ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 143/24)
27 Ιουνίου 2024
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Ν. Καντάρα με Ρ. Παπαδοπούλου (κα) για Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα
Σ. Πίπη (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει μαζί με ακόμη ένα πρόσωπο μία κατηγορία συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επιπλέον αντιμετωπίζει πέντε κατηγορίες παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 4 και 51(1) του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/2004 και των Άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 2 έως 6), μία κατηγορία παράνομης κατοχής σιγαστήρα πυροβόλου όπλου κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 43 του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/2004 και των Άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 14) καθώς και επτά κατηγορίες παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών κατά παράβαση των Άρθρων 4(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54 και των Άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 7 έως 13). Όπως προκύπτει από τις λεπτομέρειες όλων των κατηγοριών τα παράνομα αντικείμενα βρέθηκαν στις 20.5.2024 στο Νέο Κοιμητήριο Ορόκλινης.
Με απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο Εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου Λάρνακας την 1.7.2024. Μετά την παραπομπή αυτή η ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη υπέβαλε αίτημα για κράτηση του Εφεσείοντος επικαλούμενη τον κίνδυνο φυγοδικίας και την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων, το οποίο κρίθηκε δικαιολογημένο σε σχέση και με τους δύο λόγους. Με πέντε Λόγους Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (1) Δεν εξέτασε άλλους τρόπους διασφάλισης της παρουσίας του Εφεσείοντος στο Κακουργοδικείο, (2) Εκτίμησε εσφαλμένα την μαρτυρία που είχε ενώπιον του αφού δεν υπάρχει τέτοια που να καταδεικνύει πιθανότητα καταδίκης του Εφεσείοντος στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, (3) Παραγνώρισε και υποβάθμισε τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντος, (4) Παραγνώρισε το γεγονός ότι ο Εφεσείων παρέμεινε στον Αστυνομικό Σταθμό παρά το ότι δεν είχε εκδοθεί ακόμη ένταλμα για σύλληψη του, και (5) Εσφαλμένα αποφάσισε ότι υπάρχει κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Οι αρχές που διέπουν αιτήματα κράτησης είναι καλά νομολογημένες και δεν κρίνουμε χρήσιμη την λεπτομερή επανάληψη τους. Επισημαίνεται, όπως έχει λεχθεί και στην πρόσφατη απόφαση Melnyk ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 80/24, ημερ. 16.4.2024, ότι ως θέμα συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση υποδίκου με όρους σε κάθε περίπτωση που υπάρχει προσδοκία ότι αυτός θα προσέλθει στο Δικαστήριο για να δικαστεί, η δε κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση. Αυτό ως απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596 και Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ.130). Πέραν, όμως, του κινδύνου μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο ώστε να αντιμετωπίσει την δίκη του, εξετάζεται και η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων αλλά και η δυνατότητα επηρεασμού μαρτύρων. Όπως λέχθηκε στην Γενικού Εισαγγελέα ν. Νίκου, Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.2023, πρόκειται για τρεις αυτοτελείς κινδύνους οι οποίοι δεν απαιτείται να συνυπάρχουν ενώ έκαστος εξ αυτών αρκεί για να δικαιολογήσει τη κράτηση.
Ο κίνδυνος μη προσέλευσης στη δίκη εξετάζεται με αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος που αντιμετωπίζει κατηγορούμενος, την πιθανότητα καταδίκης και την ποινή που είναι δυνατό να επιβληθεί. Ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα υποστήριξε ότι προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα κριτήρια της σοβαρότητας των αδικημάτων, της πιθανότητας καταδίκης και του ενδεχόμενου επιβολής αυστηρής ποινής μεμονωμένα, χωρίς να συνυπολογίσει παράγοντες όπως τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, τους όρους που είχαν προταθεί από μέρους του και τις συνθήκες της σύλληψης του. Αναφορά έγινε και στο μαρτυρικό υλικό, με εισήγηση ότι εσφαλμένα είχε κριθεί πως υπάρχει πιθανότητα καταδίκης ενόψει της «φτωχής» δύναμης του αποδεικτικού υλικού. Ο συσχετισμός των πιο πάνω εισηγήσεων οδηγεί στο ότι οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 είναι ορθό όπως εξεταστούν ταυτόχρονα.
Η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων συναρτάται άμεσα με το ανώτατο ύψος των προβλεπόμενων από το Νόμο ποινών για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται. Για τα αδικήματα των Κατηγοριών 1 έως 6 προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι 15 έτη ή πρόστιμο μέχρι €42.715, για τα αδικήματα των Κατηγοριών 7 έως 13 ποινή φυλακίσεως μέχρι 10 έτη ή πρόστιμο μέχρι €5.000 ενώ για την Κατηγορία 14 η προβλεπόμενη ποινή ανέρχεται σε φυλάκιση μέχρι 3 έτη ή πρόστιμο μέχρι €5.000. Έπεται πως η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη. Όπως λέχθηκε στην Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 731 ο κίνδυνος να μην παρουσιασθεί ένας Κατηγορούμενος στο Δικαστήριο «θεωρείται πως ελλοχεύει ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων που αφορούν τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει».
Τυγχάνουν δε εφαρμογής και στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση τα λεχθέντα στην Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54:
«Η σοβαρότητά (τους), άλλωστε, δεν προσδιορίζεται μόνο από την προβλεπόμενη ποινή., αλλά και από την ποσότητα των ναρκωτικών, που είναι μεγάλη, και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, που υποδηλώνουν οργάνωση».
Όσον αφορά στην πιθανότητα καταδίκης, όπως εντόπισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του περιλαμβάνονται καταθέσεις αστυφυλάκων που υπηρετούν στην Υ.ΚΑ.Ν. (Κυανά 1, 2, 3 και 4) από τις οποίες προκύπτει μαρτυρία πως στις 19.5.2024, στο πλαίσιο παρακολούθησης, εντοπίστηκε ο Θ.Χ. να μετακινείται με όχημα τύπου Pajero προς το Νέο Κοιμητήριο Ορόκλινης. Την ίδια ώρα εντοπίστηκε και ο Εφεσείων να βρίσκεται εντός άλλου οχήματος στο σημείο του κοιμητηρίου. Όταν ο Θ.Χ. αναχώρησε με κατεύθυνση το χωριό Ορόκλινη, το ίδιο έπραξε και ο Εφεσείων. Στις 20.5.2024 περί ώρα 12:08 ο Θ.Χ. εντοπίστηκε να εισέρχεται στο Κοιμητήριο ενώ στην περιοχή εντοπίστηκε και όχημα με οδηγό τον Εφεσείοντα. Κατά τις 12:13 διαπιστώθηκε ότι το όχημα που οδηγούσε ο Θ.Χ. κινείτο με αντίθετη πορεία από αυτό του Εφεσείοντος. Οι δύο σταμάτησαν σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και, αφού ο Θ.Χ. έκανε επαναστροφή, ξεκίνησαν μαζί έχοντας την ίδια κατεύθυνση. Όταν, με την πάροδο κάποιων λεπτών, ο Θ.Χ. επανήλθε στο Κοιμητήριο, εντοπίστηκε και πάλι ο Εφεσείων να βρίσκεται σταθμευμένος σε απόσταση περί τα 200 - 250 μέτρα από το Κοιμητήριο και κοιτούσε προς αυτό. Μετά από ανακοπή των δύο υπόπτων, σε τσάντα που κρατούσε ο Θ.Χ. εντοπίστηκε ένα πιστόλι αποσυναρμολογημένο, μία γεμιστήρα, αριθμός σφαιρών και μια θήκη παραλλαγής όμοια με κυνηγετικού όπλου. Επιπλέον, εντός ενός τάφου εντοπίστηκαν τα λοιπά παράνομα αντικείμενα που αναφέρονται στο Κατηγορητήριο. Πέραν των πιο πάνω, στο μαρτυρικό υλικό περιλαμβάνεται και μαρτυρία από εξέταση των κινητών τηλεφώνων του Εφεσείοντος και του Θ.Χ. σύμφωνα με την οποία οι δύο είχαν επικοινωνία κατά τους επίδικους προαναφερθέντες χρόνους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε ως προς τον τρόπο εξέτασης του μαρτυρικού υλικού σε διαδικασία κράτησης, ορθά ανέφερε ότι αυτός δεν εκτείνεται στην ενδελεχή ανάλυση του. Όντως πρόκειται εν προκειμένω για περιστατική μαρτυρία. Συμφωνούμε, όμως, με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εξ αυτού δεν αποδυναμώνεται αυτόματα η ισχύς του μαρτυρικού υλικού, αφού η περιστατική μαρτυρία δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρία (βλ. Σιβιτανίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166, Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9). Για σκοπούς της επίδικης διαδικασίας πάντα, η πιο πάνω μαρτυρία αρκούσε ώστε να δικαιολογήσει κατάληξη περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης του Εφεσείοντος αφού το σωρευτικό αποτέλεσμα των στοιχείων που παρατίθενται πιο πάνω τείνει να συνδέσει τον Εφεσείοντα με τον οπλισμό. Ποια βαρύτητα θα δοθεί κατά τη δίκη στη μαρτυρία αυτή και με ποια κατάληξη δεν ήταν θέμα που θα μπορούσε να είχε απασχολήσει κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης.
Όσον αφορά στην ποινή που ενδέχεται να επιβληθεί επισημαίνουμε ενδεικτικά πως στην Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538 κρίθηκε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει υπ' όψιν του και την ποσότητα των ναρκωτικών που η εν λόγω υπόθεση αφορούσε, «. η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποινή που ενδεχομένως θα επιβληθεί.». Στην υπό κρίση υπόθεση δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι πρόκειται για μία ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα οπλισμού και εκρηκτικών υλών, ποσότητα η οποία θα επηρεάσει σε περίπτωση καταδίκης και το ύψος της ποινής που πιθανόν να επιβληθεί στον Εφεσείοντα. Αρκεί να πούμε πως, σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό, μεταξύ των ανευρεθέντων περιλαμβάνονται στρατιωτικό τυφέκιο, αντιαρματικό όπλο, πιστόλι, ρουκέτες, προωθητικά βλήματα, εκρηκτική ύλη υψηλής ισχύος (πέραν του 1 κιλού) και πέραν των 500 φυσιγγίων. Δικαιολογημένη, συναφώς, ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «. αναμένεται να επιβληθούν ποινές κάποιων ετών σε περίπτωση καταδίκης των Κατηγορουμένων». Συνυπήρχαν κατ' επέκταση όλοι οι αντικειμενικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη προς εξέταση του κινδύνου να μην προσέλθει κατηγορούμενος στην δίκη.
Ούτε συμφωνούμε με τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ή υποβάθμισε τις ειδικές προσωπικές περιστάσεις και δεσμούς του Εφεσείοντος με την Κύπρο. Αντιθέτως στην πρωτόδικη Απόφαση καταγράφεται το γεγονός ότι πρόκειται για Κύπριο υπήκοο ο οποίος διαμένει και εργάζεται στην Κύπρο και έχει προγραμματίσει να τελέσει γάμο με τη συμβία του. Έκρινε, όμως, ότι οι συνθήκες αυτές δεν επενεργούν ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα των αδικημάτων και να εξαλείψουν τον κίνδυνο φυγοδικίας.
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 1/24, ημερ. 2.2.2024:
«Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν τους δεσμούς του με τη Δημοκρατία, καθώς και τις προσωπικές του συνθήκες, ήτοι το ότι πρόκειται για Κύπριο πολίτη, ότι διαμένει παιδιόθεν στη Δημοκρατία, ότι διαθέτει δύο επιχειρήσεις (μπυραρίας και περιπτέρου), ότι αναλαμβάνει τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων του, ότι είναι ιδιοκτήτης οικίας και χωραφιού και ότι μπορούσε να παράσχει οποιαδήποτε εγγύηση διέτασσε το Δικαστήριο.
Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση. Πρόκειται για στοιχεία τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξαρχής κατέγραψε στην απόφασή του και ευλόγως εκτιμάται ότι ήταν υπ' όψιν του, έστω και αν σε άλλο σημείο δεν τα επανέλαβε όλα επί λέξει. Όπως έχουμε τονίσει πρόσφατα για παρόμοιες εισηγήσεις στην υπόθεση Τζιοβάννη κ.α v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/23, ημερ. 18.1.24:
«...το γεγονός ότι κάποιος είναι Κύπριος και διαμένει στην Κύπρο, έχοντας εδώ το κέντρο των οικονομικών και οικογενειακών του δραστηριοτήτων λαμβάνεται μεν υπόψιν αλλά δεν σημαίνει πως αφήνεται άνευ ετέρου ελεύθερος (Βύρωνος ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 454). Ούτε βέβαια η οικονομική δυνατότητα ενός ατόμου, για παροχή εγγυήσεων, επενεργεί απαρέγκλιτα ως ασπίδα για την υπερφαλάγγιση της σοβαρότητας των αδικημάτων τα οποία αντιμετωπίζει ώστε να αποδυναμώνεται ο κίνδυνος φυγοδικίας (Memic κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/19 κ.α., ημερ. 16.7.19, ECLI:CY:AD:2019:B314, Diab v. Γενικός Εισαγγελέας, Ποιν. Έφ. Ε151/19, ημερ. 13.8.19). Άλλωστε, όπως έχει νομολογηθεί εκείνο που αποκτά σημασία σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι η τυχόν απουσία δεσμών με την Κύπρο και όχι οι δεσμοί ενός Κύπριου με τον τόπο του, οι οποίοι δεν θα σχολιάζονταν ιδιαίτερα, όπως έχει λεχθεί στην Μωυσίδης ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 138».
Είναι υπό το πνεύμα των πιο πάνω αρχών που το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς υπέδειξε πως τόσο οι προσωπικές του περιστάσεις όσο και οι δεσμοί του με την Κύπρο, καθώς και η οικονομική του δυνατότητα για κατάθεση μετρητών (€20.000) δεν μπορούσαν να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και να εξαλείψουν τον κίνδυνο φυγοδικίας. Το ερώτημα που έθεσε το Δικαστήριο ήταν κατά πόσον οι προσωπικές συνθήκες ήταν ικανές να ανατρέψουν τη σκέψη στον Εφεσείοντα να μην εμφανιστεί ή εάν ήταν ευλόγως πιθανόν να θελήσει να φυγοδικήσει (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Σιδερένιος κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319, Ύψου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/22, ημερ. 31.5.22) και ήταν εντός αυτού του πλαισίου που υπέδειξε ότι εν προκειμένω ο Εφεσείων είναι άγαμος, 42 ετών, άτεκνος και συμβιώνει με γυναίκα από την Πολωνία. Υπενθυμίζοντας και την άλλη αρχή ότι όσο πιο σοβαρή είναι η τυχόν επιβληθησομένη ποινή τόσο πιο δυνητικά πραγματοποιήσιμος είναι ο κίνδυνος διαφυγής, για να καταδείξει ότι ήταν και πάλι εντός αυτού του πλαισίου που είχε συνυπολογίσει όλα όσα είχαν τεθεί ενώπιόν του σε σχέση με τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντος (Κρασοπούλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450). Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον χειρισμό στον οποίο προέβη ο πρωτόδικος Δικαστής».
Το πιο πάνω απόσπασμα απαντά και στα όσα προωθούνται με τον Λόγο Έφεσης 1 και την εισήγηση για όρους που είχε γίνει από μέρους του Εφεσείοντος. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο είναι ζήτημα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε επειδή παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (βλ. Ν. Καρυπίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 45/22, ημερ. 22.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B125).
Δεν διαπιστώνουμε εν προκειμένω οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται και οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση μας.
Οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 δεν ευσταθούν.
Ούτε, όμως, και το γεγονός πως ο Εφεσείων παρέμεινε στον Αστυνομικό Σταθμό από τις 13:00 μέχρι και τις 20:10 που εξεδόθη ένταλμα συλλήψεως του χωρίς να επιχειρήσει να φύγει μπορούσε από μόνο του να οδηγήσει στο να αφεθεί ελεύθερος με όρους. Η υπό κρίση διαφοροποιείται από την Παρασκευά ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607 αφού εκεί ο εφεσείων είχε έρθει από το εξωτερικό όταν πληροφορήθηκε για την εμπλοκή του στην υπόθεση. Στην υπό εξέταση περίπτωση ο Εφεσείων είχε ανακοπεί μετά από παρακολούθηση από μέλη της Υ.ΚΑ.Ν., ευρίσκετο ήδη στον Αστυνομικό Σταθμό ενόσω αναμένετο η έκδοση του εντάλματος συλλήψεως και αυτό αφού του είχε επιστηθεί η προσοχή στο Νόμο και τον είχαν ενημερώσει ότι είναι ύποπτος για την υπόθεση. Δεν θεωρούμε, συνεπώς, ότι θα έπρεπε να είχε αυξημένη βαρύτητα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ότι «. εάν ο Εφεσείοντας επιθυμούσε πραγματικά να διαφύγει και/ή ήταν χαρακτήρας με τάσεις φυγοδικίας θα μπορούσε να το πράξει ανεμπόδιστος .» κατά τον χρόνο που ευρίσκετο στον Αστυνομικό Σταθμό πριν την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως.
Ούτε και ο Λόγος Έφεσης 4 μπορεί να πετύχει.
Με τον Λόγο Έφεσης 5 προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Ειδικότερα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα εξής:
«Στρεφόμενος τώρα στον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων από τον Κατηγορούμενο 2, σημειώνω ότι ο Κατηγορούμενος 2 βαρύνεται με τρεις πρόσφατες προηγούμενες καταδίκες, εκ των οποίων οι δύο αφορούν κατοχή ναρκωτικών και η τρίτη κατοχή εκρηκτικών υλών. Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη του συνηγόρου του Κατηγορούμενου 2 ότι αφορούν μικρές και άσχετες παραβάσεις και ιδιαίτερα η προηγούμενη καταδίκη για κατοχή εκρηκτικών υλών, η οποία καταδεικνύει ροπή του Κατηγορούμενου 2 και κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων (βλ. Σιακαλλή ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130 και Σκούρος ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 140)».
Η κατάληξη αυτή είναι ευθυγραμμισμένη με τη Νομολογία. Παραθέτουμε ενδεικτικά απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, Ποιν. Έφ. 84/24, ημερ. 16.4.2024 όπου λέχθηκαν τα εξής:
«.Τόσον η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών όσον και η ύπαρξη εκκρεμουσών υποθέσεων εναντίον υποδίκου για ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή σοβαρότητας ποινικά αδικήματα, αποτελεί στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη και συσταθμίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Σιακαλλή ν Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130:
«Για κατάληξη σε συμπέρασμα για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.».
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του Εφεσείοντος ότι τα στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δημιουργούν ισχυρή εντύπωση περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Νικολάου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 840, η ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στον ενδιάμεσο χρόνο μέχρι τη δίκη μπορεί να στοιχειοθετηθεί είτε από στοιχεία που αφορούν σε προηγούμενη ή προηγούμενες καταδίκες, είτε και από το γεγονός ότι εναντίον του κατηγορούμενου εκκρεμούν προς εκδίκαση ή καταχώριση άλλες υποθέσεις σε σχέση με διάπραξη άλλων παρόμοιων αδικημάτων. Οι προηγούμενες καταδίκες με τις οποίες βαρύνετο ο Εφεσείων ήταν πρόσφατες, ενώ η μία αφορούσε της ίδιας φύσης αδικήματα με αυτά που αντιμετωπίζει στην παρούσα υπόθεση. Με βάση τα προαναφερθέντα θεωρούμε ότι ο κίνδυνος εμπλοκής του Εφεσείοντος σε νέα αδικήματα στο μέλλον δεν αποτελούσε μόνο μια απλή πιθανότητα, αλλά έναν ορατό κίνδυνο και ορθά κρίθηκε ως τέτοιος από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Συνεπώς και ο Λόγος Έφεσης 5 είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Στη βάση όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.