ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 182/18)
17 Μαΐου, 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
1. ΑΝΝΑ ΚΑΡΥΔΑ
2. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ
Εφεσείοντες /Καθ' ων η Αίτηση 2 και 3
v.
ΔΩΡΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
-----------------------------
Γιώργος Χριστοδούλου και Μαριάννα Σοφοκλέους (κα), για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντες.
Δημήτρης Παπαδόπουλος και Λυκούργος Κάππας, για Παπαδόπουλος Λυκούργος Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία εκδόθηκαν, κατόπιν αίτησης του Εφεσιβλήτου, διατάγματα κηρύσσοντας άκυρες μεταβιβάσεις μετοχών από τον Καθ' ου 1 στην πρωτόδικη διαδικασία (ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα), προς την Εφεσείουσα 1 και ενός οχήματος προς τον Εφεσείοντα 2. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα επανεγγραφής των ως άνω περιουσιακών στοιχείων καθώς και διάταγμα πώλησης τους.
Η Εφεσείουσα 1, Καθ' ης 2 στην πρωτόδικη διαδικασία, ήταν κατά τον χρόνο των επίδικων μεταβιβάσεων η σύζυγος του Καθ' ου 1 και ο Εφεσείοντας 2, Καθ' ου 3 στην πρωτόδικη διαδικασία, ήταν ο πατέρας της. Ο Καθ' ου 1 ήταν εξ αποφάσεως οφειλέτης του Εφεσιβλήτου στην αγωγή στο πλαίσιο της οποίας καταχωρίστηκε η επίδικη αίτηση που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Καθ' ου 1 και η Εφεσείουσα 1 δεν κατάφεραν να ανατρέψουν, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων το τεκμήριο της δολιότητας της μεταβίβασης των επίδικων μετοχών που δημιουργήθηκε τόσο βάσει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 («Κεφ.6») όσο και βάσει του περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ.62 αναφορικά με τις εν λόγω επίδικες μετοχές. Όμως, κατέληξε ότι το Κεφ.62 ως ερμηνεύτηκε από τη νομολογία την οποία παρέθεσε, (βλ. Lymperopoulou v. Christodoulou a.o [1957] Vol. 22 C.L.R. 184, Zenios Pambos Trading Ltd και Άλλη v. Μιχάλης Χατζηπαύλου & Υιός Λτδ και Άλλου (2011) 1 ΑΑΔ 2322 και Τζιέπρα Σταυρούλλα v. Χαράλαμπου Σάββα και Άλλης (2005) 1 ΑΑΔ 464), δεν επιτρέπει ακύρωση μεταβίβασης ως δόλιας εάν η μεταβίβαση έγινε πριν την έκδοση του εξ αποφάσεως χρέους. Τονίζουμε ότι η θεώρηση του αυτή δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης, γι' αυτό και δεν θα εξεταστεί. Εν προκειμένω προέβη σε εύρημα ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις των μετοχών έγιναν μερικές ημέρες πριν την έκδοση της απόφασης αναφορικά με το εξ αποφάσεως χρέος. Θεώρησε όμως ότι βάσει του Άρθρου 91 Α (2) του Κεφ.6, το οποίο περιλαμβανόταν στη νομική βάση της επίδικης αίτησης, η μεταβίβαση μπορούσε να ακυρωθεί ως δόλια ακόμη και αν διενεργήθηκε πριν την έκδοση του εξ αποφάσεως χρέους.
Επίσης αποφάσισε ότι ο Εφεσίβλητος απέδειξε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η μεταβίβαση του επίδικου οχήματος από τον Καθ' ου 1 στον Εφεσείοντα 2 διενεργήθηκε με πρόθεση καταδολίευσης του Εφεσιβλήτου και ότι αυτή δύνατο να ακυρωθεί ως δόλια τόσο βάσει του Κεφ.62 όσο και βάσει του Κεφ.6, εφόσον έγινε μία μέρα μετά την έκδοση του εξ αποφάσεως χρέους.
Για καλύτερη κατανόηση των λόγων έφεσης είναι απαραίτητη μια σύντομη παράθεση του ιστορικού της πρωτόδικης διαδικασίας:
Η επίδικη αίτηση καταχωρίστηκε εναντίον των Καθ' ων 1, 2 και 3 στο πλαίσιο της αγωγής στην οποία είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον του Καθ' ου 1 για πληρωμή ποσού προς τον Ενάγοντα -Αιτητή (Εφεσίβλητο). Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του Αιτητή και βασιζόταν στο Κεφ.6, στο Κεφ.62 και στη Διαταγή 48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ο Καθ' ου 1 καταχώρισε ένσταση με την οποία ουσιαστικά αποδεχόταν ότι είχε προβεί στις μεταβιβάσεις προς αποφυγή της πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους του προς τον Αιτητή (Εφεσίβλητο). Οι Καθ' ων 2 και 3 (Εφεσείοντες 1 και 2) καταχώρισαν επίσης ένσταση που συνοδευόταν από τις ένορκες δηλώσεις τους. Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν και συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις προς υποστήριξη των θέσεων τους, τις οποίες ορκίστηκαν τρίτα πρόσωπα. Όλοι οι ενόρκως δηλούντες αντεξετάστηκαν από τους συνηγόρους των διαδίκων.
Αρχικά η αίτηση τέθηκε ενώπιον Δικαστηρίου με διαφορετική σύνθεση από αυτήν που τελικά την εκδίκασε. Από το πρακτικό στον φάκελο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι κατά την ημερομηνία που η αίτηση ήταν αρχικά ορισμένη και πριν ακόμη καταχωριστούν ενστάσεις, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσιβλήτου ρώτησε το Δικαστήριο ποια πλευρά θα ξεκινούσε πρώτη κατά τη διαδικασία, δεδομένης της θέσης του περί μεταφοράς του βάρους απόδειξης. Το Δικαστήριο απάντησε ότι η μεταφορά του βάρους απόδειξης δεν έχει σημασία σε τέτοιες αιτήσεις γιατί το ζήτημα θα αποφασισθεί στο τέλος της υπόθεσης και περαιτέρω είπε τα εξής:
«Η μαρτυρία θα πρέπει να είναι στην ολότητα της εντός του φακέλου του Δικαστηρίου και η μαρτυρία κατά κύριο λόγο προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και τις ενστάσεις.ο Αιτητής θα δώσει μαρτυρία πρώτος και οι Καθ' ων η αίτηση θα δώσουν μαρτυρία στη συνέχεια».
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή κατά παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος της δίκαιης δίκης εφάρμοσε τις πρόνοιες του Κεφ.6 αντί του Κεφ.62. Με την αιτιολογία προβάλλεται ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ενώπιον του διαδικασία θα διεξαχθεί συμφώνως των προνοιών του Κεφ.62, όταν κατέληξε ότι συμφώνως της νομολογίας ως προς τις πρόνοιες του Κεφ.62, η αίτηση αναφορικά με τις επίδικες μετοχές θα απορρίπτετο, εφάρμοσε στο σκεπτικό της απόφασης του τις πρόνοιες του Κεφ.6, ωσάν να είχε μεροληπτικά προαποφασίσει το αποτέλεσμα υπέρ του Εφεσιβλήτου.
Θεωρούμε ότι η διατύπωση αυτού του λόγου έφεσης δεν επεξηγεί με σαφήνεια το τι προσβάλλεται. Δεν επεξηγείται εάν προσβάλλεται ως λανθασμένη η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε ή εάν υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δύνατο να εφαρμόσει το σκεπτικό το οποίο επέλεξε λόγω της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.
Εν πάση περιπτώσει, με τη γραπτή αγόρευση τους οι Εφεσείοντες επικεντρώθηκαν στη θέση ότι, όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε όπως επεξηγείται πιο πάνω για πρώτη φορά της αίτησης, με τα πιο πάνω λεχθέντα, «είχε εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την οποία η αίτηση θα εκδικαζόταν ως η αίτηση να ήταν αγωγή». Επέμεναν στο επιχείρημα ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο δεσμευόταν από την πιο πάνω «απόφαση». Όπως διαφαίνεται από το πιο πάνω πρακτικό τα όσα διατείνονται οι Εφεσείοντες δεν αντανακλούν τα όσα λέχθηκαν κατά την πρώτη εμφάνιση. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι αντίθετη με τη διαδικασία που περιγράφεται στο πιο πάνω πρακτικό.
Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθούμε σε αυτό το στάδιο, στον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας σε αιτήσεις δυνάμει του Κεφ.62 αλλά και του Κεφ.6 για ακύρωση δόλιων μεταβιβάσεων.
Όπως έχει σημειωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση στην ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ.Τ. ΚΑΙ Π.Α.Χ., Πολιτική Αίτηση Αρ.84/2019, 30/5/2019, σε υπόθεση με παρόμοια περιστατικά με την παρούσα υπόθεση, σε αιτήσεις βάσει του Κεφ. 62 το Δικαστήριο έχει εξουσία να ρυθμίζει την ενώπιον του διαδικασία. Οι οδηγίες που δίδει ένα Δικαστήριο ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της ακρόασης, αποτελούν άσκηση διακριτικής ευχέρειας.
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την διακριτική ευχέρεια να εκδικάσει την αίτηση με τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω. Δεν θεωρούμε ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά τρόπο λανθασμένο ούτε και αντίθετο με τα λεχθέντα από την προηγούμενη Δικαστή, ενώπιον της οποίας είχε τεθεί σε αρχικό στάδιο η αίτηση.
Δεν παραγνωρίζουμε ότι όπως έχει αποφασισθεί στην Ιωακείμ v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα, (Αρ.1) (2003) 1 ΑΑΔ 198 η αίτηση κάτω από τις διατάξεις του Κεφ. 62 ανήκει στην κατηγορία αιτήσεων που έχουν πρωτογενή χαρακτήρα. Παρόλο που δικονομικά τέτοια αίτηση είναι ενταγμένη στο πλαίσιο αγωγής, εντούτοις ο ομφάλιος λώρος με αυτή έχει αποκοπεί. Πρόκειται για αυτόνομη διαδικασία, που στοχεύει σε άλλης μορφής θεραπεία και που κατατάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των αγωγών.
Όμως ο πρωτογενής χαρακτήρας της διαδικασίας δυνάμει του Κεφ. 62 δεν αναιρεί την ευρεία διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να καθορίζει την ενώπιον του διαδικασία με απώτερο σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Επισημαίνουμε σχετικά, τα λεχθέντα στην Eleftheriades v. Mavrellis (1985) 1 CLR 436:
«In matters of procedure and practice, the Court has wide discretion in exercise of its powers to regulate proceedings before it. It is perfectly legitimate for the Court, both under the rules and in exercise of inherent powers, to regulate proceedings before it, for the Court to issue all necessary directions in order to make possible adjudication upon the substance of the case. The trial should centre on the substantive dispute of the parties, if justice is to be done.».
Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Ούτε, από μελέτη των πρακτικών, διαπιστώνουμε μεροληπτική συμπεριφορά από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε και οποιαδήποτε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Ούτε και οι Εφεσείοντες εξειδίκευσαν ή επέσυραν την προσοχή μας σε οποιαδήποτε έκφανση της διαδικασίας που πρόσβαλε με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη λόγω του ότι η διαδικασία διεξήχθη βάσει των ενόρκων δηλώσεων με δικαίωμα αντεξέτασης όλων των ενόρκως δηλούντων, δικαίωμα το οποίο ασκήθηκε από όλους τους διάδικους.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, δόθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία η ευκαιρία σε όλους τους διαδίκους να παραθέσουν τις θέσεις τους στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας ισότιμα, και δεν υποδείχθηκε πώς παραβλάφτηκαν τα δικαιώματα των Εφεσειόντων.
Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι έδρασε ωσάν να είχε μεροληπτικά προαποφασίσει την έκβαση της υπόθεσης, θέση που δεν υποστηρίζεται ούτε τεκμηριώνεται περαιτέρω με την αγόρευση των Εφεσειόντων. Τέτοιου είδους αναφορές που δεν τεκμηριώνονται ούτε από τον νόμο ούτε από τα γεγονότα, είναι το λιγότερο ατυχείς.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης παραμένει ατεκμηρίωτος, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Επιβάλλεται στο στάδιο αυτό η εξέταση του ένατου λόγου έφεσης με τον οποίο προβάλλεται, με αναφορά στην Χριστοφόρου v. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Ακακίου (1998) 1 ΑΑΔ 708, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την ακύρωση της μεταβίβασης του επίδικου οχήματος από τον Εφεσείοντα 2 στην εγγονή του, χωρίς η ίδια να καταστεί διάδικος στη διαδικασία και να της δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί. Επισημαίνεται ότι η εν λόγω υπόθεση αφορούσε διατάγματα τα οποία εκδόθηκαν στη βάση του Άρθρου 91Γ του Κεφ.6, στο οποίο αναφέρεται ρητώς ότι το διάταγμα εκδίδεται «λαμβανομένων προσηκόντως υπόψη των συμφερόντων οποιουδήποτε καλόπιστου τρίτου» και ότι «προς τον σκοπό αυτό το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η αίτηση επιδοθεί επίσης σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να έχει οποιοδήποτε συμφέρον επί του του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης.».
Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μεταβίβαση στην εγγονή του Εφεσείοντα 2 μπορούσε να ακυρωθεί τόσο βάσει του Κεφ.62 όσο και βάσει του Κεφ.6. Αποφάσισε δε ότι η μεταβίβαση από τον Εφεσείοντα 2 του οχήματος στην εγγονή του συμπαρασύρεται από την ακύρωση της μεταβίβασης προς αυτόν, βασιζόμενο στο σκεπτικό της Lymperopoulou v. Lymperopoulou [1957] Vol. 22 C.L.R. 184 η οποία αποφασίστηκε στη βάση παλαιότερης νομοθεσίας πανομοιότυπης με το Κεφ.62.
Διαφωνούμε με το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση, παρά την απουσία ρητής πρόνοιας στο Κεφ.62 αναφορικά με το ζήτημα της επίδοσης αίτησης σε πρόσωπο του οποίου επηρεάζονται τα δικαιώματα, εφαρμόζεται εντούτοις η συνταγματική επιταγή του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος, βάσει της οποίας έκαστος δικαιούται να ακουστεί κατά τη διάγνωση των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του.
Στην Θεοδώρου Αικατερίνη (Κατερίνα) και Άλλη (Αρ.2) (2014) 1 ΑΑΔ 2457 το Ανώτατο Δικαστήριο σε αίτηση προνομιακού εντάλματος certiorari ακύρωσε διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου για κατάθεση συμβολαίου στο κτηματολόγιο για σκοπούς εκτέλεσης επειδή δεν επιδόθηκε η σχετική αίτηση στις εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες του επίδικου τεμαχίου στις οποίες αυτό μεταβιβάστηκε μετά το κλείσιμο της διαχείρισης του αποβιώσαντος πωλητή. Αποφασίστηκε ότι δεν νοείτο η εν λόγω αίτηση να μην είχε ως αποδέκτη τις ιδιοκτήτριες του τεμαχίου ως πρόσωπα που επηρεάζονταν από αυτή. Το γεγονός ότι ο σχετικός με το εκεί επίδικο ζήτημα νόμος δεν προνοούσε για επίδοση της αίτησης σε συγκεκριμένα άτομα δεν διαφοροποίησε την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Παρομοίως, κατά την άποψή μας στην παρούσα υπόθεση θα έπρεπε η αίτηση να είχε επιδοθεί στην εγγονή του Εφεσείοντα 2 στην οποία αυτός είχε μεταβιβάσει το επίδικο όχημα, ασχέτως του ότι το Κεφ.62 στο οποίο βασίσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιέχει ρητή πρόνοια περί επίδοσης σε επηρεαζόμενα από την αίτηση πρόσωπα.
Σημειώνουμε ότι η Lymperopoulou διαφοροποιείται από την παρούσα διότι εκεί δεν τέθηκε ούτε συζητήθηκε ευθέως το ζήτημα της μη επίδοσης της αίτησης στον τελικό ιδιοκτήτη.
Επομένως, ο ένατος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και το διάταγμα ακύρωσης της μεταβίβασης του επίδικου οχήματος υπό το αιτητικό Γ.3 παραμερίζεται.
Διατάζεται επανεκδίκαση όσον αφορά το αιτητικό Γ.3. της επίδικης αίτησης. Το ως άνω αιτητικό, καθώς και τα υπόλοιπα αιτητικά στον βαθμό που αφορούν το επίδικο όχημα, παραπέμπονται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για εκδίκαση από άλλο Δικαστή το συντομότερο δυνατόν, αφού προηγηθεί επίδοση της αίτησης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ήτοι, στην εγγονή του Εφεσείοντα. (βλ. ΙΩΑΚΕΙΜ v. M. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2018, 18/11/2020), ECLI:CY:AD:2020:A394.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε πως ο Εφεσίβλητος κατάφερε να αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι η μεταβίβαση του επίδικου οχήματος από τον Καθ' ου 1 στον Εφεσείοντα 2 έγινε με πρόθεση καταδολίευσής του. Εν όψει του παραμερισμού του σχετικού διατάγματος ακύρωσης και της απόφασης για επανεκδίκαση ως ανωτέρω, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση αυτού του λόγου έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσείουσα 1 δεν κατάφερε να ανατρέψει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων το τεκμήριο δολιότητας βάσει του Κεφ. 62 αναφορικά με τις μεταβιβάσεις των μετοχών. Η αιτιολογία επικεντρώνεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Εφεσείουσα 1 έφερε το βάρος απόδειξης της μη δόλιας μεταβίβασης, εφόσον δεν εξέτασε προηγουμένως ως όφειλε την προϋπόθεση της μη ύπαρξης νόμιμης αντιπαροχής. Παρατηρούμε ότι αντιθέτως με ό,τι προβάλλεται ως άνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της αντιπαροχής και προέβη σε σχετικό εύρημα περί έλλειψης αντιπαροχής. Ανέφερε ρητώς ότι η Εφεσείουσα δεν το έπεισε πως τα έγγραφα μεταβίβασης των επίδικων μετοχών καταρτίστηκαν λόγω της επένδυσης της στην εταιρεία του Καθ' ου 1. Θεωρούμε ότι από το πιο πάνω εύρημα, εύλογα προκύπτει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε αντιπαροχή από την Εφεσίβλητη προς τον Καθ' ου 1 αναφορικά με τη μεταβίβαση των επίδικων μετοχών.
Είναι χρήσιμη η κατ' αναλογία προσέγγιση του Ανώτατου Δικαστηρίου όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας στην πρόσφατη ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑ ΓΙΑΝΝΙΤΣΑΡΟΣ κ.α. v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε151/2015, 9/5/2023, ECLI:CY:AD:2023:A158 όπου επισημάνθηκε ότι εφόσον στην εν λόγω υπόθεση δεν έγινε δεκτή η δικαιολογία για δια δωρεάς μεταβίβαση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πρόθεση καταδολίευσης, εν όψει της ροής των γεγονότων της υπόθεσης. Θεωρούμε ότι κατ' αναλογία η ροή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ορθό συμπέρασμα.
Συναφής με τον τρίτο λόγο έφεσης είναι και ο έκτος λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται ότι λανθασμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε νόμιμη αντιπαροχή για τη μεταβίβαση των επίδικων μετοχών, ο οποίος απορρίπτεται για τους ίδιους ως άνω λόγους.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι η μεταβίβαση των επίδικων μετοχών έγινε κατά την 31/10/2012 και όχι την 10/5/2006, δεδομένου ότι η δεύτερη ημερομηνία φαινόταν στη σφραγίδα του κοινοτάρχη που πιστοποίησε τα ενώπιον του τεκμήρια, ήτοι τα έγγραφα μεταβίβασης των επίδικων μετοχών και τη δήλωση καταπιστεύματος αναφορικά με τις επίδικες μετοχές.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων υποστήριξε ότι το βάρος απόδειξης ως προς τον χρόνο της μεταβίβασης το είχε ο Εφεσίβλητος, ο οποίος δεν είχε ιδία γνώση των γεγονότων και στηρίχθηκε στα όσα του ανάφερε ο Καθ' ου 1. Υποστήριξε σχετικά ότι, δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στην ολότητά της την μαρτυρία του Καθ' ου 1, δεν είχε ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία για να προβεί στο εν λόγω εύρημα. Αναφέρεται επίσης στις πρόνοιες του εταιρικού δικαίου σύμφωνα με το οποίο η ημερομηνία μεταβίβασης μετοχών είναι η ημερομηνία εγγραφής του νέου μετόχου στο μητρώο μελών της εταιρείας.
Δεν παραβλέπουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία του Καθ' ου 1 στην ολότητα της. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητώς ανέφερε ότι δεν το έπεισε η εκδοχή της Εφεσείουσας 1 ότι τα τεκμήρια αναφορικά με τη μεταβίβαση των μετοχών καταρτίστηκαν και υπογράφηκαν λόγω της επένδυσης της το 2006 στην εταιρεία του Καθ' ου η αίτηση 1 η οποία είχε εκδώσει τις επίδικες μετοχές, με την καταβολή ποσού στον λογαριασμό της εταιρείας το 2006. Θεωρούμε ότι το εν λόγω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελούσε επαρκές έρεισμα ώστε να δεχτεί ότι η μεταβίβαση δεν έγινε το 2006 αλλά κατά την ημερομηνία που στάλθηκαν τα σχετικά έγγραφα κοινοποίησης της μεταβίβασης στον Έφορο Εταιρειών, λαμβάνοντας υπόψη δηλαδή το γεγονός της ενημέρωσης του Εφόρου εταιρειών ως προς το χρόνο της μεταβίβασης των μετοχών.
Επίσης δεν συμφωνούμε με τους Εφεσείοντες ότι εφόσον βάσει του εταιρικού δικαίου η μεταβίβαση των μετοχών συντελείται με την εγγραφή του νέου μετόχου στο μητρώο μετόχων, η απουσία σχετικής με το μητρώο μελών της εταιρείας μαρτυρίας δεν επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο εν λόγω εύρημα του. Επισημαίνουμε σχετικά ότι η θέση της Καθ' ης 2 ήταν ότι οι επίδικες μετοχές ήταν όντως εγγεγραμμένες στο όνομα της Καθ' ης 2 κατά τον επίδικο χρόνο, το έτος 2012. Το σημείο το οποίο αμφισβητούσε η Καθ' ης 2 ήταν ότι η μεταβίβαση συντελέστηκε το 2006 και όχι το 2012. Επομένως, το κατά πόσο συντελέστηκε η μεταβίβαση δεν ήταν επίδικο ζήτημα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Εν όψει των πιο πάνω, ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα ακύρωσης μεταβίβασης των επίδικων μετοχών αγνοώντας ότι ο Εφεσίβλητος ζητούσε προστακτικό διάταγμα ακύρωσης της εγγραφής στον Έφορο Εταιρειών.
Επισημαίνουμε ότι οι Εφεσείοντες παραγνωρίζουν ότι με την αίτηση ζητήθηκε διάταγμα με το οποίο να κηρύσσονται άκυρες οι μεταβιβάσεις. Αυτή είναι η ουσία της θεραπείας που προβλέπεται από τη νομοθεσία. Τα λοιπά αιτούμενα και εκδοθέντα διατάγματα είναι επιπρόσθετα του αναγνωριστικού διατάγματος ακύρωσης. Επομένως ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα επέτρεψε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον Καθ' ου 1 να αντεξετάσει τους Εφεσείοντες, εξαναγκάζοντας τους να υποστούν μακρά αντεξέταση από δύο διάδικους οι οποίοι συνεργάστηκαν μεταξύ τους. Υπογραμμίζουμε τις ιδιάζουσες περιστάσεις της υπόθεσης όπου ο Καθ' ου 1 μεταβιβάζων στους Εφεσείοντες 1 και 2, με την ένσταση του δέχτηκε ουσιαστικά τους ισχυρισμούς του Εφεσιβλήτου που τέθηκαν με την αίτησή του. Υποστηρίζεται ότι ένεκα της εν λόγω αντεξέτασης επηρεάστηκε το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη. Οι Εφεσείοντες δεν εξειδίκευσαν τον ισχυριζόμενο δυσμενή επηρεασμό τους από τη μακρά αντεξέταση. Σημειώνουμε ότι στην ΣΤΕΓΗΣ ΕΥΓΗΡΙΑΣ «ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ» ΚΑΪΜΑΚΛΙΟΥ v. ΑΡΓΥΡΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 32/14, 29/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430 λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με το ρόλο τη αντεξέτασης στη δίκη:
«Το ότι στη δίκη .έγιναν εσφαλμένες υποβολές προς μάρτυρες των Εφεσειόντων εκ πλευράς Εφεσίβλητης (και ενίοτε αντιτιθέμενες προς το περιεχόμενο της δικογραφίας και άλλης έγγραφης ή και προφορικής μαρτυρίας), δεν επηρέασε αυτομάτως και δίχως άλλο τους Εφεσείοντες. Δεν μας υποδείχθηκαν λεπτομέρειες για κάτι τέτοιο από τους συνηγόρους τους. Ούτε κι εμείς διακρίναμε κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλους συνειρμούς. Κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων, ως και η επίμαχη περίπτωση, οι αντεξεταστικές υποβολές δεν περιβάλλονται από συμφυή αποδεικτική αξία αφού, στοιχειωδώς, δεν συνιστούν μαρτυρία. Μέσω τους, τίθεται απλώς μια θέση ή ένας ισχυρισμός στους μάρτυρες τον οποίο τούτοι μπορούν είτε να αποδεχθούν (και έτσι να καταστήσουν το περιεχόμενο των υποβολών αυτών και υπό κάποιες προϋποθέσεις ως μαρτυρία προερχόμενη από τους ίδιους), είτε να τις απορρίψουν, οπότε και οι υποβολές αυτές παραμένουν ως απλοί ισχυρισμοί οι οποίοι, αν αργότερα δεν αποδειχθούν, θα παραμείνουν μετέωρες άνευ αποδεικτικής αξίας (βλ. Ιωαννίδης ν Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 640, 647).»
Εν προκειμένω οι Εφεσείοντες, δεν τεκμηρίωσαν τις αιτιάσεις τους περί δυσμενούς επηρεασμού και παραβίασης του δικαιώματος τους σε δίκαια δίκη, όπως απαιτείται βάσει της Θεοδόσης Σάββα, ανωτέρω. Επομένως ο λόγος αυτός παραμένει μετέωρος, και απορρίπτεται.
Ο όγδοος λόγος έφεσης αποσύρθηκε.
Με τον δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα αναφορικά με την αξιοπιστία των Εφεσειόντων και ενόρκως δηλούντων για τους Εφεσείοντες παραθέτοντας στην αιτιολογία συγκεκριμένες εκφάνσεις της αξιολόγησης. Στην Α.HADJIYIANNIS CONSTRUCTIONS LTD κ.ά. v. THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED, Πολιτική Έφεση αρ. 36/18, 9/4/2024, λέχθηκαν από το παρόν Δικαστήριο τα πιο κάτω σχετικά:
«Σημειώνουμε, εν πρώτοις, την καλά εδραιωμένη στη Νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το Πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Παντελής Αναστάση ν Ανδρέα Φυσέντζου, Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5.10.2023 στην Πολ. Εφ. 354/2014). Παραθέτουμε απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση μας Ιωάννου ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 26/21 ημερ. 28.2.2024:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 300)».»
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω νομολογηθέντα, σημειώνουμε ότι με την αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων περιορίστηκε σε συγκεκριμένα, κατά την άποψη του, λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Τα όσα υποστηρίζονται σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα 2, όμως, δεν χρήζουν εξέτασης εν όψει της επιτυχίας του ένατου λόγου έφεσης και του παραμερισμού του διατάγματος που τον αφορά, όπως επεξηγήσαμε πιο πάνω.
Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων θεωρεί εσφαλμένες κάποιες από τις εκτιμήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με συγκεκριμένες εκφάνσεις της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που υποστήριξε την ένσταση των Εφεσειόντων, ήτοι, του αδελφού της Εφεσείουσας 1 και υιού του Εφεσείοντα 2. Είμαστε της άποψης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε κατά την αξιολόγηση του μόνο στις εκφάνσεις που υποδεικνύει ο συνήγορος, αλλά αντιθέτως προέβη σε σφαιρική αξιολόγηση της μαρτυρίας του εν λόγω ενόρκως δηλούντος, επισημαίνοντας λόγου χάριν ότι όσον αφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα η εκδοχή του δεν ήταν ούτε πιθανή ούτε λογική.
Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων προσβάλλει το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστο τον κοινοτάρχη ο οποίος πιστοποίησε τις υπογραφές επί των εγγράφων μεταβίβασης των επίδικων μετοχών και του εγγράφου καταπιστεύματος αναφορικά με αυτές. Η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εν λόγω ενόρκως δηλών προσήλθε στο δικαστήριο με μια εκδοχή που θα βοηθούσε τους Εφεσείοντες λόγω της πολύχρονης σχέσης του με τον Εφεσείοντα 2, κρινόμενη σε συνδυασμό με συγκεκριμένες εκφάνσεις της μαρτυρίας του που δημιούργησαν αρνητική εντύπωση στο Δικαστήριο, δεν κρίνεται ακροσφαλής. Δεν θεωρούμε ορθή τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικά στη φιλική και επαγγελματική σχέση του μάρτυρα με τον Εφεσείοντα 2 για να καταλήξει στα συμπεράσματα του.
Εν όψει των πιο πάνω ο δέκατος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται εν πρώτοις ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διάταγμα εναντίον του Εφόρου Εταιρειών. Το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 91Δ του Κεφ.6. όπου προβλέπεται η έκδοση διατάγματος διόρθωσης καταχωρίσεων σε δημόσιο αρχείο στο οποίο εγγράφονται δυνάμει οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Στην αιτιολογία αναφέρεται ότι ο Έφορος Εταιρειών δεν είναι αρμόδιος βάσει της νομοθεσίας για τήρηση του μητρώου μελών των εταιρειών. Στην αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εφεσειόντων εξειδικεύεται η θέση ότι οποιαδήποτε ακύρωση εγγραφής μετοχών θα μπορούσε να γίνει μόνο με αίτηση διόρθωσης μητρώου βάσει του Άρθρου 113Α του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113 και μόνο εφόσον η εταιρεία, τις μετοχές της οποίας αφορά το διάταγμα, ήταν μέρος στη διαδικασία. Υποστηρίζεται ότι ο Έφορος Εταιρειών δεν μπορεί να επαναφέρει ή επανεγγράψει οποιεσδήποτε μετοχές οι οποίες δεν αντικατοπτρίζονται στο μητρώο μελών της Εταιρείας.
Θεωρούμε ότι το Άρθρο 91Δ του Κεφ. 6 είναι σαφές και παρέχει τη νομική βάση για την έκδοση του εν λόγω διατάγματος. Οι πρόνοιες διόρθωσης μητρώου βάσει του Κεφ.113 δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής. Η πιο πάνω θέση των Εφεσειόντων δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης του προσβαλλόμενου διατάγματος.
Με την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εφεσειόντων, τίθεται ένας επιπλέον λόγος για ακύρωση του εν λόγω διατάγματος, ήτοι το ότι, ενώ το διάταγμα είναι προστακτικό, εντούτοις δεν προβλέπεται σε αυτό ο χρόνος συμμόρφωσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσιβλήτου υποστηρίζει ότι η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καθορίσει προβλεπόμενο χρόνο εντός του οποίου να εκτελεστεί το διάταγμα δεν το καθιστά αναποτελεσματικό. Αντίθετα, σύμφωνα με τον συνήγορο, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να προβεί στην κατάλληλη διαταγή για να προσδιοριστεί ο χρόνος εκτέλεσης των διαταγμάτων, κατ' επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του. Παραπέμπει δε στην Ανδρέα Φιλή v. Mikael Majarian (2004) 1 ΑΑΔ 394 όπου λέχθηκε ότι σε περίπτωση αρχικής παράλειψης προσδιορισμού του χρόνου συμμόρφωσης, η συμφυής εξουσία του Δικαστηρίου να καθορίσει χρόνο συμμόρφωσης είναι δεδομένη.
Προσθέτουμε επί τούτου ότι στην Αυξεντίου v. Σάββα (2003) 1ΑΑΔ 1963, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία δεν έγινε δεκτή αίτηση παραμερισμού διατάγματος παράτασης χρόνου σε προστακτικό διάταγμα. Αποφασίστηκε ότι υπάρχει σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να παρατείνει το χρόνο, η οποία είναι αναγκαία για να μπορέσει το Δικαστήριο να λειτουργήσει ως Δικαστήριο δικαίου ώστε να εφαρμοστεί η απόφαση του και να μην καταστεί άνευ σημασίας.
Δεν παραβλέπουμε την αυστηρή προσέγγιση όπως αυτή εκφράστηκε στις Νικολαΐδου Έλλη v. Αττιπά κ.ά. (1999) 1ΑΑΔ 1620 και Αναφορικά με την αίτηση των Κτηματικών Επιχειρήσεων Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ για έκδοση certiorari (2007) 1 ΑΑΔ 224. Όμως στην πιο πρόσφατη απόφαση ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ Λ. ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., Πολιτική Αίτηση Αρ. 78/2020, 22/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:D261 η Νικολαΐδης ερμηνεύτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε υπόθεση certiorari με μονομελή σύνθεση, με τρόπο που μας βρίσκει σύμφωνους:
«Εν πάση περιπτώσει ο λόγος που ζητούν να προσβάλουν το διάταγμα είναι, όπως διευκρινίστηκε έτι περαιτέρω κατά την αγόρευση, επειδή δεν καθορίζεται ο χρόνος συμμόρφωσης κατά παράβαση της Δ.34 θ.5. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους έχει επικαλεστεί σχετικά την υπόθεση Νικολαΐδου ν. Αττίπα κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 1620, η οποία όμως λειτουργεί ως αντεπιχείρημα της εισήγησης ότι θα πρέπει το επίμαχο διάταγμα να ακυρωθεί. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε αφενός διάταγμα έξωσης από ακίνητο, στο οποίο δεν καθορίστηκε ο χρόνος εκτέλεσης του και αφετέρου, ένταλμα ανάκτησης της κατοχής του ακινήτου. Υπό κρίση βρισκόταν η αίτηση για ακύρωση του εντάλματος, επειδή στο προηγηθέν διάταγμα δεν καθοριζόταν ο χρόνος εκτέλεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ενώ το διάταγμα ήταν έγκυρο, παρεμβαλλόταν εμπόδιο στην εκτέλεση του. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στους αντίστοιχους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς υποδεικνύοντας ότι «ενώ η διαταγή δεν καθίσταται αναποτελεσματική (ineffectual) χρειάζεται, για να είναι δυνατόν να εφαρμοστεί (enforced) να οριστεί χρόνος με διαδικασία που καθορίζεται.» Με το να παραβλεφθεί ο καθορισμός τέτοιου χρόνου στο διάταγμα είχε ως αποτέλεσμα, κατέληξε το Ανώτατο Δικαστήριο, «να έχουμε απόφαση άμεσα εκτελεστή αλλά χωρίς προσδιορισμένο χρόνο όπως απαιτεί ο Κανονισμός.» οπότε κρίθηκε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο είχε παραμερίσει το ένταλμα κατοχής, εφόσον τούτο τελούσε υπό την προϋπόθεση της επίδοσης του διατάγματος με προσδιορισμένο σε αυτό το χρόνο που τασσόταν για συμμόρφωση. Είναι φανερό ότι το επίδικο διάταγμα δεν καθίσταται άκυρο εκ του λόγου και μόνο ότι δεν καθορίζεται ο χρόνος για συμμόρφωση. Το διάταγμα παραμένει έγκυρο, ενδεχομένως όμως να μην μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να οριστεί ο χρόνος και το ζήτημα να μπορούν να το εγείρουν οι Αιτητές σε περίπτωση που θα αντιμετωπίσουν αίτηση για παρακοή του διατάγματος.»
Εν όψει της ευχέρειας που δίδεται στο Εφετείο δυνάμει του Μέρους 41.12 (2) (α) να διαφοροποιεί διάταγμα που εκδόθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο και λαμβάνοντας υπόψη το Μέρος 1.2(1) και τον πρωταρχικό σκοπό, ήτοι εν προκειμένω τη διασφάλιση ταχέος και δίκαιου χειρισμού, την επιβολή συμμόρφωσης με αποφάσεις και διατάγματα και την εξοικονόμηση δαπανών και πόρων των δικαστηρίων έτσι ώστε να προωθείται η κατανομή πόρων σε άλλες υποθέσεις, κρίνουμε ότι είναι ορθό και δίκαιο και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως θέσουμε χρονικό διάστημα εκτέλεσης του εν λόγω εκδοθέντος διατάγματος.
Επομένως, το υπό κρίση προστακτικό διάταγμα υπό την παράγραφο Δ αναφορικά με τις μετοχές θα τροποποιηθεί όπως θα αναφέρουμε πιο κάτω.
Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα πώλησης των επίδικων μετοχών. Με την αιτιολογία του λόγου έφεσης υποστηρίζεται ότι μετοχές εταιρείας δύνανται να πωληθούν μόνο με έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος σύμφωνα με τη νομοθεσία. Με την γραπτή αγόρευση των Εφεσειόντων η αιτιολογία αυτή δεν προωθείται.
Αντ' αυτού, υποστηρίζεται ότι το διάταγμα πώλησης μετοχών πρέπει να ακυρωθεί επειδή στη βάση της αίτησης δεν περιλαμβάνονταν τα Άρθρα 14, 16 και 19 του Κεφ. 6. Υποστηρίζεται ότι η συμπερίληψή τους είναι απαραίτητη εν όψει της Οικονόμου κ.α. v. Κουτσοκούμνη Πολιτική Έφεση Αρ. 37/2013, 2/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A272.
Είμαστε της άποψης ότι στην Οικονόμου δεν αποφασίσθηκε ότι η συμπερίληψη των εν λόγω Άρθρων είναι απαραίτητη σε περίπτωση που, όπως στην παρούσα υπόθεση, έχει συμπεριληφθεί στη βάση της αίτησης το Άρθρο 91 Γ του Κεφ. 6 το οποίο προβλέπει ότι το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης για έκδοση διατάγματος ακύρωσης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων δύναται, εκδίδοντας το ακυρωτικό διάταγμα, να διατάξει όπως το περιουσιακό στοιχείο κατασχεθεί και πωληθεί προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους. Επομένως δεν ήταν εν προκειμένω αναγκαία η συμπερίληψη των εν λόγω Άρθρων στη νομική βάση της αίτησης και η μη συμπερίληψη τους δεν επιφέρει την ακύρωση των σχετικών διαταγμάτων.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.
Τα διατάγματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπό τις παραγράφους Γ.1 και Γ.2 επικυρώνονται.
Τα διατάγματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπό τις παραγράφους Β και Γ.3 παραμερίζονται και ακυρώνονται.
Το διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπό την παράγραφο Δ τροποποιείται ως εξής:
«Δ. Εκδίδεται Διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο Έφορος Εταιρειών όπως ενεργήσει σύμφωνα με το Άρθρο 91 Δ του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 για να εγγραφούν στο μητρώο το οποίο τηρεί επ' ονόματι του Καθ' ου η Αίτηση 1 οι μετοχές που αναφέρονται στα Αιτητικά Γ. 1 και 2 εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης των διαταγμάτων.»
Το διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπό την παράγραφο Ε τροποποιείται και περιορίζεται στις επίδικες μετοχές που περιγράφονται στα αιτητικά υπό τις παραγράφους Γ.1 και Γ.2 της αίτησης.
Διατάζεται επανεκδίκαση όσον αφορά το αιτητικό υπό την παράγραφο Γ.3 της αίτησης καθώς και των αιτητικών υπό τις παραγράφους Δ και Ε της αίτησης στο βαθμό που αφορούν το επίδικο όχημα. Το ως άνω αιτητικό καθώς και τα υπόλοιπα αιτητικά στον βαθμό που αφορούν το επίδικο όχημα παραπέμπονται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με οδηγίες όπως εκδικαστούν από άλλο Δικαστή το συντομότερο δυνατόν, αφού προηγηθεί επίδοση της στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως αναφέρεται πιο πάνω.
Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας εναντίον του Εφεσείοντα 2 παραμερίζεται.
Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας εναντίον της Εφεσείουσας 1 επικυρώνεται.
Εν όψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.