ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 62/18)

5 Απριλίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                  

Ελευθέριος  Θεοδώρου

(εναγόμενος 2 στις αγωγές 6536/2009, 6537/2009 και 3356/2009 και εναγόμενος στην αγωγή 5219/2009)

Εφεσείων

v.

1.   Κωνσταντίνος Μαλλούπα, (ενάγων στην αγωγή 6536/2009)

2.   Φάνος Μαλλούπα, (ενάγων στην αγωγή 6537/2009)

3.   Γιώργος Μαλλούπα, (ενάγων στην αγωγή 3356/2009)

4.   Σάββας Χριστόπουλου και Κώστας Πισσούριου διαχειριστών της περιουσίας της αποβιωσάσης Κλειώς Χριστοπούλου, τέως από τη Λευκωσία (εναγόμενοι 1 στις αγωγές 6536/2009, 6537/2009 και 3356/2009 και ενάγοντες στην αγωγή 5219/2009)

Για εφεσείοντα: κα Στέλλα Ερωτοκρίτου για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ.

Για εφεσίβλητους 1- 3: κος Δώρος Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης και Σία ΔΕΠΕ.

Για εφεσίβλητους 4: κος Κυριάκος Κνώφου για Κώστας Δημητριάδης ΔΕΠΕ.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Στις 4.11.2008 επεσυνέβη θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα στο οποίο ενεπλάκησαν τρία οχήματα με οδηγούς τον εφεσείοντα, τον εφεσίβλητο 2 και την θανούσα Κλειώ Χριστοπούλου, της οποίας οι εφεσίβλητοι 4 είναι διαχειριστές της περιουσίας. Ως αποτέλεσμα του ατυχήματος καταχωρίστηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, 4 αγωγές (6536/2009, 6537/2009, 3356/2009 και 5219/2009). Στις πρώτες τρεις αγωγές ενάγοντες ήταν οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 (οδηγός, συνεπιβάτης και ιδιοκτήτης του ενός οχήματος) με εναγομένους τους άλλους δύο οδηγούς ήτοι τον εφεσείοντα και τους εφεσίβλητους 4. Στην τέταρτη αγωγή, ενάγοντες ήταν οι εφεσίβλητοι 4 με εναγόμενο τον εφεσείοντα.

Οι πιο πάνω αγωγές για αποζημιώσεις εναντίον του εφεσείοντα, στηρίχθηκαν στον ισχυρισμό ότι αυτός επιχείρησε να προσπεράσει προπορευόμενο του όχημα και με αυτό τον τρόπο, απέκοψε την εξ' αντιθέτου πορεία της θανούσης με αποτέλεσμα στη συνέχεια, αυτή να επιχειρήσει κίνηση προς τα αριστερά και τελικά να επιπέσει επί του εξ αντιθέτου οχήματος που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2.

Οι τέσσερεις αγωγές κατόπιν διατάγματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνεκδικάστηκαν για όλα τα επίδικα θέματα. Συγκεκριμένα δόθηκε μαρτυρία σε σχέση με το ζήτημα της ευθύνης αλλά και τις αιτούμενες αποζημιώσεις για όλες τις αγωγές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, εξέδωσε αρχικά απόφαση για το ζήτημα της ευθύνης, καταλογίζοντας πλήρη ευθύνη για το ατύχημα στον εφεσείοντα. Για τους διαχειριστές της αποβιώσασας που είχαν εναχθεί ως συνεναγόμενοι με τον εφεσείοντα, σε τρεις από τις τέσσερις αγωγές (6536/2009, 6537/2009 και 3356/2009), η απαίτηση απορρίφθηκε αφού κρίθηκε ότι η θανούσα δεν έφερε καμία ευθύνη για το ατύχημα. Οι διαχειριστές της θανούσας πέτυχαν επίσης στην απαίτηση τους εναντίον του εφεσείοντα, στην τέταρτη αγωγή (5219/2009).

Στην συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αποσύνδεσε τις τέσσερεις αγωγές και εξέδωσε ξεχωριστά σε κάθε μία από αυτές, απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, για διάφορα ποσά ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, τα οποία προέκυψαν συνεπεία της επίδικης οδικής σύγκρουσης.

Ακολούθως, ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα ειδοποίηση έφεσης, η οποία φέρει τον τίτλο των τεσσάρων πιο πάνω συνενωμένων αγωγών που είχαν πρωτοδίκως συνεκδικαστεί. Με 6 λόγους έφεσης, παραπονείται για την αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε ως αποτέλεσμα τον καταλογισμό της πλήρους ευθύνης του ατυχήματος στον ίδιο (λόγοι έφεσης 1 έως 5) αλλά και για το ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων υπέρ του εφεσιβλήτου 2 (λόγος έφεσης 6).

Κατά την προδικασία της έφεσης, οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων έθεσαν ζήτημα ως προς το παράτυπο της καταχώρισης μιας μόνο έφεσης για τέσσερεις ξεχωριστές αγωγές - αποφάσεις, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται στους λόγους έφεσης το κάθε πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται η έφεση και ούτε να είναι δυνατόν να εξευρεθούν με ευχέρεια οι εφεσίβλητοι. Ισχυρίστηκαν ως εκ τούτου ότι η παρούσα ειδοποίηση έφεσης συνιστά εξ' αρχής λανθασμένο δικονομικό διάβημα και ζήτησαν την απόρριψη της από αυτό το στάδιο ως «προδήλως αβάσιμη έφεση» δυνάμει του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

Από την άλλη πλευρά, η συνήγορος για τον εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι παρά το ότι δεν υπάρχει νομολογία που να έχει αποφασίσει ειδικά το ζήτημα, εντούτοις σε αρκετές αποφάσεις το Ανώτατο Δικαστήριο επιλήφθηκε εφέσεων όπου μετά την εκδίκαση συνενωμένων αγωγών, είχε καταχωριστεί μόνο μία έφεση (βλ. Κόνιας ν. Σωτηρίου κ.α., Πολ. Έφεση 313/14, ημερ. 22.12.2023, Μοδέστου ν. Αδαμίδη Πολ. Έφεση 120/2013, ημερ. 18.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A231, Παπακόκκινου κα ν. Σμυρλή κα (2001) 1 Α.Α.Δ 1653, Συμεού ν. Μιχαήλ (1999) 1 Α.Α.Δ 16 και Κακόπιερος κα ν. Καλαμά, κα (2009) 1 Α.Α.Δ 413). Ήταν η θέση της συνηγόρου ότι όπως προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία, η υπό κρίση ειδοποίηση έφεσης δεν είναι απαράδεκτη όπως εισηγούνται οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων.

Κατά την συνήγορο, εάν πράγματι το δικονομικό μέτρο που οι εφεσείοντες είχαν επιλέξει σε όλες τις πιο πάνω εφέσεις ήταν άκυρο, ακόμη και να μην εγειρόταν τέτοιο ζήτημα από τους λοιπούς διαδίκους, το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφάσιζε προφανώς αυτεπάγγελτα ότι επλήττετο το θεμέλιο της διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, απορρίπτοντας όλες τις εφέσεις ως άκυρες.

Η συνήγορος για τον εφεσείοντα επικαλέστηκε επίσης, τις πρόνοιες του Μέρους 3.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης οιουδήποτε διαδικαστικού σφάλματος αν ικανοποιηθεί ότι το σφάλμα δεν ήταν σοβαρό και τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.

Κρίνουμε ότι από την στιγμή που δεν υπάρχει ειδική πρόνοια για το Εφετείο σε σχέση με την εφαρμογή των παλαιών Θεσμών σε εκκρεμούσες διαδικασίες που καταχωρίστηκαν πριν την εφαρμογή των Κανονισμών του 2023, το αίτημα των εφεσιβλήτων θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των νέων Κανονισμών, οι οποίοι ισχύουν για το Εφετείο από 3.7.2023 (βλ. Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd ν. Δήμου Πάφου Πολ. Έφεση E5/2018 ημ. 16.1.2024).

Το Μέρος 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 επί του οποίου στηρίζεται το αίτημα έχει ως εξής:

«41.9. Διαγραφή ειδοποιήσεων έφεσης και παραμερισμός ή επιβολή όρων.

(1) Το Εφετείο δύναται κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα:

(α) να διαγράψει ειδοποίηση έφεσης εν όλω ή εν μέρει·

(β) να επιβάλει ή να διαφοροποιήσει όρους υπό τους οποίους μπορεί να ασκηθεί έφεση.

(2)     Το Εφετείο ασκεί τις εξουσίες του, δυνάμει της παραγράφου (1) μόνο όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος να το πράξει και αφού ακούσει τον επηρεαζόμενο διάδικο.

(3) Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.»

Παρόμοια αντίστοιχη πρόνοια, περιλαμβάνεται και στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.

Στον βαθμό που οι δύο πρόνοιες είναι πανομοιότητες, κρίνουμε ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τον Κανονισμό 10 (i) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, είναι βοηθητική για τους σκοπούς εξέτασης της παρούσας διαδικασίας.

Στην Tricor Ltd υπό Εκκαθάριση (δια του εκκαθαριστή της Αθανάση Νεοφύτου) v. Eurobank Cyprus Ltd (πρώην Eurobank Efg Cyprus Ltd), Πολ. Έφεση E66/2020, ημ. 12/1/2023, λέχθηκε με παραπομπή στο Άρθρο 163.2 του Συντάγματος ότι η δικονομική ρύθμιση συνοπτικής απόρριψης εμφανώς αβάσιμων εφέσεων, είναι συνταγματική επιταγή. Σχετική είναι και η απόφαση Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, στην οποία λέχθηκαν τα εξής από τον Πική Δ:

«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή τούτη η φύση της εξουσίας, για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή  το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσο διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος. (Βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266. Justice Party v. Republic  (1985) 3 C.L.R. 1621.)»

Στην υπόθεση  Tricor (ανωτέρω), λέχθηκε ότι έφεση είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν.

Στην υπόθεση Έλληνας κα ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485, η έφεση υποβλήθηκε κάτω από τίτλο άλλο από εκείνο της αγωγής και συνοδευόταν επίσης από συνταγμένη απόφαση, με την ίδια ατέλεια. Λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η ειδοποίηση έφεσης πρέπει να υποβάλλεται στην αγωγή στην οποία εκδόθηκε η απόφαση. Ο τίτλος της αγωγής είναι στοιχείο μείζονος σημασίας, εφόσον προσδιορίζει τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων υφίσταται η αντιδικία. Η εν λόγω έφεση απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο γιατί κρίθηκε ότι συνιστούσε άκυρο δικονομικό μέτρο. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

« Άκυρο δικονομικό μέτρο είναι εκείνο το οποίο πλήττει το θεμέλιο της διαδικασίας, δηλαδή δεν στοιχειοθετεί τις προϋποθέσεις για την άσκηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, στην προκείμενη περίπτωση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ειδοποίηση έφεσης είναι άκυρη. Καλείται το Ανώτατο Δικαστήριο να (α) ασκήσει τις εξουσίες του έξω από το πλαίσιο της υφιστάμενης αντιδικίας και (β) από ακαθόριστο διάδικο. Αποδοχή των λόγων της έφεσης θα οδηγούσε στη δικαίωση ακαθόριστου εφεσείοντα και ανύπαρκτου διαδίκου που εξισώνεται με την άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο κενό.»

Σύμφωνα με το Άρθρο 25 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 σε έφεση  υπόκειται κάθε τελική ή ενδιάμεση απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία. Επίσης στο Μέρος 41.2 (2) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 αναφέρεται ότι αντικείμενο της έφεσης που καταχωρείται στο Εφετείο, αποτελεί η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου.

Στην παρούσα υπόθεση οι τέσσερεις αγωγές συνεκδικάστηκαν σε όλα τα επίδικα θέματα. Όμως, η διαταγή για συνεκδίκαση δεν αναιρεί την αυτοτέλεια κάθε αγωγής (βλ. Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (Αρ.1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 416). Για αυτό άλλωστε σύμφωνα με την νομολογία, μετά την συνεκδίκαση το Δικαστήριο αποσυνδέει τις αγωγές προκειμένου να εκδώσει ξεχωριστή απόφαση σε κάθε μια από αυτές (βλ. Αντωνιάδης ν. Οικονομίδης (1977) 1 JSC 103).

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την νομολογία, η απαίτηση για αποζημιώσεις, λόγω αμέλειας ή άλλου αστικού αδικήματος, συνιστά αγώγιμο δικαίωμα, η επίλυση του οποίου συναρτάται τόσον με τον καθορισμό της ευθύνης όσον και της ζημιάς. Μόνο μετά τον καθορισμό της ζημιάς διαπιστώνονται οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις και δικαιώματα (βλ. Πάφος Στόουν Εστ. Λτδ ν. Βαλαωρίτη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 220, 225, Χαραλάμπους ν. Χ' Παναγιώτου (2013) 1 A.A.Δ. 205 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λιασή κα Πολ. Έφεση 32/2018, 24.6.2018).

Στην παρούσα υπόθεση μετά τον επιμερισμό της ευθύνης και τον καθορισμό των αποζημιώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποσύνδεσε καθηκόντως τις τέσσερεις αγωγές και εξέδωσε τέσσερεις διαφορετικές αποφάσεις, επιδικάζοντας αποζημιώσεις σε όλους τους εφεσίβλητους σε κάθε αγωγή ξεχωριστά. Μόνο τότε ενεργοποιήθηκε το δικαίωμα έφεσης στον εφεσείοντα, το οποίο θα μπορούσε να ασκηθεί σε κάθε μια πρωτόδικη απόφαση ξεχωριστά δυνάμει των προαναφερθέντων αρχών. Όμως όπως έχει προαναφερθεί, ο εφεσείων καταχώρισε μια μόνο έφεση εναντίον και των τεσσάρων αποφάσεων που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Κρίνουμε ως δικονομικά λανθασμένη αυτή την πρακτική,  έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Άρθρου 25 του Νόμου 14/60 και των αρχών της υπόθεσης Έλληνας κα ν. Χριστοδούλου (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία η ειδοποίηση έφεσης, υποβάλλεται στην αγωγή στην οποία εκδόθηκε η απόφαση. Τονίζεται ότι στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε την έκδοση μιας απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά τεσσάρων ξεχωριστών αποφάσεων. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε να καταχωριστούν τέσσερεις εφέσεις, μια για κάθε αγωγή ξεχωριστά ώστε το Εφετείο να είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους έφεσης που αφορούν την κάθε απόφαση και τον κάθε εφεσίβλητο αφού πέραν της ευθύνης, οι αποζημιώσεις για τον καθένα από αυτούς, είναι διαφορετικές.

Το ζήτημα τέθηκε ακροθιγώς χωρίς να εξεταστεί στην ουσία του, στην υπόθεση Kωμιάτη ν. Πόλιτσου κα (2001) 1 Α.Α.Δ 226 όπου λέχθηκαν τα εξής:

«Το πρώτο ερωτηματικό, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο ήταν παραδεκτή η προσβολή δύο ξεχωριστών δικαστικών αποφάσεων με την ίδια έφεση.

Στη Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (Αρ.1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 416, υποδείξαμε ότι η συνεκδίκαση εφέσεων - Δ.35, θ.28 - «... δε συνεπάγεται ούτε τη συγχώνευση, ούτε την εξομοίωση των επιδίκων θεμάτων που εγείρονται σε κάθε μια από τις εφέσεις που θα συνεκδικαστούν. Τα επίδικα θέματα της κάθε έφεσης διατηρούν την αυτοτέλειά τους.» - (σελ. 419). Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τη συνεκδίκαση αγωγών.»

Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεκτάθηκε στο θέμα αυτό εφόσον, εν πάση περιπτώσει, ήταν πρόδηλο  από τη συμφωνία των μερών, ότι συμφωνήθηκε  να περιοριστεί η απαίτηση, σε ποσοστό ανάλογο προς εκείνο της ευθύνης. Επαναλήφθηκε όμως η αρχή ότι η από κοινού εκδίκαση περισσοτέρων της μιας αγωγής ή έφεσης δεν επηρεάζει την αυτοτέλεια της. 

Οι υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε η συνήγορος του εφεσείοντα δεν βοηθούν την υπόθεση της. Στην υπόθεση Κόνιας (ανωτέρω) εκκρεμούσε μια έφεση επί απόφασης συνεκδικασθέντων αγωγών που αφορούσε μόνο τον επιμερισμό της ευθύνης. Το ίδιο και στις υποθέσεις Παπακοκκίνου και Συμεού (ανωτέρω) που η έφεση αφορούσε την απόρριψη συνεκδικαζομένων αγωγών λόγω του ότι δεν αποδείχθηκε ευθύνη. Δεν τέθηκε ως εκ τούτου ζήτημα αποσύνδεσης και έκδοσης απόφασης για αποζημιώσεις σε καθεμιά αγωγή όπως συνέβη στην παρούσα.

Διαφορετικά είναι τα γεγονότα και στην υπόθεση Μοδέστου (ανωτέρω), όπου εκκρεμούσαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δύο εφέσεις και μια αντέφεση για την ίδια αγωγή. Διαφορετικά ήταν επίσης και τα γεγονότα της υπόθεσης Κακόπιερος (ανωτέρω) όπου το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της έφεσης, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε συνεκδικαζόμενες αγωγές με τις οποίες αμφισβητείτο ένα μόνο ζήτημα, ήτοι η εγκυρότητα διαθήκης.

Ανεξαρτήτως τούτου, είναι σημαντικό να λεχθεί ότι στις πιο πάνω υποθέσεις δεν τέθηκε ζήτημα εξέτασης της εγκυρότητας καταχώρισης μιας μόνο έφεσης σε συνεκδικαζόμενες αγωγές ούτε και αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, η ορθότητα της δικονομικής αυτής πρακτικής επί των συγκεκριμένων γεγονότων της κάθε υπόθεσης.

Ενόψει της διαπίστωσης μας για την δικονομικά λανθασμένη καταχώριση μιας έφεσης για όλες τις πρωτόδικες αποφάσεις, εγείρεται το ζήτημα, κατά πόσον θα μπορούσε να διασωθεί η διαδικασία, δυνάμει του Μέρους 3.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, όπως εισηγήθηκε η συνήγορος του εφεσείοντα.

Το Μέρος 3.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, παρέχει γενική εξουσία στο Δικαστήριο για διόρθωση θεμάτων όταν διαπιστωθεί διαδικαστικό σφάλμα. Καθορίζεται στο Μέρος 3.8 (1) ότι η ύπαρξη διαδικαστικού σφάλματος δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν διαταχθεί κάτι τέτοιο από το Δικαστήριο και ότι το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος. Επιπλέον, όπως προβλέπεται στο Μέρος 3.8 (2), το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης της διαδικασίας εκτός αν ικανοποιηθεί ότι το εν λόγω διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό και ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος ακύρωσης, είναι αναγκαία προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό των Κανονισμών του 2023.

Θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση, το εσφαλμένο δικονομικό διάβημα δεν θα μπορούσε να διορθωθεί δυνάμει της πιο πάνω πρόνοιας του Μέρους 3.8 (1) (β) γιατί κατά την κρίση μας δεν πρόκειται για απλή παρατυπία αλλά για άκυρο εξ' αρχής δικονομικό μέτρο. Σημειώνουμε ότι εκτός του δικονομικά λανθασμένου τρόπου καταχώρισης μιας μόνο έφεσης για τέσσερεις αποφάσεις, είναι επιπλέον ορθή η θέση που εκφράστηκε από τους εφεσιβλήτους, ότι με τον τρόπο αυτό, δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια στους λόγους έφεσης, το κάθε πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται η έφεση και ούτε είναι δυνατόν να εξευρεθούν με ευχέρεια οι εφεσίβλητοι.

Ο βασικός ισχυρισμός της έφεσης σχετίζεται με τον επιμερισμό της ευθύνης για το ατύχημα, κάτι που αφορά τους οδηγούς και δεν επηρεάζει το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν, πλην του εφεσίβλητου 2 για τον οποίον με τον λόγο έφεσης 6, υποβάλλεται ειδικά έφεση, ως προς την σε αυτόν επιδικασθείσα αποζημίωση. Για τους εφεσίβλητους 1 και 3 που ήταν αντίστοιχα συνοδηγός και ιδιοκτήτης του οχήματος που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2,  δεν καταχωρίστηκε έφεση για τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις. Ως αποτέλεσμα, δεν επηρεάζεται από την έφεση, το ύψος των αποζημιώσεων που τους επιδικάστηκαν, ανεξαρτήτως ποια θα είναι η τελική απόφαση του Εφετείου επί του ποσοστού της ευθύνης των οδηγών, αν η έφεση αφεθεί να προχωρήσει.

Η διαφύλαξη δικαστικού χρόνου και εξόδων που επικαλείται η συνήγορος του εφεσείοντα, θα μπορούσε να επιτευχθεί με την δυνατότητα που δίνεται στο Εφετείο από το Μέρος 41.4 (2) (ε) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2024, να δώσει οδηγίες όπως πραγματοποιηθεί από κοινού η ακρόαση δύο ή περισσότερων εφέσεων, οι οποίες εκκρεμούν στην ίδια ή σε συναφή διαδικασία. Θα μπορούσε έτσι να περισωθεί χρόνος και έξοδα χωρίς να περιπλακεί η διαδικασία ως προς την ταυτότητα των εφεσιβλήτων και τους λόγους έφεσης που τους αφορούν, όπως συμβαίνει με την καταχώριση μιας έφεσης για 4 διαφορετικές αποφάσεις.

Στην παρούσα περίπτωση, γεγονός παραμένει ότι με τον τρόπο που καταχωρίστηκε η έφεση, δεν είναι εφικτό να διευκρινιστεί σε ποιο διάδικο της πρωτόδικης διαδικασίας αφορά και δεν προσδιορίζονται με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο, τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων υφίσταται η αντιδικία στην έφεση. Πρόκειται για στοιχείο που  πλήττει το θεμέλιο της διαδικασίας, δηλαδή δεν στοιχειοθετεί τις προϋποθέσεις για την άσκηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, στην προκείμενη περίπτωση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Εφετείου.

Έπεται ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η καταχώριση μιας μόνο έφεσης συνιστά άκυρο εξ' αρχής δικονομικό διάβημα, το οποίο δεν θα μπορούσε να διορθωθεί δυνάμει των προνοιών του Μέρους 3.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

Κρίνουμε για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, ότι το διαδικαστικό σφάλμα του εφεσείοντα που συνίσταται στην καταχώριση μιας έφεσης εναντίον τεσσάρων διαφορετικών αποφάσεων, είναι σοβαρό και ότι η έκδοση διατάγματος ακύρωσης της παρούσας διαδικασίας, είναι αναγκαία προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τον πρωταρχικό σκοπό όπως καθορίζεται στο Μέρος 1.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Σημειώνεται ότι στην έννοια του πρωταρχικού σκοπού, περιλαμβάνεται η δυνατότητα χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος καθώς και η επιβολή συμμόρφωσης με τους διαδικαστικούς κανονισμούς. Στοιχεία που δεν θα εξυπηρετηθούν με την συνέχιση της διαδικασίας της υπό κρίση έφεσης όπως έχει προωθηθεί από πλευράς εφεσείοντα.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση απορρίπτεται δυνάμει των προνοιών του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

Τα έξοδα της παρούσας έφεσης επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

                                                                             Αλ. Παναγιώτου, Π.      

 

 

                                                                             Μ. Παπαδοπούλου, Δ.            

 

 

                                                                            Ι. Στυλιανίδου, Δ.

                                                                        


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο