

        Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει κανένας απολύτως λόγος επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία ασκήθηκε εντός του ορθού νομικού πλαισίου.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης

 

        Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων ο οποίος σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση προκύπτει από τον πολύ μεγάλο αριθμό αδικημάτων διαρρήξεων και κλοπών που περιλαμβάνει το κατηγορητήριο, εκτεινόμενες σε δυο Επαρχίες της Κύπρου, σε διαφορετικούς χρόνους, κατά διαφορετικών ατόμων, καλύπτοντας χρονική περίοδο 3,5 ετών, με την φερόμενη κλοπιμαία περιουσία να ξεπερνά το 1,4 εκατομμύρια ευρώ, ο οποίος αριθμός καταδεικνύει εμφανή τάση και ροπή του Εφεσείοντος προς το έγκλημα. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει 33 ποινικούς φακέλους της Αστυνομίας, με σύνολο 135 κατηγορίες, οι οποίες θα μπορούσαν να καταχωριστούν και ως ξεχωριστές υποθέσεις. Επίσης λήφθηκε υπόψη εναντίον του μια εκκρεμούσα ποινική υπόθεση για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Η θέση της νομολογίας επί τούτου με αναφορά και σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ συνοψίζεται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση  Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.2023:

 

 «Όπως είχε αναφερθεί στην υπόθεση Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, η εκτίμηση περί της πιθανότητας διάπραξης νέων αδικημάτων στο μέλλον αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, στο ιστορικό του ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία μας τόσον το ποινικό μητρώο ενός κατηγορούμενου όσον και οι τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις, είναι στοιχεία τα οποία δύνανται να ληφθούν υπ΄ όψιν και να συσταθμιστούν (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, Ν.Ι. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 246/22, ημερ. 14.11.22, ECLI:CY:AD:2022:B448,). Στη Σιακαλλής (ανωτέρω) διευκρινίστηκε πως η πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος δεν περιορίζεται κατ΄ ανάγκη σε παρόμοιο με το εκδικαζόμενο αδίκημα. Προσθέτουμε πως σε κατάλληλες περιπτώσεις, συμπεράσματα για την τάση ή τη ροπή ενός κατηγορουμένου δύνανται να εξαχθούν ακόμα και στη βάση του μαρτυρικού υλικού (το οποίο ευρίσκεται ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου) για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως ήταν οι υποθέσεις Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, καθώς και η υπόθεση του ΕΔΑΔ Matznetter v. Austria (1969) App. 2178/64».

 

        Ιδιαίτερα σχετική εν όψει της φερόμενης εγκληματικής δράσης του Εφεσείοντος με βάση το μαρτυρικό υλικό κρινόμενο στην όψη του, είναι η υπόθεση Matznetter (ανωτέρω), όπου εν σχέσει με την πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος τα Αυστριακά δικαστήρια έλαβαν υπόψη την «πολύ παρατεταμένη συνέχιση των αξιόμεμπτων πράξεων του κατηγορουμένου, την πελώρια έκταση της ζημιάς που είχαν υποστεί τα θύματα, την πονηριά του κατηγορουμένου και το γεγονός ότι η πείρα και μεγάλη δεξιότητα του κατηγορουμένου το καθιστούσαν εύκολο για τον ίδιο να επαναλάβει τις παράνομες δραστηριότητες του». [βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689]. Σχετική είναι και η απόφαση του ΕΔΑΔ στην Assenov v. Bulgaria, Αίτηση Αρ. 24760/94, ημερ. 28.10.98, όπου κρίθηκε εύλογος και δικαιολογημένος ο φόβος των εθνικών αρχών να φοβούνται ότι ο προσφεύγων θα τελούσε και άλλα αδικήματα ενόψει της εναντίον του δίωξης για 16 διαρρήξεις και ληστείες (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Λίνου-Αλέξανδρου Σισιλιάνου, 2η έκδοση, (2016), σελ. 204, παρ. 126).

 

        Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με τη θέση ότι η εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων με γνώμονα εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας.

 

        Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος με αναφορά στην υπόθεση Oreb v. Croatia, Application No. 28824/09, ημερ. 31.10.2013, παρ. 113, υποστηρίζει τη θέση ότι η ύπαρξη εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων εναντίον του κατηγορούμενου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στην εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων ποινικών αδικημάτων καθότι αντίκειται στο τεκμήριο της αθωότητας (βλ. και Sedji v. The Former Yogoslav Republic of Macedonia, Application No. 8784/11, ημερ. 7.6.2018, παρ. 38).

 

        Με κάθε σεβασμό, παρατηρούμε ότι στην Oreb δεν γίνεται καμία αναφορά σε προηγούμενη νομολογία του ΕΔΑΔ επί του θέματος. Η Oreb δεν φαίνεται να ακολουθείται στην Ugulava v. Georgia, Αίτηση Αρ. 5432/15, ημερ. 9.2.2023, παρ. 104, όπου «το ΕΔΑΔ έκρινε δικαιολογημένη την απόφαση του εθνικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη στην εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης νέων  αδικημάτων, το γεγονός ότι οι νέες κατηγορίες τις οποίες ο Αιτητής αντιμετωπίζει, προσήφθησαν εναντίον του για  κατ' ισχυρισμό γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα ενόσω βρισκόταν ελεύθερος υπό όρους, εν σχέσει με άλλη ποινική διερεύνηση» (βλ. Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, Ποιν. Έφ. 84/24, ημερ. 16.4.2024).

 

        Εν όψει της διάστασης η οποία φαίνεται να υπάρχει στη νομολογία του ΕΔΑΔ επί του θέματος, το Εφετείο ακολουθεί την υπάρχουσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία συνάδει και με την πιο πρόσφατη νομολογία του ΕΔΑΔ. Πέραν τούτου με κάθε σεβασμό είμαστε της γνώμης ότι δεν προκύπτει παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας από την εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων ποινικών αδικημάτων στη βάση εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων, καθότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε οριστικά συμπεράσματα ή κρίση επί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                    Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                    Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                    Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο