ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 295/2018)
28 Μαρτίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΛΕΖΟΥ
2. ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΛΕΖΟΥ ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΛΤΔ
Εφεσείοντες / Καθ' ων η Αίτηση
και
ΧΑΡΗΣ ΚΑΦΑΡΙΔΗΣ ΕΣΤΕΗΤ ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι / Αιτητές
-----------------------------
Γιώργος Πιττάτζης μαζί με Μαρία Χ¨ Κωνσταντή (κα) για Γιώργος Φ. Πιττάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Μιχάλης Κυριακίδης μαζί με Ελίνα Καπφχάμερ (κα) και Εύη Χαλκίδη (κα) για Χάρης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες λειτουργούν το εστιατόριο που φέρει την ονομασία «Nicolas Tavern», το οποίο βρίσκεται στον Πρωταρά στον Δήμο Παραλιμνίου Επαρχίας Αμμοχώστου, η οποία είναι ελεγχόμενη περιοχή εν τη εννοία του άρθρου 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου Ν.23/83 όπως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα συμφώνως και της ΚΔΠ 519/2007.
Νυν ιδιοκτήτρια του επίδικου τεμαχίου είναι η εφεσίβλητη στο όνομα της οποίας το επίδικο ακίνητο ενεγράφη στις 24.4.1996, ενώ προηγούμενοι ιδιοκτήτες του τεμαχίου ήταν οι Χάρης, Αντρέας και Μαρία Καφαρίδη. Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες υπέγραψαν ενοικιαστήριο έγγραφο εστιατορίου υπό ανέγερση με τον εφεσείοντα 1 τον Απρίλιο του 1996. Με βάση την εν λόγω συμφωνία οι ιδιοκτήτες εκμίσθωσαν στον εφεσείοντα 1 το υπό ανέγερση εστιατόριο για περίοδο ενός έτους από τον χρόνο αποπεράτωσης και παράδοσης του και σχετικά συμφωνήθηκε ο χρόνος που θα ολοκληρώνονταν όλες οι οικοδομικές εργασίες και το εστιατόριο θα ήταν έτοιμο για χρήση και θα είχε παροχή νερού και ρεύματος. Το συμφωνηθέν ενοίκιο για όλη την περίοδο ενοικίασης ήταν Λίρες Κύπρου 12.000, πληρωτέες σε 12 ίσες μηνιαίες δόσεις. Το έγγραφο ενοικίασης περιλάμβανε πρόνοια ανανέωσης σύμφωνα με την οποία «η ενοικίαση αυτή θα παρατείνεται αυτόματα από έτος σε έτος μέχρι μέγιστη περίοδο 7 ετών από τον χρόνο παράδοσης, εκτός εάν ο ενοικιαστής δώσει στους ιδιοκτήτες ειδοποίηση 6 μηνών ότι δεν επιθυμεί την ανανέωση της ενοικίασης». Σε περίπτωση παράτασης της περιόδου ενοικίασης, θα ίσχυαν όλοι οι όροι της συμφωνίας εκτός του ύψους του ενοικίου, το οποίο το τέταρτο έτος θα ήταν Λίρες Κύπρου 18.000 και στη συνέχεια θα αυξανόταν κατά 6% ετησίως, ενώ οι ιδιοκτήτες ανέλαβαν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν άδεια λειτουργίας από τον ΚΟΤ όσον αφορά το εστιατόριο και τις εγκαταστάσεις του.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων 1 ανέλαβε κατοχή του επίδικου υποστατικού περί τον Μάϊο του 1997 και λειτούργησε σε αυτό εστιατόριο με την επωνυμία «Nicolas Tavern». Η σύμβαση αυτή ανανεώθηκε αυτόματα σύμφωνα με τους όρους της για ένα χρόνο κάθε φορά, για συνολική περίοδο 7 ετών από την παράδοση της κατοχής, δηλαδή μέχρι τον Μάϊο του 2004. Ο εφεσείων 1 παρέμεινε σε κατοχή του επίδικου υποστατικού μετά τον Μάϊο του 2004 και έτσι κατέστη θέσμιος ενοικιαστής.
Η εφεσείουσα 2 συστάθηκε στις 22.4.1992, μέτοχος και διευθυντής της οποίας είναι ο εφεσείων 1, ενώ οι υπόλοιποι μέτοχοι είναι οι θυγατέρες του εφεσείοντα 1.
Περί το 2000 η εφεσείουσα 2 ανέλαβε τη λειτουργία της επιχείρησης εστιατορίου στο επίδικο υποστατικό και είναι εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων 1 παρέμεινε ο ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού χωρίς να έχει υποκατασταθεί από την εφεσείουσα 2, η οποία κατέβαλλε ενοίκια στους εφεσίβλητους.
Οι εφεσίβλητοι αποτάθηκαν στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Τμήμα Αμμοχώστου με την αίτηση αριθμός Ε19/14 στις 10.12.2014 και με αυτή ζητούσαν, μεταξύ άλλων, διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να διατάσσεται η ανάκτηση της κατοχής του επίδικου ακίνητου και το οποίο να διατάττει τους καθ' ων η αίτηση να εκκενώσουν το επίδικο ακίνητο και παραδώσουν κενή και ελεύθερη την κατοχή του στους εφεσίβλητους και απόφαση εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των €91.177,70 υπό τύπο δεδουλευμένων ενοικίων και/ή ενδιάμεσων οφειλών για την περίοδο που αρχίζει από τον Οκτώβριο του 2011 ‑ Σεπτέμβριο του 2014 δυνάμει συμφωνίας ενοικίασης, όπως και διάταγμα δια του οποίου να διατάσσονται οι εφεσείοντες να καταβάλουν στους εφεσίβλητους ποσό €2.562,50 μηνιαίως και/ή όποιο άλλο ποσό ήθελε το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο από τον Οκτώβριο του 2014 μέχρι εκκένωσης και παράδοσης κενής και ελεύθερης κατοχής του επίδικου ακίνητου προς τους εφεσίβλητους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ.31.7.2018, εξέδωσε εναντίον του εφεσείοντα 1 διάταγμα ανάκτησης κατοχής του επίδικου υποστατικού και εξέδωσε περαιτέρω απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα 1 για:
α) ποσό €91.177,70 ως οφειλόμενα ενοίκια για την περίοδο από Οκτώβριο του 2011 ‑ Σεπτέμβριο του 2014,
β) €2.562,00 μηνιαίως ως ενδιάμεσα οφέλη από 1.10.2014 μέχρι παράδοσης της κατοχής, πλέον νόμιμο τόκο επί εκάστου ποσού και έξοδα όπως υπολογιστούν από τον γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €100.000 ‑ €500.000 πλέον ΦΠΑ και νόμιμο τόκο.
Διέταξε επίσης όπως το διάταγμα ανασταλεί από την ημέρα έκδοσης της απόφασης (31.7.2018) μέχρι την 31.8.2018 και νοουμένου ότι μέχρι τότε εξοφληθεί το ποσό €91.177,70, τα έξοδα όπως και το ενδιάμεσο ποσό των €2.562,50 για τον μήνα Αύγουστο του 2018, θα αναστέλλεται από μήνα σε μήνα για περίοδο 9 μηνών από 31.7.2018, νοουμένου ότι από την 1.9.2018 και κάθε πρώτη μέρα κάθε επόμενου μήνα ο εφεσείων 1 θα καταβάλλει στους αιτητές τα ενδιάμεσα οφέλη ως η απόφαση του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση των εφεσίβλητων εναντίον της εφεσείουσας 2 χωρίς διαταγή για έξοδα διευκρινίζοντας ότι η Ανταπαίτηση της εφεσείουσας 2 είχε αποσυρθεί και απορριφθεί χωρίς διαταγή για έξοδα.
Εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε έφεση από τους εφεσείοντες 1 και 2 στις 30.8.2018, στην οποία προβάλλονται 11 λόγοι έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ισχυρισμό για παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει επί της δικογραφημένης θέσης της Υπεράσπισης των εφεσειόντων ότι το επίδικο εστιατόριο δεν υπήγετο στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεως. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στη νομική ερμηνεία και θέση ότι παρά το γεγονός ότι για το εστιατόριο αυτό δεν εκδόθηκε πολεοδομική άδεια, άδεια οικοδομής, ούτε και πιστοποιητικό έγκρισης και ούτε εκδίδετο άδεια λειτουργίας από τον ΚΟΤ και ήταν παντελώς παράνομο, οι ιδιοκτήτες εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα είσπραξης ενοικίων. Ο τρίτος λόγος έφεσης πραγματεύεται την εσφαλμένη κατά τους εφεσείοντες κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων 1 ήταν ο ενοικιαστής του επίδικου ακίνητου και όχι η εφεσείουσα 2. Με τον τέταρτο λόγο έφεση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα αντίθετο με τη μαρτυρία που δέχτηκε, ότι δηλαδή η αρχική άδεια οικοδομής περιλάμβανε και εστιατόριο. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του και ο έκτος λόγος έφεσης, ο οποίος συνδέεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το εύρημα του ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση έκδοσης άδειας του ΚΟΤ, παρέλειψε να αποφανθεί ποιες ήταν οι νομικές επιπτώσεις αυτής της παράλειψης των εφεσίβλητων που εξέθετε τους εφεσείοντες σε παράνομη κατοχή, χρήση και λειτουργία του εστιατορίου. Ο έβδομος λόγος έφεσης, συνδέεται και πάλι με τους λόγους έφεσης 2 και 6, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε μόνο ότι το εστιατόριο δεν είχε πιστοποιητικό έγκρισης και παραγνώρισε ότι δεν είχε ούτε άδεια του ΚΟΤ, ούτε άδεια οικοδομής, ούτε και πολεοδομική άδεια. Ο όγδοος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το επίδικο εστιατόριο έτυχε κατάταξης από τον ΚΟΤ το 1997 και ότι αυτή η κατάταξη του επιτρέπει να λειτουργεί, είναι εσφαλμένο. Ο ένατος και ο δέκατος λόγος έφεσης, αφορούν τη λανθασμένη, κατά τους εφεσείοντες, απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο των αιτήσεων των εφεσειόντων ημερ.17.4.2015 και 3.9.2015 με τις οποίες ζητούσαν διαγραφή ισχυρισμών παραδοχής από τους καθ' ων η αίτηση που ρητά και ξεκάθαρα απαγορεύεται στο Αγγλοσαξονικό Δικονομικό Σύστημα, τους Θεσμούς και την Κυπριακή Νομολογία. Τέλος, αντικείμενο του εντεκάτου λόγου έφεσης είναι το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο απέρριψε την αίτηση αναφορικά με την εφεσείουσα 2 και παρέλειψε να επιδικάσει έξοδα υπέρ της, χωρίς να δοθεί δικαστική αιτιολογία.
Τόσο οι συνήγοροι των εφεσειόντων όσο και των εφεσίβλητων καταχώρισαν περιγράμματα τα οποία και υιοθέτησαν ενώπιόν του Εφετείου κατά το στάδιο της ακρόασης και επίσης αγόρευσαν και προφορικά εστιάζοντας σε συγκεκριμένες θέσεις που προέβαλαν. Σημειώνουμε εδώ ότι στο περίγραμμα αγόρευσης του ο συνήγορος των εφεσειόντων αναφέρει ότι δεν θα υποστηρίξει τον λόγο έφεσης αρ. 8, γι' αυτό και δεν θα ασχοληθούμε με αυτόν.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη θέση τους ότι το επίδικο εστιατόριο δεν υπήγετο στη δικαιοδοσία Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεως. Παρατηρούμε ότι, όπως ορθά αναφέρουν και οι δικηγόροι των εφεσίβλητων, η μόνη αναφορά των εφεσειόντων αναφορικά με το ζήτημα της δικαιοδοσίας γίνεται στο δικόγραφο της Απάντησης τους και συγκεκριμένα στην παράγραφο 9, η οποία αναφέρει τα ακολούθα: «Δεν είναι αποδεκτό το περιεχόμενο της παραγράφου Γ9 της αίτησης. Η καθ' ης η αίτηση 2 δεν κατέστη θέσμιος ενοικιαστής. Είναι ακόμα ενοικιαστής από έτος σε έτος ή/και από μήνα σε μήνα και αυτή η ενοικίαση είναι ακόμα ζωντανή γιατί ποτέ δεν τερματίστηκε.». Αναφορά επίσης για το ότι η καθ' ης η αίτηση 2 δεν κατέστη θέσμια ενοικιάστρια, γίνεται και στην παράγραφο 10 της Απάντησης.
Όπως ορθά αναφέρουν οι εφεσίβλητοι, παρά του ότι το θέμα της δικαιοδοσίας δεν ηγέρθη υπό μορφή προδικαστικής ένστασης πριν την έναρξη της ακρόασης της αίτησης, ούτε και παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με τη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το θέμα της δικαιοδοσίας, ως θέμα καθήκοντος και δημόσιας τάξης μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Κυριάκος Παναγιώτου v. Σόνιας Χ" Κυριάκου (1991) 1Α.Α.Δ. 362, Kolokoudias and others v. Varnavidou and others (1988) 1Α.Α.Δ. 566, SEVEGEP Ltd V. United Sea Transport Ltd (1989) 1E C.L.R. 729, Theofanous v. Georgiou (1989) 1 C.L.R. 203.
Η αιτιολογία που προβάλλουν ως στήριξη του πρώτου λόγου έφεσης τους οι εφεσείοντες αφορά τη θέση τους ότι η άδεια οικοδομής του ακίνητου στο οποίο κτίστηκε και το επίδικο εστιατόριο, προέβλεπε ανέγερση καταστημάτων και οργανωμένων διαμερισμάτων σαν ξενοδοχειακή μονάδα που εξαιρείται από τη δικαιοδοσία Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.
Οι εφεσείοντες στηρίζονται σχετικά στο άρθρο 2.2 του Ν.23/83 που αναφέρει τα ακολούθα: «Ενοικίαση σημαίνει ενοικίαση, είτε έγγραφο είτε άλλως ή κατοχή ακίνητου... αλλά δεν περιλαμβάνει ενοικίαση ξενοδοχείων, ξενοδοχειακών μονάδων ή τουριστικών καταλυμάτων.»
Δέχεται όμως στην αγόρευση του ο συνήγορος των εφεσειόντων, σχετική είναι η σελίδα 5 της γραπτής του αγόρευσης, ότι αυτό που ενοικιάστηκε σύμφωνα με το Τεκμήριο 2 (αντίγραφο εγγράφου με τον τίτλο «Ενοικιαστήριο Εστιατορίου υπό Ανέγερση») ήτο εστιατόριο υπό ανέγερση εντός αυτού του συγκροτήματος. Προσθέτει περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων: «Δεν είμαι σίγουρος πόσο βάσιμος είναι αυτός ο λόγος έφεσης και δεν έχω υπόψη μου, δεν εντόπισα σχετική νομολογία. Γι' αυτό το αφήνω απόλυτα στη δική σας κρίση.»
Σε σχέση με το ζήτημα αυτό παρατηρούμε ότι σύμφωνα και με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το επίδικο υποστατικό εμπίπτει σε ελεγχόμενη περιοχή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου Ν.23/83 και έχει συμπληρωθεί πριν την 31.12.1999, γεγονός το οποίο ουδόλως αμφισβητήθηκε κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία. Είναι επίσης παραδεχτό ότι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου υποστατικού όταν καταχωρήθηκε η αίτηση Ε19/2014 ήταν η εφεσίβλητη και ότι το επίδικο υποστατικό ενοικιάστηκε στον εφεσείοντα 1 το 1996 όταν και έλαβε ο εφεσείων 1 την κατοχή του υποστατικού, το οποίο ενοικίαζε για πρώτη φορά και συνεπώς η εκ μέρους του εφεσείοντα 1 ενοικίαση εμπίπτει στα πλαίσια της πρώτης ενοικίασης του νόμου.
Για να υπάγεται μία διαφορά στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το ακίνητο να υπάγεται στα πλαίσια εφαρμογής του Ν.23/83, δηλαδή να ευρίσκεται εντός των ορίων ελεγχόμενης περιοχής και να συμπληρώθηκε μέχρι και την 31.12.1999,
β) να υφίσταται ενοικίαση ή άλλη κατοχή του ακίνητου δυνάμει της οποίας δημιουργείται η σχέση ιδιοκτήτη και ενοικιαστή και
γ) ο ενοικιαστής να είναι θέσμιος και κατ' επέκταση η ενοικίαση να είναι θέσμια.
Σύμφωνα με τον νόμο, «θέσμιος ενοικιαστής» σημαίνει ενοικιαστής ακίνητου o οποίος κατά τη λήξη ή τον τερματισμό της πρώτης ενοικίασης εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο. Ως «πρώτη ενοικίαση» ορίζεται η πρώτη ενοικίαση του ακίνητου από τον εκάστοτε ενοικιαστή και η διάρκεια της καθορίζεται από το ενοικιαστήριο έγγραφο ή την προφορική συμφωνία ή ελλείψει αυτών από τον τρόπο πληρωμής του ενοικίου. Επομένως για να μπορέσει να απαντηθεί το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου θα πρέπει να αποφασιστεί κατά πόσο ο εφεσείοντας 1 έχει καταστεί θέσμιος ενοικιαστής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, σχετική είναι η σελίδα 33, στα ευρήματα του καταγράφει ότι
«Ο καθ' ου η αίτηση 1 ανέλαβε κατοχή του επίδικου υποστατικού περί τον Μάιο του 1997 και λειτούργησε σε αυτό εστιατόριο... και συνεπώς τεκμαίρεται ότι η ενοικίαση ανανεώθηκε αυτόματα σύμφωνα με τους όρους της για 1 χρόνο κάθε φορά για συνολική περίοδο 7 ετών από την παράδοση της κατοχής. Δηλαδή μέχρι τον Μάιο του 2004. Ο καθ' ου η αίτηση 1 παρέμεινε σε κατοχή του επίδικου υποστατικού μετά τον Μάιο του 2004 και ούτως κατέστη θέσμιος ενοικιαστής.»
Επίσης όπως αναφέρουν και οι συνήγοροι των εφεσίβλητων, κατά την αντεξέταση του ο εφεσείοντας 1 παραδέχτηκε ότι είναι θέσμιος ενοικιαστής και χρησιμοποίησε σχετικά τον όρο και o ίδιος στη γραπτή του δήλωση, Τεκμήριο Β.
Σημειώνουμε επίσης ότι η δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων στην Απάντηση τους ήταν ότι δεν υπάρχει θέσμια ενοικίαση ενόψει του ότι υπήρχε συμβατική ενοικίαση. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προωθείται η αιτιολογία ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία επειδή ο ενοικιαζόμενος χώρος ήταν χώρος που αποτελούσε μέρος συγκροτήματος οργανωμένων διαμερισμάτων που ρητά εξαιρείται από τον νόμο. Αυτή η θέση δεν φαίνεται να αποτέλεσε αντικείμενο της θέσης/υπεράσπισης των εφεσειόντων κατά την πρωτόδικη διαδικασία και είναι ολοφάνερο και από τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι η σύμβαση ενοικίασης και η ενοικίαση που συνέχισε μετά τη λήξη αυτής, αφορούσε ενοικίαση εστιατορίου και όχι τουριστικού καταλύματος. Ουδέποτε υπήρξε ισχυρισμός από πλευράς εφεσειόντων ότι ενοικίασαν συγκρότημα οργανωμένων διαμερισμάτων, θέματα τα οποία ουδέποτε απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθ' ότι δεν ηγέρθηκαν ενώπιόν του, επομένως δεν μπορούν να απασχολήσουν ούτε και το Εφετείο κατ' εφαρμογή της νομολογιακά καθιερωμένης αρχής ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τα δικόγραφα και ότι το Δικαστήριο δεν δύναται να επεκτείνεται στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα (βλ. Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 826 και Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24). Αναφέρουμε εδώ ξανά την επιφύλαξη του ίδιου του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι δεν είναι και o ίδιος σίγουρος πόσο βάσιμος είναι αυτός ο λόγος έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τους δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους έφεσης, ουσιαστικά οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι επειδή ουδέποτε εκδόθηκαν οι απαραίτητες άδειες και δεν υπήρχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, ούτε και άδεια λειτουργίας από τον ΚΟΤ για το επίδικο υποστατικό, οι εφεσίβλητοι δεν νομιμοποιούνται στην είσπραξη των ενοικίων. Οι εφεσείοντες τόσο ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και ενώπιόν του Εφετείου υποστήριξαν, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, ότι μόνο και μόνο η ανυπαρξία του πιστοποιητικού έγκρισης θέτει σε εφαρμογή την αρχή και το νομικό αξίωμα «ex turpi causa non oritur action» και στηρίζονται σχετικά στην αγγλική απόφαση Alexander v. Rayson [1936] 1 ΚB 169 και στην κυπριακή απόφαση Γιώργος Χριστοδούλου και άλλος v. Antonius H.F.M. Vraets (2009) 1Α.Α.Δ. 802.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως αληθή και ορθή τη μαρτυρία των Άντη Καφαρίδη Μ.Α.1 εκ των ιδιοκτητών του εν λόγω υποστατικού, Μόδεστου Οικονόμου Μ.Α.2 που ήταν ο αρμόδιος επιθεωρητής του επίδικου εστιατορίου τα τελευταία χρόνια και του Άκη Καραμιχάλη Μ.Α.3 πολιτικού μηχανικού, οι οποίοι ανάφεραν και κατέθεσαν ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπάρχουν εγκεκριμένα σχέδια από τον ΚΟΤ, το επίδικο υποστατικό μέχρι και το 2006 είχε γραπτή άδεια από τον ΚΟΤ, από το 2006 και μετά δεν δίδεται γραπτή άδεια, αλλά εφόσον προσκομίζονται όλα τα απαραίτητα πιστοποιητικά, τότε αδειοδοτείται και έχει δικαίωμα να λειτουργεί νόμιμα όπως και μαρτυρία ότι το επίδικο εστιατόριο έχει καταταγεί σε εστιατόριο δεύτερης τάξης του οποίου ανανεώνεται κάθε χρόνο η άδεια λειτουργίας και ο εφεσείοντας 1 καταβάλλει το σχετικό τέλος.
Περαιτέρω, για το γεγονός ότι δεν υπάρχουν άδειες και συγκεκριμένα πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής, φαίνεται να υπάρχει άδεια οικοδομής από τον Δήμο Παραλιμνίου, σχετικό είναι το Τεκμήριο 18, αίτηση για καλυπτική άδεια οικοδομής, Τεκμήριο 28, ενώ όντως δεν υπάρχει πολεοδομική άδεια. Δεν αναφέρουν όμως οι εφεσείοντες ότι, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποφασίσει με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του, οι εφεσείοντες προέβηκαν σε προσθηκομετατροπές στο επίδικο εστιατόριο και σε άλλα μέρη του κτιρίου, μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο, οι οποίες πρόσθεσαν στο ήδη υφιστάμενο το πρόβλημα της ανυπαρξίας άδειας οικοδομής και πολεοδομικής άδειας για το κτίριο ως οικοδομήθηκε και κατ' επέκταση για το επίδικο υποστατικό, για τις οποίες οι εφεσίβλητοι κατάγγειλαν τους εφεσείοντες στο Δήμο Παραλιμνίου και καταχώρισαν και ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον τους.
Η παρανομία την οποία επικαλούνται οι εφεσείοντες προς υποστήριξη της θέσης τους για μη πληρωμή ενοικίων και η εφαρμογή του λατινικού αξιώματος «ex turpi causa non oritur action», όπως και οι αποφάσεις στις οποίες στηρίζεται, δεν φαίνεται να υποστηρίζουν τη θέση τους, καθ' ότι τόσο το δόγμα αυτό όσο και οι αποφάσεις που αναφέρονται έχουν ως επίκεντρο την ανάμειξη του εφεσίβλητου σε ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά. Η υπόθεση Alexander v. Rayson (ανωτέρω), αφορούσε την ενοικίαση για παράνομο σκοπό και έγινε σχετική αναφορά και στην υπόθεση The Gas Light and Coke Company v. Turner 133 Ε.R. 127 [1840], όπου και πάλι ο σκοπός ενοικίασης της επίδικης ενοικίασης ήταν παράνομος. Στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Vraets (ανωτέρω) και πάλι υπογραμμίστηκε η αρχή ότι τα δικαστήρια αρνούνται να παρέχουν θεραπεία για αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από άκυρες λόγω παρανομίας συμφωνίες. Εκεί η συμφωνία αφορούσε την αγορά ακατέργαστων διαμαντιών από την Ανγκόλα της Αφρικής, τα οποία θα εξάγονταν από την Ανγκόλα κατά παράνομο τρόπο, αφού αγοράζονταν στη μαύρη αγορά και ήταν σε γνώση και των δύο πλευρών ότι τόσο η αγορά όσο και η μεταφορά τους από την Ανγκόλα μέσω της Ευρώπης στον τελικό τους προορισμό που ήταν η Αμβέρσα του Βελγίου ήταν παράνομη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει παρανομία στη σύμβαση ενοικίασης, αφού ο σκοπός της, ενοικίαση εστιατορίου, είναι καθ' όλα θεμιτός και νόμιμος. Το γεγονός ότι δεν εκδόθηκαν κάποιες από τις άδειες που απαιτούνταν, συμπεριλαμβανομένης και της πολεοδομικής άδειας, οφείλεται σε λόγους που αφορούν ως τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τη συμπεριφορά των ίδιων των εφεσίβλητων. Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 3 της απόφασης του:
«Περαιτέρω και ανεξάρτητα με τα ανωτέρω, οι καθ' ων η αίτηση, χρησιμοποιούσαν και τα κλιμακοστάσια του Συγκροτήματος καθώς και τους χώρους πρόσβασης στα υπόλοιπα υποστατικά του συγκροτήματος. Ειδικότερα, οι καθ' ων η αίτηση χωρίς την προηγούμενη άδεια και έγκριση των αιτητών και/ή ων αρμόδιων αρχών, έκλεισαν τα κλιμακοστάσια και τους χώρους πρόσβασης τον δρόμο του συγκροτήματος και δημιούργησαν «δωμάτια», με σκοπό να στεγάζουν αλλοδαπούς υπαλλήλους της επιχείρησης των καθ' ων η αίτηση. Οι ενέργειες αυτές των καθ' ων η αίτηση, εκτός από παράνομες, προκαλούν οχληρία τόσο στους αιτητές αλλά και σε άλλα πρόσωπα και γειτνιάζοντα υποστατικά».
Οι πιο πάνω ενέργειες, αν και παράνομες, δεν έχουν καταστήσει την ίδια τη σύμβαση ενοικίασης παράνομη για να εφαρμόζεται η αρχή «ex turpi causa non oritur action» που είναι και το καταλυτικό σημείο διαφοροποίησης της νομολογίας στην οποία στηρίζεται ο συνήγορος των εφεσειόντων από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ουδέποτε υπήρξε παρανομία στη συγκεκριμένη σύμβαση ενοικίασης, η οποία ήταν πάντοτε για νόμιμο σκοπό.
Όπως έχει αναφερθεί και στην Πολιτική Έφεση αρ. 175/2011, Νίκος Νικολάου v. Eka Rock Designs Ltd (2016) 1 ΑΑΔ 2943:
«... η παρανομία πρέπει να προκύπτει έκδηλα και να έχει στέρεο υπόβαθρο γεγονότων που να δείχνουν παρανομία εν τη γενέσει της σύμβασης ή τέτοια αναντίλεκτα δεδομένα... ».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει παρανομία στη σύμβαση ενοικίασης, εφόσον όπως προκύπτει από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπάρχει νόμιμη λειτουργία του εστιατορίου από την οποία αποκομίζεται όφελος από τον εφεσείοντα 1, λειτουργία η οποία είναι απρόσκοπτη από το 1997 και δεν έχει διαταραχθεί κατ' ουδένα λόγο.
Εν κατακλείδι, το συμβόλαιο το οποίο καταρτίστηκε για τη μίσθωση του συγκεκριμένου εστιατορίου δεν ήταν παράνομο, ούτως ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί ο γενικός κανόνας που είναι ότι τα δικαστήρια δεν επιτρέπουν στην επανάκτηση μεταβιβασθέντων ωφελημάτων που προέρχονται από παράνομα συμβόλαια. Κανένα Δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει μια συμφωνία που προέρχεται από παράνομη συναλλαγή. Αυτή είναι η ουσία του λατινικού δόγματος «ex turpi causa non oritur action».
Στην παρούσα περίπτωση είναι εμφανές ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν υποστεί καμία ζημιά, παρά μόνο αποκόμιζαν όφελος χωρίς να καταβάλουν τα οφειλόμενα δεδουλευμένα ενοίκια. Οι αποφάσεις που επικαλούνται για εφαρμογή του δόγματος «ex turpi causa non oritur action» δεν εφαρμόζονται ούτε και έχουν σχέση με την παρούσα υπόθεση και επομένως το επιχείρημα των εφεσειόντων είναι έκθετο σε απόρριψη και συνεπώς οι δεύτερος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ουσιαστικά οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ενοικιαστής παρέμεινε ο εφεσείοντας 1 με τον οποίο καταρτίστηκε το αρχικό συμβόλαιο και όχι η εφεσείουσα 2.
Όπως ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το εστιατόριο ενοικιάστηκε από τον εφεσείοντα 1. Η καταβολή των ενοικίων γινόταν είτε από τον εφεσείοντα 1, είτε από την εφεσείουσα 2, η οποία σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά το 2000 ανέλαβε τη λειτουργία της επιχείρησης εστιατορίου στο επίδικο υποστατικό και μέτοχος και διευθυντής της οποίας είναι ο εφεσίβλητος 1 και οι θυγατέρες του εφεσίβλητου 1. Τα ενοίκια καταβάλλονταν είτε από την εφεσείουσα 2, είτε τον εφεσείοντα 1 και κάποιο άλλο νομικό πρόσωπο που σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο πιθανολογείται ότι είναι το ίδιο με την εφεσείουσα 2.
Η πληρωμή κάποιων ενοικίων από την εφεσείουσα 2, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν επέφερε οποιαδήποτε μεταβολή του υφιστάμενου καθεστώτος ενοικίασης. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι σύμφωνα με τη νομολογία δεν εξυπακούεται η συνομολόγηση νέας σύμβασης μίσθωσης εκ μόνου του γεγονότος της πληρωμής ενοικίου. Σχετική είναι η υπόθεση Νίκος Κυθρεώτης και άλλοι v. Άθου Μιχαηλίδη, Milington ‑ Ward (2001) 1Α.Α.Δ. 1480. Στην εν λόγω απόφαση έχει αναφερθεί ότι η αποδοχή ενοικίου δεν επιμαρτυρεί, άνευ εταίρου τη συνομολόγηση νέας σύμβασης. Σχετική αναφορά γίνεται επίσης στην υπόθεση Λιμνατίτη κ.α. ν. Σύννου κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 817, όπου έχουν λεχθεί τα ακόλουθα:
«Συμφωνούμε με τον κανόνα δικαίου ότι η αποδοχή ενοικίου δεν καταδεικνύει ότι δημιουργεί νέα ενοικίαση. Το κατά πόσο η αποδοχή ενοικίου δημιουργεί νέα ενοικίαση, εξαρτάται από την πρόθεση των μερών και τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Στο Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 23, παράγραφος 1417, αναφέρεται:
"Receipt of rent from a person in possession maybe evidence of the landlord's acceptance of him as tenant, whether he is a stranger, or whether he was already in possession as subtenant.".»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημειώνει σχετικά τα ακόλουθα:
«Όχι μόνο ήταν οι σαφείς και σταθερή θέση των αιτητών ότι ενοικιαστής και κάτοχος του επίδικου ήταν και είναι ο καθ' ου η αίτηση 1, αλλά αυτοί είχαν αρχικά συμβληθεί με τον καθ' ου η αίτηση 1. Δεν έχει ενώπιον μας τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός του καθ' ου η αίτηση 1, ότι έχει υποκατασταθεί από την καθ' ης η αίτηση 2, με την εκχώρηση ή άλλως πως των δικαιωμάτων του αναφορικά με την κατοχή και χρήση του επίδικου στην εν λόγω εταιρεία.»
Επομένως και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Οι ένατος και δέκατος λόγοι έφεσης αφορούν τις ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για διαγραφή μέρους της Αίτησης και της Απάντησης στην Απάντηση που φέρουν ημερομηνίες 17.7.2015 και 26.11.2015. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις τους και στις δύο περιπτώσεις.
Σε ό,τι αφορά την απόφαση ημερ. 17.7.2015, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι η ένορκος δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι παράτυπη και θα πρέπει να αγνοηθεί στην ολότητα της, ενόψει του ότι η ομνύουσα, θυγατέρα του εφεσείοντα 1, η οποία ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, ανάφερε ότι είχε οδηγίες από τους εφεσείοντες 1 και 2 να υποστηρίξει τις θέσεις τους στην υπόθεση σε κάθε διαδικασία, και οδηγίες να υποβάλει τη σχετική αίτηση. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρει, δεν υπάρχει δικαιολογία γιατί στην ένορκη δήλωση έχει ορκιστεί το εν λόγω πρόσωπο και όχι o ίδιος ο εφεσείοντας 1 ή κάποιο διευθυντικό στέλεχος της εφεσείουσας 2, αφού δεν υπάρχει απολύτως καμία αναφορά στον λόγο αυτό. Επίσης, η ομνύουσα δεν αναφέρει από πού προκύπτει η γνώση της για τα θέματα τα οποία ορκίζεται, με το δεδομένο ότι προβάλλει τη θέση ότι η ίδια δεν χειρίζεται την υπόθεση, παρά την αντιφατική δήλωση της πιο κάτω στην ίδια ένορκη δήλωση, την οποία εντοπίζει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι της δόθηκαν οδηγίες από τους εφεσείοντες να προωθήσει την αίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αίτηση και για τον λόγο ότι η αίτηση στηριζόταν στη Δ.19 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυε τότε και o οποίος δεν είναι σχετικός με την αιτούμενη θεραπεία, επισημαίνοντας ότι σχετική ήταν η Δ.19 θ.26 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε, οι οποίοι με βάση τον Κανονισμό 12 (α) των περί Ενοικιοστασίων Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983, τύγχαναν εφαρμογής στις διαδικασίες του Ενοικιοστασίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι η παράλειψη αυτή ήταν αρκετή για να απορριφθεί η υπό εξέταση αίτηση, διαπίστωση η οποία επίσης είναι ορθή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αίτηση και για τον επιπλέον λόγο ότι έκρινε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου που ρυθμίζει τα θέματα αυτά, είναι εξαιρετικό μέτρο, In Re Pelmako Development Ltd (1991), 1 Α.Α.Δ. 246, και αναφέροντας ότι η αίτηση αποκαλύπτει αιτία αγωγής ενώ οι παράγραφοι και στα δύο δικόγραφα των οποίων ζητείται η διαγραφή δεν είναι σκανδαλώδεις, ούτε προκαλούν αμηχανία στους καθ' ων η αίτηση. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου και η κρίση του, αντίθετα είναι σύμφωνη με τις αρχές που καθιερώθηκαν από τη νομολογία, παραπέμπουμε ενδεικτικά στις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 704 και ΝUR CELIK SANAYI VE TICARET A.S. κ.α ν. ΠΛΟΙΟΥ MARWA M κ.α. (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1159, γι' αυτό και ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δέκατο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 26.11.2015 απέρριψε δεύτερη αίτηση τους για διαγραφή μέρους της αίτησης και της απάντησης στην Απάντηση. Σημειώνουμε ότι η αίτηση αυτή ήταν πανομοιότυπη με την αίτηση που απορρίφθηκε με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 17.7.2015. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι με προηγούμενη απόφαση του ημερ. 17.7.2015, απέρριψε προηγούμενη παρόμοια αίτηση, αποφασίζοντας όχι μόνο ότι η νομική βάση της αίτησης ήταν λανθασμένη, αλλά και επί της ουσίας της αίτησης αναλύοντας το πότε μπορεί δικόγραφο να διαγραφεί και κρίνοντας εν τέλει ότι το αίτημα δεν δικαιολογείτο με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης και ορθά όπως ανάφερε έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο, με αποτέλεσμα η καταχώριση δεύτερης αίτησης ιδίου περιεχόμενου, να αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας, αλλά και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών v. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1Α.Α.Δ. 217, αναφορικά με την αίτηση της Beogradska D.D. (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 911 και Λούκος Λτδ και άλλοι v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 2) (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 798. Παρέθεσε δε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Τζεννάρο Περρέλλα:
«Από τα πολύ παλιά χρόνια έγινε δεχτό ότι η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας διαδικασιών για την επίτευξη στόχων που μπορεί και έπρεπε να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας [βλ. Williams v. Hunt [1905] 1 Κ.Β. 512]. Στην Πολιτική Έφεση 8894 (αποφασίστηκε στις 28.4.93), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι: "... Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου...».
Έτσι ορθά το Δικαστήριο απέρριψε και τη δεύτερη πανομοιότυπη αίτηση των εφεσειόντων για διαγραφή μέρους των δικογράφων των εφεσίβλητων και επομένως και ο δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τελευταίο εντέκατο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση εναντίον της εφεσίβλητης 2 χωρίς διαταγή για έξοδα, αναφέροντας ότι η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 2 έχει αποσυρθεί και απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι αυτή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραβιάζει τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός εάν δοθεί δικαστική αιτιολογία και εφόσον η αίτηση εναντίον της εφεσείουσας 2 απορρίφθηκε και στην ουσία απαλλάχτηκε, τα έξοδα θα έπρεπε να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, δηλαδή να της επιδικαστούν έξοδα και για να διαφοροποιήσει τη θέση του αυτή το Δικαστήριο, θα έπρεπε να δικαιολογήσει γιατί τα έξοδα να μην ακολουθούν το αποτέλεσμα, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε καμία εξήγηση για την απόφαση του αυτή.
Παρατηρούμε ότι η Υπεράσπιση των καθ' ων η αίτηση 1 και 2 ‑ εφεσειόντων, κατά την πρωτόδικη διαδικασία ήταν κοινή. Η καθ' ης η αίτηση 2 δεν έλαβε ουσιαστικό μέρος στη διαδικασία καλώντας δικούς της μάρτυρες. Οι θέσεις της Υπεράσπισης της, οι οποίες επαναλαμβάνουμε ήταν κοινές με αυτές του καθ' ου η αίτηση 1, έχουν στην ουσία τους απορριφθεί. Η δε Ανταπαίτηση που είχε καταχωρίσει η καθ' ης η αίτηση 2, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση είχε αποσυρθεί και απορριφθεί χωρίς έξοδα. Θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία και δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ της καθ' ης η αίτηση 2 ενόψει όλων των πιο πάνω. Δεν έχει υπερβεί τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του εξουσίας με την απόφαση του, γι' αυτό και ο εντέκατος λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.
Ως εκ των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της. Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €5.170 πλέον ΦΠΑ.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.