ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                            (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 88/2023)

 

29 Μαΐου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

                                                                                                         Εφεσείουσα,

v.

 

 ΚΩΣΤΑ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ

ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ «Α»

                                                                                                         Εφεσίβλητων.

 

--------------------

 

 Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείoυσα.

   Κ. Μελάς, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητους.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Στο πλαίσιο του περιορισμού των δαπανών του δημόσιου τομέα και με γενικότερο στόχο την εξυγίανση των δημοσιονομικών της Πολιτείας, η Κυβέρνηση αποφάσισε, μετά από διαβούλευση με τη συντεχνιακή πλευρά, την κατάργηση του επιδόματος περιοδείας το οποίο χορηγείτο στο ωρομίσθιο κυβερνητικό προσωπικό (εφεξής «το ΩΚΠ») και την ενσωμάτωση μέρους αυτού του επιδόματος στο ωρομίσθιο όσων μελών του ΩΚΠ ήταν περιοδεύοντα κατά τον Οκτώβριο του 2013 (εφεξής «οι δικαιούχοι») και υπηρετούσαν, μεταξύ άλλων, στο Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων (εφεξής «το ΤΑΥ»).

 

Τα ανωτέρω εκφράστηκαν σε γραπτή συμφωνία μεταξύ κυβερνητικής και συντεχνιακής πλευράς η οποία, μεταξύ άλλων, προνοούσε όπως μελετηθεί η κάλυψη (δηλαδή, η ενσωμάτωση μέρους του καταργούμενου επιδόματος στο ωρομίσθιο) και μελών του ΩΚΠ στους οποίους καταβαλλόταν το επίδομα κατά το 2011, πλην όμως τους αποκόπηκε προσωρινά κατά την περίοδο 2012-2013.

 

 Εν συνεχεία, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (εφεξής «το ΤΔΔΠ») εξέδωσε συναφή εγκύκλιο ημερ. 26.2.2014, κατά την οποία όλα τα μέλη του ΩΚΠ που υπηρετούσαν, μεταξύ άλλων, στο ΤΑΥ υποχρεούντο να περιοδεύουν σε επαρχιακό ή/και παγκύπριο επίπεδο, προς εξυπηρέτηση υπηρεσιακών αναγκών, χωρίς να τους καταβάλλεται πλέον το (καταργηθέν) επίδομα περιοδείας.

 

Κατά τον Οκτώβριο του 2015, η κυβερνητική πλευρά συμφώνησε να εξισώσει (με τους δικαιούχους) μισθολογικά και άλλα μέλη του ΩΚΠ, υπό την προϋπόθεση ότι οι συντεχνίες του ΩΚΠ θα επιβεβαίωναν γραπτώς ότι δεν θα έγειραν τέτοια περαιτέρω αιτήματα ή/και για να προσδοθεί αναδρομική ισχύς στα συμφωνηθέντα.  Οι συντεχνίες συναίνεσαν όντως στα ανωτέρω με επιστολή τους ημερ. 20.10.2015 προς το ΤΔΔΠ.

 

Οι Εφεσίβλητοι ήταν μέλη του ΩΚΠ υπηρετούντα στο ΤΑΥ, στο ωρομίσθιο των οποίων δεν ενσωματώθηκε το καταργηθέν επίδομα.  Με επιστολή τους  ημερ. 4.10.2015 προς τον Διευθυντή ΤΑΥ οι Εφεσίβλητοι ζήτησαν αυτή την ενσωμάτωση, στη βάση ότι ήταν περιοδεύοντες επί ίσοις όροις με τα μέλη του ΩΚΠ στο ωρομίσθιο των οποίων το επίδομα ενσωματώθηκε.

 

Ο Διευθυντής ΤΑΥ σημείωσε στις 29.10.2015 επί του οικείου διοικητικού φακέλου ότι μίλησε με λειτουργό του ΤΔΔΠ, η οποία τον ενημέρωσε ότι το θέμα έληξε (προφανώς, υπό την έννοια ότι δεν θα εξετάζονταν αιτήματα άλλων μελών του ΩΚΠ, προς ενσωμάτωση του καταργηθέντος επιδόματος περιοδείας στα ωρομίσθιά τους), εκτός αν ο Διευθυντής αποτείνετο στον Υπουργό Οικονομικών (κάτι που δεν φαίνεται να έπραξε).

 

Οι Εφεσίβλητοι επανήλθαν επί του θέματος, με επιστολή τους ημερ. 27.2.2017 προς τον Διευθυντή ΤΑΥ, παραπονούμενοι ότι τελούν υπό αδικία διότι υποχρεούνται να περιοδεύουν χωρίς όμως στο ωρομίσθιό τους να περιλαμβάνεται το σχετικό επίδομα, εν αντιθέσει με τους δικαιούχους.

 

Ο Διευθυντής ΤΑΥ απέστειλε στο ΤΔΔΠ, με δική του επιστολή ημερ. 2.6.2017, τη νέα επιστολή των Εφεσίβλητων, προβάλλοντας υπέρ τους τη θέση ότι η διευθέτηση του 2014, για ενσωμάτωση του επιδόματος στο μισθό όσων το λάμβαναν κατά τον Οκτώβριο του 2013, δημιούργησε κατάφωρη αδικία σε βάρος εκείνων που δεν το λάμβαναν.

 

Παρά ταύτα, ο Διευθυντής ΤΑΥ ενημέρωσε τους Εφεσίβλητους, με επιστολή του ημερ. 27.9.2017, ότι το αίτημά τους απορρίφθηκε από το ΤΔΔΠ (με επιστολή του ημερ. 25.7.2017) διότι, αφενός,  το επίδομα περιοδείας καταργήθηκε δια της προαναφερόμενης εγκυκλίου ημερ. 26.2.2014 και, αφετέρου, «το θέμα του επιδόματος περιοδείας ολοκληρώθηκε και θεωρείται λήξαν» (προφανώς, υπό την έννοια ότι δεν συζητείται πλέον η ενσωμάτωσή του στο ωρομίσθιο μελών του ΩΚΠ άλλων από τους δικαιούχους).

 

Οι Εφεσίβλητοι προσέβαλαν την απορριπτική απάντηση του ΤΔΔΠ ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, διά της Προσφυγής Αρ. 1604/2017.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προβληματίστηκε κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε πράξη δημοσίου δικαίου ώστε να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του.  Κατέληξε, αφού άκουσε επί τούτου τους διαδίκους, πως, όντως, ήταν πράξη δημοσίου δικαίου και, άρα, είχε δικαιοδοσία, με το σκεπτικό ότι οι Εφεσίβλητοι συνιστούσαν τακτικούς εργάτες οι οποίοι εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής «η ΕΔΥ»), ως αυτή η αρμοδιότητα οριοθετείται (μεταξύ άλλων) από τον ερμηνευόμενο όρο «δημόσια υπηρεσία» στο Άρθρο 122 του Συντάγματος.

 

Από πλευράς της, η Καθ'ης η αίτηση επιχείρησε ανεπιτυχώς να πείσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στερείται δικαιοδοσίας, εγείροντας προδικαστικές ενστάσεις περί του ότι η επίδικη απόφαση ήταν βεβαιωτική προηγούμενης εκτελεστής διοικητικής πράξης και, άρα, η Προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη, οι δε Εφεσίβλητοι στερούντο του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος να την προωθούν διότι δεν ήταν περιοδεύοντες ωρομίσθιοι κατά τον Οκτώβριο του 2013, ώστε να εξισωθούν με τους δικαιούχους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις, αποφαινόμενο ότι η Καθ' ης η αίτηση τελούσε υπό ουσιώδη πλάνη (λόγω της οποίας  η Προσφυγή έγινε αποδεκτή), διότι πεπλανημένα θεωρούσε πως οι Εφεσίβλητοι ζητούσαν την μισθολογική τους εξίσωση με τα ευνοηθέντα μέλη επειδή και αυτοί ήταν περιοδεύοντες κατά τον Οκτώβριο του 2013, ενώ κατ' ακρίβειαν οι Εφεσίβλητοι ζητούσαν αυτή την μισθολογική εξίσωση λόγω της ισότιμης εργασίας τους με αυτής των δικαιούχων.  Αυτό, υπό την έννοια ότι όλοι (δικαιούχοι ή μη) όφειλαν να περιοδεύουν, οπότε ήταν άδικο οι μεν να αμείβονται επιπροσθέτως για αυτή την υπηρεσιακή εργασία και οι δε όχι.

 

Με την ενώπιόν μας έφεση, η Εφεσείουσα (πρωτόδικα η Καθ'ης η αίτηση) εφεσιβάλλει το πρωτόδικο σκεπτικό ως λανθασμένο.

 

Συγκεκριμένα, κατά την Εφεσείουσα, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο-

(α) απέρριψε τις προδικαστικές της ενστάσεις περί του εκπρόθεσμου της προσφυγής, της βεβαιωτικής φύσης της προσβαλλόμενης πράξης και της απουσίας έννομου συμφέροντος από πλευράς των Εφεσίβλητων (πρώτος λόγος έφεσης)·

(β) έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι δημοσίου δικαίου με το σκεπτικό ότι οι Εφεσίβλητοι εμπίπτουν στον ορισμό του όρου «δημόσια υπηρεσία» στο Άρθρο 122 του Συντάγματος (δεύτερος λόγος έφεσης), με το σκεπτικό ότι πρόκειται για τακτικούς εργάτες (τρίτος λόγος έφεσης)· και

(γ) διαπίστωσε πλάνη από πλευράς του Διευθυντή, διότι ο τελευταίος υπό πλάνη θεώρησε πως οι Εφεσίβλητοι ζήτησαν διεύρυνση του καταλόγου των δικαιούχων, ενώ αυτό που πράγματι ζήτησαν είναι τη μισθολογική τους εξίσωση με τους δικαιούχους, δεδομένου ότι διέπονταν από τις ίδιες συνθήκες εργασίας (τέταρτος λόγος έφεσης).

 

Φύση της προσβαλλόμενης απόφασης και παραδεκτό της πρωτόδικης Προσφυγής:

Προέχει η εξέταση κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει όντως στο δημόσιο δίκαιο, ως θέμα δικαιοδοτικό και, αυτεπάγγελτα εξεταζόμενο, ως θέμα δημόσιας τάξης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 107/2016 Τσιήσσιου ν. Δήμου Παραλιμνίου, απόφαση ημερ. 3.10.2023).

 

Για να υπάγεται η προσβαλλόμενη απόφαση στο δημόσιο δίκαιο ώστε (η προσβάλλουσα τη νομιμότητά της) Προσφυγή να είναι παραδεκτή, πρέπει η απασχόληση των Εφεσίβλητων να εντάσσεται στο πλαίσιο σχέσης δημόσιου και όχι ιδιωτικού δικαίου.  Συνεπώς,  απαραίτητη είναι η εξέταση της φύσης της απασχόλησης των Εφεσιβλήτων, ως αυτή προσδιορίζεται από τις συνθήκες που τη διέπουν, όπως από τους όρους πρόσληψης, από την ακριβή χρονική περίοδο της υπηρεσίας τους (και το συνεχές της), από τον τρόπο αμοιβής κ.λπ. (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 151/2018 Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, απόφαση ημερ. 14.2.2024· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 68/2018 Δημοκρατία ν. Ιωσήφ, απόφαση ημερ. 6.3.2024).

 

Στην Δημήτρης Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577 κρίθηκε ότι η προαγωγή ωρομίσθιων εργατών δεν ενέπιπτε στο δημόσιο δίκαιο, με αποτέλεσμα η πρωτόδικη προσφυγή κατά της προαγωγής να ήταν απαράδεκτη, διότι οι ωρομίσθιοι εργάτες αμείβονταν επί ημερήσιας βάσης και  υπηρετούσαν στη βάση «κανονισμών» (οι Όροι Απασχόλησης ΩΚΠ) οι οποίοι, αφενός, αποκαλούνταν έτσι χωρίς ωστόσο να τους δοθεί κανονιστικού περιεχομένου υπόσταση και, αφετέρου, είχαν ως βάση συλλογική σύμβαση εργασίας η οποία προσιδιάζει στο ιδιωτικό δίκαιο και υπόκειτο σε τακτική επαναδιαπραγμάτευση και ανανέωση, το δε μακρόν της εργοδότησης των προσφευγόντων σε μόνιμο έργο της Δημοκρατίας δεν ήταν παράγοντας που μπορούσε να απομονωθεί και να του δοθεί βαρύνουσα σημασία.

 

Στην Θεόδωρος Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 212 επίσης κρίθηκε ότι η πλήρωση ωρομίσθιων θέσεων ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, διότι διεπόταν από τους Όρους Απασχόλησης ΩΚΠ οι οποίοι ήταν προϊόν συλλογικών συμβάσεων και άλλων, κατά καιρούς, συμφωνιών μεταξύ της εργοδοτικής και της εργατικής πλευράς.  Στην Αριστοτέλους κ.α. ν. Δήμου Πολεμιδιών (2008) 3 Α.Α.Δ 124, ομοίως κρίθηκε ότι η εργασιακή σχέση εργατών ενέπιπτε στο ιδιωτικό δίκαιο διότι είχαν προσληφθεί χωρίς σχέδια υπηρεσίας.

 

Είναι διαφωτιστική και η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νικολάου (2007) 1Α.Α.Δ. 1056, όπου αποτέλεσε αντικείμενο αστικής διαφοράς εκδικασθείσας από πολιτικό Δικαστήριο το (προ κατάργησής του) ενώπιόν μας επίδικο επίδομα περιοδείας, χωρίς το πρωτόδικο Δικαστήριο ή το Εφετείο να θεωρήσει ότι δεν έχει δικαιοδοσία επί του θέματος.

 

Από πλευράς τους, οι Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι η ενώπιόν μας προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο και, συνεπώς, είναι δεκτική  προσβολής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος διότι συνιστούν εργάτες οι οποίοι «απασχολώνται τακτικώς ως εργάται εις μόνιμα έργα της Δημοκρατίας» με αποτέλεσμα η υπηρεσία την οποία παρέχουν να εμπίπτει στην εμβέλεια του όρου «δημόσια υπηρεσία» ως ορίζεται στο Άρθρο 122 του Συντάγματος.

 

Προς τούτο, στις διευκρινίσεις ημερ. 24.5.2013 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι η τακτική φύση της εργασίας τους προκύπτει από την απόφαση πρόσληψής τους η οποία λήφθηκε αυτόματα κατ' εφαρμογή του κανονισμού 4(β) των Όρων Απασχόλησης ΩΚΠ ο οποίος προβλέπει ότι ο συμπληρώσας συνεχή υπηρεσία 52 εβδομάδων έκτακτος ωρομίσθιος εντάσσεται από το οικείο Τμήμα/Υπηρεσία άνευ δικής του αίτησης στο τακτικό ωρομίσθιο προσωπικό.

 

Επίσης, για να υποστηρίξουν τη θέση ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο και, άρα, στη δικαιοδοσία του αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστηρίου, οι Εφεσίβλητοι επικαλούνται την Θεόδωρος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 1194 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η προσβαλλόμενη πειθαρχική ποινή κατά του εκεί προσφεύγοντα συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Δεν συμφωνούμε ότι η εκ των Εφεσίβλητων επίκληση της Θεόδωρος Κωσταντίνου (2000) 4 Α.Α.Δ. 1194 υποστηρίζει τη θέση τους, διότι ο εκεί προσφεύγων Θεόδωρος Κωνσταντίνου ήταν επίσης εις των πρωτόδικων αιτητών και κατ' έφεση εφεσειόντων στην προρρηθείσα Θεόδωρος Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 212, όπου το Εφετείο ρητά μνημόνευσε τόσο την Θεόδωρος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ 1194 όσο και το γεγονός ότι η τελευταία αυτή υπόθεση αφορούσε έναν εκ των ενώπιόν του εφεσειόντων.  Παρά ταύτα, το Εφετείο αποστασιοποιήθηκε από την προσέγγιση της Θεόδωρος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 1194, κρίνοντας ότι η ενώπιόν του προσβαλλόμενη πράξη προαγωγής ενδιαφερομένων μερών (σε θέση την οποία διεκδικούσαν οι ενώπιόν του εφεσείοντες) ενέπιπτε στο ιδιωτικό δίκαιο κατ' εφαρμογή του δεδικασμένου της Δημήτρης Κωνσταντίνου κ.ά. (supra).

 

Κατ' εφαρμογή της ως άνω νομολογίας, κρίνουμε πως η φύση της απασχόλησης των ενώπιόν μας Εφεσίβλητων εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δίκαιου και πως η περί αντιθέτου πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη.  Ως εκ τούτου, η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου Προσφυγή ήταν δικονομικά απαράδεκτη και έπρεπε να απορριφθεί ως τέτοια. 

 

Συγκεκριμένα, οι Εφεσίβλητοι προβάλλουν ότι προσλήφθηκαν βάσει του κανονισμού 4 των Όρων Απασχόλησης ΩΚΠ ως έκτακτο ωρομίσθιο προσωπικό και, εν συνεχεία, κατέστησαν -δυνάμει του ίδιου κανονισμού- «τακτικό ωρομίσθιο προσωπικό», φρασεολογία που εκ πρώτης όψεως παραπέμπει στους «τακτικούς εργάτες» των οποίων η υπηρεσία εντάσσεται στην εμβέλεια του ορισμού του όρου «δημόσια υπηρεσία» του Άρθρου 122 του Συντάγματος και, συνεπώς, φαίνεται να διέπεται από το δημόσιο δίκαιο.  Εντούτοις, κατά την Δημήτρης Κωνσταντίνου κ.ά. (supra) και την Θεόδωρος Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (supra),  αυτοί οι Όροι (εκ της δομής και του περιεχομένου τους) δεικνύουν ότι η απασχόληση των ωρομίσθιων κυβερνητικών εργατών την οποία διέπουν εδράζεται σε συλλογική σύμβαση εργασίας που προσιδιάζει στο ιδιωτικό δίκαιο, χωρίς αυτό το συμπέρασμα  να αναιρείται από το πολυετές και συνεχές της απασχόλησής τους («Η διάρκεια και συνέχεια της εργοδότησης αφ' εαυτής δεν απαντούν το ερώτημα, ούτε είναι ταυτόσημες οι έννοιες «απασχολούνται τακτικώς» και «απασχολούνται συνεχώς και επί μακρό»).

 

Επίσης, το καταργηθέν επίδομα περιοδείας προβλεπόταν στον κανονισμό 51 των Όρων Απασχόλησης ΩΚΠ οι οποίοι -ως προαναφέρθηκε- δεν έχουν κανονιστικού περιεχομένου υπόσταση, αλλά συνιστούν προϊόν συμφωνιών μεταξύ της εργοδοτικής και συντεχνιακής πλευράς.

 

Περαιτέρω, υπήρξε άμεση εμπλοκή της συντεχνιακής πλευράς, τόσο σε σχέση με την κατάργηση του επιδόματος όσο και σε σχέση με την επιλογή των δικαιούχων στο ωρομίσθιο των οποίων μέρος του επιδόματος θα ενσωματωνόταν.  Συναφώς, η προρρηθείσα εγκύκλιος ημερ. 26.2.2014 καταργεί το επίδομα περιοδείας με οδηγίες του Προέδρου της Μικτής Εργατικής Επιτροπής (εφεξής «η ΜΕΕ») και μετά από συναφή συμφωνία μεταξύ της Επίσημης και της Εργατικής Πλευράς. Η δε εγκύκλιος υπογράφεται από λειτουργό του ΤΔΔΠ ως Γραμματέα της ΜΕΕ.

 

Αυτά δε τα στοιχεία τείνουν στο συμπέρασμα ότι η Διοίκηση εν προκειμένω δεν ασκούσε imperium αλλά, αντιθέτως, δρούσε σε ισότιμη βάση με την αντισυμβαλλόμενη συντεχνιακή πλευρά.  Σημειώνεται ότι, την εμπλοκή της συντεχνιακής πλευράς στην κατάργηση του επιδόματος περιοδείας και στον καθορισμό των δικαιούχων παραδέχονται οι Εφεσίβλητοι στην πρωτόδικη απαντητική τους αγόρευση αναφέροντας:

«[.] σημειώνουμε ότι στις συζητήσεις με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις όπου αποφασίστηκε η κατάργηση του Επιδόματος Περιοδείας, συμφωνήθηκε παράλληλα η ενσωμάτωση μειωμένου ποσοστού του επιδόματος στους μισθούς των δικαιούχων ωρομισθίων ως και το αίτημα των Αιτητών.

Προς επίρρωση τούτου παραπέμπουμε το σεβαστό Δικαστήριο στην παράγραφο 4 της Ένστασης που αναφέρει ότι:

«Ως αποτέλεσμα των συζητήσεων με τις συντεχνίες του ΩΚΠ συμφωνήθηκε η κατάργηση του επιδόματος με ταυτόχρονη την ενσωμάτωση μειωμένου ποσοστού του επιδόματος στους μισθούς των δικαιούχων ωρομισθίων».

Ως εκ τούτου, ακολούθησε μια μεγάλη και χρονοβόρα διαδικασία κατά την οποία καταρτίζονταν οι κατάλογοι με του [sic] δικαιούχους ωρομίσθιους, οι οποίοι αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των εμπλεκόμενων τμημάτων και της κυβέρνησης και οι οποίοι επαναδιαμορφώθηκαν πολλάκις.  Εξ ου και το ότι η Εγκύκλιος δεν τέθηκε σε εφαρμογή για 18 μήνες από την έκδοσή της, ακριβώς γιατί συνεχίζονταν οι συνομιλίες με τις εν λόγω συνδικαλιστικές οργανώσεις.».

 

Συνάγεται ότι η φύση της απασχόλησης των Εφεσίβλητων εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και, συνεπώς, οι πράξεις της εργοδοτικής πλευράς που τους επηρεάζουν, ως η εδώ προσβαλλόμενη, εκπίπτουν της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

 

 

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση επιτυγχάνει και παραμερίζεται ως εσφαλμένη  η απόφαση ημερ. 26.6.2023 (περιλαμβανομένου του σκέλους της ως προς τα έξοδα) του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της Προσφυγής Αρ. 1604/2017

 

Επιδικάζουμε το ποσό των 4600 ευρώ, ως συνολικά έξοδα πρωτόδικα και κατ' έφεση, υπέρ της Εφεσείουσας και κατά των Εφεσίβλητων. 

 

 

                                                          Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΛΟΙΠΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ

2.      Πανίκος Παναγή εκ Λευκωσίας

3.      Πέτρος Κυπριανού εκ Λευκωσίας

4.      Πανίκος Χ'' Πάκκου εκ Λευκωσίας

5.      Αντρέας Κωνσταντίνου εκ Λευκωσίας

6.      Σταύρος Κλαδευτήρας εκ Λευκωσίας

7.           Ιωσήφ Τσουτσουκής εκ Λευκωσίας

8.           Κώστας Ιωάννου εκ Λευκωσίας

9.           Πέτρος Λουκαῒδης εκ Λευκωσίας

10.       Χριστάκης Μάτσης Λευκωσίας

11.       Ανδρέας Σοφοκλή εκ Λευκωσίας

12.       Πέτρος Πέτρου εκ Λευκωσίας

13.       Βρυωνής Σωκράτους εκ Λευκωσίας

14.       Ανδρέας Χρυσάνθου εκ Λευκωσίας

15.       Σοφοκλής Σοφοκλέους εκ Λευκωσίας

16.       Μιχάλης Μάμμας εκ Λευκωσίας

17.       Χαράλαμπος Χαραλάμπους εκ Λευκωσίας

18.       Γιώργος Γεωργίου εκ Λευκωσίας

19.       Λέανδρος Μάρκου εκ Λευκωσίας

20.       Χρήστος Μανώλη εκ Λευκωσίας

21.       Χ. Χ. εκ Λευκωσίας

22.       Μιχαήλ Μ. Μιχαήλ εκ Λευκωσίας

23.       Χριστόφορος Κυπριανού εκ Λευκωσίας

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο