ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 129/2019)

 13 Μαρτίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

                                                                                                          Εφεσείουσα,

v.

 

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΚΑΡΑΣΙΔΗ

                                                                                                          Εφεσίβλητου.

-------------------

Γ. Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσείουσα.

Α. Βασιλείου (κα), για ΔΡΑΚΟΣ & ΕΥΘΥΜΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσίβλητο.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ -ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

­­--------------------

 

     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Πρωτοδίκως, ο εφεσίβλητος προσέβαλε, με την Προσφυγή Αρ. 732/2017, την απόρριψη ιεραρχικής προσφυγής αναφορικά με απόφαση της εφεσείουσας ημερομηνίας 18.11.2016, η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο με σχετική επιστολή ημερομηνίας  6.12.2016, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του εφεσίβλητου ημερομηνίας 2.9.2016 (εφεξής η «επίδικη απόφαση»).

 

Διχογνωμία υπήρξε μεταξύ των διαδίκων, κατά πόσο η εν λόγω αίτηση του εφεσίβλητου ημερομηνίας 2.9.2016 αφορούσε στην καταβολή σύνταξης ανικανότητας ή επιδόματος ασθενείας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι, η επίδικη αίτηση του εφεσίβλητου αφορούσε στην καταβολή επιδόματος ασθενείας για συγκεκριμένη περίοδο.

 

Ως προς το αποτέλεσμα της Προσφυγής Αρ. 732/2017, αυτό ήταν ακυρωτικό, ως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Έχω την άποψη ότι το ιατρικό συμβούλιο που εξετάζει κάποιον αιτητή, δεν έχει την υποχρέωση να διερευνήσει και αντικρούσει τα ιατρικά ευρήματα και τη διάγνωση άλλου ιατρού. Το έργο του ολοκληρώνεται στην ορθή καταγραφή των δικών του ευρημάτων. Στην υπό κρίση υπόθεση, το ιατρικό συμβούλιο στην έκθεσή του ημερομηνίας 17.11.2016 καταγράφει την εξέταση που διενήργησε και τα ευρήματά του καταλήγοντας σε συγκεκριμένη διάγνωση. Καταγράφεται, επίσης, το ιστορικό του αιτητή.

 

Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, σε σχέση με το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο. Το εν λόγω συμβούλιο δεν φαίνεται να εξέτασε τον αιτητή έτσι ώστε να διαπιστώσει και να καταλήξει σε δικά του ευρήματα και διάγνωση στα πλαίσια του ιεραρχικού ελέγχου της πρώτης απόφασης. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το παράρτημα 6 της ένστασης, τα ευρήματα του δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου βασίζονται στα ευρήματα του πρωτοβάθμιου ιατρικού συμβουλίου. Καταγράφονται τα εξής:

 

«Ο Θεμιστοκλής Καρασίδης (Α.Δ.Τ. [.]) υπέβαλε Ιεραρχική Προσφυγή εναντίον απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από εισήγηση Πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου (ΠΙΣ) να κριθεί ικανός για εργασία για την περίοδο από 17/11/2016 μέχρι 30/11/2016.

 

Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, με βάση τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα που κατέγραψε το ΠΙΣ κατά τον ουσιώδη χρόνο της εξέτασης, κρίνει ότι ο αιτητής είναι ικανός για εργασία.

 

Ως εκ τούτου, το ΔΙΣ εισηγείται όπως απορριφθεί η Ιεραρχική Προσφυγή για την περίοδο από 17/11/2016 μέχρι 30/11/2016.»

 

Ούτε στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1, εντόπισα άλλη έκθεση που να δεικνύει ότι πράγματι ο αιτητής επανεξετάστηκε από το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο.

 

Χωρίς την ύπαρξη έκθεσης που να προκύπτει μετά από την φυσική εξέταση του αιτητή, η τελική απόφαση βασίστηκε σε ελλιπή δεδομένα και ως τέτοια πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.»

 

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με την ενώπιον μας έφεση, με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης. Αυτός έχει ως εξής:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Η Πρωτόδικη Απόφαση είναι λανθασμένη, καθότι το Δικαστήριο παρέλειψε και/ή δεν ερμήνευσε ορθά τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού 8Α(1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί)(Τροποποιητικούς Κανονισμούς του 2013 οι οποίοι εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο ασκώντας τις εξουσίες που του παραχωρούνται από τα άρθρα 71 και 78 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

 

Με βάση τα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης ο σχετικός Κανονισμός δεν προνοεί νέα ιατρική εξέταση του αιτητή από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο αφού ο λόγος παραπομπής αφορούσε εκτίμηση ικανότητας προς εργασία Αιτητή επιδόματος ασθενείας/επιδόματος σωματικής βλάβης. Ο Κανονισμός προνοεί μόνο την αξιολόγηση των στοιχείων της περίπτωσης του Αιτητή από τον Πρόεδρο του Δευτεροβαθμίου Ιατρικού Συμβουλίου χωρίς να απαιτείται σχετική έκθεση αξιολόγησης εφόσον ο Αιτητής δεν είχε επισυνάψει νέα στοιχεία/πιστοποιητικά με την Ιεραρχική του Προσφυγή. Μετά την υποβολή της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή ο φάκελος του στάλθηκε, όπως προνοείται από τον σχετικό Κανονισμό, στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ο οποίος επανεξέτασε την περίπτωση του την 1.2.2017 και συνέστησε απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής του

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και με πλάνη έκρινε ότι το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο έπρεπε να εξετάσει εκ νέου τον Αιτητή και ότι τα ευρήματα του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου βασίστηκαν μόνο στα ευρήματα του Πρωτοβάθμιου  Ιατρικού Συμβουλίου. Εσφαλμένα δε και με πλάνη περί τον Νόμο προσπάθησε να εντοπίσει έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου που δεν απαιτείται από τον Νόμο, ενώ έπρεπε να ζητήσει διευκρινήσεις επί αυτού του ζητήματος από τους Καθ' ων η αίτηση διότι ως τέτοιο δεν ήταν επίδικο θέμα, δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ενώ οι Καθ' ων η Αίτηση μπορούσαν να διαφωτίσουν επαρκώς το Δικαστήριο επί του θέματος.»

 

 

Σημειώνεται ότι, δεν ασκήθηκε αντέφεση από την πλευρά του εφεσίβλητου, ούτε αμφισβητήθηκε από τον εφεσίβλητο, καθ' οιονδήποτε τρόπο, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, η αίτηση του εφεσείοντα ημερομηνίας 2.9.2016 αφορούσε στην καταβολή επιδόματος ασθενείας (σελ. 3 της πρωτόδικης απόφασης).

 

Συνεπώς, αφετηρία εξέτασης της βασιμότητας της παρούσης εφέσεως αποτελεί το αδιαμφισβήτητο, πλέον, γεγονός ότι, την παρούσα περίπτωση (αίτηση για καταβολή επιδόματος ασθενείας) διέπει, όντως, ο Κανονισμός 8Α(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμών του 2010 και 2013 (εφεξής οι «Κανονισμοί»), ο οποίος διαλαμβάνει τα ακόλουθα (με δικούς μας τονισμούς):

 

«Όταν ο λόγος παραπομπής σε Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο αφορά την εκτίμηση ικανότητας προς εργασία αιτητή επιδόματος ασθενείας ή επιδόματος σωματικής βλάβης, ο Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου εξετάζει την ενώπιον του υπόθεση συνεκτιμώντας το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου και τα στοιχεία, τις πληροφορίες και τις τυχόν εξετάσεις που περιέχονται στην ιεραρχική προσφυγή και που αφορούν τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης για επίδομα ασθενείας ή επίδομα σωματικής βλάβης, χωρίς να προβεί σε εξέταση του ίδιου του αιτητήεκτός αν με, μεταγενέστερα  του χρόνου αυτού, ιατρικά πιστοποιητικά υποδεικνύεται ότι η ασθένεια ή η σωματική βλάβη, ανάλογα με την περίπτωση, εξακολουθεί να υπάρχει, κατά το χρόνο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής.»

 

 

Αφού μελετήσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις, ως αυτές διατυπώθηκαν στα περιγράμματα αγόρευσης των διαδίκων, καθώς και το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς κατέληξε στο (ακυρωτικό) εύρημα του, υιοθετώντας τη θέση περί υποχρέωσης της εφεσείουσας για νέα ιατρική εξέταση του εφεσίβλητου από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και καταλήγοντας, στην απουσία τέτοιας και μόνο (παρά το ότι ο εφεσίβλητος υποστηρίζει το αντίθετο, ήτοι ότι υπήρξε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδοχή του ισχυρισμού περί μη δέουσας έρευνας υπό γενικότερη οπτική), σε ακύρωση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας (βλ. ανωτέρω). Θέση, όμως, η οποία σαφώς έρχεται σε κάθετη αντίθεση με τις επιταγές της κανονιστικής διάταξης των Κανονισμών (βλ. ανωτέρω), με την οποία πρωτοδίκως δεν υπήρξε οποιαδήποτε ενασχόληση και στην οποία ρητώς ορίζεται ότι, τέτοια εξέταση δεν λαμβάνει χώρα, εκτός στην περίπτωση μεταγενέστερων του χρόνου υποβολής της αίτησης ιατρικών πιστοποιητικών (που δεικνύουν εξακολούθηση της ασθένειας ή βλάβης κατά το χρόνο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής), κάτι που δεν συντρέχει, ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (βλ. Τεκμήριο 1-συνημμένα ιατρικά πιστοποιητικά στην ιεραρχική προσφυγή του εφεσίβλητου ημερ. 6.12.2016), στην παρούσα περίπτωση. Η πιο πάνω διαπίστωση οδηγεί σε αποδοχή του υπό εξέταση λόγου έφεσης, ανεξαρτήτως του κατά πόσον, στην παρούσα περίπτωση, τηρήθηκαν άλλες προϋποθέσεις του Κανονισμού 8Α των Κανονισμών και, συγκεκριμένα, (α) κατά πόσον η ιατρική εξέταση του ζητήματος κατά την Ιεραρχική Προσφυγή διενεργήθηκε και η συνακόλουθη ιατρική γνωμάτευση δόθηκε στην Υπουργό Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής η «Υπουργός») από αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο και (β) εάν συνεκτιμήθηκε  «το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου και τα στοιχεία, τις πληροφορίες και τις τυχόν εξετάσεις που περιέχονται στην ιεραρχική προσφυγή», ζητήματα, τα οποία δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως και εναπόκειται, εν πρώτοις, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επανεξέταση του, να αξιολογήσει, αν δικονομικά δύνανται και σε ποιο βαθμό να τύχουν εξέτασης και να αποφανθεί αναλόγως.

 

Συνεπώς, με βάση τα προαναφερθέντα και στο πιο πάνω πλαίσιο, ο λόγος έφεσης γίνεται αποδεκτός. Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης της διαταγής εξόδων αυτής, παραμερίζεται.

 

Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο που εκδίκασε αυτή, για εξέταση, πρόσθετα ή/ και στο πλαίσιο των προηγηθεισών επισημάνσεων μας,  των ζητημάτων που προωθήθηκαν από τον εφεσίβλητο (βλ. σελ. 4 έως και 6 στην (πρωτόδικη) γραπτή αγόρευση για τον εφεσίβλητο) και που δεν έτυχαν εξέτασης, ήτοι του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας (υπό την σκοπιά που εγέρθηκε από τον εφεσίβλητο και δεν εξετάστηκε), μη δέουσας αιτιολογίας, καθώς και υπέρβασης/κατάχρησης εξουσίας από την Υπουργό.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους 1200 ευρώ υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο