ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 380/2018)
11 Απριλίου, 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΙΤΟΥ
Εφεσείοντα/Αιτητή
v.
ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ
Εφεσίβλητου/Καθ' ου η αίτηση
-----------------------------
Έλενα Νικολάου (κα), για Ζένιος Νικολάου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα -Αιτητή.
Ζήνα Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητο -Καθ' ου η αίτηση.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε αίτηση του Εφεσείοντα για πληρωμή από το Ταμείο Πλεονασμού. Δέχτηκε ως ορθή τη θέση του Ταμείου ότι ο Εφεσείοντας δεν δικαιούτο σε πληρωμή λόγω πλεονασμού επειδή πριν την ημερομηνία του τερματισμού της απασχόλησης του είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, στηριζόμενο στα γεγονότα της υπόθεσης και βασιζόμενο στη σχετική νομοθεσία.
Με δύο λόγους έφεσης ουσιαστικά προσβάλλεται η ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Για να γίνει κατανοητή η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα παραθέτουμε τις εφαρμοζόμενες στην παρούσα υπόθεση νομοθετικές πρόνοιες:
Το Άρθρο 4 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 προβλέπει τα εξής:
« Απώλεια δικαιώματος εις αποζημίωσιν.
4. Εργοδοτούμενος δεν δικαιούται εις αποζημίωσιν λόγω τερματισμού της απασχολήσεως του δυνάμει του παρόντος Νόμου εάν προ της ημερομηνίας του τερματισμού της απασχολήσεως του συνεπλήρωσε την συντάξιμη ηλικία.».
Επίσης, το Άρθρο19(1) του εν λόγω Νόμου προβλέπει:
«Περιπτώσεις μη πληρωμής λόγω πλεονασμού.
19.-(1) Εργοδοτούμενος δε δικαιούται σε πληρωμή λόγω πλεονασμού, αν πριν από την ημερομηνία του τερματισμού της απασχόλησης του συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία.»
Το Άρθρο 2 του ίδιου Νόμου, στην ερμηνεία προβλέπει ότι «"συντάξιμη ηλικία" σημαίνει τη συντάξιμη ηλικία όπως αυτή ορίζεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 μέχρι 1990».
Οι πιο πάνω περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμοι καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τον Νόμο 59(1)/2010, που ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησης του Εφεσείοντα και τον οποίο εφάρμοσε στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνεται σχετικά ότι το Άρθρο 96 του Νόμου 59(Ι)/2010 προβλέπει ότι οι εν λόγω Νόμοι καταργούνται από την ημερομηνία έναρξης του.
Θεωρούμε χρήσιμο όπως στο σημείο αυτό εξετάσουμε τον δεύτερο λόγο έφεσης με τον οποίο προβάλλεται ότι εσφαλμένα εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο την ερμηνεία του όρου «συντάξιμη ηλικία» όπως αυτή προβλέπεται στον Νόμο 59(Ι)/2010, ενώ θα έπρεπε να εφαρμόσει την αντίστοιχη πρόνοια που προβλέπεται στους καταργηθέντες Νόμους. Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι το δικαίωμα του για πληρωμή λόγω πλεονασμού δεν μπορεί να αποσβεστεί ή να επηρεαστεί με οποιοδήποτε τρόπο.
Επισημαίνουμε εν πρώτοις σε σχέση με το πιο πάνω επιχείρημα του Εφεσείοντα ότι μελέτη του αντίστοιχου Άρθρου 2 (ερμηνεία) των εν λόγω καταργηθέντων Νόμων δεικνύει ότι η συντάξιμη ηλικία και με βάση αυτούς του Νόμους συναρτάται με το Άρθρο 36Α αυτών αναφορικά με τους μεταλλωρύχους και καθορίζεται επίσης στην ηλικία των 63 ετών. Επομένως, το επιχείρημα του Εφεσείοντα είναι άστοχο και δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική έκβαση της υπόθεσης.
Εν πάση περιπτώσει, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται επειδή, κατά την άποψή μας, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το εν λόγω Άρθρο 2(1) του Νόμου 59(Ι)/2010, βάσει του Άρθρου 13 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1.
Σημειώνεται συναφώς ότι το Άρθρο 13 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1 προβλέπει:
«Πρόνοια σχετικά με τροποποιηθέντα Νόμο
13. Οποτεδήποτε γίνεται αναφορά σε Νόμο σε άλλο Νόμο, τέτοια αναφορά, εκτός αν το κείμενο απαιτεί διαφορετικά, θα λογίζεται ότι περιλαμβάνει αναφορά στον τελευταίο αναφερθέντα Νόμο όπως ο ίδιος δύναται από καιρό σε καιρό να τροποποιηθεί, ή σε οποιοδήποτε Νόμο που αντικαθίσταται για αυτόν.».
Ακριβώς η ίδια προσέγγιση βάσει του Άρθρου 13 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. ακολουθήθηκε και από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεωρητική έφεση Eταιρεία Γύψου και Γυψoσανίδων Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 46.
Στην εν λόγω απόφαση το επίδικο ερμηνευτικό άρθρο της νομοθεσίας που καλείτο το Δικαστήριο να εφαρμόσει, έκανε ρητή αναφορά στους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους του 1961-1989. Αποφασίστηκε ότι η εν λόγω αναφορά ήταν περιγραφική και συνιστούσε διευκολυντική παραπομπή στον βασικό περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο του 1961, καταγράφοντας απλά τη χρονολογική σειρά των μεταγενέστερων τροποποιήσεων. Εκτιμήθηκε ότι η ορθή ερμηνεία της όλης νομοθεσίας επί του επίδικου σημείου, ήταν ότι οι διατάξεις των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων εφαρμόζονταν και για την περίοδο μετά το 1989, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και όλων των μεταγενεστέρων τροποποιήσεων αυτής της Νομοθεσίας. Κρίθηκε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για περιορισμό της εφαρμογής της Νομοθεσίας αυτής μόνον στις διατάξεις που ίσχυαν μέχρι το 1989. Θεωρήθηκε ότι αυτή ήταν και μόνη ερμηνεία που συνάδει και ουσιαστικά επιβάλλεται από το Άρθρο 13 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1.
Κατ' αναλογία, θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν τέθηκε ενώπιον μας οτιδήποτε που να απαιτεί διαφορετική εφαρμογή του Άρθρου 11 του Κεφ.1. Όπως διαπιστώσαμε και σημειώσαμε πιο πάνω, ο Εφεσείοντας δεν είχε εν προκειμένω οποιαδήποτε κεκτημένα δικαιώματα βάσει της καταργηθείσας νομοθεσίας οπότε η περαιτέρω εξέταση του θέματος θα ήταν επί ματαίω.
Στρεφόμαστε στον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο ο Εφεσείοντας προβάλλει ότι η ερμηνεία του Άρθρου 2(Ι) Νόμου 59(Ι)/2010 από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εσφαλμένη.
Το Άρθρο 2(1) του Νόμου 59(Ι)/2010, στην ερμηνεία, προβλέπει:
«συντάξιμη ηλικία» σημαίνει την ηλικία των εξήντα πέντε (65) ετών, σε περίπτωση όμως προσώπου που δικαιούται σύνταξη γήρατος με βάση το άρθρο 36, σημαίνει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών».
Το εν λόγω Άρθρο 36 προβλέπει:
«Μείωση συντάξιμης ηλικίας μεταλλωρύχων.
36.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 35, στην περίπτωση προσώπου που απασχολήθηκε ως μεταλλωρύχος μετά τις 7 Ιανουαρίου 1957 για χρονικό διάστημα τριών (3) τουλάχιστον ετών, η συντάξιμη ηλικία μειώνεται κατά ένα (1) μήνα για κάθε πέντε (5) μήνες τέτοιας απασχόλησης, σε καμιά όμως περίπτωση, δεν μειώνεται κάτω των πενήντα οκτώ (58) ετών.».
Ο Εφεσείοντας υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι η αναφορά στο πιο πάνω Άρθρο 2 (1) στο Άρθρο 36 γίνεται σε σχέση με τις προϋποθέσεις για πληρωμή συντάξεως γήρατος και ότι κατά τα άλλα, η συντάξιμη ηλικία των μεταλλωρύχων παραμένει στα 65 έτη όπως και για όλους τους άλλους εργοδοτούμενους. Αν, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, ο νομοθέτης ήθελε να καθορίσει μειωμένη συντάξιμη ηλικία για τους μεταλλωρύχους θα το έκανε με ρητή ονομαστική αναφορά στο Άρθρο 2(1). Σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, με την αναφορά που γίνεται στο εν λόγω Άρθρο 2(1) στο Άρθρο 36, η μόνη διαφοροποίηση που προκύπτει σε σχέση με τους υπόλοιπους εργοδοτουμένους είναι ο χρόνος πληρωμής της σύνταξης των μεταλλωρύχων. Για τους άλλους σκοπούς του νόμου, δεν προκύπτει μείωση της συντάξιμης ηλικίας. Υποστηρίζει ότι όπου αναφέρεται η συντάξιμη ηλικία των μεταλλωρύχων, αυτή παραμένει στα 65 έτη όπως και για όλα τα άλλα επαγγέλματα.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται για τους εξής λόγους:
Η πιο πάνω διατύπωση του Άρθρου 2(1) του Νόμου 159(Ι)/2010 ερμηνεύεται, κατά την άποψη μας, κατά το γραμματικό και φυσικό της νόημα. Στην Φυσεντζίδης v. K & C Snooker & Pool Entertainment, Πολιτική Έφεση Αρ. 30/2019, ημερ. 1/6/2020, ECLI:CY:AD:2020:A171 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Η γραμματική ερμηνεία είναι ο πρώτος και πλέον θεμελιακός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων. Υπαγορεύει την απόδοση της απλής γραμματικής και κατά κυριολεξία σημασίας στις λέξεις που χρησιμοποιούνται (Τ.Γεωργιάδης & Υιός Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 4(Β) Α.Α.Δ. 1142, 1149-1150). Όταν λοιπόν η φρασεολογία του νόµου είναι σαφής, αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοιά τους (Δ. Γαλατάκης Λτδ ν. Δηµοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78, 80-81 και πιο πρόσφατα ΧΧΧ Σέπου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αναθεωρητική Έφεση 94/2013, ημερ. 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:C262 ).»
Ειδικότερα, στην απόφαση "SIECZKO HOFFMANN—LA ROCHE" ν. HOFFMANN—LA ROCHE (1978) 1 CLR 57 επισημάνθηκε ότι η φυσική ερμηνεία των λέξεων και φράσεων είναι ιδιαίτερα εφαρμόσιμη σε σχέση με άρθρα νομοθετημάτων που περιλαμβάνουν ερμηνευτικές διατάξεις, όπως είναι και η περίπτωση ενώπιον μας.
Από αυτή τη φυσική ερμηνεία των λέξεων και φράσεων προκύπτει, κατά την άποψή μας, ότι ως εξαίρεση από τον γενικό προσδιορισμό της ηλικίας των 65 ετών ως συντάξιμη ηλικία, η συντάξιμη ηλικία προσώπου που δικαιούται σύνταξη γήρατος με βάση το Άρθρο 36, είναι η ηλικία των 63 ετών.
Είμαστε περαιτέρω της άποψης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε συναφώς, ορθά ότι το δικαίωμα ενός εργοδοτουμένου να επωφεληθεί πληρωμής λόγω πλεονασμού δεν είναι απόλυτο αλλά τίθεται υπό περιορισμούς οι οποίοι προβλέπονται από τη νομοθεσία και οι οποίοι σχετίζονται είτε με την ηλικία του είτε με την περίοδο απασχόλησης του.
Στην προκειμένη περίπτωση, η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα δεν αφήνει περιθώριο για άλλο συμπέρασμα παρά την απόρριψη του αιτήματός του και την απόρριψη της παρούσας έφεσης εφόσον είχε συμπληρώσει την συντάξιμη ηλικία των 63 ετών πριν την ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησης του.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει με έξοδα €1.593 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ του Εφεσιβλήτου.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.