ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 196/18)

 

20 Μαΐου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

         

                                      VOUROS HEALTHCARE LTD

Εφεσείουσα/Καθ' ης η Αίτηση

 

v.

 

ΒΑΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ

Εφεσίβλητος/Αιτητής

 

-----------------------------

 

Χριστάκης Χριστάκη, για Εφεσείουσα.

Σταύρος Σταυρινίδης για Stavros Stavrinides LLC,  για Εφεσίβλητο.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Δικαστή Μ. Παπαδοπούλου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ: Η υπό κρίση Έφεση στρέφεται κατά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία κρίθηκε ότι ο τερματισμός της εργοδότησης του Εφεσίβλητου από την Εφεσείουσα Εταιρεία δεν δικαιολογείτο βάσει της Νομοθεσίας. Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη Απόφαση, αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ο Εφεσίβλητος προσελήφθη στην Εφεσείουσα εταιρεία την 1.10.2005 ως ηλεκτρολόγος μηχανικός. Με επιστολή ημερ. 5.6.2013 η απασχόληση του τερματίστηκε από την Εφεσείουσα επικαλούμενη απρεπή συμπεριφορά του Εφεσιβλήτου. Οι τελευταίες ακαθάριστες απολαβές του Εφεσιβλήτου ανέρχονταν σε €1.924,00 μηνιαίως.

 

          Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη Απόφαση με έξι Λόγους Έφεσης. Προβάλλει συγκεκριμένα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η Εφεσείουσα τερμάτισε παράνομα και αδικαιολόγητα την απασχόληση του Εφεσίβλητου (Λόγος Έφεσης 1), προσέγγισε την μαρτυρία της Διευθύντριας της Εφεσείουσας και του Εφεσίβλητου λανθασμένα (Λόγοι Έφεσης 2 και 3), εσφαλμένα έκρινε ότι τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 7 του Νόμου Κυρωτικού της Σύμβασης περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Ν45/1985 (Λόγος Έφεσης 4), εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσίβλητος δικαιούται στην καταβολή 13ου μισθού (Λόγος Έφεσης 5) και προσέγγισε εσφαλμένα το ζήτημα των αποζημιώσεων (Λόγος Έφεσης 6).

 

          Εν πρώτοις θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με το Άρθρο 12 (11Α) του περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου Ν8/1967, οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο. Όπως λέχθηκε στην Spinneys Cyprus Ltd v Χρίστου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1883  λόγοι έφεσης που στόχο έχουν την ανατροπή των γεγονότων και των επ' αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτούμενου δεν θα πρέπει να εξετάζονται, ακριβώς λόγω του πιο πάνω περιορισμού του δικαιώματος έφεσης σε νομικά σημεία μόνο. (βλ. και In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 980). Όπως δε λέχθηκε στην Αντέννα ν Κωνσταντίνου (2010) 1 Α.Α.Δ. 392 λόγος έφεσης που στρέφεται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου, όπως ούτε μπορεί Λόγος Έφεσης να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν η αιτιολογία που παρέχεται προς υποστήριξη αυτού απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες.

 

          Πιο πρόσφατα, με τις αποφάσεις στις Kallinika Developments Limited ν Γεωργίου, Πολ. Εφ. 383/14 ημερ. 12.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A451, Πολλύς Γρηγορίου Λτδ ν Μιχαήλ Κονναφή, Πολ. Εφ. 321/12 ημερ. 25.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A44, Terra Santa College v Παπαπαρασκευά κ.α., Πολ. Εφ. 93/13 ημερ. 21.12.2020 και Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Κύκκου ν Μιχάλη Κτίστη, Πολ. Εφ. 384/18 ημερ. 30.11.2023 διασαφηνίστηκε ότι δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο είναι επιτρεπτή μόνο όπου η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης. Όπως αναφέρεται στην Terra Santa College (πιο πάνω):

 

«Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (βλ. γενικώς, Πολύβιος Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου: Θεωρία και Πράξη, 2018, σελ. 780-785)».

 

            Στο σημείο αυτό τονίζουμε ότι στην αιτιολογία που συνοδεύει Λόγους Έφεσης αφορώντες στην αξιολόγηση θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε ποιο σημείο η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτέλεσε προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης, με παραπομπή στην νομική αρχή που κατ' ισχυρισμό παρερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό ως απόρροια του ότι δεν πρέπει συγκαλυμμένα να προβάλλονται Λόγοι Έφεσης που αποσκοπούν ουσιαστικά στην προσβολή της αξιολόγησης και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου κάτι που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις και νομολογία.

 

          Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, είναι πρόδηλο ότι οι Λόγοι Έφεσης 2 και 3 δεν μπορούν να εξεταστούν και απορρίπτονται, αφού αφορούν ξεκάθαρα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου γενικά χωρίς να γίνεται παραπομπή σε λανθασμένη εφαρμογή κάποιας νομικής αρχής κατά την αξιολόγηση.

 

Όσον αφορά στον Λόγο Έφεσης 1, από την αιτιολογία που τον συνοδεύει διαφαίνεται ότι το μόνο που μπορεί να εξεταστεί είναι ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας περί εσφαλμένων συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η συμπεριφορά, ενέργειες και διαγωγή του Εφεσίβλητου ήταν πρόδηλα ασυμβίβαστες με το επίπεδο εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τη σχέση εργοδότη - εργοδοτούμενου, καθιστώντας σαφές ότι αυτή δεν δύναται ευλόγως να αναμένεται ότι θα συνεχιστεί. Τα όσα άλλα καταγράφονται στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης αποσκοπούν στην εξέταση κατ' Έφεση του τρόπου προσέγγισης και αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πράγμα που εκπίπτει του περιορισμού που τίθεται με το Άρθρο 12 (11Α) του περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου Ν8/1967 πιο πάνω.

 

Όπως προβλέπεται στο Άρθρο 3 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Ν24/67, όπου εργοδότης τερματίζει την απασχόληση εργοδοτούμενου για λόγο άλλο από αυτούς που προβλέπονται στο Άρθρο 5 του ιδίου Νόμου, ο εργοδοτούμενος αυτός δικαιούται σε αποζημίωση. Το Άρθρο 5 (ε) και (στ) προβλέπει τα εξής:

«Απόλυσις μη παρέχουσα δικαίωμα εις αποζημίωσιν

5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

.....

(ε)     όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:

 

Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμα του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμα του να απολύση τον εργοδοτούμενον·

 

(στ)   άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:

 

(i)            διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή·

(ii)         διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·

(iii)        διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηρός συγκαταθέσεως του εργοδότου του·

(iv)        απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του·

(ν)     σοβαρά ή επαναλαμβανόμενη παράβασις ή παραγνώρισις κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν».

 

          Επιπλέον, στο Άρθρο 6 του Ν24/67 προβλέπεται ότι σε οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ο τερματισμός απασχόλησης από μέρους εργοδότη τεκμαίρεται ότι δεν έγινε για κάποιον από τους λόγους που καταγράφονται στο Άρθρο 5 μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Εφεσείουσα Εταιρεία επικαλούμενη προβλήματα οικονομικής ρευστότητας προχώρησε σε προσωρινή μείωση των απολαβών όλου του προσωπικού της τάξης του 20%. Θεώρησε ότι η μαρτυρία της διευθύντριας της Εφεσείουσας δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της περί απρεπούς και αντιδραστικής συμπεριφοράς από μέρους του Εφεσίβλητου, αλλά ούτε και ότι ο Εφεσίβλητος είχε συγκατατεθεί στην μείωση των απολαβών του, τουναντίον ο τελευταίος αρνήθηκε να παραλάβει τα μειωμένα οφειλόμενα ημερομίσθια και κατήγγειλε την Εφεσείουσα στο Αρμόδιο Υπουργείο για την παράλειψη της να του καταβάλει ακέραια τα ημερομίσθια του. Εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν αμφισβητείται, αποτέλεσε επιπλέον ότι η Εφεσείουσα καθυστέρησε να καταβάλει στον Εφεσίβλητο τους μισθούς του για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο 2013, οι οποίοι του καταβλήθηκαν εν τέλει τον Φεβρουάριο 2015. Εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα αποτέλεσε πως, αφού η Εταιρεία αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως αυθαίρετη την απόφαση της να μην καταβάλει έγκαιρα τους μισθούς του Εφεσίβλητου.

 

          Με όλο το σέβας, θεωρούμε ότι η πιο πάνω εισήγηση στερείται πειστικότητας. Ορθή θεωρούμε τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα Εταιρεία μονομερώς και χωρίς τη συγκατάθεση του Εφεσίβλητου προχώρησε σε τροποποίηση των μισθολογικών του αποδοχών, με αποτέλεσμα η ενέργεια του Εφεσίβλητου να την καταγγείλει στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων να αποτελεί «.νόμιμο μέτρο που απέβλεπε στην εξασφάλιση των νομίμων δικαιωμάτων του και όχι συμπεριφορά που δικαιολογούσε την απόλυση του».

 

          Έπεται πως ο Λόγος Έφεσης 1 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Στρεφόμενοι στον Λόγο Έφεσης 4 κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε το λεκτικό του Άρθρου 7 του Νόμου Κυρωτικού της Σύμβασης περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Ν45/85 αυτούσιο:

 

«Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα».

 

          Όπως λέχθηκε στην Κακοφεγγίτου ν Κυπριακές Αερογραμμές (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478 η αρχή του Άρθρου 7 έχει τη θέση της στην διαπίστωση του ευλόγου της απόφασης για απόλυση. Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την L. Papaphilippou & Co Ltd v Δήμητρας Λουκά (2014) 1 Α.Α.Δ. 1193:

 

«Όπως είναι νομολογημένο, η γνωστοποίηση των λόγων της απόλυσης μπορεί ακόμη και να παραλειφθεί, αν ο εργαζόμενος είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να γνωρίζει απόλυτα την κατηγορία και, γενικότερα, τους λόγους της απόλυσης (Roberts and Ellison v. Short Bros and Harlon Ltd [1976] EAT 318/1976). Όπως τέθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση West Midlands Cooperative Society Ltd v. Tipton [1986] W.C.R. 306, 316, η συζήτηση με τον εργοδοτούμενο μπορεί να παραλειφθεί μόνο εάν τα υπάρχοντα εναντίον του στοιχεία ομολογούνται από τον ίδιο ή είναι τόσο έκδηλα, ώστε να μη μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν. Όπως, δε, εντοπίζεται στην απόφαση Κακοφεγγίτου (ανωτέρω), στις σελίδες 1483-1484:

 

«Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του Άρθρου 7, καθ' όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία.  Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες. Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας.»

 

Ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, ως νομοθέτημα κοινωνικού περιεχομένου, αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος εργασίας. Συνακόλουθα, και ως αποτέλεσμα της ανάγκης για πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων εργοδοτούμενου προτού ληφθεί απόφαση απόλυσής του, είναι επιτακτική η υποχρέωση τήρησης μιας σωστής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας και θα πρέπει να παραχωρείται στον εργοδοτούμενο το δικαίωμα να ακουστεί και να αναπτύξει τις θέσεις του».

 

          Η σχετική εισήγηση του συνηγόρου της Εφεσείουσας εδράζεται στο ότι το αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι «.ο πραγματικός λόγος τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή ήταν η από μέρους του υποβολή καταγγελίας εναντίον της Εφεσείουσας.», δεν υπήρχε οποιοδήποτε γεγονός που να μπορούσε αντικειμενικά να αμφισβητηθεί, με αποτέλεσμα η συζήτηση να μπορούσε να είχε παραλειφθεί καθιστώντας μη εφαρμόσιμο το Άρθρο 7 του Ν45/85.

 

          Η πιο πάνω εισήγηση δεν βρίσκει έρεισμα στα όσα καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οποία και παραθέτουμε:

 

«Καθοδηγούμενο λοιπόν το Δικαστήριο από τον Νόμο και τη νομολογία, στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να ερωτήσει τον εαυτό του κατά πόσο με το μέτρο του λογικού εργοδότη, η Εργοδότρια Εταιρεία στοιχειοθέτησε λογικές αιτίες για την πεποίθηση της ότι ο Αιτητής υπήρξε ένοχος σοβαρού παραπτώματος ή υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση ή παραγνώριση κανόνων της εργασίας του και ή του καθήκοντος του σε σχέση με την απασχόληση του και ή επέδειξε συμπεριφορά ασυμβίβαστη με το επίπεδο εμπιστοσύνης που πρέπει να καλλιεργείται στις σχέσεις εργοδότη και εργοδοτούμενου.

 

Θέτοντας τα γεγονότα της υπόθεσης υπό το φως των πιο πάνω αρχών δεν βρίσκουμε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία κατάφερε να αποδείξει οποιοδήποτε λόγο που θα δικαιολογούσε την απόλυση του Αιτητή. Αντίθετα, μέσα από την εν γένει συμπεριφορά της, αυτό που τελικά παρέμεινε αναντίλεκτο είναι η μονομερής και αυθαίρετη απόφαση της να μειώσει τις απολαβές του Αιτητή, να μην του καταβάλει έγκαιρα τους μισθούς του, από τον Μάρτιο μέχρι και Ιούνιο 2013, για λόγους που αφορούσαν την ίδια την Εταιρεία και εν τέλει να τερματίσει την απασχόληση του λόγω της καταγγελίας που υπέβαλε στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων και που σκοπό είχε τη διασφάλιση των νομίμων δικαιωμάτων του.

 

.................................

 

Από την ενώπιον μας μαρτυρία δεν φαίνεται να δόθηκε στον Αιτητή ένα τέτοιο δικαίωμα (να υπερασπιστεί τον εαυτό του). Αντίθετα αυτό που προκύπτει είναι ότι παραδόθηκε στον Αιτητή η επιστολή απόλυσης χωρίς να του δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση ή να του ζητηθεί να προβάλει τις δικές του θέσεις επί των λόγων που η Εταιρεία επικαλέστηκε για την απόλυση του.».

 

           

          Επισημαίνουμε ότι με την επιστολή απόλυσης ημερ. 5.6.2013 η Εφεσείουσα Εταιρεία καταλογίζει στον Εφεσίβλητο μεταξύ άλλων κακή συμπεριφορά, ότι είναι αντιδραστικός, αρνητικός, δεν εκπληρώνει τα καθήκοντα του όπως πρέπει, επιμένει σε αντιεπαγγελματική και προκλητική συμπεριφορά, δημιουργεί φασαρίες, αχρείαστα επεισόδια και αρνητικό κλίμα, είναι ταραξίας και ενθαρρύνει την τάση για απεργία. Το δικαίωμα να ακουστεί δεν αφορά στον πραγματικό παράνομο λόγο για τον οποίο η ίδια η εργοδότρια αποφάσισε να απολύσει τον Εφεσίβλητο, αλλά στα όσα του προσάπτει. Κατ' επέκταση δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ο Λόγος Έφεσης 4 δεν ευσταθεί.

 

Με τον Λόγο Έφεσης 5 η Εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος δικαιούτο στην καταβολή 13ου μισθού, ισχυριζόμενος ότι το σύνολο της μαρτυρίας και των στοιχείων που αυτό είχε ενώπιον του ουδόλως καταδείκνυε κάτι τέτοιο.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επισήμανε ότι το Άρθρο 4 του περί Ενημέρωσης του Εργοδοτούμενου από τον Εργοδότη για τους Όρους που Διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμου Ν100(Ι)/2000 επέβαλλε στον εργοδότη την υποχρέωση να γνωστοποιεί στον εργοδοτούμενο τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας (ο Ν100(Ι)/2000 καταργήθηκε με τον Ν25(Ι)/2023, πλην όμως ίσχυε κατά τον ουσιώδη για την υπόθεση χρόνο). Συμφωνούμε επιπλέον με την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γεγονός πως εν προκειμένω η Εφεσείουσα παρέλειψε να γνωστοποιήσει εγγράφως τους όρους απασχόλησης του Εφεσίβλητου δεν σήμαινε τίποτε άλλο από το ότι το Δικαστήριο έπρεπε να διακριβώσει την πραγματική κατάσταση πραγμάτων όσων αφορά στο κατά πόσο ο Εφεσίβλητος δικαιούτο στην καταβολή 13ου μισθού. Αυτό έπραξε με την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, επισημαίνοντας ότι η ίδια η Διευθύντρια της Εφεσείουσας είχε δεχτεί ότι κάθε τέλος του χρόνου ο Εφεσίβλητος λάμβανε ένα ποσό που χαρακτήρισε ως «φιλοδώρημα», ενώ εξήγησε για ποιο λόγο κατέληξε ότι η μόνη πειστική μαρτυρία που είχε ενώπιον του επί του θέματος ήταν αυτή του Εφεσίβλητου.

 

          Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί επέμβαση μας στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος δικαιούται στην καταβολή 13ου μισθού για το 2012 και αναλογία για το 2013. Ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

          Όσον αφορά στον Λόγο Έφεσης 6 αναφέρουμε ότι το Άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Ν24/67 προβλέπει τα εξής:

 

«4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του         παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(α)τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·

(β)την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·

(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·

(δ) τας πραγματικός συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·

(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου».

 

                   (η έμφαση είναι δική μας)

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε με σαφήνεια τους παράγοντες που έλαβε υπόψιν για σκοπούς άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, ήτοι ότι ο Εφεσίβλητος εργάστηκε στην Εφεσείουσα Εταιρεία για 8 έτη, την ηλικία του και το ότι είναι πατέρας 2 ανήλικων τέκνων αλλά και το γεγονός ότι λόγω της οικονομικής κρίσης που υφίστατο κατά τον χρόνο της απόλυσης του, παρά το ότι αποτάθηκε σε άλλες εταιρείες που απασχολούνταν στον τομέα της Εφεσείουσας, κατόρθωσε να βρει εργασία  μόλις τον Νοέμβριο 2016. Από την εργασία δε αυτή λάμβανε σχεδόν τις μισές απολαβές απ' ότι προηγουμένως.

 

          Με τα πιο πάνω δεδομένα, δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον υπολογισμό των επιδικασθέντων αποζημιώσεων. Ο σχετικός Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

          Επιδικάζονται έξοδα €3.200 υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας Εταιρείας.

 

 

 

                                                                             Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 

                                                                              Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

                                                                             Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο