ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε110/2020)
31 Μαΐου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
DIMITRIS MELISANIDIS
Εφεσείοντα/Καθ' ου η Αίτηση Αρ. 3
και
PETER KRAVITZ (ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑΤΟΔΟΧΟΣ ΤΟΥ AEGEAN LITIGATION TRUST)
Εφεσίβλητου/Αιτητή
-----------------------------
Κάτια Κακουλλή (κα) για Χρύσης Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.
Γιώργος Γεωργίου και Ρωμανός Λοϊζίδης, για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση σχετίζεται με την Πολιτική Έφεση 113/2020, 31/5/2024 εφόσον τα προσβαλλόμενα με την παρούσα έφεση διατάγματα εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην ίδια αίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκαν τα διατάγματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της τελευταίας. Μάλιστα η αγωγή προς υποβοήθηση της οποίας εκδόθηκαν τα διατάγματα και στις δύο εφέσεις, βάσει του Άρθρου 35 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, κινήθηκε στο Λουξεμβούργο εναντίον του Εφεσείοντα στην παρούσα ως συνεναγόμενου εταιρείας με έδρα στο Λουξεμβούργο που είναι Εφεσείουσα στην πιο πάνω αναφερομένη Πολιτική Έφεση 113/2020.
Αρκετές από τις θέσεις του Εφεσείοντα στην παρούσα εξετάστηκαν από το παρόν Δικαστήριο στην Πολιτική Έφεση 113/2020, 31/5/2024, εφόσον ηγέρθηκαν και από τους εκεί Εφεσείοντες γι' αυτό και γίνεται πιο κάτω σχετική παραπομπή. Να σημειωθεί ότι η ως άνω έφεση απορρίφθηκε.
Με τον πρώτο και έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την πλήρωση της δεύτερης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 όσον αφορά την πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής στο Λουξεμβούργο. Η αιτιολογία των λόγων αυτών, αναφέρεται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την πιθανότητα επιτυχίας σε σχέση με την απαίτηση για το επίδικο ποσό εναντίον της Εφεσείουσας 1, στην Πολιτική Έφεση 113/2020, 31/5/2024. Έχουμε πραγματευθεί των σημείων που εγείρονται με την αιτιολογία αυτών των λόγων έφεσης κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης στην Πολιτική Έφεση 113/2020, 31/5/2024, και τα οποία υιοθετούμε για σκοπούς της παρούσας.
Εγείρεται όμως στην παρούσα έφεση και ένα επιπλέον ζήτημα: Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα τόνισε ενώπιον μας την επιπλέον θέση ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη η γνωμάτευση δικηγόρου που καταχώρισε τη σχετική διαδικασία στο Λουξεμβούργο ως μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφενός διότι παρέχονταν σε αυτή μαρτυρία για το αλλοδαπό δίκαιο και αφετέρου διότι αυτός δεν ήταν ανεξάρτητος, εφόσον ο ίδιος καταχώρισε την αγωγή στο Λουξεμβούργο εκ μέρους του Εφεσιβλήτου και χειριζόταν την υπόθεση εκεί ως δικηγόρος του.
Μας παρέπεμψε σε αγγλική νομολογία και ειδικότερα στην National Justice Company Naviera v. Prudential Ass, Ltd (Ikarian Reefer) [1993] 37 E.G. 158. [1993] 2LLR 68, όπου υιοθετήθηκαν τα λεχθέντα από τον Lord Wilberfoce στην Whitehouse v. Jordan [1981] 1 WLR 246. Παραθέτουμε τα λεχθέντα επί του σημείου στην ολότητά τους:
«One final word. I have to say that I feel some concern as to the manner in which part of the expert evidence called for the plaintiff came to be organised This matter was discussed in the Court of Appeal and commented on by the Master of the Rolls. While some degree of consultation between experts and legal advisers is entirely proper, it is necessary that expert evidence presented to the court should be, and should be seen to be, the independent product of the expert, uninfluenced as to form or content by the exigencies of litigation. To the extent that it is not, the evidence is likely to be not only incorrect but self defeating.»
Γίνεται επίσης παραπομπή στην Polivitte Ltd v. Commercial Union Assurance Co Plc, [1987] 1 Lloyd's Rep 379, όπου αναφέρθηκαν τα εξής: «An expert witness in the High Court should never assume the role of an advocate». Είναι σαφές ότι ο όρος «advocate» στο πιο πάνω απόσπασμα δεν έχει την έννοια που εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος. Δεν σημαίνει δηλαδή, ότι ο εμπειρογνώμονας δεν μπορεί να είναι και δικηγόρος του διαδίκου που προσκομίζει την μαρτυρία του, (εννοείται βεβαίως ότι ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου δεν δύναται ο δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση να δίδει και μαρτυρία). Με την πιο πάνω πρόταση το Δικαστήριο στην Polivitte εξέφρασε την αρχή ότι ο κάθε εμπειρογνώμονας έχει καθήκον να δίδει μαρτυρία προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου και όχι ως συνήγορος του διαδίκου που τον καλεί ως μάρτυρα.
Ενδεικτικά παραπέμπουμε σε πρόσφατη αγγλική απόφαση όπου εφαρμόστηκε η αρχή:
Στην Andrews & Ors v Kronospan Ltd [2022] EWHC 479 (QB) (07 March 2022) το Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:
«In my judgment the primary concern, having seen the communications between the Claimants' solicitors and Dr Gibson, is that Dr Gibson's approach strongly suggest that he regards himself as an advocate for the Claimants, rather than as an independent expert whose primary obligation is to the court. This is demonstrated by the following.:»
Είναι φανερό ότι δεν προκύπτει από την αγγλική νομολογία κανόνας του κοινοδικαίου, ως εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος, περί αυτόματου, άνευ ετέρου λόγου, αποκλεισμού μαρτυρίας εμπειρογνώμονα που έχει την οποιαδήποτε σχέση με την έκβαση της υπόθεσης, και δη δικηγόρου που εκπροσωπεί διάδικο σε δικαστήριο άλλης χώρας, όπως εν προκειμένω. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να αξιολογήσει σε κάθε περίπτωση ανάλογα με τις περιστάσεις αυτής, κατά πόσο η ανεξαρτησία του εμπειρογνώμονα τίθεται εν αμφιβόλω.
Εν όψει της πιο πάνω θέσης της, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε στην γραπτή της αγόρευση τα ακόλουθα: «Με λίγα λόγια, το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του την απόλυτα επιβεβλημένη γνωμάτευση ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα του δικαίου του Λουξεμβούργου που να καταδεικνύει ότι η αγωγή στο Λουξεμβούργο έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, είχε εντούτοις γνωμάτευση ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα επί του δικαίου του Λουξεμβούργου που καταδεικνύει ότι η αγωγή στο Λουξεμβούργο δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας και αυτή ήταν η μόνη γνωμάτευση επί του ζητήματος».
Η συνήγορος επικαλείτο επί του προκειμένου, τη γνωμάτευση του δικηγόρου που επισυνάφθηκε ως τεκμήριο σε ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση του Εφεσείοντα, κ. Bertrand Christmann. Μελέτη όμως της εν λόγω γνωμάτευσης, δεικνύει ότι ο εν λόγω δικηγόρος δεν υποστήριξε κάτι τέτοιο αναφορικά με την απαίτηση εναντίον της Εφεσείουσας 1 στην Πολιτική Έφεση 113/2020 (εταιρεία Grady Properties Corporation S.A.). Η γνωμάτευση του επικεντρώνεται στην προοπτική επιτυχίας της αγωγής εναντίον του Εφεσείοντα προσωπικά, με αναφορά σε διάφορους παράγοντες. Χαρακτηριστικά ανάφερε: «Mr Dimitris Melisanidis has strong lines of defence which make the chances of success in the Luxembourg proceedings slim.»
Θεωρούμε ότι τα πιο πάνω δεν κλονίζουν την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και ως εκ τούτου ο πρώτος και έκτος λόγος έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε σωστά τις αρχές της νομολογίας σε σχέση με την κατάληξή του ότι πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960. Υποστηρίζεται ότι το γεγονός ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Εφεσιβλήτου, ο Εφεσείων είναι δισεκατομμυριούχος με πολλά άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα, δεν επέτρεπε να κριθεί ότι υπάρχει κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί η αξίωση εν όψει και του ότι τα διατάγματα περιορίστηκαν σε $109 εκ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εστίασε στην ύπαρξη πιθανότητας να εμποδιστεί ο Εφεσίβλητος στην ικανοποίηση δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του αν δεν εκδοθεί το διάταγμα, εφόσον αυτό είναι το ζητούμενο που εξετάζεται στο πλαίσιο της τρίτης προϋπόθεσης του ως άνω Άρθρου 32. Είμαστε της άποψης ότι ευλόγως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, εν όψει ενώπιον του μαρτυρίας περί της εύκολης διακίνησης χρηματικών ποσών και μεταβίβασης ιδιοκτησίας, τον υπαρκτό κίνδυνο να μην μπορεί να αποδοθεί τελικά θεραπεία.
Επίσης προβάλλεται από τον Εφεσείοντα, ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα διατάγματα έχουν καταστροφικές συνέπειες σε όσους δραστηριοποιούνται στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις ενόψει του δυσκολιών που προκύπτουν με τις συναλλαγές τους με Τράπεζες. Η θέση αυτή δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης. Στο σύγγραμμα Διατάγματα των Ερωτοκρίτου & Αρτέμη, 2016, σελ.132 αναφέρονται τα εξής: «Η τρίτη προϋπόθεση δεν έχει σχέση με τις επιπτώσεις που ενδεχομένως να προκύψουν στους διαδίκους από την έκδοση ή μη του διατάγματος, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη σε άλλο στάδιο, όπου το δικαστήριο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αν θα εκδώσει το διάταγμα.»
Εν όψει των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι υπάρχει συνδετικό στοιχείο μεταξύ του αντικειμένου των επιδιωκόμενων μέτρων και της κατά τόπο αρμοδιότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ότι αφορά τον Εφεσείοντα εφόσον, δεν υπήρχε σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφεσείοντα, ίχνος μαρτυρίας περί ύπαρξης περιουσίας του στην Κύπρο.
Σημειώνουμε συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφασή του σε τέτοια μαρτυρία: Με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, υποστηρίζεται ότι είναι πολύ πιθανό όπως το εμπίστευμα The Gaia Settlement το οποίο είναι εγγεγραμμένο στην Κύπρο, να κατέχει πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία των οποίων ο τελικός δικαιούχος είναι ο Εφεσείοντας. Επίσης σχετική είναι η μαρτυρία που εντόπισε στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής του το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως δόθηκε από τους ενόρκως δηλούντες που υποστήριξαν τις ενστάσεις: «Υπενθυμίζω και εδώ την αναφορά του κ. Φράγκου (§67) ότι το εμπίστευμα της Καθ' ης 5 ιδρύθηκε από τον Καθ' ου 3 « και έγινε ο κάτοχος περιουσιακών στοιχείων του που θα κληρονομηθούν από τους κληρονόμους του». Άλλωστε όπως είχε ήδη εξηγήσει (§66) προτιμήθηκε το Κυπριακό εμπίστευμα αντί του Λουξεμβουργιανού επειδή ακριβώς το Κυπριακό «προνοεί για στοιχεία διαδοχής».»
Δεν παραβλέπουμε ότι σύμφωνα με τον περί Διεθvώv Εμπιστευμάτωv Νόμo τoυ 1992 (Νόμο 69(Ι)/1992), η περιουσία εμπιστεύματος κατέχεται από τον Επίτροπο, εντούτοις θεωρούμε ότι το δικαίωμα ή συμφέρον προσώπου που είναι δικαιούχος εμπιστεύματος, σε περιουσία που υπόκειται σε αυτό, αποτελεί επαρκές συνδετικό στοιχείο για τους σκοπούς της σχετικής με το ζήτημα νομολογίας (βλ. Van Uten Maritime B.V. v. Kommanditgesellschaft C-391/95, ημερ. 17/11/98).
Εν όψει των πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος ήταν εξουσιοδοτημένος να παράσχει εγγύηση $500.000 προκειμένου να εκδοθούν μονομερώς προσωρινά διατάγματα και/ή για να εξουσιοδοτήσει κάποιο τρίτο να παράσχει την εγγύηση. Εν πρώτοις θα επαναλάβουμε τα όσα αναφέραμε στην Πολιτική Έφεση 113/2020, 31/5/2024 σε σχέση με το εύρος της εξουσιοδότησης του Εφεσιβλήτου, αναφορικά με την ένορκη δήλωση του. Κατ' αναλογία, θεωρούμε ότι αυτά εφαρμόζονται και όσον αφορά τη δυνατότητα του να παρέχει την ρηθείσα εγγύηση.
Εν πάση περιπτώσει, ο πιο πάνω λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός εφόσον η παρούσα έφεση αφορά διατάγματα που εκδόθηκαν κατόπιν ακρόασης οπότε και η διαταγή ως προς την εγγύηση επαφίετο στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υφίστανται πιθανότητες επιτυχίας της αξίωσης εναντίον της Καθ' ης 2 εταιρείας εγγεγραμμένης στις Νήσους Μάρσαλ, για το ποσό των $68 εκ. σε σχέση με την ανέγερση τερματικού πετρελαίου στη Fujairah.
Με την αιτιολογία παρατίθενται στοιχεία που υποβλήθηκαν με τις ενστάσεις, κυρίως βάσει έκθεσης του ελεγκτικού οίκου KPMG η οποία «αποδεικνύει» σύμφωνα με την αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντα, ότι η Καθ' ης 2 τιμολόγησε ποσά τα οποία παραμένουν απλήρωτα και ότι τα ποσά που έλαβε δικαιολογούνται. Γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στις εξηγήσεις που δόθηκαν αναφορικά με τις εν λόγω τιμολογήσεις, εργασίες και πληρωμές σε σχέση με το εν λόγω έργο από τους ενόρκως δηλούντες στελέχη των εμπλεκομένων εταιρειών, προς υποστήριξη της ένστασης του Εφεσείοντα.
Παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολόγισε τους εν λόγω ισχυρισμούς και στοιχεία και εντούτοις βρήκε βάσιμη πιθανότητα αποδοχής της μαρτυρίας που επικαλείται ο Εφεσίβλητος ως προς την αξίωση αυτή. Δεδομένων των αρχών που αναφέραμε σχετικά με τον περιορισμένο ρόλο του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση μαρτυρίας σε τέτοιου είδους αιτήσεις κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης στην Πολ. Έφεση 113/21020, 31/5/2024, θεωρούμε εύλογο και αιτιολογημένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν πεισθήκαμε ότι χωρεί επέμβασή μας.
Επομένως, ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση και/ή ότι είχε εφαρμογή ο Κανονισμός 35 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012. Οι θέσεις που προβάλλονται με την αιτιολογία εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν κατά την εξέταση του έβδομου λόγου έφεσης στην Πολιτική Έφεση 113/2020, 31/5/2024. Για τους ίδιους λόγους απορρίπτεται και ο παρών έβδομος λόγος έφεσης.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν θεώρησε ότι υπήρξε παραβίαση του καθήκοντος πλήρους αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων που καταγράφονται στην αιτιολογία αυτού. Υποβάλλεται ότι εξαιτίας της παραβίασης αυτής, τα διατάγματα θα πρέπει να ακυρωθούν χωρίς άλλο. Σημειώνουμε ότι τα όσα καταγράφονται ως γεγονότα αφορούν πληρωμές και τιμολογήσεις καθώς και τις εκτιμήσεις της αξίας των ως άνω τερματικών, τα οποία τέθηκαν εν τέλει υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την ακρόαση της αίτησης δια των ενστάσεων των Καθ' ων.
Επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέραμε σχετικά με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης στην Πολιτική Έφεση 113/2020, 31/5/2024 σχετικά με τη νομική πτυχή του ζητήματος του καθήκοντος αποκάλυψης, αναφορικά με διατάγματα που εκδίδονται κατόπιν ακρόασης και των δύο πλευρών. Εν όψει του ότι τα διατάγματα που εφεσιβάλλονται εκδόθηκαν κατόπιν ακρόασης, μετά που δόθηκε το δικαίωμα στον Εφεσείοντα να ακουστεί, θεωρούμε ότι ο παρών λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €7.400 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ του Εφεσιβλήτου, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.