ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2018)
31 Μάϊου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΜΕΣΣΙΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΩ.ΜΙ.ΚΩ ΛΤΔ
Eφεσείουσας/Καθ΄ης η Αίτηση
και
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΤΡΥΦΩΝΙΔΟΥ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
----------------------------
Θ. Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Λ. Διομήδους για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τον κ. Κονή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») να παραμερίσει, στα πλαίσια σχετικής αίτησης που καταχωρήθηκε («η Αίτηση»), διαιτητική απόφαση (award) επιδιαιτητή (umpire).
Προτού προχωρήσουμε στην ουσία της έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο όπως παραθέσουμε το ιστορικό της υπόθεσης για καλύτερη κατανόηση των ζητημάτων που αναφύονται.
Η εφεσίβλητη/αιτήτρια σύνηψε συμφωνία με την εφεσείουσα/καθ' ης η αίτηση με σκοπό την παροχή από την τελευταία οικοδομικών εργασιών σε κατοικία. Σε κάποιο χρονικό σημείο η εφεσείουσα εγκατέλειψε το έργο, σύμφωνα με την εφεσίβλητη πριν από την ολοκλήρωση των εργασιών, αφού προηγήθηκε ενημέρωση της από τους δικηγόρους της εφεσείουσας για λύση της μεταξύ τους συμφωνίας. Η εφεσίβλητη η οποία είχε καταβάλει στην εφεσείουσα ένα σημαντικό ποσόν, προχώρησε στην είσπραξη του ποσού της εγγυητικής που είχε δώσει η εφεσείουσα και σύναψε συμφωνία με άλλον εργολάβο.
Η εφεσείουσα, παράλληλα με τον ισχυρισμό που πρόβαλε για παράνομη και αυθαίρετη είσπραξη της εγγυητικής, υπέβαλε και αξίωση για εκτελεσθείσα εργασία. Μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια της αρχιτέκτονα να επιλύσει το ζήτημα, η εφεσείουσα κατέβαλε προσπάθειες παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία, ενώ η εφεσίβλητη προχώρησε στη καταχώρηση αγωγής. Στα πλαίσια της αγωγής, υπογράφηκε την 8/10/2014 συμφωνία για επίλυση των διαφορών των διαδίκων ενώπιον δύο διαιτητών και, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ τους για οποιοδήποτε θέμα, την παραπομπή του για τελική επίλυση ενώπιον συγκεκριμένου επιμετρητή («ο Επιδιαιτητής»).
Εν συνεχεία οι διάδικοι ειδοποιήθηκαν την 20/7/2015 από τους δύο διαιτητές ότι η διαδικασία επίλυσης της διαφοράς είχε καταλήξει σε αδιέξοδο και προχώρησαν σε παραπομπή θεμάτων στον Eπιδιαιτητή.
Ο Επιδιαιτητής με επιστολή του ημερ. 27/7/2015 προς τους δικηγόρους των διαδίκων, αποδέχθηκε τον διορισμό του.
Την 2/3/2016 ο Επιδιαιτητής με επιστολή του στους δικηγόρους των διαδίκων, τους πληροφορούσε ότι μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία καμία επικοινωνία με τον ίδιο δεν υπήρξε από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης και ότι εάν δεν υπήρχε ανταπόκριση εντός των επόμενων δύο εβδομάδων, δηλαδή μέχρι την 16/3/2016, θα προχωρούσε σύμφωνα με τις οδηγίες της επιστολής των διαιτητών ημερομηνίας 20/7/2015. Τέλος, καλούσε τους δικηγόρους όπως συνεργαστούν ώστε η διαδικασία να ολοκληρωθεί γοργά και παραγωγικά.
Την ίδια ως άνω ημερομηνία οι νέοι δικηγόροι της εφεσίβλητης επικοινώνησαν τηλεφωνικώς με τον Επιδιαιτητή και τον ενημέρωσαν περί της αλλαγής δικηγόρου, πράγμα που έκαναν και γραπτώς την 7/3/2016. Λόγω του ότι δεν υπήρξε απάντηση από τον Επιδιαιτητή, οι δικηγόροι της εφεσίβλητης του απέστειλαν νέα επιστολή την 7/7/2016. Την ίδια μέρα μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ο Επιδιαιτητής τους απάντησε ότι βρίσκεται στο τελικό στάδιο πριν την έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε λάβει γραπτώς από τους δύο διαιτητές. Την 13/7/2016 πληροφόρησε τους δικηγόρους της εφεσίβλητης ότι είχε εκδώσει την απόφαση του. Αφού ακολούθησε αλληλογραφία και η καταβολή εκ μέρους της εφεσίβλητης του απαιτούμενου από τον Επιδιαιτητή ποσού για λήψη της απόφασης, ο τελευταίος απέστειλε την απόφαση στους δικηγόρους της εφεσίβλητης σύμφωνα με την οποία επιδικάστηκε προς όφελος της εφεσείουσας το συνολικό ποσό των €143.091,89.
Ακολούθησε εκ μέρους της εφεσίβλητης η καταχώρηση της Αίτησης μέσω της οποίας εξ αιτείτο τον παραμερισμό της ως άνω διαιτητικής απόφασης ισχυριζόμενη ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί και δεν ακούστηκαν οι επιμετρητές του έργου ή η αρχιτέκτονας, ενώ ο Επιδιαιτητής δεν προέβη σε εκτίμηση του κόστους των κακοτεχνιών. Σύμφωνα με την εφεσίβλητη ο Επιδιαιτητής χειρίστηκε κακώς την υπόθεση. Η διαιτησία διεξήχθη παράτυπα και η απόφαση εκδόθηκε παράτυπα λόγω του ότι ο επιδιαιτητής ενήργησε με πλήρη και βάναυση παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, μεροληπτικά υπέρ της εφεσείουσας και κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων της εφεσίβλητης.
Η εφεσείουσα στην ένσταση της υποστήριξε ότι η απόφαση του Επιδιαιτητή ήταν πλήρης, τηρήθηκαν όλες οι διαδικασίες και ο Επιδιαιτητής προχώρησε βάσει των εξουσιών που του παρέχει ο Νόμος και η συμφωνία για παραπομπή επίλυσης των διαφορών σε διαιτησία και ότι καμία ανάρμοστη ή κακή συμπεριφορά επέδειξε, ούτε χειρίστηκε την υπόθεση παράτυπα και αντίθετα από τη φυσική δικαιοσύνη. Η δε εφεσίβλητη ήταν πάντοτε ενήμερη από τον διαιτητή που η ίδια είχε διορίσει για τη διαδικασία ενώπιον του Επιδιαιτητή.
Η Αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση η οποία περιορίστηκε στην κατάθεση αγορεύσεων μέσω των οποίων, οι δύο πλευρές υποστήριξαν τις θέσεις τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παραθέτει την νομική πτυχή που διέπει το όλο ζήτημα αναφέροντας ότι:
«(.) αμφότερες οι πλευρές αναγνωρίζουν ότι έρεισμα για παραμερισμό ή ακύρωση διαιτητικής απόφασης παρέχεται από το αρ. 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ.4, το οποίο αναφέρει τα ακόλουθα:
«20 (2) Όταv o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφoρά ή χειρίστηκε κακώς τηv υπόθεση ή όταv η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, τo Δικαστήριo δύvαται vα ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση».
Η Νομοθετική πρόνοια αυτή έτυχε εξέτασης στην απόφαση Νεόφυτος Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 687, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Εγείρεται προς απάντηση θεμελιακό ερώτημα ως προς τη νομική εμβέλεια του Άρθρου 20 και ιδιαίτερα της φράσης «ανάρμοστη συμπεριφορά» («misconduct»).
Το Άρθρο 20 έχει ως εξής:
...................................
Ενδιαφέρει εδώ το εδάφιο (2), εφόσον είχε επιδιωχθεί πρωτοδίκως η ακύρωση ή παραμερισμός της διαιτητικής απόφασης. Στο πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο, ο όρος που χρησιμοποιείται στο Άρθρο 23(1) του Arbitration Act 1950 απ΄ όπου λήφθηκε το Κεφ. 4, είναι «misconduct», και έχει πλειστάκις ερμηνευτεί να περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες που δυνατόν να αφορούν στη συμπεριφορά του ιδίου του διαιτητή ή τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτησίας («. has misconducted himself or the proceedings .». Στον Russell on Arbitration 16η έκδ. σελ. 307, θεωρείται λανθασμένη συμπεριφορά η εκ μέρους του διαιτητή ακρόαση μαρτύρων ή εξέταση εγγράφων στην απουσία των διαδίκων, η απόδοση στον εαυτόν του ενός συνολικού ποσού για τα έξοδα του, ώστε να αποκλείει τους διαδίκους από του να ενστούν στις χρεώσεις του, (δέστε την απόφαση K/S Norjarl A/S v. Hyundai Heavy Industries Co. Ltd [1991] 3 W.L.R. 1025, για κατεύθυνση ως προς τον τρόπο χρέωσης αμοιβής από ένα διαιτητή), η εκ μέρους του παράλειψη να εξασκήσει όλες τις εξουσίες του ή η λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Στη δε σελ. 309, αναφέρεται σε σχέση με τη διεξαγωγή της διαιτησίας, ότι οι κύριοι άξονες επί των οποίων μπορεί να υποβληθεί επιτυχώς αίτηση για παραμερισμό, είναι η εκ μέρους του διαιτητή διεξαγωγή της διαιτησίας ex parte χωρίς ουσιώδη λόγο, ο αποκλεισμός ατόμων που έχουν δικαίωμα να είναι παρόντα, η λανθασμένη απόρριψη ή αποδοχή μαρτυρίας και η λανθασμένη μετακύλιση καθηκόντων.
Η κλασσική αντιμετώπιση της έννοιας του «misconduct», έχει βέβαια αναφορά στη δωροδοκία του διαιτητή ή στην ύπαρξη εκ μέρους του μυστικού συμφέροντος στην ενώπιον του διαφορά. Επεκτείνεται όμως και σε θέματα πέραν αυτών, ώστε ακόμη και στην απουσία ηθικά ή δεοντολογικά ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ελέγχονται οι περιπτώσεις λανθασμένης λήψης ή αποκλεισμού μαρτυρίας ή η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για την ερμηνεία συμβολαίου, (Paniccos Harakis Ltd v. The Official Receiver as administrator of the estate of the bankrupt Takis Vryonides (1978) 1 C.L.R. 15, σελ. 23, τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις, καθώς και την πρόσφατη απόφαση στη ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ ν. Lakis Georghiou Constructions Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 223, ή, η έκδοση απόφασης επί παρανόμου συμφωνίας (David Taylor & Son v. Barnett [1953] 1 W.L.R. 562). Όπως έχει αποφασιστεί και στην A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2006), (που αφορούσε περίπτωση παραπομπής τεχνικών θεμάτων σε διαιτησία, εν μέσω δικαστικής αγωγής), «Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού του πορίσματος» ενώ «. παράβαση βασικού δικονομικού κανόνα . κλονίζει το θεμέλιο της όλης διαδικασίας» (εκεί ο διαιτητής είχε λανθασμένα υιοθετήσει, έξω από τους όρους εντολής του, τη μαρτυρία που είχε προηγηθεί στο Δικαστήριο)».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε στη συνέχεια ότι, τόσο η Αίτηση, όσο και η ένσταση στηρίζονταν στον περί Διαιτησίας Νόμο Κεφ. 4 και επομένως οι νομοθετικές πρόνοιες που θα έπρεπε να ακολουθηθούν είναι αυτές του συγκεκριμένου Νόμου παραπέμποντας στην Iacovou Bros v. Χατζηνικόλα (1991) 1 Α.Α.Δ. 51.
Επεσήμανε περαιτέρω ότι αποτελούσε κοινό έδαφος ότι με βάση την πιο άνω συμφωνία για επίλυση των διαφορών των διαδίκων σε διαιτησία, η διαφορά τους παραπέμφθηκε στους δύο διαιτητές με οδηγίες όπως:
«Σε περίπτωση που θα υπάρξει διαφωνία μεταξύ σας για οποιοδήποτε θέμα συμφωνούμεν όπως τα παραπέμψετε στον Επιμετρητή κ. Μ. Π. για τελική επίλυση.»
Η επιστολή του Επιδιαιτητή ημερ. 27/7/2015 μέσω της οποίας αυτός αποδέχθηκε τον διορισμό του ως Επιδιαιτητής επισυνάφθηκε στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την Αίτηση και την ένσταση. Σ' αυτήν ο Επιδιαιτητής αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Με το δεδομένο ότι το γραφείο μου ευρίσκεται στην Λεμεσό, θεωρώ πρακτικότερο όπως οι συναντήσεις γίνονται σε χώρο τον οποίο θα επιλέξουν τα μέρη ή οι εκπροσώποι τους. Εις περίπτωση κατά την οποία δεν γίνει κατάληξη για το θέμα αυτό (μεταξύ σας), τότε θα αφεθεί στον Επιδιαιτητή η Τελική Απόφαση».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού υπέδειξε ότι ο Επιδιαιτητής προχώρησε στην έκδοση απόφασης χωρίς να ακούσει τα μέρη, τόνισε ότι θα πρέπει να αποφασιστεί κατά πόσο το γεγονός αυτό συνιστά «ανάρμοστη συμπεριφορά» εν τη εννοία του άρθρου 20(2) του Κεφ. 4. Δέχθηκε καθοδήγηση από την Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Dynacon Ltd κ.α. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 717 όπου λέχθηκε ότι το έργο του διαιτητή είναι οιωνεί δικαστικό και το πρέπον της συμπεριφοράς του δεν σχετίζεται μόνο με τα εχέγγυα της αμεροληψίας, αλλά και με τη συμπεριφορά εκείνη η οποία αναμένεται από άτομο το οποίο λειτουργεί δικαστικά, ως επίσης από την A.N. Stasis Estates Co. Ltd (ανωτέρω) όπου λέχθηκε ότι η διαιτησία διεξάγεται υπό μορφή προφορικής ακρόασης εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν διαφορετικά, όπως και από την Iacovou Bros (ανωτέρω) από την οποία παραθέτει σχετικό απόσπασμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη συνέχεια ότι:
«Δεδομένης της δεδηλωμένης επιθυμίας της Αιτήτριας, όπως φαίνεται από τις επιστολές Τεκμήριο 31 και 32 στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, να λάβει όλη την αλληλογραφία επί του θέματος της διαιτησίας αλλά και να εκπροσωπηθεί σε αυτήν από τους δικηγόρους της, η απόφαση του Επιδιαιτητή να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης χωρίς να της παράσχει το δικαίωμα να ακουστεί και προβάλει την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της συνιστά παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Δεν έχω ενδοιασμό να αναφέρω ότι η εν λόγω διαγωγή του Επιδιαιτητή εμπίπτει εντός του όρου της ανάρμοστης συμπεριφοράς (misconduct) και δεν αφήνει άλλη επιλογή από τον παραμερισμό της εκδοθείσας υπ΄αυτού απόφασης.»
Συνεπεία των πιο πάνω προχώρησε στο παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης του Επιδιαιτητή με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης/αιτήτριας και εναντίον της εφεσείουσας/καθ' ης η αίτηση.
Η εφεσείουσα προσβάλλει τη πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η συμπεριφορά του Επιδιαιτητή εμπίπτει εντός του όρου «ανάρμοστη συμπεριφορά» με αποτέλεσμα να παραμερίσει την εκδοθείσα απόφαση του, με την αιτιολογία ότι ο Επιδιαιτητής προχώρησε στην έκδοση της απόφασης του, χωρίς να παράσχει το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπιση της η εφεσίβλητη. Προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα και/ή δεν έλαβε υπόψη τη συμφωνία ημερομηνίας 8/10/2014 και τους όρους αυτής για παραπομπή των διαφορών τους ενώπιον δύο διαιτητών και σε περίπτωση διαφωνίας τους για οποιοδήποτε θέμα, την παραπομπή του ενώπιον του Επιδιαιτητή για τελική επίλυση. Ομοίως, ερμήνευσε λανθασμένα και δεν έλαβε υπόψη την επιστολή ημερομηνίας 20/7/2015 και τους όρους της, με την οποία οι δύο διαιτητές παρέπεμψαν προς τον Επιδιαιτητή τα θέματα στα οποία διαφώνησαν μαζί με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που απαιτούντο προς επίλυση. Περαιτέρω, δεν έλαβε υπόψη ότι ο Επιδιαιτητής είχε ενώπιον του τους όρους και τις οδηγίες που δόθηκαν σ' αυτόν από τους διαιτητές για επίλυση των διαφορών που ανέκυψαν μεταξύ τους. Δεν έλαβε υπόψη ότι ο Επιδιαιτητής είχε ενώπιον του όλα τα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούντο για την έκδοση της απόφασης του στα συγκεκριμένα θέματα που του παρέπεμψαν οι διαιτητές και τέλος, δεν έλαβε υπόψη ότι εντός των όρων εντολής του δεν έγινε αναφορά να ακουστούν και πάλι οι διάδικοι, αφού όλα τα στοιχεία και γεγονότα δόθηκαν από τους διαιτητές που είχαν οριστεί και αντιπροσώπευαν τους διαδίκους.
Αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παραμέρισε την απόφαση του Επιδιαιτητή, αφού δεν έλαβε υπόψη ότι αυτός ενεργούσε ως Επιδιαιτητής για συγκεκριμένα θέματα που του παρέπεμψαν οι διαιτητές και ότι είχε ενώπιον του λεπτομερώς τις διαφορές των μερών και όλα τα αναγκαία στοιχεία και έγγραφα που του απεστάλησαν. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι οι διαιτητές δυνάμει της συμφωνίας ημερομηνίας 8/10/2014 παρέπεμψαν με επιστολή τους ημερομηνίας 20/7/2015 ενώπιον του Επιδιαιτητή, καθορισμένες διαφορές με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και έγγραφα για έκδοση απόφασης και ο τελευταίος προχώρησε στην έκδοση της απόφασης του με τους όρους της παραπομπής που έγινε ενώπιον του από τους διαιτητές.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά τους όρους εντολής του Επιδιαιτητή να προχωρήσει στην απόφαση του χωρίς να ακούσει του διαδίκους, αλλά με τα όσα έγγραφα τον προμήθευσαν οι διαιτητές που αντιπροσώπευαν τους διαδίκους. Προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει εάν ήταν εντός των όρων εντολής του Επιδιαιτητή να μην ακούσει μαρτυρία και τους διαδίκους και ότι αυτός είχε δικαίωμα και ήταν εντός των όρων εντολής του να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης χωρίς να ακούσει περαιτέρω μαρτυρία από τους διαδίκους, αλλά να βασιστεί σε όσα του απέστειλαν οι διαιτητές.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και δεν έλαβε υπόψη ότι οι οδηγίες από τους διαιτητές και τους διαδίκους προς τον Επιδιαιτητή δόθηκαν την 20/7/2015 και οι δικηγόροι της εφεσίβλητης επικοινώνησαν με τον Επιδιαιτητή για να θέσουν ενώπιον του την υπόθεση των πελατών τους όπως ανάφεραν, την 7/7/2016 ήτοι με καθυστέρηση ενός χρόνου και αφού ο Επιδιαιτητής είχε ειδοποιήσει προηγουμένως γραπτώς την εφεσίβλητη και τους δικηγόρους της ότι θα προχωρήσει στην έκδοση της απόφασης του. Υποστηρίζεται από την εφεσείουσα ότι οι δικηγόροι της εφεσίβλητης επικοινώνησαν με τον Επιδιαιτητή με μεγάλη καθυστέρηση, ήτοι την 7/7/2016 και ο Επιδιαιτητής αυθημερόν τους ειδοποίησε ότι σύμφωνα με τις γραπτές οδηγίες των διαιτητών, βρισκόταν στο τελικό στάδιο της έκδοσης της απόφασης του. Έκτοτε η εφεσείουσα και οι δικηγόροι της δεν έλαβαν οποιοδήποτε διάβημα και δεν επικοινώνησαν με τον Επιδιαιτητή. Ο Επιδιαιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 2/3/2016 προς την εφεσείουσα και τους δικηγόρους της τους ειδοποίησε ότι εάν μέχρι την 16/3/2016 δεν επικοινωνούσαν μαζί του, θα προχωρούσε στην έκδοση της απόφασης του.
Τέλος με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα και αντίθετα με την νομολογία τον όρο «ανάρμοστη συμπεριφορά» («misconduct») σε σχέση με τις ενέργειες του Επιδιαιτητή, αφού αυτός ενήργησε σύμφωνα με τις οδηγίες του και προχώρησε στην έκδοση της απόφασης του. Οι ενέργειες του δεν εμπίπτουν στον όρο «ανάρμοστη συμπεριφορά» διότι δεν εμπόδισε σε οποιοδήποτε στάδιο την εφεσίβλητη να θέσει την υπόθεση της ενώπιον του και εν πάση περιπτώσει του είχαν δοθεί από τους διαιτητές όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία που απαιτούντο για την έκδοση της απόφασης του.
Κατά την ακρόαση της έφεσης οι δύο πλευρές υιοθέτησαν ουσιαστικά τα περιγράμματα αγόρευσης τους. Η πλευρά της εφεσείουσας αναπτύσσει στο περίγραμμα αγόρευσης της ταυτόχρονα όλους τους λόγους έφεσης τους οποίους θεωρεί επάλληλους. Η πλευρά της εφεσίβλητης αναπτύσσει τον κάθε λόγο έφεσης ξεχωριστά.
Πριν από την ανάπτυξη των λόγων έφεσης, η πλευρά της εφεσίβλητης θέτει τρεις «προδικαστικές ενστάσεις». Με τη πρώτη «προδικαστική ένσταση» προβάλλεται η θέση ότι η έφεση είναι αλυσιτελής γιατί τα ουσιαστικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχουν εφεσιβληθεί. Συναφής είναι και η τρίτη «προδικαστική ένσταση» όπου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όλοι οι λόγοι έφεσης είναι ατελείς και ως εκ τούτου θνησιγενείς και δεν μπορούν να ακουστούν.
Τέλος, με τη «δεύτερη προδικαστική ένσταση» προβάλλεται εκ μέρους της εφεσίβλητης, ο ισχυρισμός ότι το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και/ή να εξεταστεί γιατί τα θέματα τα οποία θίγει και/ή εγείρει δεν είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα εισηγείται ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η θέση ότι η επιδιαιτησία δεν θα έπρεπε να προχωρήσει με τη διεξαγωγή συναντήσεων (προφορικών ακροάσεων) ή ότι η εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα να ακουστεί παρά την απαίτηση της.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υποδείξουμε ότι σύμφωνα με τους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ σε σχέση με το Εφετείο από την 3/7/2023, η Δ.41.9(3) προνοεί ότι το Εφετείο έχει εξουσία κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα να απορρίψει, όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος, την ειδοποίηση έφεσης όταν μεταξύ άλλων, αυτή κρίνεται προδήλως αβάσιμη και είναι υπό αυτό το πρίσμα που θα προσεγγίσουμε και εξετάσουμε τις αναφερόμενες ως προδικαστικές ενστάσεις.
Αρχίζοντας από τη δεύτερη «προδικαστική ένσταση» είναι καλά γνωστό ότι ζητήματα που δεν τίθενται με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν λαμβάνονται υπόψη (Ορουντιώτης κ.α. ν. Loukas Georghiou Management Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση 71/2017, ημερ.14/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A453). Κρίνουμε ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή αφού ανάμεσα στους λόγους ένστασης στην Αίτηση προβάλλεται ότι ο Επιδιαιτητής τήρησε όλους τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης για δίκαιη δίκη ως επίσης όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον περί Διαιτησίας Νόμο Κεφ.4 και τη νομολογία, ότι η εφεσίβλητη πάντοτε ενημερώνετο από τον Επιδιαιτητή για την διαδικασία και ότι δεν υπάρχει στην απόφαση του Επιδιαιτητή και στη διαδικασία που ακολουθήθηκε θεμελιακή απόκλιση από το Νόμο και τη νομολογία. Τέθηκαν δηλαδή λόγοι ένστασης που σχετίζονται με το δικαίωμα της εφεσίβλητης να ακουστεί και να θέσει τις θέσεις της.
Επομένως η δεύτερη «προδικαστική ένσταση» απορρίπτεται.
Όσον αφορά την τρίτη «προδικαστική ένσταση» η εφεσίβλητη με παραπομπή στη νομολογία (Κρομμύδα v. Γιάγκου (1994) 1 Α.Α.Δ. 665, Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, Φιλίππου κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1996) 3 Α.Α Δ. 547, Χριστοδούλου v. Μεταξάκη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ.1002, Κωνσταντινίδου v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 450, Ταμείο Προνοίας Πιλότων και Ιπτάμενων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών v. Suphire Holdings Public Ltd κ.α. Πολ. Εφ. 280/2012, ECLI:CY:AD:2017:A479 ημερ. 22/2/2017) υποστηρίζει ότι η απουσία αυτοτελών λόγων έφεσης σε σχέση με ουσιαστικά συμπεράσματα, τη νομική καθοδήγηση και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχει ως αποτέλεσμα οι λόγοι έφεσης να είναι ατελείς και θνησιγενείς.
Ούτε αυτή η «προδικαστική ένσταση» μπορεί να γίνει δεκτή αφού στηρίζεται στις πρόνοιες της Δ.35 θ.4 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Όπως αναφέρουμε πιο πάνω, από την 3/7/2023 τέθηκαν σε ισχύ σε σχέση με το Εφετείο οι Νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας. Στη Δ.41 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που αφορά τις εφέσεις δεν υπάρχει τέτοια ή παρόμοια πρόνοια όπως η Δ.35 θ.4 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Επομένως και η τρίτη «προδικαστική ένσταση» απορρίπτεται.
Απομένει η πρώτη «προδικαστική ένσταση» όπου προβάλλεται εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να εφεσιβάλει τα ακόλουθα κύρια ευρήματα και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούσαν:
(α) ότι ο ίδιος ο Επιδιαιτητής με την επιστολή του ημερομηνίας 27/7/2015 καθόρισε ότι θα γίνουν συναντήσεις σε χώρο που θα επιλέξουν τα μέρη και σε περίπτωση που δεν συμφωνούσαν αυτό θα καθορίζετο από τον Επιδιαιτητή.
(β) ότι αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ο Επιδιαιτητής προχώρησε στην έκδοση απόφασης χωρίς να ακούσει τα μέρη.
(γ) ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα καθοδηγήθηκε από την απόφαση Dynacon (πιο πάνω) ότι το έργο του διαιτητή είναι οιωνεί δικαστικό και το πρέπον της συμπεριφοράς του δεν συσχετίζεται μόνο με τα εχέγγυα της αμεροληψίας, αλλά και με τη συμπεριφορά εκείνη η οποία αναμένεται από άτομο το οποίο λειτουργεί δικαστικά και από την απόφαση A.N. Stasis Estates Co. Ltd (πιο πάνω) ότι η διαιτησία διεξάγεται υπό μορφή προφορικής ακρόασης εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν διαφορετικά.
(δ) ότι η Αιτήτρια απαίτησε από τον Επιδιαιτητή (βλ. Τεκμήρια 31 και 32 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση) να λάβει όλη την αλληλογραφία της διαιτησίας και να εκπροσωπηθεί σε αυτή από τους δικηγόρους της και να της δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της.
Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσίβλητης ότι τα συμπεράσματα αυτά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου καθώς και η νομική του καθοδήγηση αποτέλεσαν και τον κύριο λόγο της απόφασης του (ratio decidendi) και δεν έχουν εφεσιβληθεί. Δηλαδή, η Εφεσείουσα δεν εφεσίβαλε το ουσιαστικό μέρος αυτό της απόφασης του Δικαστηρίου το οποίο οδήγησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι, η παράλειψη του Επιδιαιτητή να παράσχει το δικαίωμα στην Εφεσίβλητη «να ακουστεί και προβάλει την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της συνιστά παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης» και ότι η «εν λόγω διαγωγή του Επιδιαιτητή εμπίπτει εντός του όρου της ανάρμοστης συμπεριφοράς (misconduct).»
Επικαλούμενη σχετική νομολογία (Polytropo Advertising Ltd v. Adboard Ltd (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1486, Marketrends Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.α. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ.734, Φυλακτού v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 321) η πλευρά της εφεσίβλητης υποστηρίζει ότι η απουσία αμφισβήτησης από τη πλευρά της εφεσείουσας των συγκεκριμένων μερών της πρωτόδικης απόφασης, αφήνει την πρωτόδικη απόφαση ανέπαφη και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά η έφεση να θεωρηθεί αλυσιτελής. Οι πέντε λόγοι έφεσης και η αιτιολογία τους, παραμένουν ασαφείς, αόριστοι και γενικοί και καλείται το Δικαστήριο να διατυπώσει άποψη επί ακαδημαϊκού θέματος και κατ΄ επέκταση να ενεργήσει επί ματαίω (βλ. Polytropo Advertising Ltd (ανωτέρω)).
Έχουμε μελετήσει τις πιο πάνω εισηγήσεις της πλευράς της εφεσίβλητης και βρίσκουμε ότι ευσταθούν.
Στην Polytropo Advertising Ltd (ανωτέρω) που αφορούσε έφεση εναντίον ακυρώσεως προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε με μονομερή αίτηση, αποφασίστηκε ότι τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο για δημιουργία παραπλανητικής εικόνας από τους εφεσείοντες αποτελούσαν αυτοτελή λόγο ακύρωσης. Η μη προσβολή τους με έφεση τα άφηνε άθικτα με συνέπεια να καθίστατο αλυσιτελής η έφεση έστω και αν οι προβληθέντες δύο λόγοι της έφεσης ήθελαν αποφασιστεί υπέρ των εφεσειόντων. Επομένως η διατύπωση της άποψης επί των δύο προβληθέντων λόγων έφεσης θα καθίστατο ακαδημαϊκό εγχείρημα, πλην όμως τα δικαστήρια δεν συνηθίζουν να αποφαίνονται επί ακαδημαϊκών θεμάτων. Περαιτέρω στη Marketrends Insurance Ltd (ανωτέρω), που αφορούσε αγωγή για απαίτηση καθορισμένου ποσού χρημάτων, αποφασίστηκε ότι παρόλο που ο μοναδικός λόγος έφεσης που προβλήθηκε ευσταθούσε, η έφεση απορρίφθηκε για το λόγο ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μοναδική μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα/ενάγουσα προς υποστήριξη της απαίτησης της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και εξ ακοής, δεν εφεσιβλήθηκε με αποτέλεσμα να παραμένει ισχυρό. Τέλος, στην Φυλακτού (ανωτέρω) η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πράξη είναι βεβαιωτική δεν προσβάλλεται και συνεπώς το Δικαστήριο αδυνατεί να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και να εξετάσει αν πράγματι οι καθ΄ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να προβούν σε νέα έρευνα ή όχι.
Αντίστοιχα στην παρούσα υπόθεση, η μη προσβολή των πιο πάνω τεσσάρων ευρημάτων από την πρωτόδικη απόφαση με ξεχωριστούς λογους έφεσης, ότι δηλαδή ο ίδιος ο Επιδιαιτητής καθόρισε ότι η διαδικασία θα γίνει μέσω συναντήσεων σε κάποιο χώρο, ότι προχώρησε στην έκδοση απόφασης χωρίς να ακούσει τα μέρη, ότι το έργο του διαιτητή είναι οιωνεί δικαστικό και το πρέπον της συμπεριφοράς του σχετίζεται όχι μόνο με τα εχέγγυα της αμεροληψίας, αλλά και με τη συμπεριφορά εκείνη η οποία αναμένεται από άτομο το οποίο λειτουργεί δικαστικά και ότι η διαιτησία διεξάγεται υπό μορφή ακρόασης εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν διαφορετικά και τέλος ότι ή εφεσίβλητη απαίτησε από τον Επιδιαιτητή όλη την αλληλογραφία και να εκπροσωπηθεί στη διαδικασία από τους δικηγόρους της και να της δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της, έχει ως αποτέλεσμα αυτά να παραμένουν ισχυρά. Ως εκ τούτου ακόμη και αν κάποιος (ή κάποιοι) από τους λόγους έφεσης επιτύχει, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Καταλήγουμε επομένως ότι η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη και θα πρέπει για τον λόγο αυτό να απορριφθεί.
Πέραν των πιο πάνω κρίνουμε σκόπιμο να υποδείξουμε ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, ο ίδιος ο Επιδιαιτητής καθόρισε τη διαδικασία μέσω της επιστολής του ημερομηνίας 27/7/2015 με την οποία αποδεχόταν τον διορισμό του και ανέφερε μεταξύ άλλων ότι με δεδομένο ότι το γραφείο του βρισκόταν στην Λεμεσό, θεωρούσε πρακτικότερο όπως οι συναντήσεις γίνονται σε χώρο τον οποίο θα επέλεγαν τα μέρη ή οι εκπροσώποι τους και ότι σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπήρχε κατάληξη για το θέμα αυτό μεταξύ τους, τότε το θέμα θα αφήνετο στον Επιδιαιτητή.
Ο Επιδιαιτητής με επιστολή του προς τους τότε δικηγόρους των μερών ημερομηνίας 2/3/2016 (Τεκμήριο 30 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση) ζήτησε από αυτούς επικοινωνία, διαφορετικά θα προχωρούσε σύμφωνα με τις οδηγίες των διαιτητών.
Η εφεσίβλητη επικοινώνησε μέσω των νέων δικηγόρων της τηλεφωνικώς με τον επιδιαιτητή την 2/3/2016 και τον ενημέρωσε περί της αλλαγής δικηγόρου κάτι που έκανε και γραπτώς την 7/3/2016 (Τεκμήριο 31) καλώντας τον να της κοινοποιήσει όλη την αλληλογραφία επί του θέματος. Λόγω του ότι δεν υπήρξε απάντηση από τον Επιδιαιτητή η εφεσίβλητη επικοινώνησε και πάλι γραπτώς μέσω των δικηγόρων της με τον Επιδιαιτητή την 7/7/2016 (Τεκμήριο 32) καλώντας τον να ορίσει ημέρα και ώρα για να την ενημερώσει για την πορεία της διαιτησίας ως επίσης να θέσει ενώπιον του την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της.
Την ίδια μέρα ο Επιδιαιτητής απάντησε μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος στους δικηγόρους της αιτήτριας ότι βρίσκεται στο τελικό στάδιο πριν την έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε λάβει από τους δύο διαιτητές, ενώ την 13/7/2016 πληροφόρησε τους δικηγόρους της εφεσίβλητης ότι είχε εκδώσει την απόφαση του.
Είναι παραδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι ο Επιδιαιτητής προχώρησε στην έκδοση απόφασης χωρίς να ακούσει τα μέρη. Αυτό όμως αποτελεί ανακολουθία εκ μέρους του Επιδιαιτητή σε σχέση με τη διαδικασία που ό ίδιος καθόρισε μέσω της επιστολής του ημερομηνίας 27/7/2015, ότι δηλαδή θα γίνονταν συναντήσεις και θα άκουγε τις θέσεις των μερών, κάτι που επαναβεβαίωσε μέσω της επιστολής του ημερομηνίας 2/3/2016. Ο τρόπος που ο Επιδιαιτητής ενήργησε αποτελεί πασιφανή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε από τις υποθέσεις Τράπεζα Κύπρου Λτδ και A.N. Stasis Estates Co. Ltd (ανωτέρω) για να καταλήξει ότι η συμπεριφορά του Επιδιαιτητή αποτελεί ανάρμοστη συμπεριφορά. Η Ανδρέας Όθωνος & Υιοι Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ v. Bardsey Enterprises Ltd κ.α. Πολ. Εφ. 318/2013 ημερ. 7/7/2018 την οποία επικαλείται η πλευρά της εφεσείουσας, παραπέμπει στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ ως επίσης στη Σολωμού (ανωτέρω) από τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε καθοδήγηση. Τη Σολωμού (ανωτέρω) επικαλείται και η πλευρά της εφεσείουσας, όμως το περιεχόμενο της δεν βοηθά τις θέσεις της. Αντίθετα αναφέρεται σ' αυτήν ότι η παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης μπορεί να αποτελέσει ανάρμοστη συμπεριφορά.
Τα πιο πάνω απαντούν σε όλους τους λόγους έφεσης.
Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €4.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.