ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 158/2018)
19 Απριλίου, 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Πρόεδρος]
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΡΟΜΠΕΡΤ ΠΕΛΙΒΑΝΙΔΗΣ
Εφεσείοντας
v.
1. CHRISTAKIS PILIDES CONSTRUCTION LIMITED
2. ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ
Εφεσίβλητων
--------------------
Ε. Νικολάου (κα) για Ζένιος Νικολάου ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα.
Ζ. Χαραλάμπους (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για το Εφεσίβλητο αρ. 2 Ταμείο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με τρεις λόγους έφεσης ο Εφεσείοντας προσβάλλει Πρωτόδικη Απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία εξεδόθη διάταγμα αναστολής της διαδικασίας εξέτασης αίτησης που είχε καταχωρίσει λόγω του ότι το αγώγιμο του δικαίωμα είχε παραγραφεί.
Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη Απόφαση, και δεν αμφισβητείται, ο Εφεσείοντας προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Εφεσίβλητης αρ. 1 στις 2.1.2004. Την 20.12.2012 η απασχόληση του τερματίστηκε για λόγους πλεονασμού. Την 17.1.2014 ο Εφεσείοντας υπέβαλε στο Εφεσίβλητο αρ. 2 Ταμείο (το «Ταμείο») αίτηση για πληρωμή, το οποίο όμως στις 2.5.2014 την απέρριψε ως εκπρόθεσμη με τον ισχυρισμό ότι αυτή υποβλήθηκε μετά από παρέλευση 12 και πλέον μηνών από την ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησης του Εφεσείοντα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Εφεσείοντας υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο 13 μήνες μετά την ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησης του χωρίς να είχε αιτηθεί παράτασης της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στον Κανονισμό 12 των περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Ταμείον δια Πλεονάζον Προσωπικόν) Κανονισμούς του 1977 έως 1996 (οι «Κανονισμοί»), κρίνοντας ότι το Ταμείο βάσιμα, νόμιμα και δικαιολογημένα την απέρριψε ως εκπρόθεσμη. Η κατάληξη αυτή δεν εφεσιβάλλεται.
Προχώρησε, το Πρωτόδικο Δικαστήριο και εξέτασε το κατά πόσο η Αίτηση στο Δικαστήριο (η «Αίτηση») ήταν εκπρόθεσμη στην βάση των προνοιών του Άρθρου 12(10Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου Ν8/1967. Έκρινε ότι το δικαίωμα του Εφεσείοντα για υποβολή της Αίτησης ανέκυψε την μέρα τερματισμού της απασχόλησης του, δηλαδή στις 20.12.2012, ημερομηνία από την οποία θα έπρεπε να αρχίσει να επιμετράται η προθεσμία.
Θέση του Εφεσείοντα πρωτοδίκως ήταν πως εργοδοτούμενος που απολύθηκε για λόγους πλεονασμού μπορεί να καταχωρίσει Αίτηση στο Δικαστήριο εντός 9 μηνών από την απάντηση του Ταμείου, ασχέτως του χρόνου που υπέβαλε την αίτηση στο Ταμείο για πληρωμή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πρόνοια του Άρθρου 12(10Α) του Ν8/1967 δεν μπορεί να ερμηνευτεί απομονωμένα, αλλά μόνο σε συνδυασμό με το σύνολο των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, καταλήγοντας ότι λόγω της εκπρόθεσμης καταχώρισης της Αίτησης στο Ταμείο δεν εφαρμόζετο η πρόνοια για καταχώριση Αίτησης στο Δικαστήριο εντός 9 μηνών από την απάντηση του Ταμείου. Κατέληξε, συναφώς, ότι το αγώγιμο δικαίωμα του Εφεσείοντα είχε παραγραφεί στις 21.12.2013 και εξέδωσε διάταγμα αναστολής της διαδικασίας.
Με τους Λόγους Έφεσης 1 και 2 προσβάλλεται η ερμηνεία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στο Άρθρο 12 (10Α) του Ν8/1967. Με τον Λόγο Έφεσης 3 προσβάλλεται η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει την διαδικασία.
Ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η πρόνοια για καταχώριση Αίτησης στο Δικαστήριο εντός εννέα μηνών από την απάντηση του Ταμείου δεν επιδέχεται καμίας άλλης ερμηνείας και δεν συσχετίζει την έναρξη της αποσβεστικής προθεσμίας με την ημερομηνία που ανέκυψε το δικαίωμα. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, εισηγήθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμηνεύει το Άρθρο 12 (10Α) του Ν8/1967 σε συσχετισμό με τους περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Ταμείον δια Πλεονάζον Προσωπικόν) Κανονισμούς του 1977 έως 1996.
Τα γεγονότα της υπό κρίση Έφεσης, η Πρωτόδικη Απόφαση καθώς και οι Λόγοι Έφεσης που προωθούνται είναι πανομοιότυπα με αυτά που εξετάσαμε στην Πολ. Εφ. 159/2018 Αλέξανδρος Μαναμσίδης ν Ταμείου Πλεονασμού ημερ. 10.11.2023 και στην οποία επιλύθηκαν όλα τα εδώ εγειρόμενα ζητήματα. Κρίνουμε απαραίτητη την παράθεση της εκεί νομικής ανάλυσης επί των επίδικων και στην παρούσα ζητημάτων, την οποία και επαναλαμβάνουμε για σκοπούς της παρούσας.
«Σχετικά με τον πρώτο λόγο έφεσης θεωρούμε χρήσιμη μία σύντομη αναφορά στο ιστορικό της εξέλιξης της νομοθεσίας: Με τον Νόμο 8/67 καθιδρύθηκε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Ο Νόμος 8/67 τροποποιήθηκε με τον Νόμο 169/2002 με τον οποίο εισάχθηκε το πιο κάτω εδάφιο 10 Α στο Άρθρο 12:
«(10Α) Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολήν αιτήσεως δικαίωμα ή εντός εννέα μηνών από την απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό:..»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο.)
Θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση η φράση «η απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό», πρέπει να ερμηνευτεί στο πλαίσιο της εργατικής νομοθεσίας συνολικά, διαφορετικά ενδεχομένως να οδηγούμασταν σε παράλογα αποτελέσματα και σε μη λειτουργική εφαρμογή του Νόμου 8/1967 αλλά και των σχετικών Κανονισμών.
Στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 325 λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων.».
Θεωρούμε ότι με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, η καταλληλότερη μέθοδος ερμηνείας είναι η «συστηματική ερμηνεία». Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δ. Χριστόφια και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 421 έγινε αναφορά στους κανόνες ερμηνείας που εφαρμόζονται στο κυπριακό δίκαιο στους οποίους περιλήφθηκε και η συστηματική ερμηνεία: «Η προσέγγιση αυτή τοποθετεί τον ερμηνευόμενο κανόνα μέσα στο όλο σύστημα του δικαίου, τον αντιμετωπίζει ως τμήμα της ενότητας αυτής και συναρτά το νόημά του με το νόημα του συστήματος.»
Ερμηνεία νομοθεσίας η οποία λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες άλλης νομοθεσίας εφαρμόζεται και στο αγγλοσαξονικό δίκαιο. Στο σύγγραμμα Maxwell On The Interpretation of Statutes, Twelfth Edition, σελ. 66, αναφέρονται τα εξής: «Light may be thrown on the meaning of a phrase in a statute by reference to a specific phrase in an earlier statute dealing with the same subject-matter». Παρατίθεται στην ίδια σελίδα, απόσπασμα από την απόφαση του Lord Mansfield C.J. στην R v. Loxdale (1758) 1 Burr 445: «Where there are different statutes in pari materia though made in different times, or even expired, and not referring to each other, they shall be taken and construed together, as one system, and as explanatory of each other.»
Επίσης στην ίδια σελίδα εξηγείται: «Statutes are said to be in pari materia when they deal with the same person or thing or class: it is not enough that they deal with a similar subject matter.»
Η θέση μας ότι η πιο πάνω φράση πρέπει να ερμηνευτεί στο σύνολο της εργατικής νομοθεσίας συνολικά, ταυτίζεται με την προσέγγιση στην Attorney General v. Prince Ernst Augustus of Hanover [1957] A.C. 436, όπου o Δικαστής Simonds ανέφερε: «For words, and in particular general words, cannot be read in isolation: their colour and content are derived from their context. So it is that I conceive it to be my right and duty to examine every word of a statute in its context, and I use 'context' in its widest sense, which I have already indicated as including not only other enacting provisions of the same statute, but its preamble, the existing state of the law, other statutes in pari materia, and the mischief which I can, by those and other legitimate means, discern the statute was intended to remedy.»
Εν προκειμένω, η έννοια της ως άνω φράσης πρέπει να ερμηνευθεί προς ευόδωση του σκοπού του Άρθρου 12 (10 Α), με αναφορά στο ευρύτερο πλαίσιο όπου αυτή απαντάται (context) και στον γενικότερο σκοπό του νομοθέτη.
Είμαστε της άποψης ότι το Άρθρο 12 (10Α) προστέθηκε στον Νόμο με σκοπό όπως προσδώσει μια αποσβεστική προθεσμία στο αστικό δικαίωμα του εργοδοτουμένου σε περίπτωση τερματισμού της απασχολήσεως του.
Επίσης, θεωρούμε ότι οι πιο πάνω Κανονισμοί αποτελούν νομοθεσία in pari materia με τον επίδικο Νόμο και ως εκ τούτου δύνανται να ληφθούν υπόψη στην ερμηνεία του επίδικου Άρθρου 12 (10Α). Επισημαίνουμε σχετικά ότι στους Κανονισμούς, προβλέπεται ότι «αιτών» σημαίνει «πρόσωπον προβάλλον δυνάμει του Νόμου απαίτηση δια πληρωμήν λόγω πλεονασμού». Είμαστε της άποψης ότι στην παρούσα υπόθεση το ως άνω Άρθρο 12 (10Α) αφορά την ίδια κατηγορία προσώπων οπότε ο Νόμος 8/1967 και οι Κανονισμοί αποτελούν νομοθεσίες in pari materia, πρέπει να ερμηνευθούν μαζί ως ένα σύστημα και η μια πρέπει να ερμηνευθεί ως επεξηγηματική της άλλης.
Είναι ουσιώδες να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι βάσει του Κανονισμού 11 (ανωτέρω), το Ταμείο υποχρεούται να εξετάζει την κάθε απαίτηση και να αποστέλλει γνωστοποίηση στον αιτούντα σε κάθε περίπτωση που υποβάλλεται. Με άλλα λόγια, δεν παρέχεται από τους Κανονισμούς η δυνατότητα προς τον Ταμείο να μην παραλάβει εκπρόθεσμα αιτήματα ή να μην απαντήσει σε αυτά. Συναφώς, αν γινόταν δεχτή η ερμηνεία που υποστηρίζει ο Εφεσείοντας, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ο απολυθείς να μπορεί να παρακάμψει την προθεσμία που τίθεται από τη νομοθεσία με το να υποβάλει εκπρόθεσμα απαίτηση στο Ταμείο. Το Ταμείο υποχρεωτικά θα απαντούσε και η απάντηση του Ταμείου θα αποτελούσε νέα αφετηρία για προσμέτρηση του χρόνου παραγραφής, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, πράγμα που θα καταστρατηγούσε τον σκοπό της νομοθεσίας. Εμφανώς ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν παράλογο».
Ακολουθεί πως οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 δεν μπορούν να πετύχουν.
Τα πιο πάνω οδηγούν ταυτόχρονα και στο ότι είναι ορθή η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το αγώγιμο δικαίωμα του Εφεσείοντα παραγράφηκε στις 21.12.2013. Σε περιπτώσεις παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος, η ορθή διαταγή είναι αυτή της αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας, αφού με την συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν αποσβένεται η αξίωση (βλ. Φεσσάς ν Κασάπη (1994) 1 Α.Α.Δ. 337). Κατ' επέκταση ούτε ο Λόγος Έφεσης 3 ευσταθεί.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου Ταμείου και εναντίον του Εφεσείοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.